ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D928
(Υπόθεση αρ. 1017/2012)
5 Δεκεμβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΞΥ:
ΒΑΘΟΥΛΑΣ ΠΑΝΑΓΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,
Αιτήτριας,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Αίτηση ημερ. 30.10.13 για προσαγωγή μαρτυρίας
M. Kοτσώνη (κα), για την αιτήτρια
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
Aλ. Κληρίδης, για το ενδ. μέρος
______
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 7.5.12, να προάξει στη μόνιμη θέση Λειτουργού Παραγωγικότητας Α΄ - του Κέντρου Παραγωγικότητας - το Ζήνωνα Δ. Κληρίδη (ΕΜ) αντί της ιδίας.
Όπως καταγράφεται στα πρακτικά, η ΕΔΥ επέλεξε το ΕΜ αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Διευθυντή του Κέντρου Παραγωγικότητας (στο εξής ο Διευθυντής), ο οποίος μεταξύ άλλων ανάφερε και τα ακόλουθα:
«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και είμαι ενήμερος για την προσφορά και αποδοτικότητá τους, καθώς και για τις δυνατότητές τους. Προκειμένου να προβώ σε συστάσεις, έχω διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊστάμενούς τους και έχω μελετήσει τους Προσωπικούς και Υπηρεσιακούς φακέλους τους».
Η αιτήτρια ισχυρίζεται πως το δεύτερο σκέλος της πιο πάνω δήλωσης του Διευθυντή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και κατά συνέπεια η ΕΔΥ λειτούργησε υπό πλάνη. Με αυτό το υπόβαθρο καταχώρισε, πέντε ημέρες πριν από την ημερομηνία που είχε οριστεί η υπόθεση για διευκρινίσεις, την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητά:
«Άδεια και/ή Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου όπως δοθούν οδηγίες για την προσαγωγή μαρτυρίας με Ένορκες Δηλώσεις για την υπόθεση της Αιτήτριας ως το παράρτημα Χ στη γραπτή Απάντηση που καταχωρήθηκε στις 23.8.2013 ώστε να καταδείξει ότι πάσχει η σύσταση του Διευθυντή εφόσον αντίθετα με τη δήλωσή, του δεν κλήθηκε για διαβούλευση η προϊσταμένη της Αιτήτριας».
Η αίτηση βασίζεται στους Κανονισμούς 10, 11, 12, 17, 18 και 19 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, όπου διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η δήλωση του Διευθυντή ενώπιον της ΕΔΥ πως είχε διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊστάμενους των υποψηφίων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και κατά συνέπεια η ΕΔΥ λειτούργησε υπό πλάνη. Και αυτό με αναφορά σε επιστολή ημερ. 22.7.2013 της άμεσα προϊσταμένης της Αιτήτριας Μ. Πιερίδου (παράρτημα Χ στη γραπτή Απάντηση της αιτήτριας) όπου δηλώνει πως ο Διευθυντής δεν τη ρώτησε και ούτε είχε οποιαδήποτε διαβούλευση μαζί της πριν υποβάλει τη σύστασή του προς την ΕΔΥ. Ενόψει τούτου, προβάλλεται στην ένορκη δήλωση «.καθίσταται αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για να μετατραπεί το παράρτημα Χ σε μαρτυρία (και) η παρούσα υπόθεση επιβάλλει όπως επιτραπεί η προσαγωγή μαρτυρίας».
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση και στη συνοδευτική ένορκο δήλωση διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η σκοπούμενη να προσαχθεί μαρτυρία είναι άσχετη με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η καταλογιζόμενη στην ΕΔΥ πλάνη θα αποφασιστεί αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας θα επιφέρει τροποποίηση του περιεχομένου των φακέλων που κατά πάγια νομολογία δεν επιτρέπεται.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προώθησαν τις θέσεις τους με εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις, αλλά και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης. Τις έχω διεξέλθει με την αρμόζουσα προσοχή και ειδική αναφορά στις επιμέρους εισηγήσεις τους θα γίνει, εάν και εφόσον κριθεί αναγκαίο, στο κατάλληλο στάδιο. Επί του παρόντος προέχει η υπενθύμιση των βασικών Κανόνων που διαμορφώθηκαν διαχρονικά από τη νομολογία επί του θέματος και σχετικά παραθέτω αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507 όπου διατυπώνονται οι βασικές αρχές βάσει των οποίων μπορεί να επιτραπεί προσαγωγή μαρτυρίας:
«Ο Κανονισμός 12 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι,
"(1) Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη οιονδήποτε αιτητήν να παρουσιασθή αυτοπροσώπως είτε διά να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας προς το Δικαστήριον, είτε διά να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα. Εάν αιτητής τις διαταχθείς να εμφανισθή αυτοπροσώπως αρνηθή να πράξη ούτω, η ακολουθητέα διαδικασία εξαναγκασμού προς συμμόρφωσιν του τοιούτου αιτητού, η οποία δυνατόν να εφαρμοσθή, θα είναι ως η ισχύουσα δια τον εξαναγκασμόν εμφανίσεως μάρτυρος, όστις αρνήται να συμμορφωθή προς μαρτυρικήν κλήσιν.............
(2) Το Δικαστήριον δύναται να διατάξη τον καθ'ου η αίτησις να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας ή να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα διά δεόντως εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου."
Ο Κανονισμός 19 προνοεί ότι,
"Καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώσει τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης."
Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. (Βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Antoniou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). To θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Α. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,
"... ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του."
(Βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 ΑA.Δ. 145,162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΛΛ. 335). Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ. 549).
Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως. (Βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281»).
Έχω εξετάσει ό,τι τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και (κατ΄ αρχάς) η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι η σκοπούμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν είναι σχετική με οποιοδήποτε από τα επίδικα θέματα της υπόθεσης δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ένα από τα στοιχεία που συνεκτίμησε η ΕΔΥ για επιλογή του ΕΜ, όπως ρητά αναφέρεται και στο αιτιολογικό μέρος της απόφασής της, ήταν και η σύσταση του Διευθυντή ο οποίος είχε δηλώσει ενώπιον της ότι προκειμένου να προβεί σε συστάσεις είχε διαβουλευθεί και με τους άμεσα προϊστάμενους των υποψηφίων. Είναι την αλήθεια της δήλωσης αυτής που αμφισβητεί η αιτήτρια και λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω δήλωση ήταν ένα από τα κατ΄ ισχυρισμό στοιχεία που διαμόρφωσαν τη σύσταση του Διευθυντή, έχω την άποψη ότι η σκοπούμενη να προσαχθεί μαρτυρία είναι αφενός σχετική με το επίδικο αυτό θέμα και, αφετέρου, μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή της δικαιοσύνης σ΄ ότι αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση. Κατά συνέπεια η σχετική εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο, όπως δε με βρίσκει σύμφωνο και η δεύτερη βασική εισήγησή τους ότι με τη μαρτυρία που σκοπείται να προσαχθεί θα επέλθει διαφοροποίηση του περιεχομένου των φακέλων. Συναφώς αδυνατώ να αντιληφθώ πώς η υπό αμφισβήτηση δήλωση του Διευθυντή θα μπορούσε να διαφοροποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο οποιουδήποτε στοιχείου ή στοιχείων που περιέχονται στους διοικητικούς φακέλους, τη στιγμή που αν έγινε ή όχι τέτοια διαβούλευση δεν αναμένεται, ως στοιχείο, να περιέχεται στους εν λόγω φακέλους. Έπεται ότι οι δύο βασικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς άσκησης της ευχέρειας του Δικαστηρίου επί του θέματος πληρούνται και ασκώντας την εν λόγω ευχέρεια η αίτηση εγκρίνεται ώστε να διαφανεί κατά πόσο όντως υπήρξε η ισχυριζόμενη από το Διευθυντή διαβούλευση η οποία κατά τον ισχυρισμό του συνεκτιμήθηκε για διαμόρφωση της σύστασής του προς όφελος του ΕΜ.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση εγκρίνεται και η σκοπούμενη να προσαχθεί μαρτυρία να γίνει υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης εντός 10 ημερών από σήμερα και στην περίπτωση που οι καθ΄ ων η αίτηση επιθυμούν να απαντήσουν, τους παραχωρείται και αυτούς δυνατότητα να το πράξουν με ένορκο δήλωση μέσα σε 10 μέρες στη συνέχεια. Διευκρινίζεται ότι αν η οποιαδήποτε πλευρά επιθυμεί να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα της άλλης θα πρέπει να υποβάλει στο κατάλληλο στάδιο προφορικό αίτημα προς εξέταση.
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επαναορίζεται για οδηγίες 3.2.15 ώστε να δοθεί ευκαιρία σε αμφότερες τις πλευρές να ενεργήσουν όπως πιο πάνω και στη συνέχεια, ανάλογα, θα δοθούν περαιτέρω οδηγίες.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ