ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D969
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1695/2009)
17 Δεκεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα προσωπικά.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών, ημερομηνίας 20/11/2009, με την οποία της καταβλήθηκε μόνο ένα εφάπαξ ποσό και όχι πλήρεις συνταξιοδοτικές απολαβές για υπηρεσία 164 μηνών στη θέση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας, από την οποία είχε παραιτηθεί οικειοθελώς πριν συμπληρώσει την ηλικία των 45 ετών.
Τα γεγονότα της προσφυγής.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή, η αιτήτρια, γεννηθείσα την 30/3/1969, προσελήφθη τον Απρίλιο του 1999, πάνω σε έκτακτη βάση στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ως Νομικός Λειτουργός στον Τομέα του Ευρωπαϊκού Δικαίου, θέση στην οποία μονιμοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2002. Η εν λόγω θέση μετονομάστηκε το 2008, σε θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Σημειώνεται ότι ο πρώτος διορισμός της αιτήτριας στη Δημόσια Υπηρεσία, αναγόταν στο 1995 όταν διορίστηκε στη μόνιμη θέση του Γραμματέα Κοινοβουλευτικών Επιτροπών.
Η αιτήτρια αφυπηρέτησε οικειοθελώς από τη Δημόσια Υπηρεσία, προτού συμπληρώσει το 45ο έτος της ηλικίας της και πιο συγκεκριμένα, αφυπηρέτησε την 1/10/2009.
Με την αφυπηρέτηση της η αιτήτρια δικαιούτο σε εφάπαξ ποσό, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 27(1) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(Ι)/97, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), το οποίο υπολογίστηκε από το Γενικό Λογιστήριο ως ανερχόμενο σε €50.000,68.
Αφού αφαιρέθηκαν διάφορες αποκοπές από το πιο πάνω ποσό, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε υπόλοιπο προκαταβολής αυτοκινήτου, επιπρόσθετη εισφορά στα Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Χηρών και Τέκνων, αναλογούντες τόκους, καθώς και φορολογικές εκκρεμότητες, εκδόθηκε προς όφελος της αιτήτριας, επιταγή ύψους €32.926,81, την οποία η αιτήτρια παρέλαβε στις 19/11/2009, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της σε σχέση με τις συνταξιοδοτικές απολαβές της.
Πρέπει στο στάδιο αυτό να λεχθεί ότι, ένα περίπου χρόνο νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2008, η Επίτροπος Διοίκησης προς την οποία απευθύνθηκε η αιτήτρια, ενόψει της πρόθεσης της για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, αποφάνθηκε, ως η αρμόδια Αρχή Ισότητας, ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 97(Ι)/97, συνιστούσαν απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(Ι)/2004) και της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και εισηγήθηκε την εξάλειψη τους.
Αντίθετη ήταν επί του θέματος, η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα στον οποίο η διοίκηση παρέπεμψε το ζήτημα για σκοπούς γνωμοδότησης.
Στις 2/9/2009 η αιτήτρια απηύθυνε επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία πληροφορούσε τον τελευταίο για την επικείμενη πρόωρη αφυπηρέτηση της, ενώ παράλληλα ζητούσε την πλήρη αναγνώριση των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως του γεγονότος της πρόωρης αφυπηρέτησης της.
Στην απαντητική επιστολή του ημερομηνίας 20/11/2009, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, πληροφόρησε την αιτήτρια, επικαλούμενο τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι οι διατάξεις του Ν. 97(Ι)/97, στην έκταση που αφορούν τον καθορισμό της ηλικίας των 45 ετών ως της ελάχιστης ηλικίας για διασφάλιση δικαιώματος σε σύνταξη, δεν συγκρούονται ούτε με το κοινοτικό δίκαιο, ούτε με την κυπριακή νομοθεσία και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η τροποποίηση τους.
Με επιστολή του, της ίδιας ημερομηνίας, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας κοινοποίησε στην αιτήτρια το ύψος του εφάπαξ ποσού που δικαιούνταν και τις αποκοπές που έγιναν λόγω της πρόωρης αφυπηρέτησης της.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Γενικού Λογιστή, η αιτήτρια καταχώρισε στις 16/12/2009 την παρούσα προσφυγή και ακολούθως στις 5/7/2012 αίτημα για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεδομένου ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η επίδικη διαφορά αποτελεί θέμα ερμηνείας της σχετικής νομοθεσίας, σε περίπτωση που τα νομικά ζητήματα είναι δυνατό να επιλυθούν από το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια της συνήθους αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η παραπομπή, η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις και στη συνέχεια επιφυλάχθηκε η απόφαση επί της ουσίας η οποία θα είναι καθοριστική σε ό,τι αφορά και την ενδιάμεση αίτηση.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Η αιτήτρια επικαλείται και παραθέτει στην αγόρευση της διάφορες διατάξεις του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(Ι)/2004), του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 (Ν. 42(Ι)/2004), του Κανονισμού (ΕΚ) 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971, περί Εφαρμογής των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης στους Μισθωτούς και στα Μέλη των Οικογενειών τους που Διακινούνται εντός της Κοινότητας και της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 για τη Διαμόρφωση Γενικού Πλαισίου για την Ίση Μεταχείριση στην Απασχόληση και την Εργασία.
Τα επίδικα θέματα της παρούσας προσφυγής προσδιορίζονται από την αιτήτρια στους ακόλουθους δύο άξονες επί των οποίων στρέφει την προσοχή του Δικαστηρίου:
(i) Κατά πόσο οι αποφάσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως, όταν αυτή ενεργεί υπό την ιδιότητα της ως Αρχή Ισότητας και σύμφωνα με τις αρμοδιότητες και εξουσίες που της παραχωρούνται από τους Νόμους 58(Ι)/2004 και 42(Ι)/2004, είναι δεσμευτικές για τις αποφάσεις της δημόσιας διοίκησης και
(ii) Kατά πόσο οι διατάξεις του άρθρου 27 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, (Ν. 97(Ι)/97), οι οποίες προϋπήρχαν του Νόμου 58(Ι)/2004 και ουδέποτε τροποποιήθηκαν, οδηγούν κατά την εφαρμογή τους σε απαγορευμένη από το Ν. 58(1)/2004 διάκριση λόγω ηλικίας και ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρηθούν ως καταργηθείσες, δυνάμει του άρθρου 16 του Ν. 58(Ι)/2004.
Η νομική πτυχή.
Το επίμαχο άρθρο 27(1) του Ν. 97(Ι)/97, αναφορικά με την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέβλεπε τα εξής:
"27.-(1)(α) Όταν κρατικός υπάλληλος, που κατέχει συντάξιμη θέση και συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας και ηλικία όχι μικρότερη των σαράντα πέντε ετών ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005, υποβάλει αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση από την υπηρεσία, η οποία εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο, καταβάλλεται αμέσως σ' αυτόν το εφάπαξ ποσό που δικαιούται για την υπηρεσία του, ενώ η σύνταξη παγοποιείται και καταβάλλεται αμέσως μόλις αυτός συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005. Η σύνταξη και το εφάπαξ ποσό υπολογίζονται δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) με βάση τις συντάξιμες απολαβές του κατά την ημέρα της πρόωρης αφυπηρέτησής του. Η σύνταξη, που θα αρχίσει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών, θα είναι αυξημένη κατά οποιοδήποτε ποσοστό κατά το οποίο τυχόν ήθελαν αυξηθεί οι συντάξεις μεταξύ της ημερομηνίας αφυπηρέτησής του και της ημερομηνίας καταβολής της σύνταξης.
(β) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και δεν ικανοποιεί τους άλλους όρους της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού, αλλά έχει συντάξιμη υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών, παραιτείται από τη θέση του με άδεια του αρμόδιου οργάνου, αυτός παίρνει αμέσως μετά την παραίτηση του εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία της παραίτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας."
Ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 2004.
Σύμφωνα με το άρθρο 5(3) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(Ι)/2004 ως έχει τροποποιηθεί), o oποίος ουσιαστικά ενσωματώνει στο κυπριακό δίκαιο τις αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία:
"(3) Εξαιρουμένης της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, ο παρών Νόμος -
(α) Δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια σχέδια ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια σχέδια, συμπεριλαμβανομένων, των δημοσίων σχεδίων κοινωνικής ασφάλειας ή σχεδίων κοινωνικής προστασίας, εξαιρουμένων των επαγγελματικών σχεδίων κοινωνικής ασφάλισης·."
Η απαγόρευση διακρίσεων στην απασχόληση θεσμοθετείται με το άρθρο 6 ως ακολούθως:
"6.−(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 7 και 8, απαγορεύεται οποιαδήποτε−
(α) Άμεση διάκριση,
(β) έμμεση διάκριση,
(γ) παρενόχληση, ή
(δ) εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής στους τομείς που καλύπτει το άρθρο 4."
Ειδικότερα, για το θέμα των διακρίσεων λόγω ηλικίας, προβλέπονται στο άρθρο 8, συγκεκριμένες εξαιρέσεις ως εξής:
"8.- (1) Η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δε συνιστά διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 6, εφόσον−
(α) Δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως αναφορικά με την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης· και
(β).............................
(2) Η διαφορετική μεταχείριση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), μπορεί να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων−
(α).............................
(β) τον καθορισμό ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,
(γ) τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.
(3) Δε συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου."
Στο άρθρο 16 προβλέπεται η κατάργηση ή ακυρότητα αντίθετων ρυθμίσεων ως ακολούθως:
"16.−(1) Κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου κάθε υφιστάμενη διάταξη νόμου, κανονισμού ή διατάγματος που είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου καταργείται κατά το μέρος που περιέχει άμεση ή έμμεση διάκριση.
(2) Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να ανακαλέσει ή τροποποιήσει αναλόγως οποιαδήποτε ατομική ή κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3)............................"
Σημειώνεται ότι στο προοίμιο (preamble) αρ. (14) της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, αναφέρεται ότι «η παρούσα Οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης».
Ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος του 2004.
Σύμφωνα με το άρθρο 39 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 (Ν. 42(Ι)/2004):
"(1) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος βρίσκει ή διαπιστώνει κατόπιν διερεύνησης παραπόνου δυνάμει των άρθρων 10 και 11, ή εξέτασης θέματος δυνάμει των άρθρων 32, 33, και 34, ή εν πάση περιπτώσει στην άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας, καθήκοντος ή εξουσίας του δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού κανονισμών, διαταγμάτων, κωδίκων πρακτικής, και διαταγμάτων δυνάμει των εν λόγω κανονισμών ή κωδίκων, ότι διάταξη, όρος ή κριτήριο, που εφαρμόστηκε ή εφαρμόζεται, ή πρόκειται να εφαρμοστεί, αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι η εν λόγω διάταξη, όρος ή κριτήριο τίθεται με οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς ή άλλο νομοθέτημα, πληροφορεί για τα πιο πάνω το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, διαβιβάζοντας σ' αυτόν ταυτοχρόνως, όπου υπάρχει, οποιοδήποτε σχετικό εύρημα, διαπίστωση και έκθεση του.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) τυγχάνουν εφαρμογής και στις πιο κάτω περιπτώσεις-
(i)..............................
(ii) σε περίπτωση μεταχείρισης ή συμπεριφοράς κατ' εφαρμογή διάταξης, όρου ή κριτηρίου, που τίθεται σε οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα, και αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.
(3) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού μελετήσει το θέμα που του διαβιβάζεται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), συμβουλεύει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό, ή και το Υπουργικό Συμβούλιο, για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν, λαμβανομένων υπόψη και των οποιωνδήποτε σχετικών διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει περιλαμβανομένων εκείνων της παραγράφου (β) του άρθρου 5, και ετοιμάζει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε σχετική με τη συμβουλή του νομοθεσία."
Το θέμα της δεσμευτικότητας των αποφάσεων της Αρχής Ισότητας.
Με κοινά αποδεκτό το πιο πάνω νομικό πλαίσιο, η μεν αιτήτρια υποστηρίζει ότι η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ήταν απόλυτα δεσμευτική για τη διοίκηση, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση, να παραβιάζει το Ν. 42(Ι)/2004 και το Ν. 58(Ι)/2004, οι δε καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι οι πρόνοιες του άρθρου 27 του Ν. 97(Ι)/97 αποτέλεσαν το αντικείμενο γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, το περιεχόμενο της οποίας μπορούσαν και όφειλαν να υιοθετήσουν.
Όπως ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 39 του Ν. 42(Ι)/2004, σε περίπτωση που διαπιστώνεται από την Επίτροπο, κατόπιν διερεύνησης παραπόνου, ότι νομοθετική διάταξη που εφαρμόστηκε συνιστά απαγορευμένη με νόμο διάκριση, πληροφορεί το Γενικό Εισαγγελέα, διαβιβάζοντας σ' αυτόν ταυτοχρόνως την έκθεση του.
Αφ' ης στιγμής λάβει την έκθεση, οι ενέργειες του Γενικού Εισαγγελέα, είναι, δυνάμει του εδαφίου (3) προκαθορισμένες ως εξής: «Aφού μελετήσει το θέμα που του διαβιβάζεται . συμβουλεύει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό, ή και το Υπουργικό Συμβούλιο, για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν . και ετοιμάζει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε σχετική με τη συμβουλή του νομοθεσία».
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η εν λόγω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα αποτέλεσε το βασικό μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, η εγκυρότητα της γνωμάτευσης υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.
Έχω την άποψη πως η διατύπωση του άρθρου 39 δεν αφήνει περιθώριο αντίθετης ερμηνείας των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με τα ευρήματα της έκθεσης του Επιτρόπου στο συγκεκριμένο ζήτημα. Μελετά σε πρώτο στάδιο την έκθεση, συμβουλεύει στη συνέχεια καταλλήλως την εκτελεστική εξουσία και επιλαμβάνεται στο τέλος, της ετοιμασίας της ανάλογης νομοθεσίας για την άρση της διαπιστωμένης από τον Επίτροπο απαγορευμένης διάκρισης.
Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο, ο Γενικός Εισαγγελέας «συμβουλεύει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό ή το Υπουργικό Συμβούλιο, για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν» (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).
Έχω την άποψη ότι η φράση «για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν», δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε μέτρα που μπορούν να ληφθούν στη βάση των εισηγήσεων του Επιτρόπου. Άλλη ερμηνεία δεν χωρεί. Εάν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η χορήγηση εξουσίας στο Γενικό Εισαγγελέα να απορρίπτει τις εισηγήσεις του Επιτρόπου, θα το έκαμνε με διαφορετικό λεκτικό, π.χ. ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να υιοθετήσει, τροποποιήσει ή απορρίψει την εισήγηση.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι πρόνοιες του άρθρου 13[1] του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου 58(Ι)/2004, οι οποίες έδωσαν στον Επίτροπο αποκλειστική αρμοδιότητα να εξετάζει παράπονα για παραβίαση του συγκεκριμένου Νόμου, σύμφωνα με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004.
Θεωρώ λοιπόν ότι μια απόφαση που λαμβάνεται από όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η αποφασιστική και αποκλειστική αρμοδιότητα, μπορεί να τύχει ελέγχου από ανώτερο ιεραρχικά όργανο και όχι από το Γενικό Εισαγγελέα. Ο τελευταίος δεν έχει εξουσία να απορρίψει ή αγνοήσει τις εισηγήσεις του Επιτρόπου. Η εξουσία του σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της επίμαχης διάταξης, περιορίζεται στο να συμβουλεύει τον Υπουργό ή και το Υπουργικό Συμβούλιο για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν στη βάση των εισηγήσεων του Επιτρόπου.
Στην παρούσα υπόθεση όμως, τα πράγματα έλαβαν διαφορετική τροπή. Όπως είδαμε, η Επίτροπος κοινοποίησε τα ευρήματα της σύμφωνα με τα οποία το άρθρο 27(1) του περί Συντάξεων Ν. 97(Ι)/97 συνιστούσε απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας, στο Γενικό Εισαγγελέα, αναφέροντας στην παράγραφο (6.5.) της έκθεσης της, τη φράση: «Για τις δικές του ενέργειες, ώστε η διάκριση να εξαλειφθεί με σχετική νομοθετική τροποποίηση».
Ενόψει όλων των ανωτέρω, θεωρώ ότι η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα η οποία αποτέλεσε και το νομικό βάθρο για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι εσφαλμένη. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 39(3) του Νόμου 42(Ι)/2004 και ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθεί.
Εναπόκειται στη διοίκηση να επανεξετάσει το αίτημα της αιτήτριας υπό το φως της παρούσας υπόθεσης.
Η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τον πιο πάνω λόγο, καθιστά αχρείαστη την εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωσης.
Ταυτόχρονα, καθιστά αχρείαστη οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με το αίτημα της αιτήτριας για παραπομπή συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), αίτημα το οποίο και απορρίπτεται, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Αναφορικά με τα έξοδα, κρίνω πως στην επιτυχούσα αιτήτρια, η οποία χειρίστηκε την υπόθεση προσωπικά, θα πρέπει να επιδικαστούν και επιδικάζονται τα πραγματικά έξοδα της.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
113. Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου σε σχέση με διακριτική μεταχείριση στην απασχόληση, δικαιούται να υποβάλλει σχετικό παράπονο στον Επίτροπο Διοίκησης, ο οποίος έχει αρμοδιότητα να εξετάζει το εν λόγω παράπονο σύμφωνα με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004.