ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D956
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1423/2012)
12 Δεκεμβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΜΟΥΗΛ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπανού (κα), για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Καθ΄ ης η αίτηση, η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 17.8.2012 και με βάση την οποία το Ενδιαφερόμενο Μέρος διορίστηκε, στα πλαίσια επανεξέτασης, στη Μόνιμη Θέση Γενικού Διευθυντή της Καθ΄ ης η αίτηση αναδρομικά από 27.12.2001.
Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και η διαδικασία πλήρωσής της αποτελεί αντικείμενο μακράς δικαστικής διαμάχης. Στις 5.11.2001 το Διοικητικό Συμβούλιο της Καθ΄ ης η αίτηση αποφάσισε την προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση Γενικού Διευθυντή. Η προαγωγή αυτή ακυρώθηκε στα πλαίσια αναθεωρητικής διαδικασίας με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέας Σαμουήλ ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού κα, υπόθ. αρ. 165/2002, ημερ. 23.3.2004. Διαπιστώθηκε ανεπάρκεια στην αιτιολογία της πλειοψηφίας του Συμβουλίου για την απόδοση του ενδιαφερόμενου προσώπου στην προφορική εξέταση. Ανεπάρκεια που αφορούσε τόσο στο περιεχόμενο της εξέτασης, όσο και στην κατάληξη, αφού αυτή εμφάνιζε διάσταση με τη βαθμολογημένη αξία. Το Συμβούλιο επανεξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης της υπό αναφορά θέσης υπό το φως των διαπιστώσεων της ακυρωτικής απόφασης. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την ομόφωνη επιλογή του Ενδιαφερομένου Μέρους και με την αιτιολογία ότι υπερείχε κατά δύο βαθμίδες στο επίπεδο απόδοσης στην προφορική εξέταση, στην οποία, ως εκ της φύσης της θέσης, δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα. Ας σημειωθεί ότι η απόδοση του Αιτητή κρίθηκε «Πολύ καλή» και του Ενδιαφερόμενου Μέρους «Εξαιρετική». Το Συμβούλιο αναγνώρισε το προβάδισμα αρχαιότητας του Αιτητή, έκρινε όμως ότι αυτό ήταν υπό τις περιστάσεις μικρότερης βαρύτητας σε σχέση με την υπεροχή του Ενδιαφερομένου Μέρους στην προφορική εξέταση. Εναντίον και αυτής της πράξης καταχωρήθηκε προσφυγή, η υπ΄ αριθμό 1145/2007. Στις 30.6.2010 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία ακύρωσε και πάλι τον επίδικο διορισμό, λόγω, κυρίως, παραβίασης του δεδικασμένου σε σχέση με την ανεπάρκεια στην αιτιολογία της απόδοσης του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην προφορική εξέταση και τη διάσταση αυτής της απόδοσης με τη βαθμολογημένη αξία.
Αποτέλεσμα και της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης ήταν η επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Καθ΄ ης η αίτηση διεξήγαγε προφορική εξέταση των δύο υποψηφίων και αποφάσισε, με πλειοψηφία, στις 29.8.2011, τον επαναδιορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Καθ΄ ης η αίτηση, αναδρομικά από την ημερομηνία του πρώτου διορισμού του στη θέση, δηλαδή από τις 27.12.2001 και με τους ίδιους όρους διορισμού που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η απόφαση αυτή προωθήθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για να ληφθεί η εκ του Νόμου (περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμοι του 1999-2007 και περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμοι του 1990-2007) απαιτούμενη έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Σε συνεδρία του ημερομηνίας 25.5.2012 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Καθ΄ ης η αίτηση. Σχετική δημοσίευση έλαβε χώρα στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 17.8.2012. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος απεδέχθη τον πιο πάνω διορισμό με επιστολή του ημερ. 22.8.2012. Είναι ο τελευταίος αυτός διορισμός που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Ο Αιτητής εγείρει σειρά λόγων ακύρωσης. Πιο συγκεκριμένα, επικαλείται πλάνη της Καθ΄ ης η αίτηση ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση, πλάνη ως προς τα κριτήρια αρχαιότητας και της διαφοράς στην απόδοση στην προφορική εξέταση, πλάνη ως προς το στοιχείο της πείρας και υποβάθμιση της σημασίας του ως κριτήριο που προσθέτει στην αξία και ανεπίτρεπτα υπέρμετρη απόδοση σημασίας στην προφορική εξέταση των υποψηφίων.
Η Καθ΄ ης η αίτηση απορρίπτει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, προβάλλοντας περαιτέρω ότι ενήργησε εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και ότι η ληφθείσα απόφαση είναι σύννομη και εύλογα επιτρεπτή υπό το φως των γεγονότων που την καλύπτουν.
Προκύπτει ως κοινή συνισταμένη των γεγονότων, ότι οι δύο εμπλεκόμενοι υποψήφιοι (Αιτητής και Ενδιαφερόμενο Μέρος) ήταν ίσοι σε όλα τα σημαντικά προς κατάληξη κριτήρια, με εξαίρεση δύο στοιχεία: Ο μεν Αιτητής υπερτερούσε κατά επτά έτη σε αρχαιότητα, το δε Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερτερούσε στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση, ήτοι αξιολογήθηκε ως «Πάρα πολύ καλός» σε αντίθεση με τον Αιτητή που αξιολογήθηκε ως «Καλός». Ηταν ακριβώς τα δύο αυτά στοιχεία και η σημασία τους, υπό το φως των νομολογιακών αρχών που διέπουν το ζήτημα, που αποτέλεσαν τον κεντρικό άξονα των διαφορετικών προσεγγίσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων προς στήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους.
Προτού όμως το Δικαστήριο υπεισέλθει στην ουσιαστική αυτή πτυχή, ορθό είναι, ως θέμα λογικής προτεραιότητας, να εξετασθεί η εισήγηση της πλευράς της Καθ΄ ης η αίτηση, σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής εμποδίζεται να εγείρει τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, δεδομένου ότι αυτοί είναι ταυτόσημοι με τους λόγους που ηγέρθηκαν και δεν εξετάσθηκαν στην προηγούμενη αναθεωρητική διαδικασία χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο οποιασδήποτε έφεσης. Είναι, πιο αναλυτικά, η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ΄ ης η αίτηση, ότι ο,τιδήποτε έλαβε χώρα στην προηγούμενη διαδικασία και επαναλήφθηκε απλώς στην επανεξέταση, και που δεν έχει κριθεί ως άκυρο, θεωρείται ως έγκυρο και δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί.
Είναι γεγονός ότι, όπως και η νομολογία υποστηρίζει (Χατζηγεωργίου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 ΑΑΔ 82), επιτυχών διάδικος δύναται να ασκήσει έφεση προκειμένου να κριθούν ζητήματα ακυρότητας που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν είχαν αποφασισθεί. Τέτοια ζητήματα μπορούν να εγερθούν εάν επηρεάζεται το συμφέρον του διαδίκου. Σε περίπτωση που επιτυχών διάδικος δεν αμφισβητήσει με έφεση τη σχετική δικαστική κρίση παραμένει βεβαίως δεσμευμένος από αυτή. Στην υπό κρίση περίπτωση τα δεδομένα δεν στηρίζουν τον υπό εξέταση ισχυρισμό της πλευράς της Καθ΄ ης η αίτηση. Στις προηγούμενες αναθεωρητικές διαδικασίες ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εξέταση των υπό αναφορά λόγων ακύρωσης καθίστατο χωρίς σημασία, δεδομένης της ανεπάρκειας στην αιτιολογία για την απόδοση του Ενδιαφερομένου Προσώπου στην προφορική εξέταση. Υπό τις συνθήκες αυτές η καταχώρηση έφεσης εκ μέρους του επιτυχόντα διάδικου χωρίς να διευκρινισθεί και διασαφηνισθεί κατά νόμιμο τρόπο το κριτήριο της προφορικής εξέτασης που συνιστούσε και τη βάση στήριξης των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης, θα ήταν άνευ σημασίας.
Για να είναι δυνατή η ευκολότερη παρακολούθηση της εξέτασης των ουσιαστικών λόγων ακύρωσης, είναι επιβεβλημένη συνοπτική παράθεση των γεγονότων που καλύπτουν τα στοιχεία της αρχαιότητας και της προφορικής εξέτασης, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από το φάκελο της υπόθεσης και αποτυπώνονται στο καθοριστικό πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της Καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 29.8.2011, παράρτημα 19 στην ένσταση:
Το Συμβούλιο ασχολήθηκε επισταμένα με το θέμα της συνέντευξης των δύο υποψηφίων και αποφάσισε ότι η απόδοση στις συνεντεύξεις θα αποτελούσε ξεχωριστό παράγοντα αξιολόγησης «. γιατί πρόκειται για την ψηλότερη θέση του Οργανισμού, με ψηλές απαιτήσεις από τον κάτοχό της, επειδή αυτός, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, είναι ο κύριος σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο διοικητικά υπεύθυνος για την υλοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από αυτό, προΐσταται των υπηρεσιών και των υπαλλήλων της Αρχής, είναι ο κύριος υπεύθυνος για την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία της Αρχής, τον σχεδιασμό και τη διεύθυνση της αναπτυξιακής της πορείας, καθώς και την ανάπτυξη της απαραίτητης συνεργασίας στην Κύπρο και το εξωτερικό.» Αφού στη συνέχεια επέλεξε τις ερωτήσεις που θα υποβάλλονταν στους υποψηφίους, καθόρισε ως βαθμούς αξιολόγησης της απόδοσής τους στην προφορική εξέταση, κατά σειρά «Εξαιρετική», «Πάρα πολύ καλή», «Πολύ καλή», «Καλή» και «Μέτρια» απόδοση. Ακολούθως πραγματοποιήθηκαν οι προφορικές συνεντεύξεις, μετά τη συμπλήρωση των οποίων η πλειοψηφία του Συμβουλίου αξιολόγησε την απόδοση του Αιτητή ως «Καλή» και του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως «Πάρα πολύ καλή», παραθέτοντας αναλυτική αιτιολογία της προσέγγισής της. Ας σημειωθεί ότι η μειοψηφία του Συμβουλίου αξιολόγησε την απόδοση και των δύο υποψηφίων ως «Πολύ καλή». Ακολούθως το Συμβούλιο προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων εξετάζοντας όλα τα σχετικά στοιχεία και δεδομένα. Μετά από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων η πλειοψηφία έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε του Αιτητή και ήταν καταλληλότερο προς πλήρωση της επίδικης θέσης. Αποφασιστικό παράγοντα διαδραμάτισε η κατά δύο βαθμίδες υπεροχή του στην προφορική εξέταση, στοιχείο στο οποίο το Συμβούλιο προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα επειδή η θέση του Γενικού Διευθυντή είναι πολύ ψηλά στην ιεραρχία, και συγκεκριμένα η ψηλότερη στον Οργανισμό. Η αρχαιότητα του Αιτητή απασχόλησε την πλειοψηφία του Συμβουλίου. Όπως εντοπίζεται στο υπό αναφορά πρακτικό «Η πλειοψηφία του Συμβουλίου έλαβε υπόψη της τη μεγαλύτερη κατά 7 περίπου χρόνια πείρα και την αρχαιότητα του Σαμουήλ, έκρινε όμως ότι η πιο πάνω υπεροχή σε πείρα και αρχαιότητα δεν έχει μεγάλη σημασία μέσα στη μακρά διάρκεια της πείρας και των δύο υποψηφίων και τη μακρά υπηρεσία τους στην Αρχή, και εν πάση περιπτώσει, έχει μικρότερη βαρύτητα από την υπεροχή του υποψήφιου Φυσεντζίδη στην προφορική εξέταση.».
Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή ότι εντοπίζεται πλάνη της Καθ΄ ης η αίτηση ως προς τα κριτήρια της αρχαιότητας - πείρας και της διαφοράς στην απόδοση στην προφορική εξέταση, θέτοντας ότι σε θέσεις όπως η παρούσα η αρχαιότητα έχει μεγαλύτερη σημασία από την προφορική εξέταση δεδομένης της ισοδυναμίας των υποψηφίων στις εκθέσεις. Εθεσε, προεκτείνοντας, ότι πράγματι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η αρχαιότητα είναι στοιχείο περιορισμένης σημασίας σε σχέση με την προφορική εξέταση που έχει βαρύνουσα σημασία, ο κανόνας όμως αυτός παρακάμπτεται όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία.
Θα πρέπει να λεχθεί κατ΄ αρχάς ότι το ζήτημα του περιεχομένου της πείρας των υποψηφίων απασχόλησε το Συμβούλιο, το οποίο και κατέληξε ότι οι υποψήφιοι είναι ουσιαστικά ίσοι, αιτιολογώντας την προσέγγισή του με αναφορά σε στοιχεία των φακέλων. Ο Αιτητής ουδέποτε μέχρι σήμερα αμφισβήτησε την προσέγγιση αυτή του Συμβουλίου, συνεπώς στερείται της δυνατότητας να το πράξει στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Η ισότητα του Αιτητή και του Ενδιαφερόμενου Μέρους από απόψεως περιεχομένου της πείρας, όπως καθορίστηκε από το Συμβούλιο, θα έπρεπε να είχε αποτελέσει αντικείμενο λόγων ακύρωσης στις προηγηθείσες αναθεωρητικές διαδικασίες. Είναι καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων, η δε παράλειψη έγερσης του θέματος προηγουμένως δημιουργεί δεδικασμένο (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 413).
Σε σχέση με την ουσία της εισήγησης του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Αιτητή θα πρέπει, με όλο το σεβασμό, να υπομνησθεί ότι το ζήτημα της αρχαιότητας στην προκείμενη περίπτωση δεν συναρτάται απλώς και μόνο με την ίση αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από τις ετήσιες εκθέσεις τους. Κρίσιμος παράγοντας ως προς τη νομική διάσταση της σημασίας της αρχαιότητας, είναι η διαφορετική απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, όπως αυτή έχει ήδη τεθεί, σε συνάρτηση και με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Προκειμένου να παρακάμψει το δεδομένο αυτό ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι η διαφορά κατά τις συνεντεύξεις ήταν οριακή, παραθέτοντας σχετική νομολογία. Το σύνολο όμως της νομολογίας αυτής αφορά διαφορά απόδοσης μιας βαθμίδας. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας κατάστασης πραγμάτων, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως καθορίστηκαν οι βαθμοί αξιολόγησης της απόδοσης, η μεταξύ των μερών διαφορά είναι μεγαλύτερη της μιας βαθμίδας, ήτοι δύο βαθμίδες. Συνεπώς βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης η οποία εντάσσεται στα πλαίσια πλήρως ευθυγραμμισμένης νομολογίας, σύμφωνα με την οποία διορίζον διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να μην αποδίδει σε περιπτώσεις θέσεων ψηλά στην ιεραρχία ουσιαστική σημασία στο κριτήριο της αρχαιότητας, αλλά να προσδίδει αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Πούρος κα ν. Χατζηστεφάνου κα (2001) 3 ΑΑΔ 374, 396-397). Χωρίς αμφισβήτηση η υπό κρίση θέση ήταν η πιο ψηλή στην ιεραρχία της Καθ΄ ης η αίτηση και τα καθήκοντα της καθιστούσαν την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα αξιολόγησης και στοιχείο άμεσα συναρτώμενο με την αξία.
Καταληκτικά, δεν εντοπίζεται να εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη στην όλη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται με επάρκεια και υποστηρίζεται από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη. Η δε επιλογή ως καταλληλότερου του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Καθ΄ ης η αίτηση και δεν έχει καταδειχθεί έκδηλη υπεροχή προς όφελος του Αιτητή, ούτως ώστε και να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου προς αναθεώρηση της επίδικης απόφασης.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος του Αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή για έξοδα όσον αφορά το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.