ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D4
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 35/2014)
12 Ιανουαρίου, 2015
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002
(Ν. 165(Ι)/2002)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ,
Αιτητής.
.
_ _ _ _ _ _
Αιτητής προσωπικά.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Β. Καρλεττίδου (κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής καταχώρησε προσφυγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, υπ΄ αριθμό 1096/2010, αξιώνοντας:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 28.5.2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Αριθμό 4457) και με την οποία διόρισε με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Λειτουργού Επιθεώρησης Πτυχίων και Αδειών τον κ. Γιώργο Γεωργίου από την 17.5.10 και/ή αντί του αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Στην όλη πορεία της διαδικασίας της πιο πάνω προσφυγής ο Αιτητής εμφανιζόταν προσωπικά στο Δικαστήριο και στα πλαίσια σχετικών οδηγιών προχώρησε στην καταχώρηση εκτεταμένης γραπτής αγόρευσης και ακολούθως γραπτής απάντησης και συμπληρωματικής γραπτής απάντησης σε σχέση με νομικό ισχυρισμό. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων το Δικαστήριο ζήτησε τη θέση των δύο πλευρών αναφορικά με την ύπαρξη ή μη εννόμου συμφέροντος του Αιτητή στην προώθηση της προσφυγής και με δεδομένο ότι ο Αιτητής, για λόγους που ισχυρίζεται και δεν αφορούν στο παρόν στάδιο, δεν έλαβε μέρος στις συνεντεύξεις οι οποίες οδήγησαν στον προσβαλλόμενο διορισμό. Μετά από εκτεταμένες αναφορές, οι οποίες αποτυπώνονται στο σχετικό πρακτικό ημερομηνίας 1.9.2014, ο Αιτητής εξέφρασε την επιθυμία υποβολής αίτησης προς παροχή δωρεάν νομικής αρωγής. Ως αποτέλεσμα η προσφυγή παρέμεινε να εκκρεμεί, αφού εν τω μεταξύ καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής η οποία εδράζεται στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 (ο Νόμος).
Εισηγείται ο Αιτητής ότι τόσο το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της υπόθεσής του, όσο και δύο ακόμη αιτήματα που προτίθεται να υποβάλει, ήτοι αίτηση για εξαίρεση Δικαστή και αίτηση για διόρθωση πρακτικών, «είναι νομικά πολύ περίπλοκα και κατά συνέπεια πολύ υπεράνω των ελάχιστων νομικών δυνατοτήτων μου». Προβάλλει επίσης ότι η οικονομική κατάστασή του δεν του επιτρέπει να έχει αντιπροσώπευση από δικηγόρο.
Η αντίδραση της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα εστιάζεται στη θέση ότι το υπό εξέταση αίτημα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό καθότι δεν καλύπτεται από το Νόμο, αφού πρόκειται για διοικητική διαφορά που δεν εμπίπτει στις προβλεπόμενες περιπτώσεις παροχής νομικής αρωγής.
Ο Νόμος καθορίζει με σαφήνεια το σύνολο των περιπτώσεων για τις οποίες είναι δυνατή η παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 3 «Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή στις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5, 6, 6Α, 6Β, 6Γ, 6Δ και 6Ε, στην έκταση και υπό τους όρους που διαλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο.» Η περίπτωση του Αιτητή δεν εντάσσεται στα πιο πάνω άρθρα, αφού ως διαδικασία δημοσίου δικαίου εκφεύγει των περιπτώσεων που καλύπτονται από τις πρόνοιες του Νόμου προς το σκοπό παροχής νομικής αρωγής. Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη επί του προκειμένου. Στην απόφαση Μαραγκός (2004) 3 ΑΑΔ 569, όπου εξετάστηκε η δυνατότητα χορήγησης νομικής αρωγής σε διαδικασία προσφυγής βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι ο έλεγχος της άρνησης διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία, ως καθαρά δημοσίου δικαίου, δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική διαδικασία για την οποία προβλέπεται δυνατότητα χορήγησης νομικής αρωγής.
Ούτε και η προσέγγιση του Αιτητή που περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι τυχόν μη παροχή σε αυτόν της αιτούμενης αρωγής θα συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων του στη βάση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει περιθώρια επιτυχίας. Η υπό αναφορά Σύμβαση δεν δημιουργεί υποχρέωση παροχής αρωγής σε όλες τις αστικές διαφορές. Η άρνηση παροχής του υπό εξέταση ευεργετήματος σε αστικές υποθέσεις εξετάζεται υπό το φως της παραγράφου 1 του πιο πάνω άρθρου, ήτοι στα πλαίσια του δικαιώματος πρόσβασης στα Δικαστήρια και διασφαλίζεται ότι ο κάθε διάδικος απολαμβάνει πραγματικού δικαιώματος πρόσβασης κατά τρόπο που δεν αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1.
Στην υπόθεση Marangos v. Cyprus (Application no. 12846/05) ημερ. 4.12.2008, το Ε.Δ.Α.Δ. καθόρισε τα εξής:
«34. Article 6 § 1 leaves to the State a free choice of the means to be used in guaranteeing litigants the above rights. The institution of a legal aid scheme constitutes one of those means but there are others, such as for example simplifying the applicable procedure (see Airey, cited above, § 26, and McVicar v. the United Kingdom, no. 46311/99, § 50, ECHR 2002-III).
35. The question whether the provision of legal aid is necessary for a fair hearing must be determined on the basis of the particular facts and circumstances of each case and will depend, inter alia, upon the importance of what is at stake for the applicant in the proceedings, the complexity of the relevant law and procedure and the applicant's capacity to represent him or herself effectively (see Airey, § 26; McVicar; §§ 48 and 50; P.C. and S. v. the United Kingdom, no. 56547/00, § 91, ECHR 2002-VI; and also Munro, cited above).
36. Moreover, it is not incumbent on the State to seek through the use of public funds to ensure total equality of arms between the assisted person and the opposing party, as long as each side is afforded a reasonable opportunity to present his or her case under conditions that do not place him or her at a substantial disadvantage vis-à-vis the adversary (see De Haes and Gijsels, § 53, and also McVicar, §§ 51 and 62, both cited above).
37. The Court must examine the facts of the present case with reference to the above criteria.
38. The Court notes firstly that the applicant was represented at the first-instance proceedings by the representative of his choice, who continued to represent him at the initial stages of the proceedings on appeal. The applicant's representative had, in fact, drafted the applicant's grounds of appeal and skeleton argument for his address before the appellate court. The latter contained the only issues pending for determination before that court. The Court also takes note of the fact that the applicant was entitled to appear in person before the Supreme Court and could address the court on the basis of the skeleton argument which had already been drafted by his representative.
39. Lastly, the Court considers that the applicant has failed to point to any particular detriment he had suffered as a result of not being represented at the hearing of his appeal or at any subsequent stage of the appeal proceedings. It further notes that the Supreme Court referred extensively to the arguments raised by the applicant's lawyer at an earlier stage of the proceedings before proceeding to dismiss the appeal.
40. In view of these considerations, the Court concludes that in the present circumstances the applicant was indeed afforded reasonable opportunity to present his case and, as such, had not been deprived of the essence of his right of access to a court.
41. There has accordingly been no violation of Article 6 § 1 of the Convention.»
Το δικαίωμα πρόσβασης του Αιτητή στο Δικαστήριο έχει διασφαλισθεί και ικανοποιηθεί. Όπως προκύπτει μέσα από το φάκελο της προσφυγής 1096/10 τα δικόγραφα έχουν καταχωρηθεί και ο Αιτητής με επάρκεια, λεπτομερώς και εκτεταμένα ανέπτυξε τις θέσεις του. Ας σημειωθεί ότι κατά επαρκή επίσης τρόπο προώθησε το υπό εξέταση αίτημά του για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και στα κρίσιμα προς κατάληξη δεδομένα. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν εντοπίζεται πλέον οποιαδήποτε πολυπλοκότητα στη συνέχιση και περάτωση της υπόθεσης. Τέτοιας μορφής που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση πλέον του δικαιώματος του Αιτητή για πρόσβασή του στη δικαιοσύνη. Το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος που έθεσε το Δικαστήριο στηρίζεται στο απλό παραδεκτό γεγονός της μη προσέλευσης του Αιτητή στις συνεντεύξεις και η νομική πλευρά που το καλύπτει είναι, αναμφίβολα, πολύ πιο απλή από τα όσα έχει ήδη αναπτύξει ο Αιτητής στην προσπάθειά του να προωθήσει τον μεγάλο αριθμό λόγων ακύρωσης που προβάλλει.
Με βάση τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς διαταγή όσον αφορά τα έξοδα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.