ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ηλία Άννα και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884
Κάππας Γεώργιος ν. Oργανισμού Κυπριακής ΓαλακτοκομικήςΒιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36
Kληρίδης Aλέκος N. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 575
Χριστοδουλίδου Μαρούλλα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 855
Σάββα Mιχαλάκης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 98
Αιτήτριας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εργασίας, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1213/99, 1 Αυγούστου 2001
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 57(II)/1996 - Ο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμος (Αρ. 6) του 1996
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D961
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1151/2011)
16 Δεκεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΗΣ,
3. ΤΟΜΑΖΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
4. ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ,
5. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΓΓΕΛΗ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την πιο πάνω προσφυγή τους οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για αναθεώρηση της μισθοδοσίας των θέσεων που κατείχαν στην Ελεγκτική Υπηρεσία, όπως αυτές είχαν αναβαθμιστεί με το Νόμο 57(ΙΙ)/96, χωρίς επέκταση της νέας κλίμακας των θέσεων προς τα κάτω, αλλά με απευθείας αναδρομική τοποθέτηση στην αρχική μισθολογική βαθμίδα της αντίστοιχης κλίμακας.
Τα γεγονότα της προσφυγής.
Στις 15/11/96 εκδόθηκε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμος (Αρ. 6) του 1996 (Ν.57(ΙΙ)/96).
Με τον πιο πάνω Νόμο, εγκρίθηκε η δημιουργία νέων αλλά και η μετονομασία και μισθολογική αναβάθμιση υφιστάμενων θέσεων στην Ελεγκτική Υπηρεσία.
Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, τέσσερις θέσεις προηγουμένως καλούμενες «Πρώτοι Ελεγκτές 1ης Τάξεως (Κλίμακες Α11 και Α12) και 2ας Τάξεως (Κλίμακα Α9)», αναβαθμίστηκαν σε θέσεις «Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή» (Κλίμακα Α13) και 37 θέσεις προηγουμένως καλούμενες «Εξεταστές Λογαριασμών, 2ας Τάξεως (Κλίμακα Α7) και 3ης Τάξεως (Κλίμακα Α4)», αναβαθμίστηκαν σε θέσεις «Λειτουργού Ελέγχου (Κλίμακες Α6, Α9 και Α10).
Η υλοποίηση των πιο πάνω αναβαθμίσεων έγινε σύμφωνα με τον Κανονισμό 18(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημόσιων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95), ο οποίος προβλέπει τα ακόλουθα:
"18.- (1) Ο μισθός υπαλλήλου, η θέση του οποίου αναβαθμίζεται, είτε η αναβάθμιση αυτή συνοδεύεται με αλλαγή τίτλου της θέσης είτε όχι, αναπροσαρμόζεται με βάση τους πιο κάτω κανόνες αναπροσαρμογής:
(α) τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (2) (3) & (4) σε περίπτωση που η θέση του υπαλλήλου αναβαθμίζεται σε μισθοδοτική κλίμακα, η βασική αμοιβή του υπαλλήλου αναπροσαρμόζεται από την ημερομηνία που έχει οριστεί, ως ακολούθως -
(i) αν η βασική αμοιβή του υπαλλήλου είναι χαμηλότερη από την αρχική βασική αμοιβή της νέας κλίμακας του, η νέα κλίμακα θα λογίζεται ότι επεκτείνεται προσωρινά προς τα κάτω τόσες βαθμίδες, όσες απαιτούνται υπό τις περιστάσεις, με βάση την προσαύξηση της νέας κλίμακας του και ο υπάλληλος αρχίζει να κερδίζει προσαύξηση κάθε έξι μήνες υπηρεσίας, μέχρι να φθάσει στην αρχική βασική αμοιβή της νέας κλίμακας του·
(ii) η προς τα κάτω επέκταση της νέας κλίμακας μειώνεται σταδιακά με την κατάργηση κάθε φορά της πιο χαμηλής βαθμίδας της επέκτασής της, μόλις παύσει να βρίσκεται σ' αυτή οποιοσδήποτε υπάλληλος, και η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρι να καταργηθεί η προς τα κάτω επέκταση της νέας κλίμακας·
(iii) εφόσον υπάρχει υπάλληλος με βασική αμοιβή σε οποιοδήποτε σημείο της επέκτασης προς τα κάτω της νέας κλίμακας της θέσης του, η βασική αμοιβή οποιουδήποτε νέου υπαλλήλου που θα διοριστεί στη θέση αυτή καθορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπερέχει μισθολογικά από τον υπάλληλο που ήδη κατέχει τη θέση αυτή και, ο νέος αυτός υπάλληλος αρχίζει να κερδίζει προσαύξηση κάθε έξι μήνες υπηρεσίας, μέχρι να φθάσει την αρχική βασική αμοιβή της νέας κλίμακας:
Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποίαν η βασική αμοιβή του υπαλλήλου που βρίσκεται σε οποιοδήποτε σημείο της προς τα κάτω επέκτασης της κλίμακας του έχει για οποιοδήποτε λόγο καθηλωθεί, η βασική αμοιβή του νέου υπαλλήλου που θα διοριστεί στην ίδια θέση καθορίζεται από το Υπουργείο Οικονομικών με τρόπο ώστε να μη ζημιωθεί μισθολογικά από την καθήλωση του άλλου υπαλλήλου·
(iv) η υποπαράγραφος (iii) πιο πάνω εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις προαγωγής ή απόσπασης δημοσίου υπαλλήλου, αν η βασική αμοιβή την οποίαν δικαιούται ο υπάλληλος με την προαγωγή ή απόσπαση του είναι ίση ή χαμηλότερη του σημείου επέκτασης της κλίμακας στο οποίο βρίσκεται ο υπάλληλος που ήδη κατέχει την ίδια θέση. Σε αντίθετη περίπτωση αυτός παίρνει με την προαγωγή ή απόσπαση του τη βασική αμοιβή την οποίαν δικαιούται με την προαγωγή ή απόσπασή του.
(β) Σε περίπτωση που η θέση του υπαλλήλου βρίσκεται σε μισθοδοτική κλίμακα ή σε πάγιο μισθό και αναβαθμίζεται σε πάγιο μισθό, η μισθοδοσία του υπαλλήλου αναπροσαρμόζεται κατ' αναλογία των διατάξεων της υποπαραγράφου (α) πιο πάνω."
Ως αποτέλεσμα, οι αιτητές, εκ των οποίων οι Α. Χασαπόπουλος, Α. Κουρτέλλης και Τ. Γεωργίου, κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο (Νοέμβριος 1996) τη θέση Πρώτου Ελεγκτή 1ης Τάξεως στην Κλίμακα Α11 και οι αιτήτριες Μ. Μαυρονικόλα και Α. Αγγελή τη θέση Εξεταστή Λογαριασμών 3ης Τάξεως στην κλίμακα Α4, αναπροσαρμόστηκαν μισθολογικά με επέκταση των νέων κλιμάκων προς τα κάτω και παραχώρηση των ανάλογων προσαυξήσεων μέχρι να φτάσουν την αρχική βαθμίδα των νέων κλιμάκων τους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 18(1)(α), χωρίς να αμφισβητήσουν τη νέα μισθολογική τους τοποθέτηση.
Αργότερα, το 2003, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της Σάββα v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 98, αποφάνθηκε ότι ο Κανονισμός 18(1)(β) βρισκόταν εκτός των εξουσιοδοτικών πλαισίων (ultra vires) του άρθρου 87 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).
Από το Σεπτέμβριο του 2009 μέχρι τον Οκτώβριο του 2010, οι αιτητές επικαλούμενοι κάποια διευθέτηση που είχε γίνει σε σχέση με λειτουργούς που είχαν προσληφθεί την 1/2/2000 στα πλαίσια αναθεώρησης του κρατικού μισθολογίου, προέβησαν, μέσω δικηγόρου, σε διαδοχικά γραπτά διαβήματα προς το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ζητώντας όπως τύχουν ίσης μεταχείρισης και τοποθετηθούν αναδρομικά από 1/1/1996, απευθείας στις αρχικές μισθολογικές βαθμίδες των αντίστοιχων κλιμάκων τους με ανάλογη αναθεώρηση/αναπροσαρμογή των μετέπειτα κλιμάκων που προέκυψαν από την 1/1/1996 μέχρι σήμερα.
Eπιπρόσθετα ηγέρθη εκ μέρους των αιτητριών Α. Αγγελή και Μ. Μαυρονικόλα, ζήτημα άνισης μεταχείρισης τους, λόγω παραβίασης της υφιστάμενης μισθοδοτικής διαφοράς μεταξύ αυτών και των Λειτουργών Ελέγχου που είχαν προσληφθεί την 1/2/2000 και στους οποίους, όπως ισχυρίζονταν οι αιτήτριες, είχαν παραχωρηθεί επιπλέον προσαυξήσεις.
Απαντώντας ο Διευθυντής ενημέρωσε τους αιτητές, ότι το μεν αίτημα αναθεώρησης της μισθοδοσίας τους, χωρίς επέκταση των νέων κλιμάκων προς τα κάτω, θα εξεταζόταν μετά τη λήψη των στοιχείων που είχαν ζητηθεί από την Ελεγκτική Υπηρεσία, το δε ζήτημα της σμίκρυνσης της μισθοδοτικής διαφοράς των αιτητριών Α. Αγγελή και Μ. Μαυρονικόλα έναντι άλλων υπαλλήλων που κατείχαν την ίδια θέση, ούτως ώστε να διατηρηθούν τα δεδομένα που υπήρχαν πριν την αναθεώρηση του κρατικού μισθολογίου, θα αποτελούσε αναδρομική αναβάθμιση σε προσωπική βάση και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Λόγω της υποβολής και άλλων παρόμοιων αιτημάτων για αναβάθμιση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ζήτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος υπέδειξε με έγγραφο του ημερομηνίας 9/5/2011, αφενός ότι η απόφαση Σάββα v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) ήταν δεσμευτική μόνο ως προς την έκταση που αφορούσε τους διαδίκους και δεν επεκτεινόταν σε άλλους δημόσιους υπαλλήλους και αξιωματούχους και αφετέρου ότι το αίτημα των επηρεαζόμενων υπαλλήλων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Υιοθετώντας την πιο πάνω θέση, ο Διευθυντής πληροφόρησε τους αιτητές ότι το αίτημα τους για αναθεώρηση της μισθοδοσίας των θέσεων τους στην Ελεγκτική Υπηρεσία, οι οποίες είχαν αναβαθμιστεί με το Ν. 57(ΙΙ)/96, χωρίς επέκταση της νέας κλίμακας των θέσεων τους προς τα κάτω, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
Oι λόγοι ακύρωσης.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 28.1 του Συντάγματος, γιατί θα έπρεπε κατά την άποψη τους να παραχωρηθούν και σ' αυτούς οι εξάμηνες προσαυξήσεις που δόθηκαν στους λειτουργούς που προσλήφθηκαν στην Υπηρεσία την 1/2/2000 και οι οποίοι κατά την 1/2/2002 κατείχαν την Κλίμακα Α6 σε μισθολογική βαθμίδα χαμηλότερη από την αρχική της Κλίμακας Α8.
Υποβάλλουν, περαιτέρω, ότι με την απόρριψη του αιτήματος τους επηρεάζεται και το στοιχείο της αρχαιότητας τους αφού με βάση το άρθρο 49(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν θέσεις με διαφορετικούς μισθοδοτικούς όρους, κρίνεται σύμφωνα με τους μισθοδοτικούς όρους των αντίστοιχων θέσεων. Με αποτέλεσμα, όπως εισηγούνται οι αιτητές, συνάδελφοι τους με τα ίδια ακριβώς χρόνια υπηρεσίας και πείρας, να προηγούνται σταθερά απέναντι τους λόγω των δύο προσαυξήσεων που τους παραχωρήθηκαν, γεγονός που θεωρήθηκε ως λόγος ακυρότητας στη Χρυσόστομος Νικολάου κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 584/2004, ημερομηνίας 9/9/2005.
Επικαλούμενοι δε την πιο πάνω απόφαση, οι αιτητές εγείρουν ζήτημα παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, γιατί θα έπρεπε κατά την άποψη τους, εφόσον το ακυρωτικό αποτέλεσμα ισχύει έναντι πάντων (erga omnes), η διοίκηση να ανταποκρινόταν θετικά και στο δικό τους αίτημα.
Οι προδικαστικές ενστάσεις.
Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση προβάλλει δύο προδικαστικά ζητήματα, ισχυριζόμενη αφενός ότι η προσφυγή προσκρούει στο δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας και αφετέρου ότι αυτή είναι εκπρόθεσμη και δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Επειδή τα δύο ζητήματα διασυνδέονται θα εξεταστούν από κοινού.
Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι οι μισθολογικές τοποθετήσεις των αιτητών, οι οποίες έλαβαν χώρα το Νοέμβριο του 1996, ως αποτέλεσμα της υλοποίησης των αναβαθμίσεων των θέσεων τους με βάση το Ν. 57(ΙΙ)/96 και για τις οποίες εφαρμόστηκε ο Κανονισμός 18 της Κ.Δ.Π. 175/95, συνιστούσαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν με προσφυγή. Δεδομένης, όπως εισηγούνται, της ανεπιφύλακτης τότε αποδοχής από τους αιτητές της μισθολογικής τους τοποθέτησης, δεν είναι δυνατό αυτοί να παραπονούνται εκ των υστέρων, για την εν λόγω τοποθέτηση και να αιτούνται αναδρομικά την τοποθέτηση τους σε κλίμακα ψηλότερη αυτής που αποδέχθηκαν το 1996.
Προβάλλεται, διαζευκτικά, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ότι στην έκταση που οι αιτητές αμφισβητούν τη μισθολογική τους τοποθέτηση όπως αυτή καθορίστηκε το 1996, η προσφυγή τους είναι εκπρόθεσμη και ο έλεγχος της νομιμότητας της σε αυτό το στάδιο θα παραβίαζε τη συνταγματική προθεσμία των 75 ημερών. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή περιέχεται στην επιστολή του Διευθυντή της 21/7/2011, δεν είναι εκτελεστή αλλά έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, συνιστά δηλαδή απλή επιβεβαίωση της αρχικής μισθολογικής τοποθέτησης των αιτητών με βάση τα δεδομένα του 1996.
Απαντώντας στα πιο πάνω οι αιτητές υποστηρίζουν ότι δεν προσβάλλουν τη μισθολογική τους τοποθέτηση, όπως αυτή υλοποιήθηκε το 1996, αλλά τη μεταγενέστερη απόρριψη του αιτήματος τους για μη αναθεώρηση της μισθοδοσίας τους στα πλαίσια αναβάθμισης που έγινε στην Ελεγκτική Υπηρεσία το 2002. Προβάλλουν περαιτέρω ότι μέχρι την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Σάββα v. Δημοκρατίας, το 2003 με την οποία κρίθηκε ως ultra vires ο Κανονισμός 18, δεν είχαν κανένα λόγο να προσβάλουν τις τοποθετήσεις τους του 1996. Δημιουργήθηκε όμως, όπως διατείνονται, με τη συγκεκριμένη απόφαση, μια «νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε ως δεδικασμένο» και η οποία τους προσδίδει έννομο συμφέρον να επιδιώξουν την αναπροσαρμογή της μισθοδοσίας τους με βάση τις πρόνοιες του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου του 2002 και του νέου καθεστώτος που δημιουργήθηκε μετά την ακυρωτική απόφαση.
Αντικρούοντας το επιχείρημα περί βεβαιωτικής μορφής της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αιτητές επισημαίνουν ότι από το διοικητικό φάκελο προκύπτει η αναζήτηση νέων στοιχείων και η διεξαγωγή νέας έρευνας του θέματος, η οποία οδήγησε στη παραγωγή νέας εκτελεστής πράξης.
Η βεβαιωτική πράξη αποβάλλει την ιδιότητα της βεβαιωτικής, εφόσον ληφθεί νέα απόφαση στη βάση νέων στοιχείων. Το μόνο νέο στοιχείο το οποίο έχουν επικαλεστεί οι αιτητές στην παρούσα περίπτωση, είναι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Σάββα. Ωστόσο, η μεταβολή της νομολογίας δεν συνιστά νέο στοιχείο που να καθιστά μια πράξη μη βεβαιωτική προηγούμενης πράξης. (Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 855). Κατ' αναλογία, ούτε η νομολογιακή ερμηνεία μιας νομοθετικής διάταξης καθιστά μια πράξη μη βεβαιωτική προηγούμενης πράξης. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι, η απόφαση του Διευθυντή ήταν βεβαιωτική της απόφασης για την τοποθέτηση των αιτητών στις αντίστοιχες σχετικές κλίμακες στην παρούσα περίπτωση και συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή.
Για τους πιο κάτω λόγους, στην εδώ περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, οι προεκτάσεις του οποίου έχουν εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων μεταξύ των οποίων και η Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, στην οποία υποδείχθηκε από την Ολομέλεια ότι αυτό λειτουργεί όταν υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ίδιας απόφασης προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους.
Στην Κάππας v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, με αναφορά στην πάγια σχετική νομολογία, η Ολομέλεια αποφάνθηκε τα εξής (σελ 41-42):
"Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων είχε αποδεχθεί την εφαρμογή των προνοιών του σχεδίου για ορισμένα χρόνια. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις είχε ζητήσει και του είχαν δοθεί αυξήσεις στις ποσοστώσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχεδίου. Για το 1995, ενώ γνώριζε ότι οι ποσοστώσεις που του δόθηκαν βασίζονταν πάνω στο σχέδιο, είχε ζητήσει και του είχε δοθεί μια συγκεκριμένη αύξηση την οποίαν δεν θεώρησε ως ικανοποιητική και ζήτησε μια μεγαλύτερη αύξηση. Όταν οι καθ' ων η αίτηση του παραχώρησαν μια νέα αύξηση, την οποίαν και πάλι δεν θεώρησε ικανοποιητική, αποφάσισε να προσβάλει την τελευταία αύξηση ισχυριζόμενος ταυτόχρονα ότι το σχέδιο, που για τόσα χρόνια είχε αποδεχθεί, ήταν νομικά ανύπαρκτο. Πιστεύουμε ότι τα περιστατικά αποτελούν μια κλασσική περίπτωση εφαρμογής του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας."
Κάτω από παρόμοιες συνθήκες, ενήργησαν οι αιτητές στην παρούσα περίπτωση. Η αναβάθμιση των θέσεων και κατ' επέκταση των μισθολογικών απολαβών τους, υλοποιήθηκε, όπως προεκτέθηκε, βάσει του Ν. 57(ΙΙ)/96 και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 18, το Νοέμβριο του 1996, γεγονός που αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα οι αιτητές και από το οποίο επωφελήθηκαν, λαμβάνοντας αυξημένες μισθολογικές απολαβές επί σειρά ετών. Η εκ μέρους τους έγερση θέματος που άπτεται της νομιμότητας της αναπροσαρμογής της μισθοδοσίας τους, 13 χρόνια αργότερα, εξ αφορμής κάποιας διευθέτησης που όπως υποστηρίζουν, τους έθεσε σε καθεστώς άνισης μεταχείρισης έναντι άλλων υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί μεταγενέστερα, συνιστά ουσιαστικά, αποδοκιμασία της απόφασης καθορισμού της μισθολογικής τους θέσης, με επιδίωξη προσπορισμού μεγαλύτερου οφέλους.
Η επίκληση των αποφάσεων στη Σάββα v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), καθώς επίσης και της πρωτόδικης Νικολάου κ.ά. v. Δημοκρατίας (πιο πάνω), δεν ενισχύει τις θέσεις των αιτητών. Πρωτίστως διότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις, δεν μπορούν να επηρεάσουν την παρούσα προσφυγή, εφόσον δεν παρήγαγαν δεδικασμένο, λόγω μη ταύτισης διαδίκων και επίδικου θέματος (βλ. Κληρίδης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575 και Ευφροσύνη Μουρούζη v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1213/99, ημερομηνίας 1/8/2001) και επιπρόσθετα, γιατί στη Σάββα κρίθηκε ως ultra vires ο Κανονισμός 18(1)(β) ενώ όπως αποδέχονται οι αιτητές στη σελίδα 3 της απαντητικής αγόρευσης τους, η αναπροσαρμογή της μισθοδοσίας τους το 1996 έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 18(1)(α)(i).
Εφόσον η καθοριστική μισθολογική τοποθέτηση των αιτητών, που έγινε το 1996, δεν είχε προσβληθεί, παρέμεινε ισχυρή χωρίς να επιδρούν επί του κύρους της οι δικαστικές αποφάσεις που αναφέρθηκαν.
Ως αποτέλεσμα, η καθυστερημένη προσπάθεια ελέγχου της νομιμότητας της από τους αιτητές υπό το κάλυμμα ισχυρισμού για άνιση μεταχείριση τους έναντι άλλων συναδέλφων τους, προσκρούει στο δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας και ως εκ τούτου δεν είναι αποδεκτή.
Σε ό,τι αφορά τις αναπροσαρμογές κλιμάκων άλλων υπαλλήλων με παραχώρηση προσαυξήσεων, το 2000 και το 2002, από τις οποίες όπως ισχυρίστηκαν οι αιτητές, επηρεάστηκε δυσμενώς η κατάσταση αρχαιότητας τους, με αντίκτυπο σε μελλοντικές προαγωγές τους, η νομιμότητα τους μπορούσε να ελεγχθεί με προσφυγή που θα ασκείτο από τους αιτητές μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Στην απουσία έγκαιρου διαβήματος, δεν είναι δυνατή, η κατά παράκαμψη της προθεσμίας, παρεμπίπτουσα εξέταση της νομιμότητας αυτών των αποφάσεων.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ