ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 95(I)/2006 - Ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος του 2006
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D58
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1166/2013 )
2 Φεβρουαρίου 2015
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτήτρια
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & Κ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
(ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ)
Καθ΄ου η Αίτηση.
_________
Η αιτήτρια παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Η αιτήτρια είναι διαζευγμένη μητέρα ενός παιδιού που γεννήθηκε το 2005. Στις 25.9.2009 υπέβαλε αίτηση δημοσίου βοηθήματος, με σκοπό την έγκριση αναπηρικού επιδόματος, αφού το παιδί γεννήθηκε με ραιβοιπποποδία. Τον Απρίλιο του 2010 εγκρίθηκε μηνιαίο δημόσιο βοήθημα με αναδρομική ισχύ. Στις 14.4.2013 όμως, το Γραφείο Ευημερίας τερμάτισε την καταβολή επιδόματος, ως ισχυρίζεται η αιτήτρια «καθ΄υπέρβαση εξουσίας και χωρίς τη δέουσα έρευνα».
Η έκθεση που οδήγησε στον τερματισμό του αναπηρικού επιδόματος, έχει κατατεθεί ως παράρτημα 4 στην ένσταση. Πρόκειται για έκθεση της λειτουργού ευημερίας κας Αντωνίου Μαρίνας. Εκεί αναφέρεται ότι το παιδί υποβλήθηκε σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις στην Αμερική το 2005 και το 2010. Κατά τα δύο τελευταία χρόνια, φιλοξενείται από τον εκ πατρός παππού του, παρόλο που το διάταγμα φύλαξης αναφέρεται στη μητέρα. Ο παππούς ανέφερε στην κα Αντωνίου, σε συνάντηση που είχε μαζί του στις 11.2.2013, ότι το παιδί είναι πλέον καλά στην υγεία του, παρακολουθεί μαθήματα χορού, μαθήματα ποδοσφαίρου, ασχολείται καθημερινά με το ποδήλατό του και οι γιατροί απλώς τους είπαν, ότι πρέπει το βράδυ πριν κοιμηθεί να του κάνουν κάποιες κάμψεις στα πέλματα. Ο παππούς ανέφερε ακόμα, ότι το αναπηρικό επίδομα δεν το χρειάζεται το παιδί, γιατί η υγεία του έχει αποκατασταθεί πλήρως και λειτουργεί στα φυσιολογικά πλαίσια. Ανέφερε επίσης ότι καλύπτει ο ίδιος τις βασικές ανάγκες του παιδιού, ενώ το αναπηρικό επίδομα το καρπώνεται η μητέρα, για να καλύπτει δικές της ανάγκες. Σημειώνεται ότι η Δημοκρατία δεν προώθησε τέτοια θέση.
Αναφέρεται περαιτέρω στην έκθεση, ότι η κα Αντωνίου στις 22.2.2013 επισκέφθηκε το σχολείο του παιδιού και είχε συνάντηση με τη διευθύντρια, η οποία της ανέφερε ότι το παιδί αυτοεξυπηρετείται, παίζει με τους συνομίληκούς του, και ασχολείται με ό,τι ασχολούνται και τα άλλα παιδιά της ηλικίας του (ποδόσφαιρο, χορό, κ.ο.κ.)
Από δικής της πλευράς, η λειτουργός το μόνο που παρατήρησε, όπως σημειώνει στην έκθεσή της, ήταν μια ελαφρά εσωτερική κλίση του ενός πέλματος του ποδιού, κάτι το οποίο για να το προσέξεις πρέπει να το γνωρίζεις. Σε συνεργασία που είχε με το παιδί, διαπίστωσε ότι δεν παρουσίαζε οποιασδήποτε μορφής μειονεξία, η οποία να του προκαλεί σωματικό περιορισμό. Ενόψει όλων αυτών, εισηγήθηκε τον τερματισμό του επιδόματος, όπως και έγινε, εφόσον ο επαρχιακός λειτουργός ευημερίας με επιστολή του ημερομηνίας 14.4.2013, κοινοποίησε προς την αιτήτρια απόφαση, ότι η παροχή δημοσίου βοηθήματος στο ανήλικο τέκνο της έχει διακοπεί από 1.4.2013 «γιατί μετά από αξιολόγηση της κατάστασής του προέκυψε ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 2 των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Περιουσιών Νόμων του 2006-2012».
Η αιτήτρια προσέβαλε την παραπάνω απόφαση με την υπό εκδίκαση προσφυγή, ως απόφαση που ελήφθη καθ΄υπέρβαση εξουσίας και χωρίς τη δέουσα έρευνα.
Η χορήγηση επιδόματος στον ανήλικο, ήταν μια νόμιμη διοικητική πράξη ευνοϊκή για το διοικούμενο. Ως τέτοια μπορούσε να ανακληθεί κατ΄εξαίρεση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της (άρθρο 54 του Νόμου 158(Ι)/1999). Εν προκειμένω συνεπώς, ο τερματισμός του δημοσίου βοηθήματος/αναπηρικού επιδόματος, θα μπορούσε να ήταν νόμιμος, αν θεωρηθεί ότι έγινε προς το δημόσιο συμφέρον και ειδικότερα λόγω μεταβολής των πραγματικών συνθηκών, επί των οποίων το παιδί είχε αρχικώς χαρακτηρισθεί ως ανάπηρο άτομο.
Κατ΄ουσίαν, το επίδικο ερώτημα έγκειται στο κατά πόσον η διοίκηση ερεύνησε δεόντως το ζήτημα της μεταβολής των πραγματικών συνθηκών και κατά πόσο μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να προχωρήσει σε ανάκληση της συγκεκριμένης νόμιμης διοικητικής πράξης.
Ήταν η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου της Δημοκρατίας, ότι η έρευνα ήταν πλήρης, αφού προτού η αρμόδια αρχή προβεί σε σχετικό εύρημα, έλαβε υπόψη τις ιατρικές βεβαιώσεις που προσκόμισε η αιτήτρια, οι οποίες δεν αναφέρονται σε αναπηρία, αλλά καταδεικνύουν το ήδη διαπιστωμένο και αδιαμφισβήτητο πρόβλημα υγείας του παιδιού και την έκθεση της αρμοδίας λειτουργού, που ήταν αποτέλεσμα εκτεταμένης έρευνας. Το συμπέρασμα των καθ΄ων η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, ήταν πως η πάθηση του παιδιού δεν μειώνει ουσιωδώς, ούτε αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μίας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών στο παρόν, τουλάχιστον, στάδιο της ζωής του. Αντίθετα το παιδί, είναι πλήρως λειτουργικό όπως όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, καίτοι δυνατό να προκύψει ανάγκη σε μελλοντικό στάδιο περαιτέρω επεμβάσεων.
Η αιτήτρια αντέτεινε ότι η έρευνα δεν ήταν η δέουσα, στηριχθείσα στα όσα είπε ο παππούς και η διευθύντρια, αλλά θα έπρεπε να αναζητηθεί ιατρική γνωμοδότηση.
Κατά το άρθρο 2 του Ν. 95(Ι)/2006, στο εξής «Ο Νόμος»:
«ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ' αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία·»
Το ερώτημα είναι κατά πόσο στην αξιολόγηση μιας περίπτωσης, εμπίπτουσας στον παραπάνω ορισμό, απαιτείται εξάπαντος ιατρική γνωμοδότηση.
Στο άρθρο 3(13) του Νόμου, προβλέπεται ότι όταν μια αίτηση για δημόσιο βοήθημα από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανάπηρος απορριφθεί, το πρόσωπο αυτό δύναται να ζητήσει επανεξέταση της αίτησής του, οπότε ο Διευθυντής προβαίνει στην επανεξέταση αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία καθιδρύεται και λειτουργεί με βάση σχετικούς κανονισμούς. Πρόκειται για τους περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών (Σύσταση Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας) Κανονισμούς του 2006 (Κ.Δ.Π. 319/2006), σύμφωνα με τους οποίους η Ομάδα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα ή περισσότερους από τους ακόλουθους που θα θεωρούνται ως ειδικοί, ανάλογα με τη φύση του προβλήματος υγείας που εξετάζεται, όπως ήθελε αποφασίσει ο Διευθυντής:
(i) Ο Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών ή εκπρόσωπός του.
(ii) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ή εκπρόσωπός του.
(iii) Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ή εκπρόσωπός του.
Προκύπτει ότι ο νομοθέτης ρύθμισε την περίπτωση υποχρεωτικής συμμετοχής ιατρού περιορίζοντας την σε περίπτωση επανεξέτασης. Συνεπώς, σε άλλες περιπτώσεις, το κατά πόσο η έρευνα για να θεωρηθεί δέουσα υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει να περιλαμβάνει τη γνωμοδότηση ιατρού, είναι ζήτημα που συσχετίζεται εν τέλει με τις εκάστοτε ιδιαίτερες περιστάσεις.
Εν προκειμένω, η λειτουργός είχε ενημερωθεί τόσο από το οικογενειακό, όσο και από το σχολικό περιβάλλον του παιδιού και είχε προβεί και η ίδια σε παρατηρήσεις. Η εικόνα που αποκόμισε, ήταν ότι το παιδί λειτουργεί στα φυσιολογικά πλαίσια, χωρίς να διαφέρει ή να μειονεκτεί από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Δεν διαπιστώθηκε περιορισμός που να μειώνει ουσιωδώς τις δραστηριότητες ή τις φυσικές λειτουργίες του παιδιού, ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής του. Πέραν τούτου, τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε η αιτήτρια και τα οποία λήφθηκαν υπόψη από την αρμόδια αρχή, αναφέρονται στο ιστορικό του παιδιού, χωρίς καμιά αναφορά σε οτιδήποτε που να παραπέμπει, σήμερα πλέον, σε κατάσταση αναπηρίας. Το τελευταίο πιστοποιητικό, ημερομηνίας 20.3.2014, που περιλαμβάνει κατ΄ουσίαν τα προηγούμενα, πιστοποιεί ότι το παιδί γεννήθηκε με μεγάλες παραμορφώσεις και των δύο ποδιών (ραιβοιπποποδία), ότι χειρουργήθηκε και στα δύο πόδια από αμερικάνους ιατρούς στην Αμερική (αυτό έγινε στις 13.5.2006 σύμφωνα με το πρώτο πιστοποιητικό) και ότι εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την παρακολούθησή τους και συνεστήθη συνέχιση της φυσιοθεραπείας. Ενδεχομένως θα είχε νόημα να αναζητηθεί περαιτέρω ιατρική γνωμοδότηση, εάν με τα ιατρικά πιστοποιητικά ετίθετο θέμα αναπηρίας. Όπως όμως είχαν τα πράγματα, θεωρώ ότι η έρευνα στην οποία προέβη η διοίκηση ήταν επαρκής, το όλο δε ζήτημα ήταν στα πλαίσια της εξουσίας της, την οποία άσκησε χωρίς να διαπιστώνεται υπέρβαση, καταλήγοντας σε εύλογα συμπεράσματα.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ¨Π