ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μ. Καλλιγέρου (κα) με Χρ. Μιχαηλίδου (κα), για την Αιτήτρια. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-01-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΜΥΛΩΝΑ ν. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ amp;amp; ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1488/2010, 30/1/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D50

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1488/2010)

 

30 Ιανουαρίου 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΜΥΛΩΝΑ,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

            ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

                 ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

       2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Μ. Καλλιγέρου (κα) με Χρ. Μιχαηλίδου (κα), για την Αιτήτρια.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Μ. Κλεάνθους (κα) για Α.Μ. Κλεάνθους,

για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

-----------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια προσβάλλει ως άκυρη την απόφαση της πολεοδομικής αρχής να τροποποιήσει την πολεοδομική άδεια ημερ. 28.9.2007 με την μετατόπιση της αρχικά ζητηθείσας ρυμοτομίας προς τα σύνορα του τεμαχίου αρ. 643, Φ/Σχ. 2-218-390, Τμήμα 11L, ιδιοκτησίας του ενδιαφερομένου μέρους, κατά τρόπο επωφελή προς το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά αντίθετο και βλαπτικό προς τα συμφέροντα της αιτήτριας, ιδιοκτήτριας του απέναντι τεμαχίου, υπ΄ αρ. 306 Φ/Σχ 1-2180-3905, Τμήμα 1, στην Κοκκινοτριμιθιά.

 

         Το τεμάχιο του ενδιαφερομένου μέρους εφάπτεται δημοσίου δρόμου και εμπίπτει στην πολεοδομική ζώνη Η2 (οικιστική) με ανώτατο επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης 0.90:1, ποσοστό κάλυψης 0.50:1, αριθμό ορόφων 2 και μέγιστο ύψος 8.30 μ.  Υπήρχε εκδομένη πολεοδομική άδεια για διαίρεση του τεμαχίου σε 14 οικόπεδα, δημόσιο χώρο πρασίνου και δύο δημόσιους χώρους στάθμευσης.  Κατά την υποβολή και έγκριση της σχετικής αίτησης και πολεοδομικής άδειας αντίστοιχα, περιελήφθη και το τεμάχιο αρ. 4 που δεν ανήκε στο ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά σε συγγενικό του πρόσωπο.  Στο χωρομετρικό σχέδιο του προτεινόμενου διαχωρισμού των 14 οικοπέδων υπήρχε πρόνοια για ενοποίηση του προτεινόμενου οικοπέδου αρ. 1, με το γειτονικό τεμάχιο υπ΄ αρ. 4.  Αυτό διορθώθηκε με νέα αίτηση προς τροποποίηση των σχεδίων του εγκριθέντος διαχωρισμού ώστε να μην περιληφθεί το τεμάχιο αρ. 4.  Εκδόθηκε η προαναφερθείσα πολεοδομική άδεια ημερ. 28.9.2007, με τους ίδιους όρους με ελαφρά μετατόπιση της γραμμής διεύρυνσης του δρόμου στο μέτωπο του προτεινόμενου οικοπέδου αρ. 2 ώστε να υπάρχει ομαλή σύνδεση με το πεζοδρόμιο που κατασκευάστηκε στο τεμάχιο αρ. 4.  Αυτή η τροποποίηση επήλθε μετά από επιτόπιες επισκέψεις και μετρήσεις, την κατάσταση που επικρατούσε με τις υφιστάμενες κατοικίες, τις περιφράξεις τεμαχίων κλπ.

 

         Η αιτήτρια πολύ αργότερα στις 10.5.2010 υπέβαλε παράπονο ότι δεν εφαρμόστηκαν οι όροι ρυμοτομίας κατά την κατασκευή του πεζοδρομίου στη δυτική πλευρά του τεμαχίου αρ. 643, με αποτέλεσμα ο δρόμος να είναι πολύ στενός.  Το ζήτημα ερευνήθηκε και από το Τμήμα Πολεοδομίας, αλλά και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και αφού διαπιστώθηκε ότι η αποτύπωση στο πεζοδρόμιο έγινε με βάση τα εγκριμένα σχέδια και ο δρόμος είναι στην ορθή θέση, η Πολεοδομική Αρχή ενημέρωσε ανάλογα την αιτήτρια ότι ο δρόμος και τα πεζοδρόμια δεν μετατοπίστηκαν εις βάρος του δικού της τεμαχίου υπ΄ αρ. 306.

 

         Οι καθ΄ ων εγείρουν προδικαστική ένσταση στη βάση των ανωτέρω.  Είναι η θέση τους ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα προσφυγή εφόσον ουδεμία εκτελεστή διοικητική απόφαση που επηρέαζε το τεμάχιο της έχει ληφθεί.  Δεν έχει επομένως ενεστώς, άμεσο και προσωπικό συμφέρον.  Η αιτήτρια έχει βεβαίως αντίθετη άποψη.  Θεωρεί ότι λόγω της επελθούσας τροποποίησης η βλάβη που απειλείται στο δικό της τεμάχιο στο άμεσο μέλλον θα επέλθει με βεβαιότητα.  Η μετατόπιση της αρχικά ζητηθείσας ρυμοτομίας προς τα σύνορα του τεμαχίου του ενδιαφερόμενου μέρους με περιορισμό της έκτασης του είναι μεν επωφελής για αυτό, αλλά βλαπτική για την αιτήτρια.  Κατά την εισήγηση, «Είναι προφανές πως αυτή η τροποποίηση θα έχει ως συνέπεια τον σίγουρο και χωρίς άλλη πράξη, μελλοντικό εξαναγκασμό της αιτήτριας να παραχωρήσει κομμάτι από το ακίνητο της.».

 

         Είναι βέβαια αναγκαίο να εξεταστεί η ένσταση που αφορά το έννομο συμφέρον της αιτήτριας ως ζήτημα το οποίο επηρεάζει την προώθηση της προσφυγής.  Το έννομο συμφέρον πρέπει, όπως είναι γνωστό, να υπάρχει σε όλα τα στάδια έγερσης και προώθησης της προσφυγής έτσι ώστε να θεωρείται ενεστώς δηλαδή να είναι υπαρκτό σε κάθε στάδιο και να επηρεάζει άμεσα και όχι έμμεσα τον προσφεύγοντα.  Το «ίδιο ενεστώς έννομο συμφέρον» εν τη εννοία του Άρθρου 146.2, εξυπακούει την άμεση προσβολή υφιστάμενου συμφέροντος του αιτητή που απορρέει από το Νόμο, (Νίκολας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 227).

 

         Σχετικά και πιο εξειδικευμένα αναφορικά με το έννομο συμφέρον τρίτου έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα στην απόφαση Giovani Developers Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Πολεοδομικής Αρχής Αμμοχώστου, υπόθ. αρ. 1254/2011, ημερ. 6.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D294, τα οποία υιοθετούνται ως εφαρμοζόμενα και στην υπό κρίση περίπτωση:

 

          «Αναγνωρίζεται βεβαίως ότι γενικά ένας ιδιοκτήτης ακινήτου έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει άδεια οικοδομής σε γειτονικό οικόπεδο, αλλά αυτό υπό την προϋπόθεση ότι από τη διοικητική αυτή πράξη επηρεάζεται το δικό του ακίνητο,  ο δε επηρεασμός πρέπει να πιθανολογείται κατά τρόπο που ο αιτητής να δείχνει πώς η χορηγηθείσα στο γειτονικό τεμάχιο άδεια θα επηρεάσει αρνητικά ή θα βλάψει τα συμφέροντα του στο δικό του τεμάχιο, (Νίκου Χαραλάμπους: «Ο Έλεγχος και η Δράση της Δημόσιας Διοίκησης» σελ. 149).  Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου η αρνητική επίδραση και η βλάβη είναι εμφανής, το έννομο συμφέρον στοιχειοθετείται ευκολότερα, όπως στην κατ΄ εξαίρεση χορήγηση άδειας για ανέγερση πτηνοτροφικής μονάδας σε οικιστική περιοχή με εύλογη την ανησυχία του παρακείμενου ιδιοκτήτη για οχληρία και δυσοσμία. (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73).  Υπό την έννοια της επερχόμενης βλάβης η οποία όμως απειλείται με βεβαιότητα στο μέλλον, το συμφέρον δεν παύει να είναι ενεστώς, (Gorna Systems Ltd v. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 300, Στ.Ε. 248/36 και Γλυκερία Σιούτη: «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως σελ. 159).

 

          Η ουσία είναι ότι σε περιπτώσεις περιοίκων ή ακόμη και των παρομοίων υποθέσεων ανταγωνιστών των οποίων τα υλικά συμφέροντα επηρεάζονται (Παπαντωνίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 399, N.A. Theophanous (Matik) Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 793 και Μηλιά Σώζου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 5815/2013, ημερ. 7.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:D245, (Λιάτσος, Δ.)), πρέπει να αναδεικνύεται αυτός ο επηρεασμός είτε ως πιθανολόγηση άμεσα και αναμφισβήτητη, είτε ως μελλοντική, αλλά βεβαία και επερχόμενη.  Η βλάβη αυτή πρέπει να απορρέει κατ΄ αρχάς από το ίδιο το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως.  Αυτό γιατί η νομιμοποίηση πράξης πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της παραγωγής της διοικητικής πράξης), η οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση, (Medochemie Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 567).  Η δικογραφία αποτελεί το μέσο στοιχειοθέτησης της πιθανότητας αυτής.  Στη δικογραφία είναι που αναμένεται να εντοπισθεί σαφής αναφορά της υφιστάμενης ή της με βεβαιότητα επερχομένης βλάβης, (Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 391, Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1709 και  Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23).

 

          Η όποια πιθανολόγηση ζημιάς αφορά λοιπόν μέλλοντα χρόνο και αυτή όμως εμφανώς είναι αβέβαιη.  Όπως αναφέρεται στη Γλυκερία Σιούτη - ανωτέρω -, σελ. 159,

 

"Προϋπόθεση βεβαίως για να εκτιμηθεί, αν υπάρχει ενεστώς έννομο συμφέρον, αποτελεί ο συνδυασμός της πιθανότητας επελεύσεως της βλάβης με τις έννομες συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξης.  Η ανάγκη παροχής δηλ. έννομης προστασίας δεν πρέπει να ανάγεται σε ενδεχόμενες εξελίξεις του μέλλοντος, αλλά να θεμελιώνεται σε βέβαια περιστατικά του παρόντος".»

 

         Το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι η αιτήτρια έχει ή διατηρεί έννομο συμφέρον στην καταχώρηση της προσφυγής της.  Ενώ, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αναγνωρίζεται η επίπτωση σε γειτονικό ακίνητο, και ο τυχόν επηρεασμός του από την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας σε άλλο γειτονικό τεμάχιο, εν τούτοις στο τέλος της ημέρας είναι θέμα βαθμού κατά πόσο μπορεί να επέλθει ζημιά μετά βεβαιότητας  έστω και μελλοντική.  Παρατηρείται, σε συμφωνία με τη θέση των καθ΄ ων και του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι καμία εκτελεστή διοικητική πράξη δεν έχει εκδοθεί που να αφορά το ακίνητο της ίδιας της αιτήτριας.  Η αιτήτρια υπέβαλε μια αίτηση-παράπονο στις αρμόδιες αρχές σε σχέση με την τροποποίηση της πολεοδομικής άδειας που δόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος, το παράπονο αυτό εξετάστηκε δεόντως και απαντήθηκε από τους καθ΄ ων.  Η προσφυγή δεν αφορά σε οποιαδήποτε άρνηση των καθ΄ ων είτε να εξετάσουν, είτε να απαντήσουν στο αίτημα της αιτήτριας.  Ούτε και αφορά στο λανθασμένο της όποιας απάντησης προς την αιτήτρια.

 

 Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της υπόθεσης, η αιτήτρια έλαβε σχετική απάντηση επί του υποβληθέντος στις 10.5.2010 παραπόνου της.  Σχετικές είναι η παράγραφος 6 της ένστασης και η σελίδα 11 της αγόρευσης των καθ΄ ων και οι περί  απάντησης θέσεις, επιβεβαιώνονται από το κυανούν 78 του διοικητικού φακέλου Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις.  Το κυανούν 78 είναι η απαντητική επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 26.7.2010 προς την αιτήτρια.  Με αυτή η αιτήτρια πληροφορείται ότι διαπιστώθηκε ότι ο δρόμος κατασκευάστηκε στη σωστή θέση, όπως, δηλαδή, καθορίστηκε με την πολεοδομική άδεια αρ. ΛΕΥ/0316/2007.  Η αιτήτρια δεν προσβάλλει αυτή την απάντηση, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί και ως απλού πληροφοριακού χαρακτήρα. 

 

         Η αιτήτρια επέλεξε να καταχωρήσει την προσφυγή της πάνω σε ευρύτερης διάστασης ζήτημα, επιδιώκοντας την ακύρωση της τροποποιηθείσας άδειας που είχε ήδη δοθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος υπό τις συνθήκες που επεξηγήθηκαν.

 

Το αίτημα αφορούσε στον πιθανό επηρεασμό του τεμαχίου της αιτήτριας από τη ρυμοτομία.  Ο επηρεασμός όμως αυτός είναι αναμφίβολα όχι μόνο μελλοντικός, αλλά και αβέβαιος, εφόσον δεν έχει η αιτήτρια αιτηθεί οποιαδήποτε δική της περαιτέρω ανάπτυξη ώστε η ενδεχόμενη απάντηση της πολεοδομικής αρχής να έχει άμεσο αντίκτυπο στη δική της περίπτωση.  Τα όσα η κα Καλλιγέρου επισυνάπτει στη γραπτή της αγόρευση με την παρουσίαση τοπογραφικής μελέτης για να καταδείξει τον βέβαιο επηρεασμό του τεμαχίου της αιτήτριας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη εφόσον με βάση τη νομολογία που ήδη καταγράφηκε, αυτός ο επηρεασμός έπρεπε ήδη να διαφανεί με την απαραίτητη λεπτομέρεια στην ίδια την αίτηση ακυρώσεως. Εκεί απλώς αναφέρεται ότι τα συμφέροντα της αιτήτριας βλάπτονται λόγω του περιορισμού της γραμμής ρυμοτομίας που επιβλήθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος. Αποτελεί άλλωστε (η τοπογραφική μελέτη), δεδομένο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και των καθ΄ ων εκ των υστέρων, χωρίς οι τελευταίοι να είχαν τη δυνατότητα να απαντήσουν με την ένσταση τους.

 

Με τη θέση των καθ΄ ων, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, ότι το παράπονο της αιτήτριας εξετάστηκε και δη επισταμένα, και δεν επιβεβαιώθηκε λόγω του ότι η έρευνα της υπόθεσης από τους αρμόδιους λειτουργούς τόσο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όσο και του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, κατέδειξε ότι καμιά μετατόπιση δεν υπήρξε σε βάρος των τεμαχίων της αιτήτριας, προκύπτει το ερώτημα με ποιο τρόπο η αιτήτρια δείχνει τη μετά βεβαιότητας, έστω και μελλοντικής, βλαπτική συνέπεια της τροποποιηθείσας άδειας που επηρεάζει τη ρυμοτομία.  Πρόκειται συνεπώς για αντίθετες θέσεις που προβάλλονται μεταξύ αιτήτριας και καθ΄ ων, οι οποίες δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης σ΄ αυτή την προσφυγή και είναι εδώ που οι καθ΄ ων δικαίως θέτουν ζήτημα ότι δεν εκδόθηκε ορισμένη διοικητική πράξη με άμεση αναφορά στην ίδια την αιτήτρια.

 

         Αλλά ούτε επί της ουσίας, η αιτήτρια έχει δίκαιο διότι μετά την υποβολή του παραπόνου της οι καθ΄ ων ενήργησαν με την αναμενόμενη ενδελέχεια. Οι καθ΄ ων ενεργώντας στο πλαίσιο της ορθής εκ μέρους της διοίκησης διερεύνησης παραπόνου πολίτη της Δημοκρατίας, εξέτασαν επειγόντως το όλο ζήτημα και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι εξετάστηκε άμεσα το παράπονο, (η επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 29.6.2010 προς τον Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας τιτλοφορείται «Κατεπείγουσα»), έγιναν οι απαραίτητες αποτυπώσεις και έλεγχος σε συνδυασμό με τα χωρομετρικά σχέδια του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, με αποτέλεσμα τη διαπίστωση ότι ο διαχωρισμός υλοποιήθηκε σύμφωνα με τα εγκριμένα σχέδια με το δρόμο να βρίσκεται στην ορθή θέση και σε συμφωνία με τις πολεοδομικές άδειες/εγκρίσεις αρ. ΛΕΥ/0316/2007 και ΛΕΥ/0316/2007/Α ημερ. 31.5.2007 και 28.9.2007, αντίστοιχα.

 

         Οι άδειες είχαν ήδη δοθεί μετά την εξέταση της όλης περιοχής περιλαμβανομένου και του δεδομένου ότι οι λειτουργοί προέβηκαν σε δύο επιτόπιες επισκέψεις στη συγκεκριμένη περιοχή, όπου λήφθηκαν μετρήσεις στις 29.3.2007 και 13.9.2007, μετρήθηκε το πλάτος του υφιστάμενου δημόσιου δρόμου σε συνάρτηση με τις υφιστάμενες κατοικίες, τις περιφράξεις των τεμαχίων κλπ.

 

         Επομένως υπήρξε δέουσα έρευνα και πριν και μετά το παράπονο.  Επαναλαμβάνεται ότι δέουσα έρευνα στο διοικητικό δίκαιο σημαίνει την επέκταση της διερεύνησης σε κάθε τι σχετικό υπό τις περιστάσεις, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 72, Δημοκρατία ν. C. Cassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835 και Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Η έρευνα εδώ είχε διεξαχθεί υπό το φως, επαναλαμβάνεται, του δεδομένου ότι η διοίκηση δεν τέθηκε προ συγκεκριμένου αιτήματος προς έκδοση διοικητικής πράξης που να αφορούσε αυτή καθ΄ αυτή την αιτήτρια.

 

         Αυτό ισχύει και για την άλλη θέση της αιτήτριας περί έλλειψης αιτιολογίας.  Εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας στη σελ. 4 της αγόρευσης της, παρ. Δ.1, ότι υφίσταται «έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας, ικανής να νομιμοποιήσει την αυθαίρετη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία εξεδόθη και χωρίς να δοθεί το δικαίωμα ακρόασης ..» (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου). Η αιτήτρια  όμως δεν προσβάλλει την απάντηση ημερ. 26.7.2010 που δόθηκε επί του παραπόνου της.  Προσβάλλει την τροποποιημένη πολεοδομική άδεια, γνώση της οποίας έλαβε, όπως ισχυρίζεται, στις 30.8.2010 μετά την καταβολή του αναγκαίου τέλους.  Προσπαθώντας έτσι να προσβάλει την καθ΄ αυτή έκδοση της πρώτης και δεύτερης πολεοδομικής άδειας.  Τις οποίες όμως γνώριζε τουλάχιστον από την επιστολή της ημερ. 10.5.2010, ή, το αργότερο, με επιβεβαίωση, από τις 25.7.2010, όταν έλαβε την απάντηση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Με την προσφυγή καταχωρηθείσα στις  10.11.2010, αυτή είναι σαφώς εκπρόθεσμη, θέμα που είναι βεβαίως καταλυτικό και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260 και Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133).

 

         Ως προς το θέμα της προηγούμενης ακρόασης και της κατ΄ ισχυρισμόν αποστέρησης της αιτήτριας από του να λάβει γνώση και να εκφράσει θέση επί της προταθείσας τροποποίησης της πολεοδομικής άδειας, η εισήγηση, με όλη την εκτίμηση, δεν ευσταθεί.  Κατ΄ αρχάς, σημειώνεται και πάλι το δεδομένο ότι η αιτήτρια δεν αμφισβητεί, ούτε προσβάλλει το περιεχόμενο της επιστολής που της απευθύνθηκε ημερ. 26.7.2010.  Δεν υπάρχει άμεση εκτελεστή πράξη αφορούσα ευθέως την ίδια την αιτήτρια.  Αν η αιτήτρια, όπως είναι η ουσία της θέσης της στις σελ. 10-11 της αρχικής της αγόρευσης, θεωρεί ότι στερήθηκε από το δικαίωμα «να ακουστούν επί της ουσίας» οι θέσεις της ώστε «να γνωρίζει τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίστηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση και να γνωρίζει τα αποτελέσματα της έρευνας που αυτοί διεξήγαγαν», όφειλε να προσβάλει την ίδια την απάντηση που έδωσαν οι καθ΄ ων στις 26.7.2010, διότι είναι επί της δικής της επιστολής-παράπονο που οι καθ΄ ων διενήργησαν έρευνα και είναι επ΄ αυτού του παραπόνου που απάντησαν.  Επομένως, δεν μπορεί η αιτήτρια από τη μια να μην προσβάλλει την απάντηση αυτή και από την άλλη να παραπονείται ότι δεν έτυχε προηγούμενης ακρόασης. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια λανθασμένα  αναμειγνύει  στο  ζήτημα και τα δεδομένα που είχαν   οδηγήσει   στην    άδεια   διαίρεσης    του    τεμαχίου     του ενδιαφερομένου μέρους με «επί τόπου κατάσταση/έρευνα/επίσκεψη ώστε να υπάρχει ομαλή συνέχεια τόσο του πεζοδρομίου όσο και του ασφαλτικού οδοστρώματος», όπως καταγράφεται στην παρ. 4 της ένστασης και αναπαράγεται στη σελ. 4 της αγόρευσης της αιτήτριας.  Είναι πρόδηλο ότι οι επιτόπιες εξετάσεις προϋπήρχαν της τροποποιηθείσας πολεοδομικής άδειας η οποία εκδόθηκε στις 28.9.2007, εφόσον έλαβαν χώραν στις 29.3.2007 και 13.9.2007.  Εγείρεται λοιπόν το εύλογο ερώτημα, πότε θα έπρεπε οι καθ΄ ων να ερωτήσουν την αιτήτρια:  Όταν θα εξέδιδαν τις δύο πολεοδομικές άδειες, αρχική και τροποποιητική, όταν το μόνο που εξέταζαν ήταν αίτημα του ενδιαφερόμενου μέρους; Σαφώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι έπρεπε να δοθεί στην αιτήτρια δικαίωμα παρέμβασης κατά την εξέταση της αίτησης του ενδιαφερομένου μέρους.  Επαναλαμβάνεται δε, ότι είναι καταλυτικό το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε από τους καθ΄ ων να υπήρχε οποιαδήποτε λανθασμένη κατασκευή του δρόμου ή να υπήρξε μετατόπιση ή παρέκκλιση από την πολεοδομική άδεια που να έβλαπτε το τεμάχιο της αιτήτριας.

 

         Περαιτέρω, η αιτήτρια εισακούσθηκε πλήρως στο παράπονο της και δεν ήταν ανάγκη να κληθεί είτε προφορικά, είτε γραπτώς να λάβει θέση πριν την απόφαση των καθ΄ ων.  Οι απόψεις της τέθηκαν ενώπιον της διοίκησης και λήφθηκαν δεόντως υπόψη.  Έχουν ήδη αναφερθεί κατά κόρον ανωτέρω τα γεγονότα.  Το παράπονο της αιτήτριας εξετάστηκε επισταμένα.  Δεν υπάρχει στο σχετικό περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο αρ. 90/72, ως τροποποιήθηκε, οποιαδήποτε πρόνοια που να επιβάλλει προηγούμενη ακρόαση ειδικά σε συνθήκες όπως την παρούσα περίπτωση, όπου η αιτήτρια δεν αιτήθηκε η ίδια οποιαδήποτε άδεια από την πολεοδομική αρχή.  Ούτε η αιτήτρια αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη πρόνοια πέραν της γενικής αρχής που διατυπώνεται στο άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.  Το μόνο που προνοείται στο Νόμο και αυτό σε σχέση με αιτήσεις για πολεοδομική άδεια είναι η δυνατότητα ιεραρχικής προσφυγής κατά τα άρθρα 31 και 32.  Αυτές οι ρυθμίσεις όμως αφορούν τον αιτούντα την πολεοδομική άδεια και όχι περιοίκους.

 

Η διοίκηση εδώ δεν έλαβε κάποια διοικητικά μέτρα που να συνιστούν πειθαρχικής φύσεως πράξη ή που έχουν το χαρακτήρα της κύρωσης ή της δυσμενούς φύσεως.  Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής, (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).  Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι δικαίωμα ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης, (Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000 και Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010).

 

Οι αποφάσεις που επικαλείται η αιτήτρια Μηνά ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 426, Ιουλία Μιχαήλ ν. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών, υπόθ. αρ. 818/2005, ημερ. 28.2.2006, Μαραθεύτη ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 418, και Renos Pitros Homes Ltd v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 728, δεν σχετίζονται με τα υπό κρίση γεγονότα.  Η πρώτη αφορούσε ευθέως την αιτήτρια εφόσον είχε αρχίσει εναντίον της έρευνα με σκοπό την ποινική της δίωξη και υπήρχε κατακράτηση απολαβών κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας της.  Η δεύτερη αφορούσε και πάλι ευθέως την αιτήτρια, η οποία είχε προσληφθεί από τους καθ΄ ων και η υπηρεσία της είχε αργότερα τερματισθεί.

 

Η τρίτη αφορά σε γεγονότα που σχετίζονταν με την έκδοση πολεοδομικής άδειας διαίρεσης υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους και η εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια παρακείμενου τεμαχίου, προσέβαλε την εκδοθείσα άδεια.  Κατ΄ έφεση κρίθηκε ότι υφίστατο έννομο συμφέρον σ΄ αυτήν.  Όμως εκεί είχε προηγηθεί μελέτη χωροταξική και πολεοδομική για τη μορφή των δρόμων και είχε ήδη επιβληθεί όρος για υποχρεωτική παραχώρηση της πορείας του οδικού δικτύου, στην εφεσείουσα, αλλά δεν είχε γίνει για το ενδιαφερόμενο μέρος, παρόλο που υπήρχε προς τούτο εισήγηση από τις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου.  Η κατασκευή και διάνοιξη του οδικού δικτύου επομένως αφορούσε όλα τα τεμάχια και η εφεσείουσα είχε ήδη  επηρεαστεί.

 

Στην τελευταία υπόθεση, οι εφεσείοντες είχαν οι ίδιοι υποβάλει αίτηση για ανέγερση οικιών και θα έπρεπε να λαμβάνονταν υπόψη οι ευρύτεροι σχεδιασμοί από ήδη παραχωρηθείσα πολεοδομική άδεια.  Επομένως, επηρεάζονταν ευθέως και το ζήτημα εκεί ήταν κατά πόσο η πολεοδομική αρχή ορθά είχε απορρίψει τη δική τους αίτηση στη βάση των υφιστάμενων σχεδιασμών.

 

Η προσφυγή συνεπώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1.300 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο