ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D997
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1082/2012)
23 Δεκεμβρίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΡΑΟΛΗ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Αριστοφάνης Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Τζένη Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση να απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή που είχε υποβάλει κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 25.1.2012, με την οποία τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας του από 1.1.2012.
O αιτητής εκπαιδευτής οδηγών, ηλικίας 51 ετών, εξετάστηκε από Ιατροσυμβούλιο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατόπιν αίτησης του για σύνταξη ανικανότητας που συνοδευόταν από σχετική ιατρική έκθεση. Θεωρήθηκε ικανός για ελαφρά εργασία λόγω λιποσαρκώματος στο πόδι (είδος κακοήθους καρκινώματος) και εγκρίθηκε για σύνταξη ανικανότητας από 6.3.1995 σε ποσοστό 75%. Με βάση ιατρικές εκθέσεις που προσκόμιζε κατά διαστήματα, ο αιτητής λάμβανε σύνταξη ανικανότητας στο ίδιο ποσοστό. Στις 20.12.2011 ο αιτητής επανεξετάστηκε από Ογκολογικό-Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Η παραπομπή του αυτή στο Ιατρικό Συμβούλιο κρίθηκε αναγκαία μετά από πολλαπλές καταγγελίες και στοιχεία από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών ότι ο αιτητής εργαζόταν κανονικά και για περισσότερες ώρες από άλλους εκπαιδευτές οδηγούς, ενώ εκπαίδευε ίδιο και μεγαλύτερο αριθμό μαθητών από άλλους εκπαιδευτές, οι οποίοι συνεισέφεραν στο ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύμφωνα με την επαγγελματική τους κατηγορία και όχι μειωμένα όπως ο αιτητής.
Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων («ο Διευθυντής») υιοθετώντας την πιο πάνω γνωμάτευση τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας του αιτητή από 1.1.2012. Ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, προσέφυγε στην Υπουργό εναντίον της απόφασης του Διευθυντή ζητώντας επανεξέταση. Στις 2.4.2012 εξετάστηκε από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων βάσει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (στο εξής «ο Νόμος») υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου σχετικά με την ικανότητα του αιτητή να ασκήσει το επάγγελμα του και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.
Ο δικηγόρος του αιτητή ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή της Υπουργού, ημερομηνίας 14.6.2012 (η προσβαλλόμενη απόφαση).
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από τον αιτητή είναι οι εξής:
1. Η διοίκηση ενέργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή Νόμου και Κανονισμών. Σύμφωνα με τον ορισμό του όρου «ανίκανος προς εργασία» στο άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να προβούν σε έρευνα σε σχέση με το εισόδημα του αιτητή, ώστε να διαπιστώσουν αν αντιστοιχεί στο 1/3 του εισοδήματος ενός υγιούς στο ίδιο επάγγελμα. Περαιτέρω, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο αιτητής εργαζόταν πέραν του 1/3 του χρόνου που ένας υγιής θα εργαζόταν. Ωστόσο, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών χωρίς να έχει ακριβή στοιχεία για τον αιτητή, αφού τόσο ως αυτοτελώς εργαζόμενος εκπαιδευτής μέχρι 21.10.2011 όσο και από 1.10.2011 ως μισθωτός σε δική του εταιρεία δήλωνε μειωμένες απολαβές (όπως οι ίδιοι οι καθ' ισχυρίζονται) αποδέχθηκαν τις σχετικές καταγγελίες για το πρόσωπο του χωρίς να τις διερευνήσουν.
2. Έλλειψη δέουσας έρευνας. Στην έκθεση του Ογκολογικού Χειρουργικού Συμβουλίου υπήρξε εσφαλμένο εύρημα ότι δεν υπάρχει ενεργής νόσος χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε ιατρική εξέταση του αιτητή. Επίσης ελλείπουν σημαντικά στοιχεία από το σχετικό έντυπο της έκθεσης, όπως ο τελευταίος θεράποντας ιατρός του αιτητή, η τελευταία αγωγή του, και το κοινωνικό και επαγγελματικό του ιστορικό. Ούτε ρωτήθηκε ο αιτητής για το επάγγελμα του. Τις ίδιες πλημμέλειες καταλογίζει ο αιτητής και στο Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο που όφειλε να υποβάλει τον αιτητή σε σειρά εξειδικευμένων εξετάσεων. Επίσης δεν ασχολήθηκε με τα ευρήματα στην έκθεση του ιδιώτη θεράποντα ιατρού του αιτητή, ημερομηνίας 7.2.2012, ο οποίος διέγνωσε λεμφοίδημα του δεξιού κάτω άκρου με αυξημένη δραστηριότητα, τα οποία παραγνωρίστηκαν χωρίς οποιαδήποτε εργαστηριακά ευρήματα και κλινική εξέταση.
3. Δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία.
4. Ανακλήθηκε αναδρομικά η σύνταξη, κατά παράβαση του άρθρου 54(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νόμου Ν.158(Ι)/99. Η απόφαση προσκρούει στα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή.
Οι καθ' ων η αίτηση αποκρούοντας τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής, ισχυρίζονται ότι έγινε πλήρης έρευνα για να διαπιστωθούν τα πραγματικά στοιχεία και περιστατικά της υπόθεσης του αιτητή και γι΄ αυτό το λόγο οι καταγγελίες αναφορικά με τους πελάτες και τις ώρες εργασίας του δεν λήφθηκαν υπόψη, γεγονός που φαίνεται τόσο από το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και από την επιστολή της Αστυνομίας, ημερομηνίας 15.12.2011 (ερυθρά 7-8 στο διοικητικό φάκελο). Επίσης η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στα ευρήματα του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου το οποίο διενήργησε τη δική του έρευνα και εξέτασε τον αιτητή εξ υπαρχής, το οποίο δεν δεσμεύεται από τα ευρήματα του πρώτου Ιατροσυμβουλίου. Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι δεν τίθεται θέμα ανεπάρκειας πρακτικών αφού το μόνο που χρειαζόταν εν προκειμένω κατά το Καν. 7(6) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Κανονισμών (ΚΔΠ 286/2010) ήταν να καταχωρηθεί δεόντως η γνωμοδότηση στο σχετικό τύπο έκθεσης, η οποία υπογράφηκε από τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου. Είναι η θέση τους ότι η σχετική έκθεση συμπληρώθηκε στα κατάλληλα σημεία με ειδική έμφαση στο ιστορικό του αιτητή.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσια η απόφαση της Υπουργού ημερομηνίας 14.6.2012 επί της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή:
«Αναφέρομαι στην ιεραρχική προσφυγή που υποβάλατε εκ μέρους του πελάτη σας κ. Κυριάκου Καραολή με την επιστολή σας ημερομηνίας 9/2/2012, κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετικά με τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας που λάμβανε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και επιθυμώ να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
Μετά από εξέταση της υπόθεσης και αφού έχω λάβει υπόψη τα στοιχεία και τις ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελο του κ. Καραολή, καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που τον εξέτασε στις 2/4/2012, κρίνω ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, τον έχει κρίνει ικανό για εκτέλεση της εργασίας του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 40 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
Συνεπώς, η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 25/1/2012, να τερματίσουν τη σύνταξη ανικανότητας του από 1/1/2012, κρίνεται ορθή και ως εκ τούτου απορρίπτω την ιεραρχική προσφυγή.»
Είναι φανερό ότι η επίδικη απόφαση στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο σύνολο των ιατρικών μαρτυριών του φακέλου και ιδιαίτερα στην έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου. Είναι γεγονός ότι η έκθεση είναι ελλιπής σε ορισμένα σημεία, χωρίς ωστόσο αυτό να εμποδίζει τον δικαστικό έλεγχο επί των συμπερασμάτων της. Το ζητούμενο σε τέτοιες υποθέσεις είναι αν το περιεχόμενο της ιατρικής έκθεσης επί του συνόλου της είναι δεόντως, έστω και κατ' ελάχιστο, τεκμηριωμένο ώστε να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.
Δεν συμφωνώ ότι η αιτιολογία ήταν ελλιπής, επειδή δεν απαντήθηκαν όλες οι τυπωμένες ερωτήσεις στο έντυπο των εκθέσεων, κάποιες προφανώς ως αχρείαστες για την περίπτωση του αιτητή, εφόσον τα βασικά εδάφια που αφορούσαν στο ιστορικό, τις πρωτεύουσες ενοχλήσεις και στα ευρήματα της κλινικής εξέτασης ήταν κατάλληλα συμπληρωμένα. Πιο συγκεκριμένα, στη σελίδα 2 σημείο 31 της ιατρικής έκθεσης καταγράφεται:
«Λιποσάρκωμα μηρού δεξιά, χειρουργηθέν δις. Λεμφαδενικός καθαρισμός. Αδυναμία κάμψης και άρσης βάρους»
Και ως πρωτεύουσες ενοχλήσεις:
«πόνος δεξιού άκρου»
Κάτω από τον τίτλο «Κλινικά ευρήματα» διέγνωσαν τη σωματική διάπλαση του Αιτητή ως «καλή», όσον αφορά το στοιχείο «διανοητική κατάσταση, διάθεση» την χαρακτήρισαν επίσης ως «καλή». Σε άλλες παρατηρήσεις κατέγραψαν «ουλή δεξιού μηριαίου». Στο σημείο 4.3.2 κατέγραψαν δίπλα από τη λέξη «λεμφαδένες» «όχι». Στο σημείο 4.4. περιέγραψαν το αναπνευστικό σύστημα ως «κ.φ» (κανονικό-φυσιολογικό).
Περιγράφουν τα άνω άκρα «κ.φ» (κανονικά-φυσιολογικά). Και σε σχέση με τα κάτω άκρα αναφέρουν «δεν παρουσιάζει οίδημα άκρων». Στο σημείο 4.9 «Παρουσία λεμφαδενωμάτων» το Ιατροσυμβούλιο αναγράφει τη λέξη «όχι», ενώ υπό τον τίτλο «Λειτουργίες και Έλεγχοι» στο σημείο 5.1 η πνευμονική λειτουργία και η καρδιακή λειτουργία του Αιτητή καταγράφεται ως «κ.φ.», κανονική-φυσιολογική.
Επίσης, στην πρόσθετη σελίδα για περαιτέρω ευρήματα ιατρού ειδικότητας καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Εκ της κλινικής εξέτασης ουδέν παθολογικό. Κατά την εξέταση δεν παρουσιάζει λεμφοίδημα δεξιού κάτω άκρου. Χωρίς ευρήματα από την κοιλιακή χώρα. Δύναται να εκτελεί τα καθήκοντα του εκπαιδευτή οδηγού.»
Στη σελίδα 10 στο σημείο 11.4 στην ερώτηση «μπορεί το ασφαλισμένο άτομο να εργάζεται με πλήρη απασχόληση στην τελευταία του θέση ως εκπαιδευτής οδηγός» η απάντηση είναι «Ναι».
Τέλος, στο συνοπτικό έντυπο επανεξέτασης ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, στο σημείο IV, κάτω από τον τίτλο «Γνωμάτευση/Απόφαση Δευτεροβάθμιου Ι.Σ.» καταγράφει τα ακόλουθα:
«Εκ της κλινικής εξέτασης και των εργαστηριακών ευρημάτων το Δ.Ι.Σ. κρίνει ότι ο αιτητής είναι ικανός για το επάγγελμα του»
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Νίκος Ιωάννου (2004) 3 Α.Α.Δ 243, στην οποία εξετάστηκε όμοιας φυσιογνωμίας ζήτημα, η διατύπωση της έκθεσης του Ιατροσυμβουλίου κατά τρόπο παρόμοιο και συνοπτικό, κρίθηκε ότι περιλαμβάνει επαρκή αιτιολόγηση.
Δεν συμφωνώ επίσης ότι χρειαζόταν να γίνει ρητή αναφορά στην έκθεση του θεράποντος ιατρού (ημερ. 7.2.2012), η οποία επισυνάφθηκε στην ιεραρχική προσφυγή και ειδική αιτιολόγηση της παράκαμψης της, όταν προφανώς η κατάληξη του μετέπειτα Ιατρικού Συμβουλίου, ενόψει της δικής του διάγνωσης, όπως την κατέγραψε, ήταν διαφορετική.
Αναφορικά με τις καταγγελίες εναντίον του αιτητή, το περιεχόμενο τους φαίνεται να εξετάστηκε από τον Επαρχιακό Λειτουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων μέσω του Τμήματος Οδικών Μεταφορών με το συμπέρασμα ότι αντικανονικά λάμβανε σύνταξη ανικανότητας. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρονται σε παλαιότερη επιστολή ημερ. 4.11.2008.
Ωστόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο, πριν την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, είχε σταλεί επιστολή ημερ. 15.12.2011 από την Αστυνομία στους καθ' ων η αίτηση, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας έχει εξετάσει στο πρόσφατο παρελθόν, παρόμοιες περιπτώσεις ληπτών επιδόματος αναπηρίας και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είχε δώσει τότε οδηγίες και εξετάστηκαν μόνο οι περιπτώσεις όπου οι λήπτες είχαν αναπηρία 100%, καθότι για τους υπόλοιπους, επιτρέπεται να εργάζονται και δεν μπορεί να γίνει καταμέτρηση των ωρών που εργάζονται.»
Δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο να εξετάστηκαν περαιτέρω οποιεσδήποτε καταγγελίες ούτε ότι αυτές επέδρασαν στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Ούτε το παράπονο του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας ευσταθεί. Η Υπουργός έκρινε σκόπιμο να παραπέμψει τον αιτητή στο Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο. Η υιοθέτηση από την Υπουργό του πορίσματος του σε συνδυασμό με τις προηγούμενες διαγνώσεις, οδήγησαν στην απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Ούτε ήταν υποχρεωμένη η Υπουργός να απαντήσει ξεχωριστά στους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής στα πλαίσια άσκησης της εξουσίας της δυνάμει του άρθρου 83 του Νόμου, όπως υποστηρίζει ο αιτητής.
Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε αναδρομική ακύρωση των δικαιωμάτων του αιτητή, αφού η αρχική απόφαση του Υπουργείου ελήφθη στις 25.1.2012 και αφορούσε τη διακοπή της σύνταξης από 1.1.2012. Το επιχείρημα ότι η σύνταξη θα έπρεπε να αποκοπεί από τις 14.6.2012 που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής παραγνωρίζει ότι η ιεραρχική προσφυγή αποσκοπεί στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους στη διαδικασία λήψης της απόφασης, αποβλέπουσα στην εξάλειψη των τυχόν λαθών από το πρώτο διοικητικό όργανο, οι δε συνέπειες της ανατρέχουν βεβαίως στον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης με την ιεραρχική προσφυγή απόφασης της Διοίκησης.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός εάν συμφωνηθούν μεταξύ των διαδίκων.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου