ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D34
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1430/2012)
28 Ιανουαρίου, 2015
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑNGELOV PLANIMIR STANCHEV,
Αιτητή,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ' ου η αίτηση.
----------------------
Άνδρος Πελεκάνος με Γιάννη Πολυχρόνη, για τον Αιτητή.
Τατιάνα Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
A Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, η απόφαση που περιέχεται σε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 6.9.2012 με την οποίαν πληροφορήθηκε ο αιτητής ότι είχε κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης και ότι, ένεκα τούτου, η προσωρινή άδεια παραμονής του είχε ανακληθεί και ότι εξεδόθησαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Τα γεγονότα της προσφυγής
O αιτητής ο οποίος είναι Βούλγαρος υπήκοος, υπέβαλε στις 14/1/2009 στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λάρνακας, αίτηση για έκδοση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλώνοντας ως διεύθυνση διαμονής του την οδό Καστελλορίζου 4, Lamaco Court 1, Διαμ. 21 στη Λάρνακα. Η βεβαίωση εγγραφής εκδόθηκε την ίδια μέρα.
Μέσα στα πλαίσια αστυνομικής επιχείρησης για την πάταξη της κυβείας, η οποία έλαβε χώρα στις 21 και 22/4/2012, ο αιτητής συνελήφθη διότι, χωρίς να κατέχει οποιαδήποτε άδεια, εκτελούσε χρέη φρουρού ασφαλείας, στην είσοδο καζίνου με την επωνυμία KΙΝGS στην οδό Αγίου Αντωνίου και ειδοποίησε, μέσω ασυρμάτου, τα ευρισκόμενα στο υποστατικό πρόσωπα, με αποτέλεσμα να ηχήσει σύστημα συναγερμού και να οδηγηθεί σε αποτυχία η αστυνομική επιχείρηση. Παρόμοια συμπεριφορά του αιτητή με παρεμπόδιση του αστυνομικού έργου σημειώθηκε κατά τη διάρκεια ελέγχου και εκτέλεσης εντάλματος έρευνας του ίδιου υποστατικού στις 27/5/2012 και στις 16/6/2012. Εναντίον του αιτητή σχηματίστηκε ποινικός φάκελος, ενώ σύμφωνα με τις εξετάσεις της Αστυνομίας το εν λόγω πρόσωπο ήταν ενταγμένο σε φατρία της νύκτας με σκοπό την ενημέρωση των εργοδοτών του σχετικά με τις αστυνομικές ενέργειες και κινήσεις για την πάταξη του τζόγου. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε προχωρήσει σε εγγραφή του στα μητρώα της Δημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι διέμενε στη Κύπρο κατά τα τελευταία 4 χρόνια.
Ως εκ τούτου, τόσο ο Υπεύθυνος του ΟΠΕ Λάρνακας όσο και ο Υπεύθυνος Σταθμού Πόλεως εισηγήθηκαν στον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας την ακύρωση της άδειας παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη. Επιπρόσθετα εισηγήθηκαν την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του.
Ακολούθως, στις 6/9/2012 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, εξέδωσε διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή προς τον οποίον επιδόθηκε στις 9/9/2012, η επίδικη επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Υοu are hereby informed that you are an illegal immigrant by virtue of paragraph (G), section 1, Article 6 of the Aliens and Immigration Law, Chapter 105 as amended until 2009 and it has been decided to deport you from the Republic of Cyprus in accordance also with Article 29 of the Right of Union Citizens and their Family Members to Move and Reside Freely within the Territory of the Republic of Cyprus Law of 2009 since it was considered that your personal conduct represents a genuine, present and sufficiently serious threat affecting the public order of the Republic.
Consequently your temporary residence permit / migration permit has been revoked and I have proceeded with the issue of deportation and detention orders dated 06th of September 2012 against you. Your deportation to the republic of Bulgarian will take place immediately and until then you will remain in custody for the reasons mentioned above.
Your re-entry into Cyprus after your deportation is forbidden for the next 10 years from the date of deportation.
You have the right to file a recourse against the decision of your deportation before the Supreme Court of Cyprus in accordance with article 146 of the Constitution of the Republic within 72 days from the date of receipt of this letter.»
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Γενικού Διευθυντή καταχωρίστηκε στις 17/9/2012 η παρούσα προσφυγή, εκκρεμούσης της οποίας και κατόπιν σχετικού αιτήματος του αιτητή, για οικειοθελή αναχώρηση του από την Κύπρο, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ακυρώθηκαν στις 9/10/2012, ημερομηνία κατά την οποίαν ο αιτητής αναχώρησε από τη Κύπρο. Σχετική επιστολή ημερομηνίας 24.10.2012 αποστάληκε στο δικηγόρο του αιτητή από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («η Διευθύντρια») πληροφορώντας τον επίσης ότι δεδομένου ότι ο αιτητής είχε κριθεί ως απαγορευμένος μετανάστης, για λόγους δημόσιας τάξης, η επανείσοδος του στη Δημοκρατία απαγορεύεται.
Σημειώνεται ότι η απέλαση του αιτητή, είχε ανασταλεί με Διάταγμα του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.9.2012, κατόπιν σχετικής μονομερούς αίτησης του, ημερομηνίας 17.9.2012.
Οι λόγοι ακύρωσης
Η βασική θέση του αιτητή είναι ότι η διοίκηση στη προκειμένη περίπτωση δεν προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα πριν καταλήξει στο συμπέρασμα της ότι ο αιτητής συνιστούσε πραγματική και σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
Με άλλους επιπρόσθετους λόγους εγείρονται θέματα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος ακρόασης ("audi alteram partemˮ), παραβίασης των προνοιών του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου του 2007 (Ν.7(1)/2007 ως έχει τροποποιηθεί) και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο και εσφαλμένης εφαρμογής του Κεφ. 105 στην περίπτωση του αιτητή, έλλειψης αιτιολογίας, αναρμοδιότητας οργάνου, παραβίασης του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, προσβολής του δικαιώματος της οικογενειακής ζωής του αιτητή, και παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Η Νομική πτυχή
Σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105:
«Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-
(α)............................
(ζ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται από μαρτυρία την οποίαν το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει επαρκή, ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να καταστεί επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη ή να προκαλέσει έχθρα, μεταξύ των πολιτών της Δημοκρατίας και της αυτής Μεγαλειότητας ή να ραδιουργήσει εναντίον της εξουσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημοκρατία».
Η εξουσία απαγόρευσης εισόδου σε ορισμένες περιπτώσεις εναποτίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 7 ως ακολούθως:
«Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού και άνευ βλάβης οποιωνδήποτε άλλων εξουσιών που χορηγήθηκαν στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού για το σκοπό της απαγόρευσης της εισόδου προσώπου στη Δημοκρατία, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να απαγορεύει την είσοδο στη Δημοκρατία οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο δεν είναι ούτε ημεδαπός Κύπριος ούτε Βρεττανός υπήκοος ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία για περίοδο όχι λιγότερη των επτά ετών εντός των τελευταίων δέκα ετών πριν από την είσοδο».
Σημειώνεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο με την υπ' αριθμό 27.052 απόφαση του ημερ. 30/4/1986 εκχώρησε τις πιο πάνω εξουσίες στον Υπουργό Εσωτερικών. Περαιτέρω, με σχετική γνωστοποίηση ημερ. 11/5/2012 η τότε Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, τις απορρέουσες από τα άρθρα 13(2) και 14(1) του Κεφ. 105, εξουσίες της για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης απαγορευμένων μεταναστών.
Η απέλαση των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν η εν γένει συμπεριφορά τους στοιχειοθετεί «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή» εναντίον των κοινωνικών συμφερόντων, προβλέπεται στο άρθρο 29 του Ν. 7(1)/2007) ως ακολούθως:
«29.-(1) με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.
(2) Δεν δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.
(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική ενεστώτα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:
Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.
.........................»
Η προδικαστική ένσταση
Εγείρεται εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση προδικαστικό ζήτημα απώλειας του αντικειμένου της παρούσας προσφυγής λόγω της ακύρωσης των επίδικων διαταγμάτων και της οικειοθελούς αναχώρησης του αιτητή.
H δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση υποστηρίζει ότι αφενός η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενο της με βάση τα όσα περιέχονται στην επιστολή της Διευθύντριας, ημερομηνίας 24.10.2012, και αφετέρου ότι ο αιτητής απώλεσε το έννομο συμφέρον του για την προώθηση της προσφυγής εφόσον απεδέχθη ανεπιφύλακτα να εγκαταλείψει την Κύπρο, υποβάλλοντας μάλιστα προς τούτο δικό του αίτημα.
Είναι περαιτέρω η θέση του καθ' ου η αίτηση ότι δεν δικαιολογείται η προώθηση της παρούσας προσφυγής, μετά την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων εφόσον δεν έχει αποδειχθεί από τον αιτητή η ύπαρξη ζημιογόνων συνεπειών που προκλήθηκαν ευθέως και αποκλειστικά από τα ίδια τα διατάγματα, δεδομένου ότι ο ίδιος αποδέχθηκε να αναχωρήσει οικειοθελώς από τη Κύπρο. Επιπρόσθετα, η ακύρωση των διαταγμάτων δεν θεμελίωσε οποιαδήποτε υποχρέωση του καθ' ου η αίτηση να επαναφέρει τον αιτητή στη Κύπρο, εφόσον, όπως επισημάνθηκε στην επιστολή της Διευθύντριας προς τον αιτητή, ημερομ. 24/10/2012, η απόφαση για τη κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη για λόγους δημόσιας τάξης, παρέμενε σε ισχύ. (βλ. Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973, Στράκκα Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, Wahad v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 622, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 33).
Ο αιτητής απαντά ότι η ανάκληση των διαταγμάτων δεν έχει αναδρομική ισχύ και ως εκ τούτου είναι αναγκαίος ο αναθεωρητικός έλεγχος τους για τη διαπίστωση της νομιμότητας τους. Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι λόγω της εφαρμογής των επίδικων διαταγμάτων έχει υποστεί ζημία η οποία συνίσταται στη σύλληψη και κράτηση του που είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση της ελεύθερης διακίνησης του, γεγονός που διατηρεί αλώβητο το έννομο συμφέρον του για τη συνέχιση της δίκης προς το σκοπό διεκδίκησης αστικών αποζημιώσεων παρά τη μεταγενέστερη ακύρωση των διαταγμάτων.
Σύμφωνα με τον αιτητή το γεγονός και μόνο της στέρησης της ελευθερίας του, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των επίδικων διαταγμάτων, συνιστά αστικό αδίκημα αγώγιμο «per se», και είναι αρκετό για να ικανοποιήσει το ζητούμενο της εκ πρώτης όψεως πιθανολόγησης ζημίας.
Όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακά, το έννομο συμφέρον πρέπει να συντρέχει σε τρία διαφορετικά στάδια της διαδικασίας και πιο συγκεκριμένα, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση της.
To ερώτημα το οποίο προκύπτει στην παρούσα περίπτωση είναι κατά πόσον η οικειοθελής αποχώρηση του αιτητή από την Κύπρο και η παράλληλη ρητή ακύρωση των διαταγμάτων από τη διοίκηση, εκκρεμούσας της εκδίκασης της προσφυγής, οδηγούν σε έκλειψη του απαραίτητου έννομου συμφέροντος του αιτητή και αναπόφευκτα στην κατάργηση της δίκης λόγω έλλειψης αντικειμένου ή αν διαφαίνεται εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημίας που προέκυψε από την εφαρμογή των διαταγμάτων και το οποίο διατηρεί ζωντανή τη διαδικασία μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της.
Βαρύνουσας σημασίας για την απάντηση των πιο πάνω ερωτημάτων είναι η επιστολή της Διευθύντριας, ημερομηνίας 24.10.2012 προς τον αιτητή, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο:
«Κύριε,
Ενόψει της επιστολής σας προς το Υπουργείο Εσωτερικών ημερομηνίας 08/10/2012, με την οποίαν ζητούσατε, όπως επιτραπεί στον πελάτη σας, κύριο Planimir Stanchev ANGELOV, να αναχωρήσει οικειοθελώς από τη Δημοκρατία σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας εγκρίθηκε, λαμβάνοντας υπόψη και το Διάταγμα του Ανώτατου Δικαστηρίου για αναστολή της απέλασης στα πλαίσια της προσφυγής 1430/2012, και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ακυρώθηκαν στις 9/10/2012, οπόταν ο πελάτης σας κατέστη δυνατόν να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία την ίδια ημέρα.
Σας πληροφορώ, περαιτέρω, ότι δεδομένου ότι ο πελάτης σας είχε κριθεί από την Υπουργό Εσωτερικών ως Απαγορευμένος Μετανάστης για λόγους δημόσιας τάξης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του άρθρου 6(1) του κεφ. 105, η επανείσοδος του πελάτη σας στη Δημοκρατία απαγορεύεται»
(οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου).
Όπως έχει νομολογηθεί, η γενόμενη τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτούντα καθιστά απαράδεκτη την κατ' αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως, ελλείψει εννόμου συμφέροντος.
Στην Κοζάκος v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3566 τονίστηκαν στη σελ. 3571 τα ακόλουθα:
«Είναι βασική αρχή του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας ότι το βάρος της απόδειξης του έννομου συμφέροντος το φέρει ο αιτητής και ότι τούτο πρέπει να υπάρχει τόσο κατά την καταχώριση της προσφυγής όσο και κατά την έκδοση της απόφασης. (βλ. μεταξύ άλλων, Παπασάββας v. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 111, Mελέτης v. Aρχής Λιμένων Κύπρου (1986) 3 Α.Α.Δ. 418, σελ. 433, Κρητιώτης v. Δήμου Πάφου (1986) 3 Α.Α.Δ. 322, σελ. 338).
Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή διοικητικής πράξης στερεί από τον αιτητή το έννομο συμφέρον. Στην Μυριάνθης v. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 165 ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μ. Τριανταφυλλίδης ανάφερε τα ακόλουθα στη σελ. 168:
«It is well established by now, in the administrative law of Cyprus on the basis of relevant principles which have been expounded in Greece in relation to a legislative provision there (section 48 of Law 3713/1928) which corresponds to our Article 146.2 above, that a person, who, expressly or impliedly, accepts an act or decision of the administration, is deprived, because of such acceptance, of a legitimate interest entitling him to make an administrative recourse for the annulment of such act or decision (see inter alia, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959), pp.260-261, Piperis v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 295, 298, Ioannou and Others v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 146, 153, Markou v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 267, 276 and Pericleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 141, 145 ,146).
It is quite clear that in order that the acceptance of an administrative act or decision should deprive someone of the right to challenge it by an administrative recourse for annulment such acceptance should take place unreservedly and freely and not because of fear of adverse consequences otherwise (see, Πορίσματα, supra, p. 261, Kυριακοπούλου Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, 4 th ed., vol. C, p. 124, and the Pericleous case, supra - and it may be pointed out, at this stage, that though the in the first instance decision in the Pericleous case was reversed on appeal in The Republic v. Pericleous (1972) 3 C.L.R. 63, there was not disapproved of on appeal, that part of the first instance decision which is relevant for the purpose of this Interim Decision)".»
Στην παρούσα περίπτωση το αίτημα του αιτητή για οικειοθελή αναχώρηση από τη Κύπρο αποκαλύπτει αποδοχή των εναντίον του εκδοθέντων διαταγμάτων γεγονός που του αποστερεί το απαραίτητο έννομο συμφέρον προσβολής τους.
Επιπρόσθετα, η δίκη καταργείται λόγω της ακύρωσης των διαταγμάτων στις 9.10.2012 από την ίδια τη διοίκηση, εκκρεμούσης της προσφυγής. Ο αιτητής ο οποίος είχε στους ώμους του το βάρος να αποδείξει εκ πρώτης όψεως τις ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη από την εφαρμογή των επίδικων διαταγμάτων πριν την ακύρωση τους, δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου συγκεκριμένα και απτά στοιχεία, αρκούμενος στην επίκληση της στέρησης του συνταγματικού δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης, λόγω της κράτησης του.
Η άποψη αυτή όμως παραβλέπει το θεμελιώδες στοιχείο της κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη εφόσον με βάση τα στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει οι αστυνομικές αρχές και τα οποία καταγράφονται λεπτομερώς στις σχετικές εκθέσεις, ο αιτητής κρίθηκε ότι αποτελούσε «πραγματική και ενεστώτα σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας». Δεδομένου ότι, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα εκτιμήσεων του πραγματικού υλικού που εξετάζεται από τη Διοίκηση της οποίας η διακριτική ευχέρεια σε ότι αφορά την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της Δημοκρατίας είναι ευρύτατη και άρρηκτα συνυφασμένη με τη κρατική υπόσταση (βλ. Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203) και λαμβανομένου υπόψην ότι τα υπόλοιπα γενικά και αόριστα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν στοιχειοθετούν εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημίας, ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το σχετικό βάρος.
Πρέπει δε να έχουμε υπόψη ότι η έκδοση διατάγματος απέλασης αλλοδαπού, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που επηρεάζεται η δημόσια ασφάλεια δεν έχει χαρακτήρα τιμωρίας που θα επέβαλλε την προηγούμενη ακρόαση του ή την αυτοπρόσωπη παρουσία του κατά την εξέταση της υπόθεσης του, αλλά αποτελεί έκφραση κρατικής κυριαρχίας (βλ. Eddine v. Δημοκρατίας (2008) (3) A.A.Δ. 95).
Υπό παρόμοιες περιστάσεις στην Slevoslav Stoyanov v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1406/2011, ημερομηνίας 31.5.2012 επισημάνθηκαν τα εξής:
«Όσον αφορά το έτερο σκέλος της θέσης του αιτητή ότι προκύπτει ζημιογόνο αποτέλεσμα λόγω παραβίασης του ανθρωπίνου δικαιώματος της ελευθερίας λόγω της κράτησης του και μεταφοράς του δι' απελάσεως στη χώρα του, ώστε αυτοδικαίως και per se να δικαιούται σε αποζημίωση λόγω παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων, ο αιτητής παραγνωρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 21/9/2011 διαπιστώθηκε εν μέρει και κατά τύπον μόνο να ήταν λανθασμένη ως εδραζόμενη στο άρθρο 35 του Νόμου 7(1)/07, εφόσον δεν προηγήθηκε καταδίκη του. Αλλά, η ταυτόχρονη απόφαση ότι αυτός κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του κεφ. 105, εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ και εύλογη υπό το φώς των όσων πληροφοριών υπήρχαν από την Αστυνομία. Επομένως, ο αιτητής, όπως και κατά την έκδοση της απόφασης ημερ. 21/9/2011, εξακολουθούσε να αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη, η δε ακύρωση των τότε εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης έγινε μόνο λόγω της λανθασμένης νομιμοποιητικής βάσης, δηλαδή της χρήσης του άρθρου 35, αντί του άρθρου 29. Η ουσία όμως παρέμενε η ίδια εφόσον ο αιτητής κρίθηκε, ως δημόσια απειλή, απαγορευμένος μετανάστης.
.........................
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν παρέμεινε ζημία, ούτε ουσιαστική στέρηση οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτητή. Η προσβαλλόμενη πράξη έχασε το αντικείμενο της και δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για ακύρωση της».
Ομοίως και στην παρούσα περίπτωση, με δεδομένη την κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, η οποία απετέλεσε το νόμιμο υπόβαθρο της ανάκλησης της άδειας παραμονής του και της έκδοσης των ενταλμάτων κράτησης και απέλασης του, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε κατάλοιπο ζημίας, ούτε παρέχεται έδαφος για περαιτέρω προώθηση της προσφυγής η οποία και θα πρέπει να απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου