ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή 101/2012. Ν. Θεοδώρου, για Πεκρής amp;amp;amp; Θεοδώρου, για τον Αιτητή στην Προσφυγή 115/2012. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-12-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΡ. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 101/2012 και 115/2012, 19/12/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D974

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

19 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 101/2012 και 115/2012

 

 

 

Υπóθεση Αρ. 101/2012

 

 

ΔΡ. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Υπóθεση Αρ. 115/2012

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή 101/2012.

 

Ν. Θεοδώρου, για Πεκρής & Θεοδώρου, για τον Αιτητή στην Προσφυγή 115/2012.

 

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

------------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου, οι αιτητές Γιαννάκης Χριστοδούλου, (Προσφυγή αρ. 101/2012) και Παρασκευάς Μιλτιάδου (Προσφυγή αρ. 115/2012), αμφισβητούν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Γιαννάκη Βασιλείου στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Ορθοπεδικής από 1/12/2011. 

 

Τα γεγονότα της προσφυγής.

H δημοσίευση μιας κενής μόνιμης θέσης Βοηθού Διευθυντή Κλινικής / Τμήματος, στην ειδικότητα της Ορθοπεδικής, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (στο εξής «η επίδικη θέση»), η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 11/6/2010, προσέλκυσε τέσσερις αιτήσεις κυβερνητικών ιατρών, οι οποίες διαβιβάστηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ»), στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Η τελευταία, αποφάσισε στις 5/11/2010 ότι οι υποψήφιοι θα υποβάλλονταν μόνο σε προφορική εξέταση, η οποία έλαβε χώρα στις 17/12/2010.

 

Σύμφωνα με τη γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με βάση την απόδοση τους στην προφορική εξέταση, το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν «Εξαίρετος», ο αιτητής Μιλτιάδου, «Σχεδόν Εξαίρετος» και ο αιτητής Χριστοδούλου, «Πάρα Πολύ Καλός».

 

Οι πιο πάνω χαρακτηρισμοί συμπεριλήφθηκαν σε αιτιολογημένη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά, στην οποία σημειώθηκαν επίσης τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, η επαγγελματική τους πείρα, η εξειδίκευση ή/και υπό-ειδικότητα τους και οι υπόλοιπες πληροφορίες και πιστοποιητικά των αιτήσεων τους.

 

Ακολούθως επιλήφθηκε του θέματος η ΕΔΥ, η οποία αφού έλεγξε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υιοθέτησε τα πορίσματα της αναφορικά με την κατοχή  των απαιτούμενων προσόντων, αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (στο εξής «ο Διευθυντής»), και ενός Ανώτερου Λειτουργού με ειδικότητα στην Ορθοπεδική, για σκοπούς βοήθειας προς την Επιτροπή, κατά την εξέταση.

 

Η προφορική εξέταση διεξήχθη στις 2 και 3/11/2011 και μετά την ολοκλήρωση της,             ο Διευθυντής, αφού διαβουλεύθηκε με τον Προϊστάμενο του Τμήματος, που ήταν   επίσης παρών στη διαδικασία, αξιολόγησε τους υποψηφίους, χαρακτηρίζοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Εξαίρετο», τον αιτητή Μιλτιάδου ως «Σχεδόν Εξαίρετο» και τον αιτητή Χριστοδούλου ως «Πάρα Πολύ Καλό». Σύστησε δε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή και του Προϊσταμένου και υπό το φως των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, η ΕΔΥ προέβη στη δική της αιτιολογημένη αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, με βάση την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως «Εξαίρετος», ο αιτητής Μιλτιάδου ως «Σχεδόν Εξαίρετος» και ο αιτητής Χριστοδούλου ως «Πάρα Πολύ Καλός».

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ, κατόπιν γενικής, όπως σημείωσε, αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων και αφού έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και τις υπηρεσιακές εκθέσεις με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, τη σύσταση του Διευθυντή και την αρχαιότητα τους, επέλεξε ως καταλληλότερο για προαγωγή, το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Αιτιολογώντας την προτίμηση της η ΕΔΥ σημείωσε ότι ο εν λόγω υποψήφιος αξιολογήθηκε για την προφορική εξέταση σε ψηλότερο των υπολοίπων επίπεδο, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την ίδια, διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή και δεν υστερούσε των ανθυποψηφίων του σε βαθμολογημένη αξία και σε προσόντα.

 

Αναφερόμενη ειδικότερα στο κριτήριο της αρχαιότητας, η ΕΔΥ σημείωσε, ότι το σχετικό προβάδισμα των αιτητών, το oποίο συνίστατο σε 4 χρόνια και 9 μήνες για τον Χριστοδούλου και στην ημερομηνία γέννησης για τον Μιλτιάδου, δεν ήταν σε θέση να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, δεδομένης της φύσης της επίδικης θέσης που ήταν διευθυντική και βρισκόταν ψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία.

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο αιτητής Χριστοδούλου στην Προσφυγή αρ. 101/2012, προβάλλει ότι με βάση τις αξιολογήσεις που ελήφθησαν υπόψη, υπερείχε καταφανώς του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία και ότι υπήρξε εν προκειμένω, ουσιώδης πλάνη της ΕΔΥ και επίσης, ότι υπερείχε καταφανώς σε πείρα η οποία αγνοήθηκε από το Διευθυντή και την ΕΔΥ.  Αναφορικά με τα προσόντα εισηγείται ότι κατείχε «σωρεία πρόσθετων πιστοποιητικών εκπαιδεύσεων και σεμιναρίων» τα οποία, ενώ ήταν απόλυτα σχετικά με τη φύση των καθηκόντων του, παραγκωνίσθηκαν.

 

Επικαλούμενος περαιτέρω ο αιτητής την κατά 4 χρόνια και 9 μήνες υπεροχή του σε αρχαιότητα, υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο στοιχείο παραγκωνίστηκε αδικαιολόγητα και ότι ήταν εν τέλει, υπέρμετρη η βαρύτητα που δόθηκε από την ΕΔΥ στο οριακό, όπως το χαρακτηρίζει, αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης.

 

Ως ξεχωριστό λόγο ακύρωσης, ο αιτητής προτείνει την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της αξιολόγησης και σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την οποία ισχυρίζεται επίσης, ότι η σύνθεση της ήταν πάσχουσα και ότι δεν λειτούργησε αμερόληπτα εφόσον συμμετείχε σ' αυτήν ο Δρ. Ιωάννης Παπαγιάννης, ο οποίος, είχε ιδιάζουσα σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού ήταν ο άμεσα προϊστάμενος του.

 

Προβάλλεται επιπρόσθετα, ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν αποκαλύπτει τις διαβουλεύσεις που είχαν προηγηθεί, μεταξύ του Διευθυντή και του Προϊστάμενου του Τμήματος, Δρ. Παπαγιάννη και με δεδομένη την έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας, ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται εξ' ολοκλήρου δυσχερής.

 

Ο αιτητής Μιλτιάδου στην Προσφυγή αρ. 115/2012, εγείρει ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη γιατί η Συμβουλευτική Επιτροπή, ενήργησε αυθαίρετα καθορίζοντας επιπρόσθετο προσόν, μη προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας και γιατί η σύσταση της δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Ισχυρίζεται επιπρόσθετα ότι η ΕΔΥ ενήργησε κάτω από συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με την εξειδίκευση (μετεκπαίδευση του) στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής, αλλά και λόγω μη αξιολόγησης άλλων πρόσθετων προσόντων του (ALS, PHTLS, ATLS και TOEFL).

 

Η πλάνη της ΕΔΥ, επεκτάθηκε, όπως εισηγείται ο αιτητής και στη σύγκριση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, η οποία δεν ήταν αντικειμενική, εφόσον στο φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους δεν υπήρχαν αξιολογήσεις για τα έτη 2006 και 2007.

 

Ούτε η επαγγελματική πείρα στην ειδικότητα, αλλά ούτε και τα πρόσθετα προσόντα των διαδίκων, έτυχαν, κατά τον αιτητή της πρέπουσας συγκριτικής στάθμισης από την οποία θα προέκυπτε η υπεροχή του στα συγκεκριμένα κριτήρια, με αποτέλεσμα να συντρέχει επιπρόσθετος λόγος ακυρότητας.

 

Με δεδομένη, λέγει ο αιτητής, την εικόνα των εν λόγω κριτηρίων, η ηλικιακή αρχαιότητα του ήταν ένα στοιχείο που δεν έπρεπε να παραγνωριστεί.

 

Με τον τελευταίο ισχυρισμό του, ο αιτητής βάλλει κατά της σύστασης του Διευθυντή, ισχυριζόμενος ότι είναι αυθαίρετη, ότι αντιμάχεται τα στοιχεία των φακέλων και ότι βασίστηκε αποκλειστικά στο οριακό αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, η οποία τελικά αποτέλεσε και το μοναδικό κριτήριο επιλογής.

 

Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Προέχει ως θέμα δημοσίας τάξεως η εξέταση των λόγων που άπτονται της νομιμότητας της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Όπως προκύπτει από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν, έγιναν για το σκοπό της πλήρωσης της επίδικης θέσης, δύο συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις 5/11/2010 και στις 17/12/2010. Σύμφωνα με τα πρακτικά και στις δύο περιπτώσεις η σύνθεση ήταν τριμελής, με καταγεγραμμένους ως παρόντες το Δρα Χριστόδουλο Καϊσή, (Αναπληρωτή Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών), ως Πρόεδρο και τους Δρα Κωστάκη Αντωνιάδη, (Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Πρώτων Βοηθειών) και Δρα Ιωάννη Παπαγιάννη (Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Ορθοπεδικής), ως μέλη. Ως απόντες αναφέρονται οι Δρ. Σταύρος Σταύρου, (Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος Χειρουργικής) - «λόγω άδειας ασθενείας» και ο Δρ. Θεοδωράκης Λαζάρου, Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος Νεφρολογίας) - «λόγω άδειας». 

 

Σημειώνεται ότι στο άρθρο 32(5) του Ν. 1/90 προβλέπεται ότι τρία από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής συνιστούν απαρτία, ενώ στο άρθρο 32(7) διαλαμβάνεται ότι καμιά απόφαση της, δεν είναι έγκυρη εκτός αν ληφθεί με τρεις ψήφους.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι αποφάσεις λαμβάνονταν ομόφωνα, τηρήθηκε η απαρτία και τα τρία πιο πάνω παρόντα μέλη υπέγραψαν τα πρακτικά εκάστης συνεδρίας αλλά και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που συντάχθηκε μεταγενέστερα, την 1/3/2011.

 

Κατά το στάδιο της εκδίκασης της προσφυγής και προς απάντηση σχετικών διαβημάτων του δικηγόρου του αιτητή Χριστοδούλου, η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, παρουσίασε υπηρεσιακά έγγραφα από τα οποία διαφαίνεται ότι οι πραγματικοί λόγοι της απουσίας των δύο προαναφερόμενων μελών στη συνεδρία της 5/11/2010 ήταν διαφορετικοί από αυτούς που κατεγράφησαν στα πρακτικά. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη συνεδρία εκείνη, o Δρ. Σταύρου απουσίαζε λόγω σοβαρών υπηρεσιακών αναγκών στο Χειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, ενώ ο Δρ. Λαζάρου απουσίαζε λόγω συμμετοχής σε σύσκεψη αξιολόγησης προσφορών για την αγορά νεφρολογικών καθετήρων. Αναφορικά με την απουσία των δύο πιο πάνω μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, από τη συνεδρία της 17/12/2010, οι λόγοι που καταγράφηκαν στα πρακτικά (άδεια ασθενείας και άδεια ανάπαυσης) επιβεβαιώνονται από τα αντίστοιχα έντυπα αδειών που προσκομίστηκαν.

 

Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχει ότι τα πιο πάνω μέλη ειδοποιήθηκαν για τη συνεδρία και ότι οι λόγοι της απουσίας τους καταγράφηκαν στα πρακτικά της κάθε συνεδρίας. Η διαφοροποίηση των λόγων απουσίας, όπως αυτή διαπιστώθηκε μεταγενέστερα δεν δημιουργεί, ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις η αντικειμενική αδυναμία της συμμετοχής τους στη συνεδρία της 5/11/2010 δικαιολογείται, είτε για τον ένα, είτε για τον άλλο λόγο, από τα έγγραφα του φακέλου. Η αυθεντία Αντέννα Λίμιτεδ v.  Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. Αρ. 167/2009, ημερομηνίας 12/4/2013, δεν είναι σχετική καθότι αφορά περίπτωση μέλους συλλογικού οργάνου, που ενώ ήταν παρόν κατά την έναρξη της συνεδρίας, απoχώρησε κατά την εξέταση συγκεκριμένου θέματος.

 

Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του                      Δρα Παπαγιάννη. Το εν λόγω πρόσωπο ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο (2010) άμεσα προϊστάμενος και αξιολογών λειτουργός του ενδιαφερόμενου μέρους στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στο οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος εργαζόταν, πάνω σε έκτακτη αρχικά και μόνιμη μεταγενέστερα, βάση, από το 2002, με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα υπηρεσίας (2 ½ μηνών) στο Γ.Ν. Λεμεσού.

 

Σημειώνεται ότι ο αιτητής Χριστοδούλου εργάσθηκε μέχρι το 1998 σε έκτακτη βάση στα Γ.Ν. Λεμεσού και Πάφου και από το 1999 ως μόνιμος στο Γ.Ν. Πάφου. Αντιστοίχως και ο αιτητής Μιλτιάδου υπηρέτησε από το 1999 σε έκτακτη και μόνιμη στη συνέχεια, θέση, στα Γ.Ν. Λεμεσού και Λάρνακας.

 

Δεδομένου ότι κανένας άλλος από τους άμεσα προϊσταμένους των διαδίκων δεν συμμετείχε ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το ερώτημα που τίθεται είναι, αφενός, κατά πόσο η σχέση του Δρα Παπαγιάννη και του ενδιαφερόμενου μέρους συνιστούσε, υπό τις περιστάσεις «ιδιάζουσα σχέση» και αφετέρου κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του συγκεκριμένου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τρόπο που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητο της.

 

Στην υπόθεση Γιαννάκης Τσικκουρής κ.ά. v. Kεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 925/2008 και 1152/2008, ημερομηνίας 12/1/2011, το σκεπτικό της οποίας υιοθετήθηκε στη Γιώργος Χριστοδουλίδης κ.ά. v. Kεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 13/2010 και 111/2010 και Στέλλα Σάντη v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 105/2010, ημερομηνίας 15/1/2013, κρίθηκε ότι παρόλο που δεν είναι δεσμός, η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του, έχει τα χαρακτηριστικά "ιδιάζουσας σχέσηςˮ, έναντι των άλλων υπαλλήλων λόγω της αμεσότητας της επαγγελματικής σχέσης και συνεργασίας, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται ως μεροληπτική η συμμετοχή του προϊσταμένου σε διαδικασία προαγωγών, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πράγματι η γνωμάτευση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν μεροληπτική ή όχι.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(1)/2009 (ως έχει τροποποιηθεί):

 

"(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της."

 

 

Δυνατότητα εναλλακτικού χειρισμού παρόμοιου προβλήματος παρέχεται στο άρθρο 13(3) του Ν. 158(1)/99 ως ακολούθως:

 

"(3) Αν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος, η διοίκηση μπορεί να ακολουθήσει μια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια εχέγγυα με την προβλεπόμενη από το νόμο."

 

 

Όπως ορίζεται στο άρθρο 32(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990,               Ν. 1/90 (ως έχει τροποποιηθεί):

 

"(4) Όταν λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποίαν δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί, η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προΐσταται των υπαλλήλων αυτών."

 

 

Χρήσιμη είναι τέλος, και η αναφορά του άρθρου 60(2)(β) του Ν.1/90, το οποίο προνοεί ότι:

 

"(2) Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει-

(β) να μην αναλαμβάνει, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, την επίλυση ζητήματος και να μην συμπράττει στην έκδοση πράξεων, αν ο ίδιος ή πρόσωπο με το οποίο έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού έχει πρόδηλο συμφέρον."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση το θέμα δεν είναι υποκειμενικό και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους δεν απαιτείται, τεκμηρίωση μεροληπτικής στάσης ή ευνοϊκής αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου μέρους από το Δρα Παπαγιάννη. Το ζητούμενο είναι αν η ιδιάζουσα αυτή σχέση, κάτω από τις συνθήκες που προεκτέθηκαν δημιουργεί αμφιβολίες σε κάποιον ουδέτερο αντικειμενικό παρατηρητή για το αμερόληπτο της κρίσης του διοικητικού οργάνου, κλονίζει με άλλα λόγια το τεκμήριο αμεροληψίας των διοικητικών πράξεων (βλ. Georghios Michael Kallouris and the Republic of Cyprus, through the Public Service Commission (An Independent Body) (1964) C.L.R. 313, Δημοκρατία v. Χατζηχάννα (2003)                3 Α.Α.Δ. 554, Δημοκρατία v. Aντωνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 326 και Νικολάου v. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2012)                 3 Α.Α.Δ. 357).

 

Η συμμετοχή του άμεσα προϊσταμένου του ενδιαφερόμενου μέρους ως μέλους της τριμελούς, όπως λειτούργησε στην παρούσα διαδικασία Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία διεξήγαγε τις συνεντεύξεις και αξιολόγησε τους διαδίκους, βαθμολογώντας στο υπέρτατο επίπεδο του εξαίρετου τον Βασιλείου και σε κατώτερο επίπεδο τους αιτητές, αλλά και η εμπλοκή του στη συνέχεια στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ, όπου το επίπεδο αξιολόγησης των διαδίκων παρέμεινε αναλλοίωτο, δημιουργεί αμφιβολίες που κλονίζουν το τεκμήριο της αμεροληψίας των διοικητικών ενεργειών και εν τέλει της επίδικης απόφασης.

 

Το κώλυμα συμμετοχής θα μπορούσε να ξεπεραστεί με την εφαρμογή κάποιας παραπλήσιας διαδικασίας ή με αναζήτηση άλλου κατάλληλου λειτουργού, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν.

 

Αυτή η διάσταση δεν απασχόλησε την αρμόδια αρχή ή την ΕΔΥ, με αποτέλεσμα η συμμετοχή του Δρα Παπαγιάννη λόγω της στενής επαγγελματικής του σχέσης με το ενδιαφερόμενο μέρος να συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδικης απόφασης.

 

To θέμα της παράλειψης αναφοράς στην εξειδίκευση του αιτητή στην Παιδοορθοπεδική.

 

Παρά το γεγονός ότι η πιο πάνω διαπίστωση σφραγίζει το αποτέλεσμα των προσφυγών, θα προχωρήσω στην εξέταση και του λόγου περί πλάνης της ΕΔΥ αναφορικά με την υποειδικότητα (μετεκπαίδευση) στην Παιδοορθοπεδική του αιτητή Μιλτιάδου στην Προσφυγή αρ. 115/2012.

 

Τα προσόντα των υποψηφίων καταγράφονται αναλυτικά στον κατάλογο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις σπουδές του καθ' ενός και σε ξεχωριστές στήλες καταγράφονται η "Eπιπρόσθετη Eκπαίδευση & Προσόνταˮ και  "Πείρα & Παρατηρήσειςˮ.

 

Με βάση την πιο πάνω ταξινόμηση, σημειώνονται αναφορικά με τις σπουδές του Μιλτιάδου τα εξής: "Απολυτήριο Λυκείου Παγκύπριου Γυμνασίου, Λευκωσία, 16/06/1981, Πτυχίο Ιατρικής Ακαδημίας Βαρσοβίας, Πολωνία 09/07/1990,  ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. Αναγνώριση πτυχίου 20/03/1991, Εγγραφή στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου, 16/04/1992, Τίτλος Ειδικότητας στην Ορθοπεδική, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης, 20/05/1998 και Αναγνώριση Ειδικότητας Ορθοπεδικής από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, 02/09/1998".

 

Στη στήλη "Επιπρόσθετη Εκπαίδευση & Προσόντα" αναφέρονται τα ακόλουθα: "Μετεκπαιδευτικά Προγράμματα: - ALS Provider Course, European Resuscitation Council, 04/2004, - PHTLS, Hellenic Chapter of ACS/COT, 07/2005 -07/2009 και - ATLS, ACS Committee on Trauma, 03/2006 - 03/2010".

 

Στο πεδίο "Πείρα & Παρατηρήσεις" περιλαμβάνονται με γενικό τρόπο, χωρίς κάποια διευκρίνιση, κάτω από τον τίτλο " Ειδικότητα" τα ακόλουθα ιδρύματα και ημερομηνίες: Νοσοκομείο ΙΚΑ Αθηνών 10/04/1992 - 15/09/1982, Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας 16/09/1992 - 31/08/1996 και Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών 06/11/1997 - 05/11/1998.

 

Από την πλευρά της η ΕΔΥ, στον κατάλογο "Ακαδημαϊκών προσόντων και προσόντων που απαιτούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας" σημειώνει για το Μιλτιάδου τα ακόλουθα: "Απολυτήριο Παγκυπρίου Γυμνασίου (18 12/14) (1981), Δίπλωμα Ιατρικής, Ιατρική Σχολή Βαρσοβίας, Πολωνία (1981-90), Εγγεγραμμένος Ιατρός στην Κύπρο (1992), Ειδικότητα στην Ορθοπεδική, Ελλάδα (1998), Πιστοποιητικό Ειδικότητας στην Ορθοπεδική, Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου (1998)".

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι χωρίς δέουσα έρευνα και κατά πλάνη δεν συμπεριλήφθηκε ως επιπρόσθετη εκπαίδευση, η μετεκπαίδευση του στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών, η οποία διήρκεσε από τις 6/11/1997 μέχρι τις 5/11/1998, διάστημα που εσφαλμένα, κατά την άποψη του, συγχωνεύθηκε στο χρόνο απόκτησης της ειδικότητας.

 

Οι καθ' ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος απαντούν ότι η εν λόγω μετεκπαίδευση αποτελούσε μέρος της επιβαλλόμενης εκπαίδευσης για τη συμπλήρωση της ειδικότητας στην Ορθοπεδική, ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε αναγνώριση αυτής της εξειδίκευσης από το Ιατρικό Συμβούλιο και ότι εν πάση περιπτώσει, τη συγκεκριμένη εξειδίκευση κατείχε και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα πρακτικά της ΕΔΥ που υιοθέτησε                  τα ευρήματα της πρώτης, δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε ενασχόληση με τη συγκεκριμένη πτυχή. Οι εξηγήσεις που δίδονται στις αγορεύσεις των δικηγόρων, συνιστούν εκ των υστέρων επιχειρηματολογία που δεν μπορεί να συμπληρώσει το κενό που εντοπίζεται, εφόσον τα σχετικά σχόλια θα έπρεπε να καταγράφονται από τα αρμόδια όργανα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης (βλ. Δημοκρατία v. Koυκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).

 

Στην αίτηση (Γεν. 6) που υποβλήθηκε από τον αιτητή, σημειώνεται στη στήλη Εκπαίδευση/ Προσόντα η μετεκπαίδευση Παιδοορθοπεδικής στο Νοσοκομείο Παίδων "Αγλαΐα Κυριακούˮ από 11/1997 μέχρι 11/1998 και επισυνάπτεται βεβαίωση του Διευθυντή της Β΄ Ορθοπεδικής Κλινικής του πιο πάνω νοσοκομείου ότι ο αιτητής, κατά το πιο πάνω διάστημα παρακολούθησε τις σχετικές εργασίες και το εκπαιδευτικό έργο και συμμετείχε ενεργά σε όλες τις δραστηριότητες της κλινικής (εφημερίες, χειρουργεία και εξωτερικά ιατρεία). Επισυνάπτεται επίσης λίστα με τα χειρουργεία τα οποία εκτέλεσε ή συμμετείχε ως βοηθός ο αιτητής.

 

Σύμφωνα με άλλο έγγραφο που επισυνάφθηκε στην αίτηση του και το οποίο αφορά βεβαίωση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, ημερομηνίας 30/10/1997, η εκπαίδευση του στην Ορθοπεδική ολοκληρώθηκε στις 31/10/1997.

 

Καθίσταται επομένως πρόδηλο ότι το διάστημα της υπηρεσίας του αιτητή στο Νοσοκομείο Παίδων "Αγλαΐας Κυριακούˮ από 6/11/1997 έως και 5/11/1997, αποτελούσε μια επιπρόσθετη εξειδίκευση στην Παιδορθοπεδική, γεγονός που καθιστά αβάσιμους τους ισχυρισμούς των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι η συγκεκριμένη μετεκπαίδευση συγχωνεύθηκε ή ότι αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης για την απόκτηση της ειδικότητας του στη Ορθοπεδική.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με το συγκεχυμένο τρόπο παρουσίασης των προσόντων και εκπαιδεύσεων του αιτητή στους πίνακες της που προαναφέραμε, δεν αξιολόγησε στην ορθή διάσταση, το πιο πάνω στοιχείο και η ΕΔΥ, η οποία υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αρκέστηκε στην τυποποιημένη και γενικόλογη αναφορά ότι έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων.

 

Η συγκεκριμένη φραστική διατύπωση, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης στο έργο της αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων, η οποία ενόψει της ειδικότητας της επίδικης θέσης και του θέματος της πρόσθετης εξειδίκευσης του αιτητή, καθίσταται ουσιώδης.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στη σελ. 4 της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη μεταξύ άλλων και στοιχεία των υποψηφίων για «την εξειδίκευση ή/και υπο-ειδικότητα που μπορεί να κατέχουν και συνάδει με το Σχέδιο Υπηρεσίας», η πτυχή αυτή παρέμεινε, όπως φαίνεται, ανεξιχνίαστη.

 

Η ίδια ακριβώς παράλειψη, αποδοκιμάστηκε από το Δικαστήριο σε μια άλλη προσφυγή του αιτητή εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους και ενός άλλου υποψηφίου, που δεν είναι εδώ διάδικος, στη θέση Ιατρικού Λειτουργού                    1ης Τάξης. Πρόκειται για την υπόθεση Παρασκευάς Μιλτιάδου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 94/2004, ημερομηνίας 26/5/2005, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

"Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και, συνακόλουθα, πλάνης περί τα πράγματα, καθότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να καταγράψει στην έκθεσή της, την οποία υιοθέτησε η ΕΔΥ, την εξειδίκευση (μετεκπαίδευση) του αιτητή για ένα χρόνο στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής, με αποτέλεσμα να παραγνωριστεί η εκ μέρους του αιτητή κατοχή του εν λόγω προσόντος.

 

Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, εφόσον στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δε γίνεται καμιά αναφορά στην εξειδίκευση (μετεκπαίδευση) του αιτητή στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής, στα δε πρακτικά της ΕΔΥ της 9.7.2003 (Παράρτημα 9 στην Ένσταση) αναφέρεται επί λέξει ότι "Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλεγξε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υιοθέτησε τα πορίσματα της όσον αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων", είναι πρόδηλο ότι η ΕΔΥ τελούσε υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης. Είχε, με άλλα λόγια, πλήρη άγνοια της εξειδίκευσης (μετεκπαίδευσης) του αιτητή στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής.

 

Διαφορετική είναι η εισήγηση του δικηγόρου της καθ'ης η αίτηση. Σύμφωνα με την εισήγησή της, παρά το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή όντως παρέλειψε να καταγράψει την εξειδίκευση (μετεκπαίδευση) του αιτητή στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής, και, παρά το γεγονός ότι όντως κατά τη συνεδρία της 9.7.2003 η ΕΔΥ αναφέρει ότι υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτούμενων προσόντων, η αναφορά της ΕΔΥ στα πρακτικά της 11.12.2003 (Παράρτημα 10 στην Ένσταση) ότι "Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψήφιων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων .", υποδηλοί ότι, τελικά, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την υπό συζήτηση εξειδίκευση (μετεκπαίδευση) του αιτητή, εφόσον σαφής αναφορά σε αυτή γινόταν στην αίτησή του για διορισμό.

 

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Είναι αν μη τι άλλο αμφίβολο κατά πόσο η ΕΔΥ, αναφερόμενη στα "υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων", και δη μετά την αναφορά στα "προσόντα των υποψηφίων", υπονοεί ότι, παρά τη σχετική παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εντόπισε από την αίτηση του αιτητή για διορισμό την εξειδίκευσή (μετεκπαίδευση) του για ένα χρόνο στην υποειδικότητα της Παιδοορθοπεδικής και την έλαβε δεόντως υπόψη. Η πιθανολόγηση ουσιώδους πραγματικής πλάνης είναι αναπόφευκτη."

 

 

Στην Κασκίρης κ.ά. v. Γεωργίου (2011) 3 (Β) Α.Α.Δ. 660, τονίσθηκαν στις σελ. 665-666, τα ακόλουθα σχόλια τα οποία ταιριάζουν και στην παρούσα περίπτωση:

 

"Η αναφορά από το συνάδελφο μας στην υπόθεση Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, είναι χαρακτηριστική ως προς την υποχρέωση Διευθυντή Τμήματος να παρουσιάζει ορθή εικόνα των υποψηφίων. Ενδυνάμωσε τη θέση των εφεσειόντων μόνο η προφορική συνέντευξη, ενώπιον της ΕΔΥ, γιατί απογυμνωμένη από τη σύσταση και την απουσία σχολιασμού της αρχαιότητας του εφεσίβλητου, παραμένει όπως ορθώς κρίθηκε από το συνάδελφο μας η προφορική συνέντευξη ως το μόνο καθοριστικό κριτήριο επιλογής."

 

 

 Η διαπίστωση ότι η ΕΔΥ δεν εξέτασε δεόντως το ζήτημα της εκπαίδευσης του αιτητή στο Νοσοκομείο "Αγλαΐας Κυριακούˮ, ούτε το αξιολόγησε από την άποψη της διάρκειας και του περιεχομένου του, συνιστά πρόσθετο λόγο ακυρότητας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους και οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν, με έξοδα €1.250 υπέρ ενός εκάστου αιτητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                  Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο