ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D18
(Υπόθεση αρ. 1096/2012)
16 Ιανουαρίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28, 60, 146 ΚΑΙ 166 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Μεταξύ:
ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ,
Αιτήτριας,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΓΕΝΙΚΟΥΛΟΓΙΣΤΗ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Ν. Nικολάου, για τους αιτητές
Ελ. Φλωρέντζου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια είναι χήρα του πρώην υπαστυνόμου Αλέξανδρου Νικολαΐδη, ο οποίος απεβίωσε στη Λεμεσό στις 22.2.2012.
Αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, η αιτήτρια, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη χήρας αποθανόντα κρατικού υπαλλήλου, η οποία απορρίφθηκε με επιστολή της Γενικής Λογίστριας ημερ. 2.5.2012 με το αιτιολογικό ότι ο σύζυγος της «. είχε επιλέξει με ανέκκλητη εκλογή του, όπως μη υπαχθεί στις πρόνοιες του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου 18/1967, ο οποίος προνοούσε τη μεταβίβαση της σύνταξης δημοσίου υπαλλήλου σε περίπτωση θανάτου του».
Με τη λήψη της απορριπτικής επιστολής, η αιτήτρια ζήτησε μέσω δικηγόρων επανεξέταση του αιτήματος της στη βάση, ουσιαστικά, ότι ο Ν.18/1967 είχε καταργηθεί από τους περί Συντάξεων Νόμους του 1997 (Ν.97(1)/1997) και σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου δικαιούταν εν πάση περιπτώσει σύνταξη χηρείας σε ποσοστό 37,5% της σύνταξης του αποβιώσαντος συζύγου της. Και αυτό, στην περίπτωση που ο σύζυγος της είχε υπηρετήσει χωρίς εισφορές στο Ταμείο Συντάξεων Χηρών και Ορφανών, ενώ σε διαφορετική περίπτωση - αν δηλαδή ο αποθανόντας συνείσφερε στο εν λόγω Ταμείο - δικαιούταν ποσοστό σύνταξης στην τάξη του 75%.
Το Γενικό Λογιστήριο με επιστολή του ημερ. 6.7.2012 απέρριψε και το νέο αίτημα, με αποτέλεσμα την καταχώριση της υπό κρίση προσφυγής με την οποία επιδιώκεται:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση που περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας που φέρει ημερομηνία 02/05/2012 και κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια την 10/05/2012 σύμφωνα με την οποία απορρίπτεται αίτημα της Αιτήτριας για χορήγηση στην ίδια σύνταξης χηρείας είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».
Η προσφυγή βασίζεται σε δεκαεννέα (19) νομικά σημεία, τα οποία προωθήθηκαν σε τέσσερις ενότητες. Ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση (α) αντίκειται στους περί Συντάξεων Νόμους του 1997, (β) αντιστρατεύεται την αρχή της ίσης μεταχείρισης, (γ) εκδόθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και είναι προϊόν μη επαρκούς έρευνας, και (δ) λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και, επιπρόσθετα, είναι παράνομη αφού προσκρούει στα άρθρα 21(3), 24(1), 26(1) και/ή 28, 38, 42, 43, 45, 46, 48, 50, 51 και 52 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.
Πρώτα όμως η συμπλήρωση του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, με παράθεση στοιχείων που αφορούν το πρόσωπο του αποθανόντα. Έχουν ως ακολούθως:
Στις 16.1.1978 επιβλήθηκε στον αποθανόντα η πειθαρχική ποινή της «απόλυσης» από τη θέση του υπαστυνόμου, αλλά με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 12.3.87 η εν λόγω ποινή μετατράπηκε σε ποινή «απαίτησης προς παραίτηση».
Κατ΄ ακολουθία της μετατροπής της ποινής, το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία βάσει του άρθρου 7 του περί Συντάξεων Νόμου Κεφ. 311, αποφάσισε να παραχωρήσει στον αποθανόντα αποζημιώσεις και ετήσια σύνταξη ύψους £2.107 (Λ.Κ) από 1.1.87.
Το Γενικό Λογιστήριο, εξετάζοντας την αίτηση της αιτήτριας ημερ. 1.3.12, διαπίστωσε ότι το όνομα του αποθανόντα περιλαμβανόταν στο μητρώο που τηρούσε για κρατικούς υπαλλήλους οι οποίοι με ανέκκλητη δήλωσή τους επέλεξαν να μην υπαχθούν στις διατάξεις του Νόμου 18/67. Δηλαδή επέλεξαν να μην καταβάλλουν εισφορές στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών (στο εξής το Ταμείο) και ως εκ τούτου σε περίπτωση θανάτου τους η σύνταξή τους δεν θα μεταβιβαζόταν στις χήρες και στα εξαρτώμενα τέκνα τους. Είναι στη βάση αυτής της πραγματικότητας που το Γενικό Λογιστήριο απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας για σύνταξη χηρείας, παρόλο που η δήλωση που υπόγραψε ο αποθανόντας δεν εντοπίστηκε. Το γεγονός αυτό, δηλαδή ο μη εντοπισμός της υπό αναφορά δήλωσης, χρησιμοποιήθηκε από την αιτήτρια για προώθηση της θέσης ότι το μητρώο του Γενικού Λογιστηρίου - κατάλογος σύμφωνα με το συνήγορό της - δεν οδηγεί άνευ ετέρου και σε συμπέρασμα ότι όντως ο αποθανών σύζυγός της προέβηκε ανέκκλητα σε τέτοια δήλωση. Το ζήτημα όμως αυτό έπαυσε να αποτελεί σημείο τριβής, αφού κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης δηλώθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της ότι δεν προωθεί την προαναφερθείσα θέση/ακυρωτικό λόγο. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο αποθανών υπέγραψε τέτοια δήλωση δεν αμφισβητείται και εν πάση περιπτώσει η άσκηση από τον αποθανόντα της εκλογής να μην υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.18/67 αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι με βάση τα στοιχεία που τηρεί ο Τομέας Μισθών του Γενικού Λογιστηρίου κανένα ποσό δεν έχει αφαιρεθεί από το μισθό του ως εισφορά στο Ταμείο.
Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων είναι βασική θέση της αιτήτριας ότι πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 35, 36, 37 και 38 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(1)/1997) για λήψη σύνταξης χηρείας σε ποσοστό 37,5% της σύνταξης του αποθανόντα και ότι με το Νόμο αυτό έχει καταργηθεί ο Ν.18/1967 επί του οποίου βασίστηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση για απόρριψη της αίτησής της.
Ο Ν.18/1967, αντιτείνουν οι καθ΄ ων η αίτηση, μπορεί μεν να καταργήθηκε από το Ν.97(1)/97, αλλά το άρθρο 41(1)(α) δεν θεωρεί «εισφορείς» τους συντάξιμους υπαλλήλους που άσκησαν γραπτώς και ανέκκλητα το δικαίωμα εκλογής να μην υπαχθούν στις διατάξεις του Μέρους VI του Νόμου και υιοθέτηση της θέσης της αιτήτριας θα οδηγούσε σε «νομοθέτηση» από το Δικαστήριο. Περαιτέρω ναι μεν το άρθρο 38 διαχωρίζει σε δύο κατηγορίες τον υπολογισμό της σύνταξης χήρας, αλλά καμιά αναφορά δεν γίνεται στο άρθρο αυτό για τους υπαλλήλους που δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν να υπάγονται στις ρυθμίσεις του Νόμου. Κατά συνέπεια, υπέβαλαν, η σιωπή του Νόμου σε σχέση με την κατηγορία των υπαλλήλων αυτών θα πρέπει να εκληφθεί ως επιθυμία του νομοθέτη να μη συμπεριληφθούν οι εν λόγω υπάλληλοι στις πρόνοιες του Νόμου για τη χορήγηση στη χήρα και στα τέκνα σύνταξης μετά το θάνατο συζύγου/πατέρα τους. Και αυτό με σεβασμό στην επιλογή των υπαλλήλων εκείνων - στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο αποθανόντας - να μην εισφέρουν στο Ταμείο και ως εκ τούτου η αιτήτρια δεν δικαιούται σε σύνταξη χηρείας.
Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις οι οποίες έχουν κοινό σημείο αναφοράς τους Ν.18/1967 και Ν. 97(1)/1997. Με τους διαδίκους να συμφωνούν, αφενός, ότι η αιτήτρια δεν δικαιούται σε σύνταξη χηρείας βάσει του Ν.18/1967 και, αφετέρου, ότι ο Νόμος αυτός καταργήθηκε από το Ν.97(1)/1997 (στο εξής ο Νόμος). Σχετικός είναι ο Πίνακας στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 50[1] του Νόμου, το οποίο διασφαλίζει και τα όποια δικαιώματα απέκτησε κάποιο πρόσωπο δυνάμει των καταργηθέντων νόμων και κανονισμών ή δυνάμει οποιασδήποτε εκλογής σύμφωνα με τις διατάξεις των καταργηθέντων νόμων ή κανονισμών. Όπως δε γίνεται αντιληπτό, λόγω της εκλογής του αποθανόντα να μην υπαχθεί στις πρόνοιες του Ν.18/1967 σ΄ ότι αφορά τη μεταβίβαση της σύνταξης του σε περίπτωση θανάτου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για διασφάλιση της μεταβίβασης της σύνταξης στη σύζυγό του βάσει του (νέου) Νόμου. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο η αιτήτρια απέκτησε δικαίωμα σύνταξης χηρείας βάσει του άρθρου 38(1)[2] του Νόμου, το οποίο δεν είχε προηγουμένως, ή κατά πόσο είναι ορθή η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι δεν απέκτησε τέτοιο δικαίωμα. Θέση που περιέχεται και στην επιστολή τους ημερ. 6.7.12 προς τους δικηγόρους της αιτήτριας και σχετικά παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό μέρος της επιστολής:
«Αναφορικά με την θέση της πελάτιδας σας ότι δικαιούται σε σύνταξη χηρείας ποσοστού 37,5% της σύνταξης του συζύγου της με βάση τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97/1997), επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι αυτό δεν ισχύει. Οι πρόνοιες του άρθρου 38 αφορούν στους συνταξιούχους που είναι ενταγμένοι στο Σχέδιο. Η μόνη αναφορά που γίνεται στο άρθρο 38(2)(α) του Ν.97(1)/97 αφορά στις χήρες των συνταξιούχων που υπηρέτησαν πριν την ορισθείσα ημερομηνία, δηλαδή την 1.4.1967».
Από τα ανωτέρω είναι σαφές ότι η απάντηση στο ερώτημα που έχει τεθεί είναι συνυφασμένη με την ερμηνεία που επιδέχεται το άρθρο 38, ενσωματωμένο βεβαίως στο όλο οικοδόμημα του Νόμου. Έχω μελετήσει το Νόμο με τη δέουσα προσοχή και κατ΄ αρχάς με βρίσκει σύμφωνο η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Νόμος τηρεί σιγή σε σχέση με την κατηγορία των προσώπων - στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο αποθανόντας - που άσκησαν εκλογή να μην καταβάλλουν εισφορές στο Ταμείο, όπως με βρίσκει σύμφωνο και η θέση τους ότι ο αποθανόντας δεν ήταν «εισφορέας» εν τη εννοία του άρθρου 41[3] του Νόμου. Όμως έχω την άποψη ότι το άρθρο 41 αναφέρεται στα πρόσωπα που υπηρετούσαν ως (κρατικοί) υπάλληλοι κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου και ο αποθανών δεν ήταν τέτοιο πρόσωπο, αφού ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευση του στις 19.12.1997 και ο αποθανών άρχισε να λαμβάνει σύνταξη με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 12.3.1987. Κάτω από αυτά τα δεδομένα δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι το άρθρο 38(2)(α) «. αναφέρει ξεκάθαρα ποιους θέλει να καλύψει και με ποια ποσοστά και δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην κατηγορία του αποθανόντα, δηλαδή σε αυτούς που άσκησαν εκλογή να μην υπαχθούν». Η παρ. 2 του άρθρου αυτού, όπως προκύπτει από το λεκτικό του, αφορά πρόσωπα που αφυπηρέτησαν πριν την ορισθείσα ημέρα - δηλαδή πριν από την 1.4.1967 - και ο αποθανόντας δεν ήταν τέτοιο πρόσωπο αφού συνταξιοδοτήθηκε χρόνια μετά. Κατ΄ ακολουθία τούτων η προσοχή θα πρέπει να στραφεί αποκλειστικά στην ερμηνεία του άρθρου 38(1) του Νόμου το οποίο, για σκοπούς χορήγησης σύνταξης χηρείας, διακρίνει τους αποθανόντες υπαλλήλους σε δύο κατηγορίες. Σ΄ αυτούς που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους κατέβαλλαν εισφορές στο Ταμείο και σ΄ αυτούς που δεν κατέβαλλαν. Και στην μεν πρώτη περίπτωση αναγνωρίστηκε στη χήρα δικαίωμα σύνταξης χηρείας σε ποσοστό 75% της σύνταξης του αποθανόντα συζύγου της και στη δεύτερη περίπτωση, όταν δηλαδή ο σύζυγός της υπηρέτησε χωρίς εισφορές όπως είναι και η εξεταζόμενη περίπτωση, 37,5%. Καταλήγω επομένως ότι δυνάμει των προνοιών του εν λόγω άρθρου η αιτήτρια δικαιούται ανάλογο ποσοστό σύνταξης, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της προσφυγής χωρίς να παρίσταται ανάγκη για εξέταση και των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, με €1.400 έξοδα συν ΦΠΑ προς όφελος της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 50. Οι νόμοι και οι κανονισμοί οι οποίοι αναφέρονται στον Πίνακα του νόμου καταργούνται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου:
Νοείται ότι η κατάργηση των νόμων και κανονισμών γίνεται χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό-
(α) Των δικαιωμάτων τα οποία απέκτησε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει των καταργούμενων νόμων και κανονισμών-
(β) των δικαιωμάτων τα οποία διαφυλάχτηκαν ή αποκτήθηκαν από οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει οποιασδήποτε εκλογής σύμφωνα με τις διατάξεις των καταργούμενων νόμων ή κανονισμών
[2] 38.(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), το ποσό της σύνταξης χήρας υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης, το οποίο ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή θα εδικαιούτο ο θανών συντάξιμος υπάλληλος, με βάση τη συντάξιμη υπηρεσία του, κατά την ημέρα του θανάτου του και ορίζεται ως ποσοστό αυτής-
(i) για υπηρεσία με εισφορές ποσοστό 75% της σύνταξής του:
(ii) για υπηρεσία χωρίς εισφορές ποσοστό 37,5% της σύνταξής του:
Νοείται ότι.
(2)(α) Η σύνταξη χήρας συνταξιούχου που αφυπηρέτησε πριν την ορισθείσα ημέρα είναι το 37,5% της σύνταξης που καταβάλλεται σ΄ αυτόν κατά την ημέρα του θανάτου του:
[3] 41(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα («εισφορείς») καταβάλλουν υποχρεωτικά εισφορές δυνάμει του άρθρου αυτού που αναφέρονται ως «περιοδικές εισφορές»-
(α) Κάθε πρόσωπο (εισφορέας) το οποίο είναι συντάξιμος υπάλληλος, εκτός υπαλλήλου ο οποίος άσκησε γραπτά και ανέκκλητα το δικαίωμα εκλογής να μην υπαχθεί στις διατάξεις του Μέρους αυτού του Νόμου·
(β) Καθένας ο οποίος γίνεται συντάξιμος υπάλληλος σ΄ οποιοδήποτε χρόνο μετά την ορισθείσα ημέρα.
(2) Οι περιοδικές εισφορές καταβάλλονται.»