ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-11-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 864/2011, 21/11/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D887

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 864/2011)

 

21 Νοεμβρίου, 2014

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας μαζί με την Π. Τσαρτάλη (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Την 1.12.2010 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού υπέβαλε με σχετική επιστολή της στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας («η Επιτροπή») πρόταση για την πλήρωση 51 θέσεων Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Την ίδια μέρα η Επιτροπή αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων, προκήρυξη η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δύο μέρες αργότερα, στις 3.12.2010. Ως τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων ορίστηκε η 27.12.2010 και υποβλήθηκαν 202 αιτήσεις. Στις 8.2.2011 η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπέβαλε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τον κατάλογο των υποψηφίων που σύστηνε η εν λόγω επιτροπή. Στις 22.3.2011, 31.3.2011 και 5.4.2011 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με αντίστοιχες επιστολές της, ζήτησε την πλήρωση μιας, είκοσι μιας και δύο πρόσθετων θέσεων Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η Επιτροπή αποφάσισε, ακολουθώντας το άρθρο 35Β(11) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 - 2011 («ο Νόμος»), την πλήρωση και των πιο πάνω θέσεων χωρίς να τις δημοσιεύσει και στα πλαίσια της υπό εξέλιξη διαδικασίας για πλήρωση των αρχικών 51 θέσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες η Επιτροπή κατήρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων και κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν σε αυτό. Μετά το πέρας των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στις υπό πλήρωση θέσεις από 1.9.2011 σε υποψήφιους μεταξύ των οποίων και τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη. Είναι την απόφαση αυτή που προσβάλλει ο Αιτητής με την υπό κρίση αίτηση, αξιώνοντας:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση η οποία δημοσιεύθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Ε.Ε.Υ. στις 20.4.2011 και με την οποίαν προήγαγε στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης τους 1. Γιωργούλα Σκορδή, 2. ΄Αντρη Φιλιππίδου Χρίστου, 3. Χατζηπροκοπίου Πολυξένη, 4. Αλεξάνδρου Λεωνίδου Βασιλική και 5. Καραμάνου Μαρίνα από 1.9.2011 αντί και/ή στη θέση του αιτητή, είναι άκυηρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

 

Προβάλλει ο Αιτητής ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι πρόδηλα παράνομη ως αντιβαίνουσα προς το Σύνταγμα και το Νόμο, τη νομολογία και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Η Καθ΄ ης η Αίτηση εισηγείται ότι η επίδικη πράξη έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που ο Νόμος της παρέχει και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης.

 

Πιο συγκεκριμένα, προβάλλεται ως πρώτος λόγος ακύρωσης η θέση ότι η χωρίς νέα δημοσίευση πλήρωση θέσεων που κενώθηκαν σε διαφορετικό χρονικό σημείο και οι οποίες δεν ήσαν κενές κατά την προκήρυξη παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και συμπαρασύρει σε ακυρότητα την όλη διαδικασία. Ο λόγος αυτός περιστρέφεται γύρω από την πλήρωση των 24 πρόσθετων θέσεων που αφορούν οι επιστολές της Γενικής Διευθύντριας ημερ. 22.3.2011, 31.3.2011 και 5.4.2011. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή στηρίχθηκε, προκειμένου να προωθήσει την εξεταζόμενη θέση του στο άρθρο 35Β(11) του Νόμου και σε σχετική νομολογία που το καλύπτει (Νικόλαος Παπαευριπίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 558/2008, ημερ. 10.10.2013, Ρούσου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 715/2007 και 1010/2007, ημερ. 24.11.2010).

 

Η εισήγηση της πλευράς του Αιτητή δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Διαφεύγει, με όλο το σεβασμό, του ευπαίδευτου συνήγορού του ότι η νομολογία που προσφέρθηκε προς υποστήριξη της αφορούσε την ερμηνεία του προαναφερθέντος άρθρου 35Β(11) ως είχε και προτού αυτό τροποποιηθεί με το άρθρο 2 του τροποποιητικού νόμου 21(Ι)/2011. Προτού τροποποιηθεί είχε ως εξής:

 

«Ανεξάρτητα από το τι διαλαμβάνεται σε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, θέση Προαγωγής μπορεί να πληρωθεί χωρίς να δημοσιευτεί, όταν αυτή κενούται ή δημιουργείται κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία για την πλήρωση άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο ή και ειδικότητα. Σε τέτοια περίπτωση η θέση θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκε η άλλη θέση.»

 

 

 

Με την τροποποίηση του Φεβρουαρίου του 2011, το υφιστάμενο πλέον άρθρο 35Β(11), έχει ως ακολούθως:

 

«(11) Ανεξάρτητα από το τι διαλαμβάνεται σε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, θέση Προαγωγής μπορεί να πληρωθεί χωρίς να δημοσιευτεί, όταν αυτή κενούται ή δημιουργείται εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο ή και ειδικότητα, της οποίας η διαδικασία πλήρωσης βρίσκεται σε εξέλιξη. Σε τέτοια περίπτωση η θέση θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκε η άλλη θέση.»

 

 

Η αιτιολογική έκθεση της τροποποίησης διαφωτίζει για τους επιδιωκόμενους σκοπούς μεταβολής. Ειδικότερα:

 

«Κάθε Δεκέμβριο, σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 26, της υφιστάμενης νομοθεσίας, προκηρύσσονται από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όλες οι θέσεις προαγωγής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με ημερομηνία ισχύος την 1η Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Κατά τους αμέσως επόμενους μήνες, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού υποβάλλει προτάσεις για πλήρωση μόνιμων θέσεων, οι οποίες συνήθως προκύπτουν ως συνεπακόλουθες μετά από τη διενέργεια προαγωγών σε ψηλότερη βαθμίδα και οι οποίες έχουν ημερομηνία ισχύος επίσης την 1η Σεπτεμβρίου.

 

Οι πρόνοιες όμως του εδαφίου (11) του άρθρου 35Β της υφιστάμενης νομοθεσίας, δεν καλύπτουν τις πρόσθετες αυτές θέσεις, παρ΄ όλο που έχουν την ίδια ημερομηνία ισχύος με τις προκηρυχθείσες θέσεις, αφού αυτές δεν είναι κενές τη στιγμή που υποβάλλεται η σχετική πρόταση από το υπουργείο.»

 

 

Υπό τα νέα αυτά δεδομένα ο δικαστικός λόγος της νομολογίας που παρέθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, αφού η δημιουργία των 24 νέων θέσεων λαμβάνει πλέον χώραν εντός του χρονικού διαστήματος των εννέα μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης των πρώτων, 51 θέσεων. Κατά συνέπεια οι πιο πάνω 24 θέσεις προκηρύχθηκαν νόμιμα και η Καθ΄ ης η Αίτηση κινήθηκε εντός των ορίων της χρηστής διοίκησης, εναρμονισμένη πλήρως και κατ΄ εφαρμογή του ισχύοντα κατά τον επίδικο χρόνο τροποποιημένου άρθρου 35Β(11).

 

Ως περαιτέρω λόγοι ακύρωσης προβάλλονται οι θέσεις ότι ο Αιτητής υπερείχε στα κριτήρια επιλογής και πως η απόφαση της Καθ΄ ης η Αίτηση αντιβαίνει των στοιχείων των φακέλων. Υπό τα δεδομένα αυτά ήταν η προέκταση των ισχυρισμών του Αιτητή ότι η προφορική συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπή κατέστη υπερκριτήριο και απόλυτα καθοριστικός παράγοντας ως προς την επιλογή των υποψηφίων προς πλήρωση των θέσεων.

 

Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητή η προσέγγιση της πλευράς του Αιτητή είναι ορθό να παρατεθεί ένα πλαίσιο γεγονότων, όπως αυτά αποτυπώνονται στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 20.4.2011:

 

Στις συνεντεύξεις για πλήρωση των 75 θέσεων  παρούσα ήταν και η Γενική Επιθεωρήτρια Δημοτικής Εκπαίδευσης, ως εκπρόσωπος του Αν. Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων και σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) του Νόμου η Επιθεωρήτρια εξέφρασε τις κρίσεις της ως προς την απόδοση των υποψηφίων, με οδηγό τις επιμέρους αξιολογήσεις της στα έξι κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου. Σε σχέση με τον Αιτητή απέδωσε σύνολο μονάδων 2.50. Ως προς τα Ενδιαφερόμενα Μέρη βαθμολόγησε, αντίστοιχα, με σύνολο μονάδων 3.50, 3.00, 3.00, 3.00 και 3.00.

 

Μετά την αποχώρηση της Επιθεωρήτριας η Επιτροπή προέβη στη δική της αξιολόγηση ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, δικαιολογώντας για κάθε ξεχωριστό κριτήριο την προσέγγισή της. Η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη, κατά την Επιτροπή, είχε ως εξής: Αιτητής σύνολο μονάδων 1.50 και Ενδιαφερόμενα Μέρη, αντίστοιχα, 3.00, 3.00, 3.50, 3.00 3.00. Ακολούθως η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη τις μονάδες του κάθε υποψηφίου στον τελικό κατάλογο και τις μονάδες που κατένειμε κατά την αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη, προέβη σε συνολική αξιολόγηση ενός εκάστου των υποψηφίων και διαμόρφωσε το σύνολο των μονάδων για κάθε υποψήφιο. Σε σχέση με τον Αιτητή το σύνολο μονάδων ήταν 200.50 (ήτοι 199.00 μονάδες τελικού καταλόγου συν 1.50 μονάδες συνέντευξης) και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, αντίστοιχα, ήταν 201.00 (198.00 συν 3.00), 201.00 (198.00 συν 3.00), 201.33 (197.83 συν 3.50), 201.33 (198.33 συν 3.00) και 201.08 (198.08 συν 3.00). Ακολούθως η Επιτροπή, με βάση το σύνολο των μονάδων που συγκέντρωσε ο κάθε υποψήφιος, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση στους υποψήφιους που συγκέντρωσαν τις περισσότερες μονάδες, μεταξύ των οποίων και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 8.7.2011.

 

Θέτει η πλευρά του Αιτητή ότι ο Αιτητής πριν από τη συνέντευξη είχε τις πιο πολλές μονάδες από όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και ότι η Επιτροπή, αντίθετα προς την γνώμη της Επιθεωρήτριας, με αναιτιολόγητη βαθμολογία, διαμόρφωσε άδικα και αυθαίρετα υπεροχή προς όφελος των Ενδιαφερομένων Μερών. Στα δεδομένα αυτά είναι που εδράζεται η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του Αιτητή ότι η βαθμολογία της Επιτροπής κατέστη υπερκριτήριο.

 

Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να υποδειχθεί ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε τη γνώμη της Επιθεωρήτριας, ούτε και ταυτίστηκε με τις δικές της θέσεις σ΄ ότι αφορά κατά κύριο λόγο τον Αιτητή και την βαθμολογία που του απέδωσε, στερείται νομικού υπόβαθρου. Η κρίση της Επιθεωρήτριας συνιστά βοηθητικό και μόνο παράγοντα στο έργο της Επιτροπής και η όποια αξιολόγησή της δεν τη δεσμεύει. Αλλωστε και σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) του Νόμου, η παρουσία στην Επιτροπή κατά τις συνεντεύξεις του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, τον οποίο εκπροσωπούσε η Επιθεωρήτρια, δεν είναι υποχρεωτική αλλά δυνητική: «μπορεί να παρευρίσκεται». Ούτε και μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα, στην έλλειψη άλλων δεδομένων, ότι η χαμηλότερη αξιολόγηση της Επιτροπής σε σχέση με τον Αιτητή στερείται αντικειμενικότητας εξαιτίας της διαφοράς με την αντίστοιχη αξιολόγηση της Επιθεωρήτριας. Η παρουσία της Επιθεωρήτριας, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 35Β(9) του Νόμου, δεν απολήγει σε οποιασδήποτε μορφής δέσμευση της Επιτροπής, η οποία διατηρεί την εξουσία να καταλήξει σε δικά της διαφορετικά συμπεράσματα χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης της διαφορετικής αυτής κατάληξης.

 

Σε ότι αφορά τη σημασία της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση, δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει ότι η πλήρωση θέσεων προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία παρέχει στην Επιτροπή κατά την πορεία επιλογής του καταλληλότερου από τους υποψηφίους ευρεία διακριτική εξουσία. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι επιτρεπτή η παροχή αυξημένης βαρύτητας στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψήφιου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Στην υπό κρίση περίπτωση η απόφαση της Επιτροπής για αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη με οδηγό τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου, στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι οι υπό πλήρωση θέσεις είναι οι ανώτερες κατά σειρά στην ιεραρχία της σχολικής μονάδας και πέραν από διδακτικό, περιλαμβάνουν διοικητικό ή καθοδηγητικό έργο. Συνεπώς η Επιτροπή, ως όφειλε, συγκεκριμενοποίησε τα κριτήρια τα οποία θα λάμβανε υπόψη και ακολούθως, όπως εντοπίζεται από το σχετικό πρακτικό, αιτιολόγησε επαρκώς για κάθε ξεχωριστό υποψήφιο την προσέγγισή της σε κάθε ένα από τα προαναφερθέντα έξι κριτήρια. Εντέλει και με δεδομένη την κατοχή από όλους τους υποψηφίους των απαραίτητων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και στην απουσία έκδηλης υπεροχής, η απόδοση στις συνεντεύξεις - ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 35Β(10)(α) του Νόμου - διαδραμάτιζε, αναπόφευκτα, καθοριστικής σημασίας ρόλο.

 

Ούτε και τα παράπονα του Αιτητή που κινούνται γύρω από τη θέση της επικαλούμενης έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης της Επιτροπής ως προς τα πρόσθετα προσόντα του Αιτητή και παράλειψης στάθμισής τους είναι βάσιμα.

 

Ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας ενός διοικητικού οργάνου ανάγεται στη διακριτική του ευχέρεια και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όταν η έρευνα είναι επαρκής. Κατά πόσο μια έρευνα είναι επαρκής εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της προτού καταλήξει στην επιλογή των καταλληλότερων για προαγωγή τις μονάδες που κάθε υποψήφιος είχε στον τελικό κατάλογο που κατάρτισε η ίδια, μετά την εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου που καταρτίσθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Για τον υπολογισμό του συνόλου των μονάδων του τελικού αυτού καταλόγου είχαν ήδη συνυπολογισθεί οι μονάδες αξίας, αρχαιότητας αλλά και των επιπρόσθετων προσόντων των υποψηφίων. Ως προς το ζήτημα των προσόντων αυτών οι μονάδες αφορούσαν, ανάλογα, την ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου εκ μέρους των υποψηφίων. Ως εκ τούτου η Επιτροπή στην τελική της κρίση είχε λάβει υπόψη τόσο το μεταπτυχιακό τίτλο του Αιτητή όσο και την όποια αρχαιότητα είχε και τη συνακόλουθη πείρα του. Συνεπώς η έρευνα της Επιτροπής κάλυπτε και περιελάμβανε τη συλλογή και αξιολόγηση όλων των σημαντικών στοιχείων που τεκμηρίωναν ασφαλή κατάληξη.

 

Τέλος, αβάσιμος είναι και ο λόγος ακύρωσης που περιστρέφεται γύρω από την απουσία άρτιων πρακτικών εκ μέρους της Επιτροπής. Όπως εντοπίζεται από τα σχετικά παραρτήματα που συνοδεύουν την ένσταση τηρήθηκαν ξεχωριστά πρακτικά για κάθε συνεδρία της Επιτροπής, στα οποία με λεπτομέρεια παρατίθεται το όλο ιστορικό και η όλη πορεία που οδήγησε στην τελική κρίση. Η αιτιολογία της κατάληξης της Επιτροπής προβάλλει διάφανα και παρέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία τα οποία και καθιστούν εφικτό το δικαστικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών σχολίων αξιολόγησης για κάθε ένα ξεχωριστά των υποψηφίων ως προς την απόδοσή του κατά την προφορική συνέντευξη και σε σχέση με το κάθε ξεχωριστό κριτήριο που καθορίστηκε και λήφθηκε υπόψη.

 

Με βάση τα πιο πάνω είναι κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Καθ΄ ης η Αίτηση ενήργησε μέσα σε απόλυτα επιτρεπτά όρια και σε καμία περίπτωση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έχει καταδειχθεί από την πλευρά του Αιτητή που φέρει και το βάρος απόδειξης ούτε έκδηλη υπεροχή προκειμένου να πετύχει ακύρωση της επίδικης πράξης, ούτε και έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε άλλος από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος του Αιτητή και προς όφελος της Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή για έξοδα όσον αφορά τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

 

 

 

                                                                  Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο