ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D96
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1314/2012)
11 Φεβρουαρίου, 2015
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΟΥΤΟΥΝΟΣ,
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Πλαστήρας, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης ημερ. 6.6.2012 με την οποία οι καθ' ων η αίτηση, κατόπιν επανεξέτασης, προήγαγαν εκ νέου στη θέση Ανώτερου Αστυνόμου τα ενδιαφερόμενα μέρη Κύπρο Μιχαηλίδη (ΕΜ1), Γιώργο Τρυφωνίδη (ΕΜ2), Ανδρέα Γεωργίου (ΕΜ) και Νίκο Κερίμη(ΕΜ4), από 23.1.2009, αντί του αιτητή.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο Αρχηγός της Αστυνομίας στις 14.5.2012 ενημέρωσε τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως για την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 1400/2010 και του ζήτησε όπως επανεξετάσει την υπόθεση.
Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων Ανώτερων Αξιωματικών της Αστυνομίας, γίνεται σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), όπως έχει τροποποιηθεί («ο Νόμος»), και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), Μέρος III, στο εξής «οι Κανονισμοί», όπως έχουν τροποποιηθεί.
Η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί προηγουμένως, μέχρι την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, δεν κρίθηκε μεμπτή από το Δικαστήριο στην υπόθεση 1400/2010 και δεν θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρεια σ΄ αυτήν. Ο λόγος ακύρωσης των προαγωγών άπτετο μόνο της απόφασης του Υπουργού. Συνεπώς, ο Υπουργός προχώρησε στην επανεξέταση του θέματος, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 3 των Κανονισμών και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 16(1) και (3) του Νόμου και αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή των τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου από τις 23.1.2009. Οι εν λόγω προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις 11.6.2012.
Ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης, ισχυριζόμενος παράλειψη επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου, έλλειψη αιτιολογίας και πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, καθώς και παραβίαση του δεδικασμένου που προκύπτει από την απόφαση στην υπόθεση 1400/2010.
Στην απόφαση στην υπόθεση 1400/2010 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Ενώ ο Αιτητής συστήνεται ως «Εξαίρετος», ο Υπουργός κατά την επανεξέταση, εκτός του ότι αποφεύγει και πάλιν να προβεί σε σύγκριση του Αιτητή με τα ΕΜ, τα όσα αναφέρει στην απόφασή του ως αιτιολογία, ότι ο κάταχος της θέσης «απαιτείται να διαθέτει πνευματικές και επαγγελματικές ικανότητες σε υψηλό βαθμό, εξαιρετικές ικανότητες/δυνατότητες οργάνωσης, διοίκησης, ελέγχου και συντονισμού», ή ότι, «πρέπει να αποτελεί μια συγκροτημένη και ισχυρή προσωπικότητα ...», είναι στοιχεία στα οποία ήδη αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι και τα τα οποία ο Αιτητής συστήθηκε από τον Αρχηγό ως εξαίρετος. Ο Υπουργός, παραλείπει και πάλιν να αναφέρει στην αιτιολογία του, για ποιους λόγους τα ΕΜ είναι καταλληλότερα από τον Αιτητή. Περιορίζεται να αναφέρει γενικά και αόριστα, ότι τα ΕΜ «...θα εξυπηρετήσουν καλύτερα την υπηρεσία ...», αφήνοντας ίσως και υπονοούμενο ότι ο Αιτητής και πάλι δεν επιλέχθηκε λόγω του ότι ευρίσκεται σε προαφυπηρετική άδεια. Η μη αξιολόγηση του Αιτητή και η σύγκριση των προσόντων του με αυτά των ΕΜ, αποτελεί όχι μόνο παραβίαση του δεδικασμένου, αλλά και παράλειψη επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου. Πέραν τούτου, τα όσα γενικά και αόριστα αναφέρει στην απόφαση του, δεν μπορούν να συνιστούν επαρκή αιτιολογία, αφού δεν προσδιορίζονται οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους οδήγησαν τον Υπουργό να επιλέξει τα ΕΜ αντί του Αιτητή. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και την αντίστοιχη αρχή του διοικητικού δικαίου, την οποία κωδικοποιεί, δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση, όπως εδώ, γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε κάθε περίπτωση. Με τον γενικό και αόριστο τρόπο που ο Υπουργός αιτιολόγησε την απόφαση, στην ουσία στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί σε ποιά βάση τα ΕΜ κρίθηκαν ότι υπερτερούσαν του Αιτητή, αφού όλοι κρίθηκαν, τόσο από την Επιτροπή Αξιολόγησης, όσο και από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ως εξαίρετοι σε αξία και πολύ καλοί στα προσόντα. Κατά την κρίση μου και οι δύο λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.»
Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, ο Υπουργός αιτιολόγησε την επιλογή των ΕΜ στην επίδικη θέση ως εξής:
«Μελέτησα και έλαβα υπόψη την έκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για κάθε έναν από τους συνιστώμενους υποψηφίους και αφού μελέτησα και έλαβα επίσης υπόψη:
(i) τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης του Κανονισμού 22 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π.214/2004) όπως έχουν τροποποιηθεί,
(ii) τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με έμφαση στα δύο τότε τελευταία έτη,
(iii) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων, και
γενικά όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου διαπίστωσα ότι και οι έξι συνιστώμενοι υποψήφιοι έχουν χαρακτηριστεί ως ΕΞΑΙΡΕΤΟΙ στην ΑΞΙΑ και ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΙ στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ. Όσον αφορά το κριτήριο ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, η διαφορά μεταξύ των έξι υποψηφίων είναι ελάχιστη και αμελητέα. Δεν μπορώ να παραγνωρίσω το γεγονός ότι:
(α) Ο κ. Τρυφωνίδης είναι κάτοχος Πανεπιστημιακού Πτυχίου Νομικής και υπερτερεί έναντι του κ. Χ. Βούτουνου.
(β) Ο κ. Ν. Κερίμης είναι κάτοχος διπλώματος του Πανεπιστημίου EXETER και εμπειρογνώμονας σε θέματα δακτυλοσκοπήσεων και φωτογραφιών με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Του έχουν απονεμηθεί τρεις Ηθικές και δέκα Ηθικές και Υλικές αμοιβές και ως εκ τούτου υπερτερεί έναντι του κ. Χ. Βούτουνου.
(γ) Ο κ. Α. Γεωργίου έχει παρακολουθήσει σεμινάριο διάρκειας οκτώ μηνών στο εξωτερικό, του έχουν απονεμηθεί τρεις Ηθικές και 7 Ηθικές και Υλικές Αμοιβές, του έχει επίσης απονεμηθεί "Επαμειβόμενο Κύπελλο". Ως εκ τούτου υπερτερεί έναντι του κ. Χ. Βούτουνου.
(δ) Ο κ. Κ. Μιχαηλίδης έχει παρακολουθήσει τρεις εκπαιδεύσεις στο εξωτερικό, του έχουν απονεμηθεί δύο Ηθικές και Υλικές Αμοιβές και ως τούτου υπερτερεί έναντι του κ. Βούτουνου.
Αφού έλαβα υπόψη τις εισηγήσεις του Αρχηγού Αστυνομίας και της Επιτροπής Αξιολόγησης σύμφωνα με τις οποίες οι έξι υποψήφιοι έχουν χαρακτηριστεί ως ΕΞΑΙΡΕΤΟΙ στην ΑΞΙΑ και ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΙ στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ και αφού έλαβα επίσης υπόψη μου τα όσα αναφέρω πιο πάνω στην παράγραφο 12 θεωρώ ότι οι κ.κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ανδρέας, ΚΕΡΙΜΗΣ Νίκος, ΤΡΥΦΩΝΙΔΗΣ Γεώργιος και ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Κύπρος, κατέχουν πρόσθετα προσόντα, ακαδημαϊκά ή και εμπειρικά, με αποτέλεσμα να υπερέχουν έναντι του κ. ΒΟΥΤΟΥΝΟΥ Χαράλαμπου."
Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι ο αιτητής, με βάση το συνδυασμό των τριών κριτηρίων αξία-προσόντα-αρχαιότητα, είναι καταλληλότερος ή τουλάχιστον ίσος με τα ενδιαφερόμενα μέρη και, εν πάση περιπτώσει, κατάλληλος για επιλογή. Ο Υπουργός, αναφέρει ο συνήγορος, προέβη σε αναπαραγωγή κάποιων στοιχείων των φακέλων χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, κάτι που δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή αιτιολογία και συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή 1400/2010. Ειδικότερα, με αναφορά στα στοιχεία των φακέλων, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η παρακολούθηση τριών ολιγοήμερων σεμιναρίων στο εξωτερικό από τον ΕΜ1 δεν μπορεί να προσδώσει υπεροχή είτε σε προσόντα είτε σε αξία. Ο συνήγορος έκανε εκτεταμένη αναφορά στην υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, στοιχείο στο οποίο δε δόθηκε, όπως υποστηρίζει, βαρύτητα από τον Υπουργό. Η εισήγηση προχωρά ότι η απόφαση του Υπουργού στηρίζεται σε πλάνη περί τα πράγματα και πλάνη περί τα θεσμοθετημένα κριτήρια που θέτουν οι κανονισμοί. Ο Υπουργός, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, αναφέρεται μεν σε κάποια στοιχεία κρίσης για τα ΕΜ, δεν εξειδικεύει όμως γιατί τα στοιχεία αυτά έπρεπε να προσμετρήσουν τόσο δραστικά. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο συνήγορος εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση δεν εξουδετερώνει την παρανομία της προηγούμενης απόφασης και αποτελεί έντεχνο μέσο συγκάλυψης της προηγούμενης παρανομίας.
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας, από την άλλη, εισηγείται ότι σε κανένα από τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης δεν υπερτερεί ο αιτητής έναντι των ΕΜ, αντιθέτως παρατηρείται υπεροχή των ΕΜ έναντι του αιτητή στα προσόντα, ενώ αναφορικά με την αρχαιότητα, η όποια διαφορά μεταξύ των υποψηφίων είναι αμελητέα, αφού όλοι προήχθησαν στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄ την ίδια ημέρα, στις 26.10.2006. Τόνισε επίσης ο συνήγορος ότι το ζήτημα υπεροχής ως προς την πείρα δεν τίθεται σε αυτή την περίπτωση. Για να είναι αποφασιστικής σημασίας, η πείρα θα πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης.
Υπεραμυνόμενος της απόφασης του Υπουργού, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι πρόκειται για μία πλήρως αιτιολογημένη απόφαση στην οποία εκτίθενται οι λόγοι και το σκεπτικό που οδήγησαν στην επιλογή των συγκεκριμένων υποψηφίων, έτσι που να καθίσταται ευχερής η άσκηση του δικαστικού ελέγχου. Εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί και από τους διοικητικούς φακέλους. Δεν υπάρχει απόκλιση, αναφέρει ο συνήγορος, είτε από τις συστάσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, είτε από τις συστάσεις του Αρχηγού. Επίσης, εισηγείται ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου της υπόθεσης 1400/2006 και πως ο αιτητής δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η διοίκηση κατά την επιλογή των ΕΜ υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, ούτε να καταρρίψει το τεκμήριο της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων και αποφάσεων της διοίκησης.
Σύμφωνα τόσο με τις εισηγήσεις του Αρχηγού Αστυνομίας όσο και της Επιτροπής Αξιολόγησης, τόσο ο αιτητής όσο και τα ΕΜ έχουν χαρακτηριστεί ως ΕΞΑΙΡΕΤΟΙ στην ΑΞΙΑ και ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΙ στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ. Ο Υπουργός, όμως, είχε υποχρέωση να επιλέξει για προαγωγή τους τέσσερεις από αυτούς. Παρατηρώ ότι όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη προς όφελος των ΕΜ ανταποκρίνονται στα στοιχεία των φακέλων. Ο αιτητής, εκτός από σειρά μαθημάτων και εκπαιδευτικών σεμιναρίων στην Κύπρο, δεν είχε παρακολουθήσει οποιαδήποτε σεμινάρια στο εξωτερικό, ούτε είχε τύχει οποιασδήποτε εκπαίδευσης στο εξωτερικό. Κατείχε δε από πλευράς διπλωμάτων, ορειχάλκινο μετάλλιο ναυαγοσωστικής. Σε ηθικές και υλικές αμοιβές κατείχε μετάλλιο Αστυνομικής Αξίας Γ΄ τάξης, μετάλλιο Αστυνομικής Αξίας Β΄ τάξης και μετάλλιο Αξίας και Τιμής Β΄ τάξης. Συνεπώς, η κατάληξη του Υπουργού ως προς τα στοιχεία που έλαβε υπόψη, συγκρίνοντας το κάθε ΕΜ με τον αιτητή, ήταν ορθά.
Εκεί όπου υπάρχει διαφορά προς όφελος του αιτητή είναι ως προς την αρχαιότητα, η οποία κρίθηκε από τον Υπουργό ως αμελητέα.
Έχει νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη όταν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 ΑΑΔ 403). Η αρχαιότητα εξετάζεται σε συνάρτηση με την υπεροχή που έχει ένας υποψήφιος στην αμέσως προηγούμενη θέση (Γρηγόρης Χόπλαρος κ.ά. ν. Ανδρέα Μακρή (2005) 3 ΑΑΔ 513, Takis Christou v. The Republic (1980) 3 CLR 437). Είναι επίσης νομολογημένο ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 105 και το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στην επιλογή του πλέον κατάλληλου για πλήρωση της θέσης (Μουζούρης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 4076, Κωνσταντίνου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 18, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2007) 3 ΑΑΔ 96).
Ως προς το ότι η αρχαιότητα προσδίδει πείρα, για να είναι αποφασιστικής σημασίας θα πρέπει να αποκτήθηκε στην τελευταία πριν από την επίδικη, θέση (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 213, Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112, Χαραλάμπους ν. Πουλλίκα (2003) 3 ΑΑΔ 221). Στην παρούσα περίπτωση, τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη προήχθησαν την ίδια ημέρα στην αμέσως προηγούμενη θέση. Βέβαια, ο αιτητής προηγείται σε διορισμό στις προηγούμενες θέσεις, δεδομένου όμως ότι ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν την αμέσως προηγούμενη θέση από την ίδια ακριβώς ημερομηνία, η αρχαιότητα του αιτητή ήταν απομακρυσμένη και επομένως δεν είχε σημαντική βαρύτητα (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56).
Με βάση το άρθρο 26 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999), που κωδικοποιεί τις αρχές του διοικητικού δικαίου, αναφέρει ως προς την αιτιολογία των αποφάσεων των διοικητικών οργάνων τα ακόλουθα:
«26.-(1) Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες -
(α) Είναι δυσμενείς για το διοικούμενο·
(β) είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου·
(γ) είναι αντίθετες με χαραχθείσα πολιτική η τακτική·
(δ) συνιστούν εξαιρετικό μέτρο ενέργειας·
(ε) είναι αιτιολογητέες από το νόμο.
(2) Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν.»
Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ ότι ο Υπουργός προβαίνει σε σύγκριση του αιτητή με τα ΕΜ, συμμορφούμενος με αυτό το τρόπο με το δεδικασμένο της απόφασης 1400/2010. Η αιτιολογία που δίδει ο Υπουργός θεωρώ ότι είναι επαρκής, έτσι που να καθίσταται ευχερής η άσκηση του απαραίτητου δικαστικού ελέγχου, ως απαιτείται από τη νομολογία (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345, Ανδρέας Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1121).
Θεωρώ, επίσης, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόκλιση από τις συστάσεις του Αρχηγού και τις συστάσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης. Η κοινή βαθμολογία των πέντε υποψηφίων δεν εμποδίζει τον Υπουργό από το να αναφερθεί σε πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων τα οποία ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και συνάδουν με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων.
Δεν έχει επίσης τεθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να οδηγεί σε συμπέρασμα ότι ο Υπουργός έχει πλανηθεί περί τα πράγματα ή τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, στα οποία έκανε αναφορά στην απόφαση του. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Γαλανός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 43 «η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δεν συνεπάγεται ακυρότητα αυτομάτως. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση». Κάτι τέτοιο δεν έχει καταδειχθεί στην παρούσα περίπτωση.
Περαιτέρω, δεν έχει καταδειχθεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή έτσι ώστε να δικαιολογείται δικαστική παρέμβαση. Ο αιτητής δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι ο Υπουργός κατά την επιλογή των ΕΜ υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής του ευχέρειας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Τα έξοδα της προσφυγής, τα οποία ανέρχονται σε €1.300, επιδικάζονται εναντίον του αιτητή.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ