ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D59
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1298/2012 )
2 Φεβρουαρίου 2015
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 23, 26, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CHARBHEL LAYOYN
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ων η Αίτηση.
_________
Μ. Θεοδοσίου για Μ.Χ. Μυλωνάς & Συνεργάτες, για τον αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Ο αιτητής είναι λιβάνιος υπήκοος. Στις 8.3.1990, με το όνομα Leon Charbel Antonios και με διαβατήριο αρ. 1007147 αφίχθηκε στο λιμάνι Λάρνακος και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέχρι 18.3.1990 και ακολούθως μέχρι 8.6.1990.
Στις 16.5.1990 συνελήφθη από μέλη του κλιμακίου αλλοδαπών Λευκωσίας να εργάζεται χωρίς άδεια. Έγινε έρευνα στο δωμάτιο όπου διέμενε και ανευρέθη σουηδικό διαβατήριο για το οποίο ισχυρίστηκε ότι ο κάτοχος του του το είχε στείλει από τη Σουηδία για να το παραδώσει σε κάποιο πρόσωπο από τον Λίβανο ο οποίος το αγόρασε από τον κάτοχό του. Την ίδια ημέρα ο αιτητής αναχώρησε για το Λίβανο και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο Απαγορευμένων Μεταναστών (Stop-List).
Στις 11.9.1990 ο αιτητής με το ίδιο όνομα, Leon Charbel Antonios και προφανώς το ίδιο διαβατήριο υπ΄αριθμό 1007147 επιχείρησε να εισέλθει στη Δημοκρατία από το λιμάνι Λάρνακας, όπως του απαγορεύθηκε η είσοδος και επέστρεψε αυθημερόν στο Λίβανο.
Στις 4.4.1994 ο αιτητής χρησιμοποιώντας το όνομα Lyon Charbel Antonios και με διαβατήριο υπ΄αριθμό 0853315 εισήλθε στη Δημοκρατία και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέχρι 18.4.1994.
Στις 5.4.1994 συνελήφθη από άντρες της ΥΚΑΝ για κατοχή ναρκωτικών (κοκαΐνης) και στις 24.5.1994 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε φυλάκιση τριών μηνών για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου.
Στις 17.6.1994 απελάθηκε από τη Δημοκρατία δυνάμει διαταγμάτων κράτησης/απέλασης και τα στοιχεία του καταχωρίστηκαν εκ νέου στον Κατάλογο Απαγορευμένων Μεταναστών.
Στις 23.10.2010 επιχείρησε να εισέλθει στην Κύπρο χρησιμοποιώντας το λιβανέζικο διαβατήριο υπ΄αρ. RL1651263 με το όνομα Layoun Charbel. Μετά από διαβατηριακό έλεγχο και σχετικές ερωτήσεις παραδέχθηκε ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Lyon Charbel Antonios με αρ. διαβατηρίου 0853315 που βρίσκεται στον Κατάλογο Απαγορευμένων Μεταναστών, οπότε και δεν του επετράπη η είσοδος και αναχώρησε αυθημερόν για τον Λίβανο.
Ακολούθησε επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 6.6.2011 προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με την οποία ζητήθηκαν εξηγήσεις για το προαναφερθέν περιστατικό και όπως το όνομα του πελάτη τους αφαιρεθεί από τον εν λόγω κατάλογο. Το αίτημα απορρίφθηκε και το Τμήμα ενημέρωσε τους δικηγόρους του αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 31.5.2012, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ο επί θέματι αλλοδαπός καθ΄όλη τη διάρκεια της σχέσης του με τη Δημοκρατία εμπλέκετο σε παράνομες ενέργειες όπως παράνομη απασχόληση το 1990, κατοχή αγορασμένου Σουηδικού διαβατηρίου, επανείσοδος το 1994 με αλλαγμένα στοιχεία, κατοχή ναρκωτικών το 1994 για τα οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση, απόπειρα επανεισόδου μετά την απέλαση με αλλαγμένα στοιχεία.
Κατά συνέπεια δεν δικαιολογείται διαγραφή των στοιχείων του από το Stop-List και το αίτημα σας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.»
Είναι αυτή η απόφαση που προσβάλλεται για διάφορους νομικούς λόγους.
Κατ΄αρχάς προβάλλεται η θέση ότι η καταδίκη του αιτητή σε φυλάκιση έχει αποκατασταθεί και συνεπώς η απαγόρευση εισόδου του στη Δημοκρατία στερείται αιτιολογίας και νομικού υποβάθρου. Η άλλη πλευρά υπέβαλε ότι η αποκατάσταση δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι χαρακτηρίστηκε απαγορευμένος μετανάστης λόγω των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων του στην Κύπρο και του ιστορικού του με τα διαβατήρια.
Κατά δεύτερο, ο αιτητής παραπονείται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη την πάροδο ενός πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος από τις κατ΄ισχυρισμόν παράνομες ενέργειές του, όπως δεν έλαβαν υπόψη τα δεδομένα και τις τότε προσωπικές του συνθήκες σε συνάρτηση με τις καταστροφικές ιστορικές περιστάσεις της χώρας του εκείνη την εποχή. Επίσης δεν έλαβαν υπόψη τις σημερινές οικογενειακές περιστάσεις και το λευκό ποινικό μητρώο του αιτητή, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση όχι μόνο να είναι προϊόν πλημμελούς έρευνας και πλάνης, αλλά να αποτελεί μνημείο αυθαιρεσίας και περιφρόνησης των δικαιωμάτων του αιτητή.
Για να καταδείξει ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα, ερεύνησε ο ίδιος το ζήτημα και διαπίστωσε ότι το αραβικό επώνυμό του στα δύο διαβατήρια είναι το ίδιο και αναγράφεται με τους ίδιους αραβικούς χαρακτήρες, ενώ με λατινικούς χαρακτήρες μπορεί να διαφέρει και να αναγραφεί με διάφορους τρόπους. Συνεπώς οι ισχυρισμοί των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής άλλαξε το επώνυμό του για να πετύχει την είσοδο του στη Δημοκρατία είναι λανθασμένοι και στηρίζονται σε πλάνη. Επίσης, η αλλαγή των αριθμών στα διαβατήριά του δεν ήταν εσκεμμένη αλλά ήταν το αποτέλεσμα αντικατάστασης των διαβατηρίων του λόγω λήξης. Το δε σουηδικό διαβατήριο δεν είχε σχέση με το πρόσωπο του αιτητή. Η θέση της άλλης πλευράς επί όλων αυτών των ισχυρισμών ήταν γενική, περί του ότι έγινε δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη.
Σημαντικός παράγοντας σε υποθέσεις αυτού του είδους είναι το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας, όπως και κάθε κράτους, να περιορίζει την είσοδο και παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας. Η σχετική δε νομοθεσία είναι ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ. 105 γενικά και ειδικά για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, είναι ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμος, Ν. 7(Ι)/2007. Στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή βρίσκει ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.
Η εξουσία απαγόρευσης του αιτητή στη Δημοκρατία, ασκήθηκε, όπως προκύπτει από το φάκελο, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(δ) και (θ) του Κεφ. 105, που έχουν ως ακολούθως:
«(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατόν να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
..............................
(δ) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων, θεωρείται από τον Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστης.
...............................
(θ) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο απελάθηκε από τη Δημοκρατία είτε βάσει του Νόμου αυτού είτε βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος σε ισχύ κατά την ημερομηνία απέλασης του.
..............................»
Στην υπόθεση Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 ΑΑΔ 95 αποφασίστηκε ότι το κράτος δεν έχει υποχρέωση να στηρίξει την απόφασή του σε στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του αλλοδαπού στην Κύπρο, αλλά αρκούν γενικές ενδείξεις που προκαλούν ανησυχία εφόσον βέβαια προέρχονται από κατάλληλες πηγές. Η αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας ενόψει ακριβώς του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 718/2012, 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151).
Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εκτιμήσει τα γεγονότα, ούτε και να ελέγξει την εκτίμηση στην οποία αρμοδίως προέβη η διοίκηση. Το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται να επέμβει στην περίπτωση που στοιχειοθετείται ότι τα συμπεράσματα της διοίκησης δεν είναι εύλογα ή είναι αποτέλεσμα πλάνης ή ότι η διοίκηση υπερέβη τα όρια της διακριτικής της εξουσίας η οποία πάντως είναι ευρεία ώστε να συνάδει ακριβώς με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας του κράτους (βλ. Eddine, ανωτέρω). Η διακριτική όμως ευχέρεια δεν είναι απόλυτη, εφόσον υπόκειται στην υποχρέωση του κράτους για καλή πίστη. Όπως ελέχθη χαρακτηριστικά στην υπόθεση Reyes v. Δημοκρατίας , Υπόθ. Αρ. 860/1992, 9.2.1996:
«Ένας αλλοδαπός τηρουμένων οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που παρέχονται σε μια σύμβαση ή διμερή συνθήκη, δεν έχει δικαίωμα εισόδου στη χώρα. Το μόνο του δικαίωμα είναι η καλόπιστη εξέταση της αίτησής του για είσοδο στη χώρα........ Αναγνώριση οποιασδήποτε περαιτέρω υποχρέωσης εκ μέρους του κράτους θα ήταν ασυμβίβαστη με το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς... Αναφορικά με το κατά πόσο η διοίκηση ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια καλόπιστα υπάρχει τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησής της το οποίο παραμένει έγκυρο εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο.»
Οι πιο πάνω είναι οι γενικές αρχές που διέπουν το ζήτημα και που είναι ενδεικτικές της όλης προσέγγισης που αρμόζει.
Εν προκειμένω επιχειρήθηκε, ειδικότερα, διασύνδεση του θέματος της αποκατάστασης της καταδίκης με την απαγόρευση εισόδου. Όμως, το ζήτημα της αποκατάστασης μιας καταδίκης είναι διαφορετικό από την εξουσία απαγόρευσης εισόδου του αλλοδαπού στην Κύπρο με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(δ). Το Κεφ. 105 δεν περιέχει τέτοιο περιορισμό. Αναφορικά δε με το παράπονο ότι παρήλθε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, σημειώνεται ότι το Κεφ. 105 και πάλι, δεν θεωρεί αυτό τον παράγοντα σχετικό, σε αντιδιαστολή με τον προαναφερθέντα Νόμο 7(Ι)/2007 (βλ. άρθρο 34). Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω η αρμόδια αρχή έλαβε υπόψιν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε σχέση με τον αιτητή μέχρι και το 2010.
Γενικά όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η έρευνα της διοίκησης ήταν ευλόγως επαρκής, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα συναφή γεγονότα και ότι τα συμπεράσματα ήταν εύλογα. Δεν διαπιστώνεται κανένα στοιχείο υπέρβασης των ορίων της ευρείας διακριτικής ευχέρειας και πολύ περισσότερο δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε στοιχείο κακής πίστης. Δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1500 εις βάρος του αιτητή.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π