ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D930
(Υπόθεση αρ. 1921/2012)
5 Δεκεμβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡA 6, 23, 28
KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΗΜΕΤ ΜΕΗΜΕΤ,
Αιτητή,
και
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ
ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Καθ΄ου η αίτηση.
______
Κ. Κώστα (κα) για κ. Γ. Βασιλείου, για τον αιτητή
Λ. Ουστά (κα), για τον καθ΄ ου η αίτηση
______
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο τουρκοκύπριος (Τ/Κ) Ahmet Mehmet (ο αιτητής) γεννήθηκε στην Πόλη της Χρυσοχούς την 31.7.1959 και αμέσως μετά την τουρκική εισβολή του 1974 εγκατέλειψε τις ελεύθερες περιοχές και μαζί με τον πατέρα και τα πέντε αδέλφια του εγκαταστάθηκαν σε σπίτια και περιουσίες ελληνοκυπρίων (Ε/Κ) προσφύγων που τους παραχώρησαν οι κατοχικές αρχές στην κατεχόμενη Μόρφου. Και αυτό έναντι της περιουσίας που εγκατέλειψε η οικογένεια στις ελεύθερες περιοχές, μεταξύ των οποίων και τρία ακίνητα στην Πόλη Χρυσοχούς, - τα τεμάχια 829, 834 και 835 του Φ/Σχ. 26/6343V02 που θα καλούνται στο εξής «τα κτήματα» - τα οποία ήταν εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι της μητέρας του αιτητή Firdevs Kaim.
H μητέρα του αιτητή απεβίωσε στη Λάρνακα το 1971 και στο πλαίσιο της αίτησης διαχείρισης 332/06 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, τα κτήματα γράφτηκαν στο όνομα του αιτητή και σχετικά εκδόθηκαν, στις 26.4.11, τα πιστοποιητικά εγγραφής 0/7412, 0/7410 και 0/8097.
Με την έκδοση των τίτλων ιδιοκτησίας στο όνομα του, στις 17.5.11 και ακολούθως στις 19.4.12, ο αιτητής αξίωσε από τον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών την επιστροφή των κτημάτων του, ώστε να «.έχει τη δυνατότητα, ο ίδιος προσωπικά, να εκμεταλλεύεται και να διαχειρίζεται την περιουσία του .» ελεύθερα και χωρίς προσκόμματα σύμφωνα με το άρθρο 23 του Συντάγματος. Το αίτημα του όμως απορρίφθηκε με επιστολή ημερ. 16.10.2012, με το αιτιολογικό ότι αφορούσε οικογενειακή περιουσία έναντι της οποίας το κατοχικό καθεστώς παραχώρησε στην οικογένεια του Ε/Κ περιουσία στα κατεχόμενα και, στη βάση της ακολουθούμενης πολιτικής, αποδοχή του αιτήματος του θα ισοδυναμούσε με αύξηση της εν λόγω περιουσίας.
Ο αιτητής αντέδρασε στην απόρριψη του αιτήματος του με την παρούσα προσφυγή, με την οποία αξιώνει όπως η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 16.10.12 κηρυχθεί άκυρη και/ή παράνομη και/ή ως ληφθείσα κατά παράβαση του Συντάγματος και/ή καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, πέραν των όσων εκτίθενται πιο πάνω, συμπληρώνονται με έκθεση της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) στην οποία αναφέρεται ότι ο αιτητής είναι παντρεμένος με Τ/Κ και από το 1976 διαμένει στο χωριό Πύλα. Σ΄ ότι δε αφορά τα πέντε αδέλφια του, αυτά διαμένουν στην κατεχόμενη Μόρφου και σε όλα το κατοχικό καθεστώς παραχώρησε σπίτια και χωράφια που ανήκουν σε Ε/Κ πρόσφυγες επ΄ ανταλλάγματι της περιουσίας που η οικογένεια τους εγκατέλειψε στις ελεύθερες περιοχές.
Είναι θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη καθότι αντιβαίνει στην αρχή της νομιμότητας και συγκεκριμένα στα άρθρα 6, 23 και 28 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, είναι προϊόν πραγματικής και νομικής πλάνης καθότι, ενώ είναι μόνιμος κάτοικος Πύλας, οι καθ΄ ων η αίτηση τον θεώρησαν πως εμπίπτει στην έννοια του όρου «τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 132/91 (στο εξής ο Νόμος) και, λόγω τούτου, πως τα κτήματα εμπίπτουν στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία» του Νόμου. Παρέπεμψε σχετικά στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Βahchecioglou κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426, Αrif Moustafa v. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 Α.Α.Δ. 790 και Τahir v. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 2100/2006, ημερ. 29.5.2009. Παρέπεμψε επίσης στις Aziz v. Cyprus, 69949/01, ημερ. 22.6.04 και Loizidou v. Turkey (1996) 23EHRR513 προκειμένου να υποβάλει πως η συνέχιση της υπαγωγής των κτημάτων σε κηδεμονία, παρά τη μόνιμη διαμονή του ιδιοκτήτη τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, συνιστά αδικαιολόγητο και υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας του άρθρου 23 του Συντάγματος κατά παράβαση του άρθρου 14 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που αντανακλάται στο άρθρο 28 του Συντάγματος.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση, η ευπαίδευτος συνήγορος των οποίων υποστήριξε πως οι αυθεντίες που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνάδελφός της δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Ο αιτητής, υπέβαλε, ως κληρονόμος της μητέρας του εμπίπτει στον όρο «τουρκοκύπριος» και τα κτήματα στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία». Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε με βάση τις πρόνοιες του Νόμου και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παραβιάζεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας του δεν ευσταθεί. Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Α. Χρ. Σολωμονίδης Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (2003) 1Β Α.Α.Δ. 1275 όπου αποφασίστηκε πως το άρθρο 2 του Νόμου δεν καταστρατηγεί το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι οι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες δικαιολογούνται στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης.
Διεξήλθα τις εκατέρωθεν θέσεις και να επισημάνω κατ΄ αρχάς ότι σύμφωνα με το Νόμο, ο Υπουργός Εσωτερικών - ως ο Κηδεμόνας των Τ/Κ περιουσιών - είναι επιφορτισμένος με την ευθύνη διαχείρισης των εν λόγω περιουσιών καθ΄ όλη τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης. Δηλαδή την κατάσταση που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, η οποία θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρις ότου δημοσιευθεί η γνωστοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 2[1] του Νόμου. Τέτοια γνωστοποίηση δεν έχει (δυστυχώς) ακόμη δημοσιευθεί και ενόψει τούτου ο Κηδεμόνας συνεχίζει τη διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών, την οποία μπορεί να άρει με αιτιολογημένη απόφασή του δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3[2] του Νόμου. Νοουμένου βεβαίως ότι πρόκειται περί «τουρκοκυπριακής περιουσίας»[3] που σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου περιλαμβάνει ιδιοκτησία που ανήκει σε Τ/Κ και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ως «Τουρκοκύπριος»[4] σημαίνει Τ/Κ που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Εγείρεται επομένως ως πρώτο ζήτημα η εξέταση της θέσης του αιτητή ότι ο ίδιος δεν είναι «Τουρκοκύπριος» εν τη εννοία του άρθρου 2 του Νόμου και ενόψει τούτου τα κτήματα δεν εμπίπτουν στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία», που αποτελούν και τη νομιμοποιητική βάση της κηδεμονίας. Πράγματι ο αιτητής, ως έχων τη μόνιμη διαμονή του σε περιοχή που ελέγχεται από τη Δημοκρατία, δεν εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου, αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ. Η φράση στην πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 3 «.ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοί του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές» παραπέμπει (ερμηνευτικά) και στον αρχικό ιδιοκτήτη της περιουσίας, ερμηνεία εναρμονισμένη με το σκοπό του Νόμου που είναι η κηδεμονία των Τ/Κ περιουσιών καθόλη τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης. Αυτό εξάλλου συνάδει και με την προσέγγιση του όρου «Τουρκοκύπριος» που έγινε στην Βasma v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 148 και 158/09, ημερ. 16.7.13, σύμφωνα με την οποία ο ορισμός «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου παραπέμπει στο χρόνο θέσπισης του Νόμου, δηλαδή στις 26.4.1991. Και κατά το χρόνο θέσπισης του Νόμου τα κτήματα ήταν εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι της αποβιωσάσης μητέρας του αιτητή Findevs Kaim, με δικαιούχους δυνάμει κληρονομικής διαδοχής τα έξι παιδιά της αφού ο σύζυγος της είχε αποβιώσει το 1986. Με δεδομένο δε ότι οι πέντε από τους έξι κληρονόμους της είχαν και έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην κατεχόμενη Μόρφου είναι φανερό ότι αυτοί εμπίπτουν στον όρο «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου και τα κτήματα στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία». Όπως δε περαιτέρω αποφασίστηκε στην Basma «. από τη στιγμή που Τ/Κ περιουσία περιήλθε ορθά και νόμιμα στον Κηδεμόνα - όπως αδιαμφισβήτητα ισχύει στην παρούσα περίπτωση - αυτή θα συνεχίσει να είναι υπό τη διαχείρισή του για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση ενόψει της ανυπαρξίας διαφορετικής πρόβλεψης από το Νόμο. Πρόκειται για καθεστώς που ως αποτέλεσμα του (τροποποιητικού) Ν.39(1)/2010 έχει διαφοροποιηθεί καθότι έκτοτε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα η εξουσία να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής αφού λάβει υπόψη - μεταξύ άλλων - και το γεγονός ότι ο Τ/Κ ιδιοκτήτης της περιουσίας εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.» (άρθρο 3(β) του Νόμου). Ενόψει τούτων εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο το γεγονός και μόνο ότι ο αιτητής δεν εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκύπριος» του άρθρου 2 του Νόμου νομιμοποιείται στην αξίωσή του για άρση της κηδεμονίας επί των κτημάτων τα οποία κατά τη θέσπιση του Νόμου ενέπιπταν στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία». Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι αρνητική καθότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 3 του Νόμου οι κληρονόμοι του αρχικού ιδιοκτήτη των κτημάτων κατέχουν Ε/Κ περιουσίες στις κατεχόμενες περιοχές και ο αιτητής γράφτηκε ως ιδιοκτήτης των εν λόγω κτημάτων με μερίδιο το όλο μετά από αποποίηση των κληρονομικών δικαιωμάτων των πέντε αδελφών του που κατέχουν Ε/Κ περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές. Πρόκειται δηλαδή, όπως ορθά αποφάσισε ο Κηδεμόνας, για οικογενειακή (Τ/Κ) περιουσία και η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή ήταν εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή, η δε προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει τη συνεπεία της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση του δημοσιευομένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της κατάστασης αυτής.
[2] 3. Ο Υπουργός διορίζεται με τον παρόντα Νόμο Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται με τον παρόντα Νόμο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος αυτού:
(α) Ότι πρόκειται για τη διαχείριση περιουσίας που όταν περιήλθε στο καθεστώς διαχείρισής της από τον Κηδεμόνα ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας είχε τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό όπου είχε μεταβεί οποτεδήποτε πριν ή μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και ο εν λόγω ιδιοκτήτης συνεχίζει να διαμένει εκεί ή επέστρεψε ή επιστρέφει από το εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ή προτίθεται να επιστρέψει στις εν λόγω περιοχές,
(β) ότι πρόκειται για τη διαχείριση περιουσίας που σε οποιοδήποτε χρόνο μετά που περιήλθε στο καθεστώς διαχείρισής της από τον Κηδεμόνα ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι μόνιμα εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές,
(γ) ότι η υπό διαχείριση περιουσία αφορά κατοικία στην οποία διέμενε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης και κάτοχός της πριν την τουρκική εισβολή του 1974 και στην οποία προτίθεται να κατοικήσει προσερχόμενος από τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές για μόνιμη εγκατάσταση στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
[3] "τουρκοκυπριακή περιουσία" περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία·
[4] "Τουρκοκύπριος" σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ·