ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
A. & S. ANTONIADES & CO. ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS, THROUGH THE MINISTER OF FINANCE (1965) 3 CLR 673
IERIDES ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 165
ANGELIDOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 520
Koυρσάρος Γιάννης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345
Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. ΕπιτροπήςΠροστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314
Xρυσάφη Άννα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 550
Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 138
Ιωάννου Κωνσταντίνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 731
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D873
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 911/2011)
14 Νοεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Γ. Καραπατάκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 14/4/2011, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Κωνσταντίνα Ιωάννου, διορίστηκε κατόπιν επανεξέτασης, στη μόνιμη θέση Συντηρητή στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, αναδρομικά από 1/3/2006.
Τα γεγονότα της προσφυγής.
Eίκοσι υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένων των διαδίκων, διεκδίκησαν τη θέση Συντηρητή στο Τμήμα Αρχαιοτήτων, η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού - (στο εξής «η επίδικη θέση»).
Σύμφωνα με την παράγραφο 3(1) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ο υποψήφιος πρέπει να κατέχει «Δίπλωμα ειδικής Σχολής Συντηρήσεως πανεπιστημιακού επιπέδου ή ισότιμον δίπλωμα Σχολής Καλών Τεχνών με πείραν εις την συντήρησιν, καθαρισμόν και διατήρησιν τοιχογραφιών, ψηφιδωτών, εικόνων, μεταλλικών αντικειμένων, ξύλου ή/και άλλων αρχαιολογικών αντικειμένων».
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, η ΕΔΥ στις 13/1/2006, διενήργησε προφορική εξέταση και επέλεξε για διορισμό τον αιτητή, ο οποίος όπως διαπιστώθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και εν συνεχεία από την ΕΔΥ, κατείχε MΑ in Conservation of Historic Objects και Δίπλωμα Χημείας, το οποίο κρίθηκε ως συναφές με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και ενδεικτικό του μορφωτικού επιπέδου και των εν γένει δυνατοτήτων του.
Εναντίον του πιο πάνω διορισμού, καταχωρίστηκε προσφυγή από την Κωνσταντίνα Ιωάννου (ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα), με επιτυχή κατάληξη, λόγω μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας αναφορικά με την καταλληλότητα του μεταπτυχιακού προσόντος του αιτητή. (Βλ. Κωνσταντίνα Ιωάννου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 655/2006, ημερομηνίας 4/9/2008).
Συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα η ΕΔΥ, ειδοποίησε γραπτώς τον αιτητή ότι ο διορισμός του στην επίδικη θέση εξαφανίστηκε και παρέπεμψε το ζήτημα προς επανεξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή ειδοποίησε τον αιτητή και τους υπόλοιπους υποψηφίους, των οποίων οι τίτλοι σπουδών δεν είχαν διερευνηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, να αποταθούν στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση. Ανταποκρινόμενος ο αιτητής κοινοποίησε στη Συμβουλευτική Επιτροπή στις 6/4/2010 αντίγραφο επίσημου πιστοποιητικού αναγνώρισης του μεταπτυχιακού του τίτλου από το ΚΥΣΑΤΣ.
Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κοινοποιήθηκε στον Πρόεδρο της ΕΔΥ, με επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχαιοτήτων ημερομηνίας 5/7/2010.
Σύμφωνα με την έκθεση, το ζήτημα εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στις 13/5/2010, στην παρουσία τριών μόνο μελών, επειδή στο μεταξύ είχε μεσολαβήσει η αφυπηρέτηση του Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η αποχώρηση ενός μέλους της.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, θεώρησε ότι το αποτέλεσμα της επαναξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ακυρωτικής απόφασης ήταν ικανοποιητικό και ως εκ τούτου η εισήγηση της και ο προκαταρκτικός κατάλογος παρέμεινε ως είχε κατά την αρχική διαδικασία, συστήνονταν δηλαδή οι ίδιοι τέσσερις υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένων των διαδίκων χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση των ευρημάτων, αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή.
Κατά την εξέταση της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαπιστώθηκε από την ΕΔΥ ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το ακυρωτικό δεδικασμένο και πιο συγκεκριμένα ότι δεν διερευνήθηκε το κατά πόσο το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε βεβαίωση για τα προσόντα των υπόλοιπων υποψηφίων.
Ως εκ τούτου, η ΕΔΥ επέστρεψε την έκθεση στη Συμβουλευτική Επιτροπή με οδηγίες για υποβολή πληρέστερης συμπληρωματικής έκθεσης πάνω στη βάση των στοιχείων που είχαν επισημανθεί.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνεδρίασε στις 13/9/2010 και αποφάσισε όπως συμπεριλάβει στην έκθεση της το πιστοποιητικό αναγνώρισης του μεταπτυχιακού τίτλου του αιτητή από το ΚΥΣΑΤΣ και τη σχετική αλληλογραφία μεταξύ του ΚΥΣΑΤΣ και των υπόλοιπων υποψηφίων, τα οποία κοινοποίησε στην ΕΔΥ, με την κατάληξη ότι το πόρισμα της παρέμενε αναλλοίωτο.
Η ΕΔΥ εξετάζοντας το ζήτημα, διαπίστωσε για δεύτερη φορά ότι οι ενέργειες της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν συνιστούσαν πλήρη συμμόρφωση με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, εφόσον δεν διευκρινιζόταν εάν το μεταπτυχιακό του αιτητή, μπορούσε να θεωρηθεί ως πανεπιστημιακός τίτλος σε ορισμένο θέμα, κατά τα προβλεπόμενα στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας και γι' αυτό επέστρεψε εκ νέου την έκθεση στη Συμβουλευτική Επιτροπή καλώντας την να επανεξετάσει την καταλληλότητα του αιτητή, με βάση το μεταπτυχιακό του δίπλωμα.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με το ζήτημα στις 18/1/2011 αποφασίζοντας αυτή τη φορά ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος γιατί δεν κατείχε δίπλωμα ειδικής Σχολής Συντήρησης πανεπιστημιακού επιπέδου ή ισότιμο δίπλωμα Σχολής Καλών Τεχνών, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3(1) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας.
Με βάση την πιο πάνω απόφαση της η Συμβουλευτική Επιτροπή, υπέβαλε ακολούθως στην ΕΔΥ τη συμπληρωματική έκθεση της και κατάλογο τεσσάρων προτεινόμενων υποψηφίων, στον οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν πλέον ο αιτητής.
Η ΕΔΥ στη συνέχεια, αφού υιοθέτησε τα ευρήματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή, καθώς και τον προκαταρκτικό κατάλογο, κατήρτισε τελικό κατάλογο με τους τέσσερις συστηθέντες τους οποίους κάλεσε σε προφορική εξέταση ενώπιον της και στην παρουσία της Διευθύντριας του Τμήματος.
Η διαδικασία αποπερατώθηκε με την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση από τη Διευθύντρια και ακολούθως την ΕΔΥ, η οποία κατόπιν σύγκρισης των υποψηφίων και συνεκτίμησης όλων των στοιχείων που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο, και αφού έλαβε, όπως σημείωσε, δεόντως υπόψη τις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος ως καταλληλότερη για διορισμό στην επίδικη θέση.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Πάσχουσα συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής,
(β) Μη τήρηση άρτιων πρακτικών των συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής,
(γ) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας - πλάνη περί τα πράγματα,
(δ) Παραβίαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και του Νόμου 179(1)/2002 και
(ε) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ακυρωτικής απόφασης και απόκλιση από προηγούμενη απόφαση χωρίς ειδική αιτιολογία.
Η κατ' ισχυρισμό πάσχουσα συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Υποβάλλεται εκ μέρους του αιτητή, ότι συντρέχει, ως λόγος ακυρώσεως ζήτημα πάσχουσας συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λόγω της αποχώρησης δύο εκ των μελών της, η οποία επέβαλλε τη συγκρότηση νέας πενταμελούς Επιτροπής, για να εξετάσει εξ' υπαρχής το ζήτημα και να διενεργήσει νέες συνεντεύξεις κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).
Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους, εισηγείται ότι υπάρχει κώλυμα εξέτασης του πιο πάνω ισχυρισμού λόγω παράλειψης του αιτητή να τον συμπεριλάβει στα νομικά σημεία της αίτησης του.
Η εισήγηση του ενδιαφερόμενου μέρους δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση διότι αφενός, ο συγκεκριμένος λόγος είναι δεόντως δικογραφημένος (νομικό σημείο αρ. 24) και αφετέρου, πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Eπιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).
Το άρθρο 32(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90 ως έχει τροποποιηθεί), που διέπει τη σύσταση των Συμβουλευτικών Επιτροπών, προβλέπει για την παρούσα περίπτωση ότι η Επιτροπή θα απαρτίζεται από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος που θα ενεργεί ως Πρόεδρος και τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον Προϊστάμενο και ένας επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Στο άρθρο 32(5), το οποίο επικαλείται η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση απορρίπτοντας τη θέση του αιτητή, ορίζεται ότι τρία από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής συνιστούν απαρτία, θέμα βεβαίως που δεν αφορά τη συγκρότηση αλλά τη νόμιμη λειτουργία της.
Υπάρχει όμως ειδικότερη πρόνοια στο Νόμο για την περίπτωση που εδώ εξετάζεται και η οποία αφορά τη νόμιμη συγκρότηση της.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 32(8):
"Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η νομιμότητα της συγκρότησης οποιασδήποτε Συμβουλευτικής Επιτροπής και η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας δεν επηρεάζονται λόγω θανάτου, παραίτησης, αφυπηρέτησης, απουσίας ή άλλου κωλύματος μέλους της, σε οποιοδήποτε στάδιο της ενώπιον της διαδικασίας, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη."
Στην παρούσα περίπτωση, η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως είχε συσταθεί, κατά την αρχική διαδικασία του 2004, με βάση το πιο πάνω άρθρο 32(1)(β) του Ν. 1/90, αποτελείτο από τον τότε Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων Π. Φλουρέντζο, ως Πρόεδρο και τις Μ. Χατζηκωστή (Έφορο Αρχαιοτήτων), Μ. Σολομίδου - Ιερωνυμίδου (Αρχαιολογικό Λειτουργό Α΄), Δ. Πηλείδου (Αρχαιολογικό Λειτουργό Α΄) καθώς και τον Α. Λαμπριανό (Ανώτερο Λειτουργό Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων) ως μέλη.
Όταν αργότερα, το 2010, η Συμβουλευτική Επιτροπή κλήθηκε να επανεξετάσει το ζήτημα της πλήρωσης της επίδικης θέσης, ο Π. Φλουρέντζου είχε ήδη αφυπηρετήσει και ο Α. Λαμπριανού είχε αποχωρήσει λόγω διορισμού του σε άλλη θέση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Τα τρία εναπομείναντα μέλη διαπίστωσαν ότι με βάση την πιο πάνω πρόνοια του άρθρου 32(8), η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να συνεχίσει κανονικά τις εργασίες της, όπως και έγινε.
Δεν υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό σε ό,τι αφορά τη συνέχιση των εργασιών της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το θέμα αποτελεί όπως ήδη επισημάνθηκε, αντικείμενο ειδικότερης ρύθμισης και σε τέτοια περίπτωση, όπως έχει νομολογηθεί, δεν εφαρμόζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου (βλ. Α. & S. Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, Kυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ v. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελ. 198-199).
Συνακόλουθα ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Τα πρακτικά και η αιτιολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Με άλλο λόγο ακυρώσεως ο αιτητής υποστηρίζει ότι δεν έχουν τηρηθεί πλήρη και άρτια πρακτικά των συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι σε κάποιες περιπτώσεις αυτά συμπληρώνονταν εκ των υστέρων και ότι δεν έχει δεόντως αιτιολογηθεί η μεταβολή της στάσης της αναφορικά με τα προσόντα του.
Η τήρηση λεπτομερών πρακτικών από ένα συλλογικό όργανο είναι μια αναγκαιότητα που επιβάλλεται ρητώς από το άρθρο 24(1) του Ν. 158(Ι)/99 και επιπρόσθετα από την αρχή της χρηστής διοίκησης και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα πρακτικά αποτελούν τη μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία και η έλλειψη τους καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 550, Πέτεβης & Γεωργιάδης Συνεργάτες v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138).
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και πιο συγκεκριμένα από τα όσα αναφέρονται στην αλληλογραφία της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχαιοτήτων με τον Πρόεδρο της ΕΔΥ και στις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έγιναν τρεις «συναντήσεις» της Συμβουλευτικής Επιτροπής στα πλαίσια της επανεξέτασης του θέματος. Για την πρώτη, η οποία έλαβε χώρα στις 13/5/2010 στο γραφείο της Διευθύντριας, το πρακτικό που έχει επισυναφθεί, δεν έχει υπογραφεί από τα μέλη της, δεν περιλαμβάνει τις απόψεις που αντηλλάγησαν και απλά αναφέρει εντελώς συνοπτικά ότι η Επιτροπή «ικανοποιήθηκε με το αποτέλεσμα επαναξιολόγησης των προσόντων των προσοντούχων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου» και ότι «αποφάσισε να προβεί στην ίδια εισήγηση».
Τα πρακτικά της δεύτερης «συνάντησης» που έγινε στο γραφείο της Διευθύντριας στις 13/9/2010, είναι υπογεγραμμένα από τα τρία μέλη, ωστόσο το περιεχόμενο τους παραμένει λακωνικό, με συνοπτική κατάληξη ότι «αποφασίστηκε όπως συμπεριληφθεί στην έκθεση και το πιστοποιητικό αναγνώρισης του τίτλου σπουδών από το ΚΥΣΑΤΣ, όπως και η σχετική αλληλογραφία που μας κοινοποιήθηκε μεταξύ του ΚΥΣΑΤΣ και των ενδιαφερομένων μερών».
Η ανεπάρκεια των πιο πάνω πρακτικών επεκτείνεται και στην απουσία ρητής αναφοράς στα πρόσωπα που ήταν παρόντα κατά τις συνεδριάσεις, ή στο πρόσωπο που ήταν επιφορτισμένο με την τήρηση τους και γενικά η εικόνα που αναδύεται είναι ότι αυτά ετοιμάζονταν, σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο από άγνωστο λειτουργό.
Σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης, η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της διοίκησης, που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης (βλ, Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, Angelidou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 520).
Τα πιο πάνω ισχύουν και για την τρίτη «συνάντηση» που έγινε στον ίδιο χώρο στις 18/1/2011, στα πρακτικά της οποίας είναι εμφανής και η έλλειψη αιτιολογίας. Σημειώνεται ότι πρόκειται για την κρίσιμη συνεδρία, κατά την οποία η στάση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μετεβλήθη άρδην, με κατάληξη ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος.
Αναφέρεται ότι εξετάστηκε το μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή «το οποίο είχε μεν αναγνωριστεί από το ΚΥΣΑΤΣ ως πανεπιστημιακού επιπέδου, αλλά όταν εξετάστηκε σε σχέση με το άρθρο 3.1. του Σχεδίου Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 30.4.2004 διαπιστώθηκε ότι ο κος Χριστοφίδης δεν κατέχει δίπλωμα ειδικής Σχολής Συντήρησης πανεπιστημιακού επιπέδου ή ισότιμο δίπλωμα Σχολής Καλών Τεχνών. Επομένως δεν είναι προσοντούχος και πρέπει να αφαιρεθεί από τον κατάλογο των υποψηφίων για την πλήρωση της θέσης».
Δεδομένου ότι το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την έναρξη της διαδικασίας, προκύπτει, εν προκειμένω, μια μεταβολή της στάσης της, η οποία δεν έχει αρκούντως αιτιολογηθεί και οι συνοπτικές αναφορές στα πρακτικά δεν αποκαλύπτουν τι ακριβώς διαμείφθηκε, ποιοι παράγοντες συνεκτιμήθηκαν και ποιες ήταν οι θέσεις των μελών της για το καίριο ζήτημα της εκτίμησης της καταλληλότητας του μεταπτυχιακού τίτλου του αιτητή.
Το συμπέρασμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής συνιστούσε, υπό τις περιστάσεις, απόκλιση από αντίθετη προηγούμενη απόφαση της μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και ως τέτοια ήταν μεν δυνατή αλλά θα έπρεπε να αιτιολογείται με επάρκεια (βλ. Κουρσάρος v. Aρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345), πράγμα που εδώ δεν συνέβη.
Εφόσον η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής λήφθηκε δεόντως υπόψη από την ΕΔΥ, οι πλημμέλειες που εντοπίστηκαν παρεισέφρησαν και στην επίδικη απόφαση, η οποία και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί.
Η πιο πάνω κατάληξη μου καθιστά την εξέταση των εναπομείναντων λόγων ακύρωσης περιττή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή €1.350. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ