ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D990
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5807/2013)
22 Δεκεμβρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΗΛΑΒΑ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προσφυγή έχει βεβαρημένο ιστορικό από την άποψη ότι προηγήθηκαν της προσβαλλόμενης εδώ πράξης, τρεις άλλες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η προσφυγή αφορά τη μόνιμη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού 2ης τάξης στο Υπουργείο Άμυνας για την οποία είχε αρχικά διορισθεί το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιος Παπανικολάου με δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 19.11.1993. Κατά της αποφάσεως αυτής καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ΄ αρ. 72/1994 με την οποία ακυρώθηκε η πράξη στις 14.4.1995 από τον Χατζητσαγγάρη, Δ. Το όλο ζήτημα επανεξετάστηκε, η Ε.Δ.Υ. επαναδιόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος, καταχωρήθηκε νέα προσφυγή, η υπ΄ αρ. 132/1998, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν και πάλι ακυρωτικό με απόφαση ημερ. 28.3.2000 από τον Νικολαΐδη, Δ. Νέα επανεξέταση και νέος διορισμός του ιδίου ενδιαφερομένου μέρους ακυρώθηκε για τρίτη φορά με την προσφυγή υπ΄ αρ. 1271/2000 στις 5.7.2002, με απόφαση του Ηλιάδη, Δ.
Η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη της ότι αποσύρθηκε από τη Δημοκρατία η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3494 που καταχωρήθηκε εναντίον της τελευταίας ακυρωτικής απόφασης, απέστειλε το θέμα προς επανεξέταση στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία υπέβαλε σχετική έκθεση στις 24.11.2008 αναφορικά με την επανεξέταση της όλης διαδικασίας. Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της ημερ. 13.2.2009 λαμβάνοντας υπόψη ότι η απουσία ουσιωδών στοιχείων επιλογής κατά την επανεξέταση δυσχέραινε το έργο της για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, αποφάσισε την εξ υπαρχής επανάληψη της όλης διαδικασίας με διεξαγωγή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων. Απεστάλη, επομένως, πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία υπέβαλε νέα έκθεση στις 6.12.2012.
Η Ε.Δ.Υ. κάλεσε σε προφορική εξέταση τους τρεις υποψήφιους που περιέλαβε η Συμβουλευτική Επιτροπή στον κατάλογο της, μεταξύ των οποίων τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος, και επανεξέτασε στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1271/2000 και στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, την πλήρωση της θέσης, καλώντας προς τούτο και τον Γενικό Διευθυντή ενώπιον της.
Εν τέλει η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 27.5.2013, αφού έλαβε υπόψη την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση από τον Γενικό Διευθυντή και τη δική της αξιολόγηση ως προέκυπτε από την προφορική εξέταση, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο τόσο ο Γενικός Διευθυντής, όσο και η ίδια χαρακτήρισαν εξαίρετο κατά την προφορική συνέντευξη. Έκρινε επίσης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, όπως και ο αιτητής, ο οποίος διέθετε επίσης και το Master of Engineering (Electrical Engineering), στο οποίο απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα εφόσον θεωρήθηκε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, χωρίς όμως να απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ή να αποτελεί πλεονέκτημα. Η Ε.Δ.Υ. συγκρίνοντας τον αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος θεώρησε ότι η γενική υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους δεν μπορούσε να υπερακοντιστεί από τα δεδομένα του αιτητή, ο οποίος αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο ως πολύ καλός κατά την προφορική εξέταση.
Προβάλλονται διάφοροι λόγοι προς ακύρωση της πράξης. Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ύπαρξη πλάνης και παραβίαση του δεδικασμένου που απέρρεε από την τελευταία ακυρωτική απόφαση. Λανθασμένη θεωρεί επίσης την εξ υπαρχής επανάληψη της διαδικασίας και τη διενέργεια νέων προφορικών εξετάσεων. Η Ε.Δ.Υ., κατά την εισήγηση, όφειλε να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης που είχαν γίνει και τα οποία παρέμειναν αλώβητα από την ακυρωτική απόφαση. Παράνομη θεωρείται και η διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η έκθεση της οποίας πάσχει πολλαπλώς εφόσον απουσιάζουν ή δεν τηρήθηκαν ολοκληρωμένα πρακτικά. Αλλά και η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι προϊόν πλάνης, λανθασμένης αιτιολογίας και έρευνας με αποτέλεσμα να μεταφερθεί η πλάνη αυτή και στην ίδια την κρίση της Ε.Δ.Υ. Η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους με δήθεν γενική υπεροχή αυτού πάσχει διότι εκμηδενίστηκε ένα ολόκληρο μεταπτυχιακό προσόν με γνώμονα την κατά τη νομολογία μικρή διαφορά στην προφορική αξιολόγηση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους.
Η αντίθετη θέση της Ε.Δ.Υ. διά της συνηγόρου της είναι ότι όλη η διαδικασία που απεφασίσθη από την Ε.Δ.Υ. στη βάση και σχετικής γνωμάτευσης που ζητήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα ήταν σύννομη, τόσο κατά τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και κατά τη διαδικασία ενώπιον της ίδιας της Ε.Δ.Υ., η οποία στη βάση του άρθρου 34Α(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, μπορούσε να καλέσει τους υποψήφιους σε νέα προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ορθά συνήλθε και αποφάσισε με νέα σύνθεση, τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της ενημέρωσης των μελών της, εξέτασε και χαρακτήρισε ευλόγως τον κάθε υποψήφιο και κατάρτισε προκαταρκτικό κατάλογο υποψηφίων για αποστολή στην Ε.Δ.Υ., με αλφαβητική σειρά και στη βάση των όλων ενώπιον της δεδομένων.
Αλλά και η ίδια η Ε.Δ.Υ., όπως απορρέει από τα πρακτικά, ορθά έκρινε εντός της εύλογης διακριτικής της ευχέρειας το ενδιαφερόμενο μέρος για διορισμό, προβαίνοντας σε εύλογη σύγκριση των κριτηρίων που ίσχυαν για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε το 1993.
Παρά τα προηγηθέντα ακυρωτικά αποτελέσματα, κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αυτή τη φορά ευλόγως επιτρεπτή και εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. Συγκεκριμένα, το δεδικασμένο δεν παραβιάστηκε. Αυτό διότι η τελευταία ακυρωτική απόφαση είχε έρεισμα (i) την χωρίς ειδική αιτιολογία μεταστροφή της Ε.Δ.Υ., να αποδώσει βαρύτητα στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης, και (ii) το ότι δεν είχε διεξαχθεί έρευνα ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας από το ενδιαφερόμενο μέρος. Ως προς το τελευταίο, το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί ότι, «Προσόν στη Μηχανολογία ή/και πείρα σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, επισκευές ηλεκτρολογικών/ηλεκτροϊατρικών μηχανημάτων-συσκευών, σχεδίαση ηλεκτρικών δικτύων, βιομηχανικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων θα αποτελεί πλεονέκτημα.».
Ο Ηλιάδης, Δ., στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1271/2000, έκρινε ότι το πιστωθέν πλεονέκτημα του ενδιαφερομένου μέρους με υπηρεσία στην Gevo Ltd ως τεχνικού τηλεπικοινωνιακών για 2 έτη και 9 μήνες, δεν μπορούσε να λογισθεί ως τέτοιο λόγω απουσίας σχετικού πιστοποιητικού που να επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό. Η Συμβουλευτική Επιτροπή όμως κατά την επανεξέταση ζήτησε και έλαβε το σχετικό πιστοποιητικό και αυτό το κατέγραψε ρητά η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της στο τηρηθέν πρακτικό ημερ. 17.4.2013. Αυτό είχε διαπιστωθεί ήδη από το πρακτικό της ημερ. 13.2.2009, (Παράρτημα 7 στην ένσταση), ενώ για το θέμα της αναζήτησης πιστοποιητικού από το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο στο μεταξύ είχε παραιτηθεί από τη δημόσια υπηρεσία, είχε αναζητηθεί και γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία (γνωμάτευση ημερ. 7.4.2008), με επισυνημμένη τη σχετική βεβαίωση από τη Gevo Ltd.
Ως προς το άλλο θέμα, παρατηρείται ότι η γραπτή εξέταση δεν ήταν πλέον στην εικόνα της αξιολόγησης και αυτό διότι η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στη βάση μόνο προφορικής εξέτασης. Ήδη η Συμβουλευτική Επιτροπή από τις 6.12.2012, (Παράρτημα 9 στην ένσταση), αποφάσισε με νέα σύνθεση, εφόσον είχε παρέλθει μεγάλος χρόνος και τα μέλη της είχαν αφυπηρετήσει, όπως διεξαχθεί προφορική εξέταση. Η προφορική αυτή εξέταση έγινε στη βάση της επίδειξης ενδιαφέροντος από εκείνους που είχαν προηγουμένως προσέλθει τόσο στις γραπτές εξετάσεις, όσο και στην προφορική εξέταση. Η επανασύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η νέα εξέταση έλαβε χώραν με βάση το άρθρο 34Α του Νόμου αρ. 1/1990, εφόσον οι αλλεπάλληλες ακυρωτικές αποφάσεις δεν άφηναν περιθώριο επανεξέτασης με βάση οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο. Δεν υπήρχε διότι, όπως σημείωσε η Ε.Δ.Υ. στο σχετικό πρακτικό της ημερ. 13.2.2009, (Παράρτημα 7), η ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 72/1994 προσφυγή κατέστησε αδύνατη τη λήψη της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπόψη, ενώ με την ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 135/1999 προσφυγή, κατέστη αδύνατη και η λήψη υπόψη της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., αλλά ούτε και η εκτίμηση του ειδικού του ΓΕΕΦ σε σχέση με την τεχνική κατάρτιση σε οπλικά συστήματα μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Τέλος, με την ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 1271/2000 προσφυγή, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ούτε τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης.
Το άρθρο 34Α προστέθηκε στο Νόμο αρ. 1/1990, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 96(Ι)/2006 και προνοεί για τη διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περιέχει πρόνοιες για την ορθή διαδικασία επανεξέτασης σε διάφορες περιπτώσεις, ανάλογα με το στάδιο της ακύρωσης και το λόγο ή λόγους ακύρωσης. Είναι στη βάση αυτών των προνοιών που η Ε.Δ.Υ., μετά από γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ημερ. 7.4.2008, αποφάσισε την ακύρωση της όλης διαδικασίας και την εξ υπαρχής επανάληψη της διαδικασίας με τη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης.
Σ΄ αντίθεση με τις αιτιάσεις που προβάλλει ο συνήγορος του αιτητή, οι πρόνοιες του εδαφίου (4) του άρθρου 34Α ενεργοποιούνται στη βάση της αιτιολογίας που έδωσε η Ε.Δ.Υ. Η αιτιολογία είναι πλήρης και έχει αναφορά στο όλο ιστορικό της υπόθεσης με τις απανωτές ακυρωτικές αποφάσεις. Ο αιτητής λέγει ότι θυματοποιείται λόγω της νέας προφορικής εξέτασης, ξεχνώντας ότι ο ίδιος δεν είχε κατά την αρχική διαδικασία κληθεί για προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. εφόσον δεν είχε συστηθεί από την τότε Συμβουλευτική Επιτροπή, (πρακτικά Ε.Δ.Υ. ημερ. 13.2.2009). Άρα προς όφελος του ήταν που αποφασίστηκε και διενεργήθηκε η νέα προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεση της ημερ. 6.12.2012 σύστησε τον αιτητή, και απέστειλε στην Ε.Δ.Υ. κατάλογο από τρεις υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής.
Ούτε ο αιτητής μπορεί να παραπονείται για την κατ΄ ισχυρισμόν παρανομία της διεξαγωγής προφορικών συνεντεύξεων εφόσον από το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην προσφυγή υπ΄ αρ. 72/1994, είχε διαπιστωθεί ότι η αιτιολογία που είχε τότε δοθεί στις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων για τη θέση, (ο αιτητής δεν είχε κληθεί), ήταν ελλιπής και πάσχουσα. Στην ακυρωτική απόφαση υπ΄ αρ. 132/1998, ο αιτητής και πάλι δεν είχε κληθεί σε προφορική εξέταση, αλλά η Ε.Δ.Υ. είχε αγνοήσει την προηγηθείσα προφορική συνέντευξη και επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος δεν χρησιμοποίησε ενιαίο μέτρο κρίσης παραβιάζοντας την αρχή της χρηστής διοίκησης, χρησιμοποιώντας μάλιστα κατά άνισο μέτρο την προς όφελος του ενδιαφερόμενου μέρος τότε κρίση που έγινε ως προς την εκ μέρους του τεχνική κατάρτιση στα οπλικά συστήματα που είχε διαπιστωθεί μέσα από την προφορική εξέταση. Ως προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της υπ΄ αρ. 1271/2000 προσφυγής, ήδη έγινε προηγουμένως αναφορά.
Έπεται ότι για πρώτη φορά ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική εξέταση από τη νέα συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή. Αυτή η νέα συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή κατέστη αναγκαία λόγω του ότι τα αρχικά μέλη της είχαν όλα αφυπηρετήσει, όπως φαίνεται και από το Παράρτημα 7 στην ένσταση. Επομένως αυτό απαντά και τη θέση του συνηγόρου για την ανάγκη αιτιολογίας για τη νέα προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά το άρθρο 34Α(4). Δεν υπήρχε πια η προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή. Άρα δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει, επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε με «καλός» τον αιτητή έναντι του «εξαίρετος» του ενδιαφερομένου μέρους. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε επαρκέστατους λόγους για τη διεξαγωγή της προφορικής συνέντευξης και μάλιστα ως φαίνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, δεν φείσθηκε κόπων να ανεύρει όλους τους υποψήφιους που είχαν στο παρελθόν παρακαθίσει σε γραπτές εξετάσεις και είχαν κληθεί και σε προφορική εξέταση.
Ούτε ορθή είναι η θέση ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (συνημμένο 1 στο Παράρτημα 9). Το πρακτικό αυτό είναι προκαταρκτικό της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην οποία αποφασίσθηκε η κατάταξη των υποψηφίων (συνολικά έγιναν τέσσερεις συνεδρίες), τηρήθηκαν εκεί άρτια πρακτικά και έγινε ενημέρωση και του μέλους Χλόης Μηλικούρη, η οποία στις 22.9.2009 απουσίαζε λόγω ασθένειας. Η ενημέρωση, και στη συνέχεια η συμμετοχή της Μηλικούρη στη διαδικασία, ήταν σύμφωνη με το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, και τη σχετική νομολογία.
Ούτε η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος πάσχει με οποιονδήποτε τρόπο. Στον αιτητή πιστώθηκε το πλεονέκτημα της πείρας και αναβάθμισε την αξιολόγηση στην ενώπιον της προφορική εξέταση από «σχεδόν καλή», σε «καλή», σύμφωνα με τα κριτήρια που η ίδια έθεσε στο σχετικό πρακτικό της. Το όποιο λάθος της Συμβουλευτικής Επιτροπής με το να μην διευκρινιστεί κατά πόσο στον αιτητή πιστώθηκε το πλεονέκτημα με βάση την πείρα ή, και, το μεταπτυχιακό του προσόν, εντοπίστηκε δεόντως από την Ε.Δ.Υ. Εύλογα αποφάσισε ότι εφόσον το προσόν του δεν ήταν στη Μηχανολογία δεν μπορούσε να του πιστωθεί εξ αυτού το πλεονέκτημα, (το Σχέδιο Υπηρεσίας αφορά πτυχίο στην Ηλεκτρονική Μηχανική, κλπ). Επομένως το πλεονέκτημα θα πρέπει να είχε πιστωθεί στον αιτητή με βάση την πείρα. Περαιτέρω, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε τον αιτητή ως «πολύ καλό» στην ενώπιον της προφορική εξέταση, αναβαθμίζοντας έτσι την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ήδη είχε διερευνηθεί και το προσόν της πείρας και η Ε.Δ.Υ., ικανοποιήθηκε στη βάση σχετικής βεβαίωσης ότι ο αιτητής κατείχε το πλεονέκτημα.
Με βάση τα όσα ανωτέρω αναφέρθησαν δεν διαπιστώνεται πρόβλημα ούτε στην απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία κατέληξε σε εύλογο συμπέρασμα εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του αιτητή σε πλήρη συμμόρφωση με τα δεδικασμένα και στη βάση των κριτηρίων που καθιερώνει η νομολογία. Τόσο ο Γενικός Διευθυντής, όσο και η ίδια η Ε.Δ.Υ. κατά τη διαδικασία της προσωπικής εξέτασης αξιολόγησαν την απόδοση του αιτητή ως πολύ καλή, ενώ του ενδιαφερομένου μέρους ως εξαίρετη. Η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό της τους λόγους γι΄ αυτή τη διαφορά στην αξιολόγηση και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει κατά πάγια νομολογία στη νοητική σκέψη των μελών του διοικητικού οργάνου.
Επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι ο Παπανικολάου αξιολογήθηκε σε υψηλότερο επίπεδο από τον αιτητή, χωρίς να παραλείψει να παρατηρήσει ότι ο αιτητής διαθέτει Master of Engineering (Electrical Engineering), το οποίο αποδέχθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης δίδοντας σ΄ αυτό το προσόν την ανάλογη βαρύτητα εφόσον δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας ούτε και αποτελούσε πλεονέκτημα. Επομένως, η Ε.Δ.Υ. προέβηκε σε μια εύλογη επιλογή, η οποία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο και δεν ευσταθεί το επιχείρημα του αιτητή ότι υπερακοντίστηκε το πρόσθετο προσόν του με μόνη την προφορική αξιολόγηση. Παρατηρείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και μετέπειτα η Ε.Δ.Υ., χρησιμοποίησε διαβαθμίσεις για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και η διαβάθμιση του «πολύ καλός» απέχει τέσσερεις ολόκληρες βαθμίδες από την ανώτατη βαθμίδα του «εξαίρετος». Το ενδιαφερόμενο μέρος λοιπόν είχε υπέρ του μια κατά πολύ υπέρτερη αξιολόγηση στην προφορική εξέταση και διέθετε, όπως και ο αιτητής, το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Με κανένα μέτρο δεν μπορεί να λεχθεί ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε έξω από την έννοια της χρηστής διοίκησης ή το εύρος της διακριτικής της ευχέρειας με το να αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, η οποία ήταν συντριπτικά υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, έναντι ενός πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος που κατείχε ο αιτητής. Η συγκριτική εικόνα μεταξύ αιτητή και ενδιαφερομένου μέρους έπρεπε να αναδείξει τον καταλληλότερο υποψήφιο για την επίμαχη θέση. Η προφορική εξέταση δεν είναι ήσσονος σημασίας, ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε χαρακτηρισμούς στην αξιολόγηση κατά τρόπο ώστε να ευεργετήσει το ενδιαφερόμενο μέρος προς αποκλεισμό του αιτητή. Η αξιολόγηση του αιτητή ήταν, σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο μέρος, επίσης χαμηλή και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής γεγονός που πιστοποιεί την αντικειμενική θεώρηση της Ε.Δ.Υ.
Η προσφυγή συνεπώς απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ