ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. Αιτητής παρών. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-12-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 258/2014, 22/12/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D989

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 258/2014)

 

22 Δεκεμβρίου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους διαχειριστές της περιουσίας του

Ενδιαφερομένου Μέρους.

Αιτητής παρών.

-------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας έμελλε να προκαλέσει ως προς την πλήρωση της διαδοχικές προσφυγές από τους ενδιαφερομένους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν στην πορεία ανατροπές με ανάλογες συνέπειες στην κατοχή της ίδιας της θέσης. 

 

         Ο αιτητής είχε αρχικά διορισθεί το 2005 στην πιο πάνω θέση, προσβλήθηκε όμως ο διορισμός του με τις προσφυγές υπ΄ αρ. 1205/2005 από τον Ιάκωβο Δημητρίου και υπ΄ αρ. 1266/2005 από τον Αντώνη Λεμεσιανό, οι οποίες όμως αποσύρθηκαν λόγω ανάκλησης της απόφασης.  Μετά από επενεξέταση, η Ε.Δ.Υ. διόρισε και πάλι τον αιτητή το 2007 με αποτέλεσμα την εκ νέου αμφισβήτηση από τους Δημητρίου και Λεμεσιανό της πράξης διορισμού με τις προσφυγές υπ΄ αρ. 555/2007 και 556/2007 αντίστοιχα.  Οι προσφυγές απορρίφθηκαν στις 24.3.2009 με απόφαση του Νικολαΐδη, Δ.  Ασκήθηκε έφεση με αρ. 68/2009 και στις 2.3.2012 η πρωτόδικη κρίση του Νικολαΐδη, Δ., παραμερίστηκε με σκεπτικό που είναι τώρα δημοσιευμένο ως Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 74.  Της ανατροπής αυτής ακολούθησε νέα επανεξέταση με διορισμό αυτή τη φορά, του ενδιαφερομένου μέρους Δημητρίου, αναδρομικά στην επίδικη θέση από 3.10.2005.  Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή υπ΄ αρ. 819/2012 την απόφαση, με αποτέλεσμα να εκδοθεί από τον Ερωτοκρίτου, Δ., ακυρωτική απόφαση στις 22.2.2013.

 

         Καταχωρήθηκαν αντιστοίχως η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 40/2013 από τη Δημοκρατία και η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 48/2013 από τον επιτυχόντα αιτητή ως προς λόγους ακυρότητας που δεν εξετάστηκαν από τον Ερωτοκρίτου, Δ.  Στις 12.11.2013 κατά τη συζήτηση και των δύο Αναθεωρητικών Εφέσεων, αμφότερες αποσύρθηκαν με επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων του  αιτητή και με αναγνώριση από την Ολομέλεια ότι τα δικαιώματα του αιτητή επιφυλάχθηκαν ως προς οποιανδήποτε μελλοντική προσφυγή αναφορικά με θέματα που προηγούνταν της σύστασης του Διευθυντή και αποτελούσαν αντικείμενο της Αναθεωρητικής Έφεση αρ. 48/2013. 

 

         Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης υπό το φως της τελευταίας ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 819/2012, αποφασίζοντας κατά πλειοψηφία την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Δημητρίου στην ίδια θέση αναδρομικά από 3.10.2005.  Η παρούσα προσφυγή αφορά ακριβώς αυτή τη νέα απόφαση της Ε.Δ.Υ.  Κατά την εξελικτική διαδικασία της προσφυγής, το ενδιαφερόμενο μέρος απεβίωσε με αποτέλεσμα εκ των υστέρων να εμφανισθεί δικηγόρος εκ μέρους των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος προς υποστήριξη των συμφερόντων της διαχείρισης.  Δόθηκαν οδηγίες για την ανταλλαγή των αγορεύσεων και η προσφυγή οδηγήθηκε σε διευκρινίσεις. 

 

         Η βασική τοποθέτηση του αιτητή μέσω της συνηγόρου του και που δεν επηρεάζεται ουσιαστικά από όλες τις προηγηθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε πρωτόδικα, είτε κατ΄ έφεση, είναι ότι η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση έκρινε, κατ΄ αντίθεση προς προηγούμενη δική της κρίση, ότι η κατοχή του προσόντος του σχεδίου υπηρεσίας στην παράγραφο (6) «ότι μακρά και ευδόκιμη πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας θα αποτελεί πλεονέκτημα», κατέχεται μόνο από υποψηφίους που έχουν τουλάχιστο δεκαετή υπηρεσία.  Αυτή η θέση της Ε.Δ.Υ. που αποστέρησε από τον αιτητή το πλεονέκτημα για το οποίο έπρεπε να είχε πιστωθεί είναι, κατά την εισήγηση, λανθασμένη ερχόμενη σε αντίθεση με προηγούμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ. κατά την αρχική πλήρωση της θέσης κατά την οποία πιστώθηκε το πλεονέκτημα σε άτομα που είχαν πολύ λιγότερη υπηρεσία της τάξης των τριών ετών.  Περαιτέρω ο αιτητής, σε συσχετισμό με αυτή τη θέση, επιχειρηματολογεί ότι η Ε.Δ.Υ. κατά πλάνη προς τα πράγματα και χωρίς ουσιαστική έρευνα θεώρησε ότι ο αιτητής δεν διαθέτει τη δεκαετή πείρα σε θέμα Πολιτικής Αεροπορίας ώστε να πιστωθεί με το πλεονέκτημα παρά την αποστολή εκ μέρους του πλείστων όσων εγγράφων και στοιχείων, κατ΄ απαίτηση της Ε.Δ.Υ., που απεδείκνυαν ότι ο αιτητής διαθέτει 12ετή ευδόκιμο πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας. 

 

         Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή και Ανώτερου Επιθεωρητή Αερολιμένα, παρέμεινε αναλλοίωτο από τη δημοσίευση του στις 18.6.1999 στο Όγδοο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, υπό στοιχείο Σ.Υ. 19/99. Τα απαιτούμενα προσόντα είναι η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών, δεκαετής τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα, πολύ καλή γνώση θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας, ακεραιότητα χαρακτήρα κλπ., πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας και μακρά και ευδόκιμη πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας που θα θεωρείται πλεονέκτημα.

 

         Η Ε.Δ.Υ. κατά τη συνεδρία της  ημερ. 10.12.2013 ικανοποιήθηκε κατά την επανεξέταση ως προς το ότι ο αιτητής ικανοποιεί την απαίτηση (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας των απαιτουμένων προσόντων για πολύ καλή γνώση θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας, αλλά με αφορμή επιστολή της συνηγόρου του αιτητή στην οποία υπεβλήθη ότι ο αιτητής διαθέτει και το πλεονέκτημα της μακράς και ευδόκιμης πείρας, «... προβληματίστηκε για την ερμηνεία της λέξης 'μακρά' και, συγκεκριμένα, για τη χρονική διάρκεια της πείρας σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας που θα πρέπει να κατέχει κάποιος προκειμένου να κριθεί ότι κατέχει το πλεονέκτημα.».  Υπήρξε εν τέλει διχογνωμία στα μέλη της Ε.Δ.Υ. ως προς την περίοδο του αναγκαίου χρόνου.  Κατά πλειοψηφία στη βάση των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης όπως καταγράφονται στο σχέδιο υπηρεσίας, θεωρήθηκε απαραίτητη η δεκαετής τουλάχιστο υπηρεσία προς κατοχή της μακράς και ευδόκιμης πείρας στα θέματα πολιτικής αεροπορίας. Η μειοψηφία αντίθετα θεώρησε ότι τα πέντε χρόνια είναι ικανοποιητική χρονική διάρκεια για μακρά πείρα στη βάση και νομολογίας που αναφέρθηκε (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47 και Δρουσιώτης κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., υπόθ. αρ. 383/1988, ημερ. 11.6.1990).  Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ., αποφασίζοντας ότι ο αιτητής δεν συμπληρώνει δεκαετή πείρα, έλαβε υπόψη επιστολή του αιτητή ημερ. 22.1.2007, καθώς και σχετική βεβαίωση από την Α.ΤΗ.Κ. ημερ. 24.1.2007, ότι ο αιτητής κατείχε από το 2001 τη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσιών Δικτύου Αεροναυσηπλοΐας, που, σύμφωνα με την κρίση του Αναπληρωτή Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή της Α.ΤΗ.Κ., τεκμηριώνει πενταετή ευδόκιμη πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας. Στην επιστολή του αιτητή ημερ. 22.1.2007 παρατέθηκαν στοιχεία αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα και την επαγγελματική του πείρα. 

 

         Στην επόμενη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. ημερ. 21.1.2014, η Ε.Δ.Υ., αφού εξέτασε επιστολή της συνηγόρου του αιτητή ημερ. 20.1.2014, σε σχέση μεταξύ άλλων και της κατοχής εκ μέρους του αιτητή του πλεονεκτήματος, αποφάσισε όπως ζητηθεί από τον αιτητή να προσκομίσει οποιαδήποτε πρόσθετα στοιχεία πριν την προφορική εξέταση.  Στην συνεδρία της επόμενης ημέρας, 22.1.2014, η Ε.Δ.Υ. μελέτησε τα στοιχεία και τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν σε νέα επιστολή της συνηγόρου του αιτητή που απεστάλη με τηλεομοιοτυπικό μήνυμα το προηγούμενο απόγευμα, αποφασίζοντας, όμως, ότι όσα δόθηκαν δεν προσέθεταν «.. οτιδήποτε νέο στοιχείο που να διαφοροποιεί τη θέση της ότι ο Λεωνίδου Λεωνίδας δεν διαθέτει τη δεκαετή πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας, ...».  Ως εκ τούτου, συνεχίζει η απόφαση «.. η πλειοψηφία της Επιτροπής έκρινε ότι το πλεονέκτημα διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι πλην του Λεωνίδου Λεωνίδα.».

 

         Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι αυτή η θεώρηση πραγμάτων από την Ε.Δ.Υ., κατά την πλειοψηφική της κρίση, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή αποκλείοντας στην ουσία τον αιτητή από τη διεκδίκηση της θέσης με την πίστωση σ΄ αυτόν του πλεονεκτήματος.  Αυτό, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στην έννοια της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, η εκ των υστέρων καθιέρωση δεκαετούς πείρας ως εκείνης  που θα θεωρείτο «μακρά και ευδόκιμη» κατά την ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Η θέση της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερομένου μέρους ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας εναπόκειται κατά πάγια νομολογία στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, είναι βεβαίως ορθή και επαναλαμβάνεται συνεχώς στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτές που μνημονεύει στην αγόρευση της η συνήγορος της Ε.Δ.Υ., Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93.  Υπήρχε όμως εδώ ερμηνεία.  Η θέση που παραμένει επίδικη στην παρούσα προσφυγή είναι η ίδια από το 2005.  Η κρίση της Ε.Δ.Υ. οφείλει να είναι ενιαία καθ΄ όλη τη χρονική  διάρκεια που εκκρεμοδικεί η πλήρωση της θέσης ώστε κατά ενιαίο μέτρο κρίσης, της κρίσης αυτής εφαρμοζόμενης ισότιμα και ισόνομα προς όλους τους υποψηφίους, να εξετάζονται τα δεδομένα με σταθερές και όχι εναλλασσόμενες μεταβλητές.

 

         Το 2005, η Ε.Δ.Υ., (και δεν έχει βέβαια σημασία ότι η σύνθεση της μπορεί να ήταν τότε διαφορετική), εξετάζοντας την πλήρωση της θέσης πίστωσε αναφορικά με την «μακρά και ευδόκιμη πείρα» τους τότε υποψήφιους Λεμεσιανό, Λουκά, Σώσειλο και Δημητρίου με την κατοχή του προσόντος αυτού έστω και αν ορισμένοι εξ αυτών είχαν μόλις τριετή πείρα σε θέματα πολιτικής αεροπορίας.  Με χρόνο πλήρωσης των προσόντων την 7.3.2005 (τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων), ο πίνακας που παραθέτει η κα Καλλιγέρου στην αρχική της αγόρευση ως προς την προϋπηρεσία εκάστου σε θέματα πολιτικής αεροπορίας είναι ενδεικτική, πιστοποιεί τα ανωτέρω και δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε, είτε από την Ε.Δ.Υ., είτε από το ενδιαφερόμενο μέρος ή τη διαχείριση του.  Κατά την τότε διαδικασία πιστώθηκαν επομένως άτομα με το πλεονέκτημα της παρ. 3(6) που δεν πλησίαζαν καν τη δεκαετή ευδόκιμη πείρα που τέθηκε εκ των υστέρων  στην υπό κρίση τώρα προσφυγή ως το «ορθό» μέτρο της «μακράς και ευδόκιμης» υπηρεσίας.

 

         Η συνήγορος του αιτητή ορθά σημειώνει, και δεν παραλείπει να το αναφέρει, ότι στον αιτητή δεν πιστώθηκε τότε το πλεονέκτημα.  Λέγει ότι αυτό έγινε κατά πλάνη ή λάθος διότι δεν εργαζόταν τότε στην πολιτική αεροπορία.  Αυτό δεν έχει σημασία.  Αυτό που έχει σημασία και τώρα κρίνεται είναι το ενιαίο μέτρο κρίσης, των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας μη αλλοιωθέντων στην περίοδο των εννέα σχεδόν ετών.  Χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία, η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το προσόν της «μακράς» πείρας και «προβληματίστηκε», ως αναφέρεται στο τηρηθέν πρακτικό, για την ερμηνεία της λέξης «μακρά» και θεώρησε ότι έπρεπε να «μελετήσει ξανά τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας».  Για ποιο λόγο όμως κατέστη αναγκαίο να μελετηθούν ξανά οι πρόνοιες και να υπάρξει προβληματισμός εκ νέου;  Εάν αφορμή έδωσε η επιστολή της συνηγόρου του αιτητή ημερ. 22.11.2013, διεκδικούσα την κατοχή του πλεονεκτήματος της «μακράς και ευδόκιμης πείρας», τότε η Ε.Δ.Υ. έπρεπε τουλάχιστον να προβληματιστεί ως προς το πώς η ίδια προηγουμένως είχε θεωρήσει το σχετικό προσόν.

 

         Αυτό δεν έγινε.  Η. Ε.Δ.Υ. δεν προβληματίστηκε κατ΄ αυτόν τον τρόπο.  Αγνοώντας ή παραλείποντας να επαναλάβει τη δική της προηγούμενη κρίση, προτίμησε, κατά πλάνη προς τα πράγματα, να επαναπροσδιορίσει την περίοδο της «μακράς και ευδόκιμης πείρας», χωρίς μάλιστα να δώσει και αιτιολογία ως προς την ανάγκη αυτού του επαναπροσδιορισμού.  Ιδιαίτερα, από τη στιγμή που κατά την υπό κρίση διαδικασία επανεξέτασης, η Ε.Δ.Υ. κάλεσε τους υποψηφίους που είχε το 2005 ενώπιον της σε νέα προφορική εξέταση, μεταξύ αυτών τους Λεμεσιανό και Σώσειλο, τους οποίους στη συνέχεια κατά τη συγκριτική αξιολόγηση πίστωσε με το πλεονέκτημα της παρ. 3(6), ενώ τον αιτητή, όχι.  Δεν παρουσιάζεται κάποια διαφοροποιημένη προσέγγιση ως προς το δεδομένο της πίστωσης του πλεονεκτήματος στους ανωτέρω.  Και εφόσον η επανεξέταση έλαβεν χώραν με βάση τα δεδομένα κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή το 2005, (δέστε πρακτικό Ε.Δ.Υ. ημερ. 10.12.2013), οι Λεμεσιανός και Σώσειλος είχαν αναμφίβολα λιγότερο της δεκαετούς πείρας διότι παρέμειναν τα δεδομένα ως είχαν, ήτοι, τριετή μόνο πείρα ή εν πάση περιπτώσει λιγότερη της δεκαετίας πείρα.  Αυτό δημιούργησε άνιση μεταχείριση ως προς τον αιτητή και επομένως ορθά παραπονείται η κα Καλλιγέρου ότι η διαδικασία του επαναπροσδιορισμού της «μακράς και ευδόκιμης πείρας», έγινε σε βάρος του αιτητή και μόνο.

 

         Αυτό απαντά και τη θέση του ενδιαφερομένου μέρους ότι η  όλη διαδικασία του επανεξέτασης ανέτρεξε στη ρίζα της διαδικασίας και άρα ήταν ανοικτό για την Ε.Δ.Υ. να εξετάσει εκ νέου τα προσόντα των υποψηφίων.  Δεν παρέχεται όμως, αν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποια εξήγηση ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της κάποια άλλα δεδομένα εκτός από τα στοιχεία του πίνακα που τέθηκε ενώπιον της ως προς την πιστωθείσα «μακρά και ευδόκιμη πείρα» των Λεμεσιανού και Σώσειλου (ο Λουκά δεν παρουσιάστηκε).  Άλλωστε, η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε με βάση τον ουσιώδη χρόνο που δεν μπορεί να ήταν άλλος από το 2005, ούτε και η Ε.Δ.Υ. συζήτησε την υπόθεση με βάση μόνο την ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 819/2012.  Και όταν το Δικαστήριο στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση ανεφέρθη στη «ρίζα της διαδικασίας», η αναφορά ήταν σαφής στο γεγονός ότι με τη συμμετοχή ενός Γενικού Διευθυντή συμμετοχή που ήταν «αντικειμενικά αδύνατη» ενόψει της διεκδίκησης της θέσης Γενικού Διευθυντή με συνυποψήφιο του αιτητή λίγες ημέρες προηγουμένως, η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. ήταν πάσχουσα κατά το άρθρο 42(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ως μη έχουσα αμερόληπτη κρίση.  Εκείνο όμως που δεν παρείχε αυτή την αμερόληπτη κρίση ήταν η διαδικασία της προφορικής εξέτασης με την παρουσία και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, (δέστε σελ. 2-3 της απόφασης στην υπ΄ αρ. 819/2012 προσφυγή).

 

         Και βεβαίως τα ανωτέρω συναρτώνται και προς την άλλη θέση του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. κατά πλειοψηφία, δεν αιτιολόγησε τη θέση της ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα απαιτούμενα πειστήρια ότι είχε «μακρά και ευδόκιμη πείρα σε θέματα πολιτικής αεροπορίας», παρά την αποστολή προς αυτήν  διαφόρων στοιχείων και πιστοποιητικών σχετικά με την πείρα αυτή.  Στην εν λόγω επιστολή, ημερ. 21.1.2014, (συνημμένο 6 στην αίτηση ακυρώσεως), καταγράφηκαν σωρεία στοιχείων που κατά την άποψη του αιτητή τεκμηρίωναν την κατοχή της μακράς και ευδόκιμης πείρας, αρχίζοντας από το 1977 με το σχεδιασμό, κατασκευή και επαλήθευση της λειτουργίας στο εργαστήριο και σε πραγματικές συνθήκες Συστήματος Επικοινωνίας Εδάφους-Αέρους για επικοινωνία του Κέντρου Ελέγχου και Αεροσκάφους σε δύσκολες τηλεπικοινωνιακές συνθήκες, διάρκειας τριών ετών, ενασχόληση για σειρά ετών, 1982-2005, στην ΑΤΗΚ με ασύρματες-δορυφορικές-ψηφιακές τηλεπικοινωνίες, συντήρηση στο δίκτυο της ΑΤΗΚ που εξυπηρετούσε το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και σωρεία άλλων εμπειριών.  Η Ε.Δ.Υ. αρκέστηκε στο πρακτικό της ημερ. 22.1.2014, την επόμενη ημέρα της αποστολής των στοιχείων αυτών, να κρίνει «.. ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην πιο πάνω επιστολή δεν προσθέτουν οτιδήποτε νέο στοιχείο που να διαφοροποιεί τη θέση της ότι ο Λεωνίδου Λεωνίδας δεν διαθέτει τη δεκαετή πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας ... επαναλαμβάνοντας τα όσα απεφάσισε στη συνεδρία της με ημερ. 10.12.13 ...».

 

         Αυτή η τοποθέτηση της Ε.Δ.Υ. στερείται παντελούς αιτιολογίας.  Αυτό είναι πρόδηλο από την εμφανή έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον της με τα οποία βεβαίως μπορούσε ή όχι να συμφωνήσει ανάλογα, αλλά πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι θα υπήρχε αιτιολογία σε επαρκή βαθμό ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.  Πρόσθετα, η Ε.Δ.Υ., αντιδρώντας στην επιστολή της συνηγόρου του αιτητή ημερ. 20.1.2014, ζήτησε η ίδια να της παρουσιαστούν τα όσα πρόσθετα στοιχεία αφορούσαν την πείρα του αιτητή στην ΑΤΗΚ σε σχέση με το ζήτημα, και που δεν βρίσκονταν ήδη στο φάκελο της Ε.Δ.Υ.  Ο αιτητής είχε αναφέρει στην επιστολή ημερ. 20.1.2014 ότι «.. έχει πρόσθετα στοιχεία από τον προσωπικό φάκελο στην ΑΤΗΚ που αποδεικνύουν περαιτέρω μεγαλύτερη διάρκειας πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας ...».  Η Ε.Δ.Υ. ζήτησε με επείγουσα επιστολή της ημερ. 21.1.2014 την προσκόμιση αυτών των στοιχείων.  Η συνήγορος του αιτητή ανταποκρίθηκε με πολύ επείγουσα επιστολή, διότι το θέμα θα συζητείτο ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και απέστειλε τα πρόσθετα αυτά στοιχεία.  Καμιά όμως μνεία από την πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. ότι μελετήθηκαν, αλλά για λόγους που θα έπρεπε να καταγραφούν, δεν γίνονταν δεκτά ή ικανά να προσδώσουν την απαραίτητη πείρα των καθορισθέντων δέκα ετών.

 

 Με μια απόλυτα γενικευμένη προσέγγιση, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι τα στοιχεία που περιέχονταν στην επιστολή της συνηγόρου του αιτητή δεν προσέθεταν οτιδήποτε το νέο, επαναλαμβάνοντας τα όσα είχε ήδη αποφασίσει στη συνεδρία της ημερ. 10.12.2013.  Σε εκείνη τη συνεδρία είχε γίνει όντως αναφορά στα δεδομένα που είχε τότε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ. και τα οποία δεν ήταν τα ίδια ακριβώς με τα όσα προστέθηκαν με τη νέα επιστολή ημερ. 21.1.2014.  Ούτε και ήταν ταυτόσημα με τα όσα αναφέρθηκαν στην επιστολή της συνηγόρου του αιτητή ημερ. 22.11.2013.  Η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της στη συνεδρία της ημερ. 22.1.2014, τα συνημμένα σ΄ αυτή έγγραφα και πιστοποιητικά με πλήρη επεξήγηση της πείρας του αιτητή, όπως ο ίδιος την κατέγραψε σε σχετικό σημείωμα του.  Επομένως, η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της πλήρη στοιχεία, τα οποία όμως δεν φαίνεται να εξέτασε, ή, να εξέτασε σε όσα διαφοροποιητικά προέκυπταν από την τελευταία επιστολή.

 

         Πρέπει στα ως άνω να προστεθεί και το εξής: στον αιτητή είχε πιστωθεί το προσόν της παρ. 3(3), ως προς την «πολύ καλή γνώση θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας» με βάση τα ίδια ουσιαστικά στοιχεία που είχε εξετάσει στο παρελθόν.  Επομένως, η Ε.Δ.Υ. έπρεπε να προσμετρήσει το δεδομένο αυτό υπέρ του αιτητή ώστε να μην διαφοροποιούσε προς τα άνω τη μακρά και ευδόκιμη πείρα, κατά τρόπο που να τον απέκλειε.

 

         Ενόψει των ανωτέρω, διαπιστώνονται λόγοι ακυρότητας και δεν είναι ανάγκη να εξεταστεί οτιδήποτε περισσότερο.

 

         Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το                  Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο