ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MAHATTOU ν. VICEROY SHIPPING (1979) 1 CLR 542
UNITED SEA TRANSPORT ν. ZAKOU (1980) 1 CLR 510
MICHAEL ν. UNITED SEA TRANSPORT (1982) 1 CLR 401
EVRIPIDOU AND ANOTHER ν. KANNAOUROU (1985) 1 CLR 24
Sait Electronic ν. """Dominique"" κ.α. (Αρ.1)" (1992) 1 ΑΑΔ 264
Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 ΑΑΔ 579
Σβανάς Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 576
Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 2569
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1018/2009, 14 Ιουλίου 2010
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D862
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1909/2012)
10 Νοεμβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
C.T.K. DEVELOPERS - CONSTRUCTIONS LTD,
Αιτήτριας,
και
1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Αίτηση ημερ. 7.3.14 για τροποποίηση της προσφυγής
Σ. Νικολάου (κα), για την αιτήτρια
Ευγ. Καρακάννα (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Mε την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου της εταιρείας C.T.K. Developers - Constructions Ltd (στο εξής η Εταιρεία), ο Έφορος ΦΠΑ προέβηκε σε βεβαίωση του φόρου και με επιστολή ημερ. 12.9.12 ειδοποίησε την Εταιρεία πως για τις φορολογικές περιόδους από 1.12.06 μέχρι 29.2.12 όφειλε φόρο συνολικού ποσού €100.405,92.
Η Εταιρεία διαφώνησε με μέρος της απόφασης του Εφόρου, σύμφωνα με το οποίο της καταλογίστηκε πως δεν απέδωσε φόρο εκροών ποσού ύψους €58.695,65 που αφορούσε συγκρότημα διαμερισμάτων που ανήγειρε με αντιπαροχή στο Παραλίμνι. Διαφωνία που προώθησε, πρώτο, με την υποβολή ένστασης βάσει του άρθρου 51Α των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2012 και, δεύτερο, με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής με την οποία επιδιώκει την ακυρότητα του μέρους της απόφασης με το οποίο διαφωνεί. Το ότι αντέδρασε με τους δύο αυτούς τρόπους, το δηλώνει και η ίδια στην παρ. 15 της προσφυγής της που αυτούσια έχει ως ακολούθως:
«15. Οι αιτητές έχουν ήδη καταθέσει ένσταση στην ανωτέρω απόφαση η οποία εξετάζεται και η παρούσα προσφυγή γίνεται παράλληλα και πρόσθετα με την ένσταση που έγινε με επιστολή του δικηγόρου των αιτητών ημερ. 26.10.12 και στάληκε διπλοασφαλισμένη και με φαξ».
Η Προσφυγή προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι ήγειραν και προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχασε την εκτελεστότητά της. Ή, όπως το διατυπώνουν οι ίδιοι:
«Οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή προσβάλλουν μη εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη που έχασε την εκτελεστότητά της. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από την παρ. 8 των γεγονότων για την επίδικη διοικητική πράξη οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση στους καθ΄ ων η αίτηση για την οποία ελήφθη απόφαση που κοινοποιήθηκε σ΄ αυτούς με επιστολή ημερ. 23.5.12».
Επτά μήνες μετά την καταχώριση της ένστασης στην προσφυγή, στις 7.3.14, η Εταιρεία κατέθεσε την υπό κρίση αίτηση με την οποία επιδιώκει την αντικατάσταση της παρ. 15 της προσφυγής της - η οποία παρατίθεται αυτούσια πιο πάνω - με την ακόλουθη παράγραφο:
«15. Οι αιτητές έχουν ήδη καταθέσει ένσταση στην ανωτέρω απόφαση η οποία εξετάζεται και η παρούσα προσφυγή δεν γίνεται παράλληλα και πρόσθετα με την ένσταση που έγινε με επιστολή του δικηγόρου των αιτητών ημερ. 26.10.12. Η εν λόγω ένσταση εγκαταλείπεται».
Η αίτηση βασίζεται στη Δ.48 θ.θ.1, 2 και 9 και Δ.25 θ.θ. 1-6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και στον Κανονισμό 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, όπου διατυπώνεται ο ισχυρισμός πως το κείμενο της παρ. 15 της προσφυγής είναι προϊόν δακτυλογραφικού ή γραμματικού λάθους και το σωστό λεκτικό είναι αυτό που επιδιώκει η Εταιρεία να προωθήσει με την αίτηση τροποποίησης. Απόδειξη δε του ότι είχε εγκαταλειφθεί η ένσταση, διατείνεται, αποτελεί και το γεγονός ότι αυτή απορρίφθηκε με επιστολή του Εφόρου ΦΠΑ ημερ. 23.5.13 και η Εταιρεία δεν την πρόσβαλε με προσφυγή. Ενόψει τούτου, καταλήγει, θα πρέπει να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση, καθότι «. υπάρχει μεγάλος και σοβαρός κίνδυνος η Αίτηση (Προσφυγή) να καταστεί μοιραία γιατί δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης και οι αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά γιατί κανένας τρόπος θεραπείας δεν υπάρχει ή προσφέρεται για την μεγάλη αδικία και λάθος που έγινε σε βάρος των Αιτητών».
Η αίτηση για τροποποίηση προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση Λειτουργού του ΦΠΑ. Σ΄ αυτή, αφού παρατίθεται το ιστορικό της υπόθεσης, προβάλλεται ουσιαστικά η θέση ότι με την αίτηση τροποποίησης «. επιχειρείται κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και καταχρηστικό, η αναβίωση της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης που αφορά τη Βεβαίωση ΦΠΑ ημερομηνίας 12.9.12 η οποία έχασε την εκτελεστότητα της με ενσωμάτωσή της στην απόφαση του Εφόρου ΦΠΑ ημερομηνίας 23.5.2013 μετά την υποβολή ένστασης από τους αιτητές». Με αυτό το δεδομένο, ισχυρίζεται, έγκριση της αίτησης θα συνιστούσε μεταβολή τετελεσμένων γεγονότων της προσφυγής και ως εκ τούτου θα παραβίαζε το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Τα μέρη προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους, υπέρ ή εναντίον της έγκρισης της αίτησης, με γραπτές αγορεύσεις ως και δια ζώσης. Τις έχω διεξέλθει με προσοχή και προτού ασκήσω τη διακριτική εξουσία που έχει το Δικαστήριο επί του θέματος, θα ΄ταν χρήσιμο να υπενθυμίσω πως κατά πάγια νομολογία αιτήματα της εξεταζόμενης φύσεως επιτρέπονται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στην άλλη πλευρά και εφόσον δεν προκαλείται εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης. Όπως δε τονίστηκε, σε προσφυγές ισχύουν ελαστικότερα κριτήρια για την έγκριση αιτήσεων τροποποίησης απ΄ αυτά που ισχύουν στις αστικές υποθέσεις. (Βλ. Mahattou v. Viceroy Shipping (1979) 1 CLR 542, United Sea Transport v. Zakou (1980) 1 CLR 510, Michael v. United Sea Transport (1982) 1 CLR 401, Evripidou and Another v. Kannaourou (1985) 1 CLR 24, Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1(E) AAΔ.33, Sait Electronic S.A. v. «Dominique» κ.α. (Αρ. 1) (1992) 1 ΑΑΔ 264, Όθωνος Γιαγκουλλής κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4Δ ΑΑΔ 2569 και Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.α., Υποθ. Αρ. 1018/09, ημερ. 14.7.2010) και για σκοπούς της παρούσας είναι αρκετό να παραθέσω αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την Sigma Radio TV Ltd v. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ.2) (2010) 3 ΑΑΔ 579:
«Το δικαιοδοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο εγκρίνονται αιτήσεις τροποποίησης σε προσφυγές, είναι ο Κανονισμός 19 των πιο πάνω Κανονισμών του 1962, ο οποίος παρέχει γενική εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει ότι θα προωθήσουν το «συμφέρον της δικαιοσύνης». Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τροποποίηση, κατά κανόνα επιτρέπεται, εφόσον με την έγκρισή της δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στις θέσεις της άλλης πλευράς και εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης».
Έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες αρχές έχω την άποψη ότι η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί για έκδηλους λόγους. Κατ΄ αρχάς το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται - ότι δηλαδή η παρ. 15 της προσφυγής «συνιστά δακτυλογραφικό ή γραμματικό λάθος» - στερείται παντελώς ερείσματος, αφού η δήλωση που διατυπώνεται στην εν λόγω παράγραφο ανταποκρίνεται πλήρως στους δύο τρόπους αντίδρασης της Εταιρείας όταν έλαβε την επιστολή του Εφόρου ημερ. 12.9.12. Στη βάση της επισήμανσης αυτής θα μπορούσε, άνευ ετέρου, να απορριφθεί η αίτηση, αλλά πέραν τούτου υπάρχουν και περαιτέρω λόγοι βάσει των οποίων η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Αφορούν τις συνέπειες που θα επέλθουν στην περίπτωση έγκρισης της αίτησης, οι οποίες δεν είναι άλλες παρά η αναίρεση τετελεσμένων γεγονότων και η εκ των υστέρων μεταβολή τους. Με αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 146 του Συντάγματος και των βασικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, ενόψει του ότι η Εταιρεία εξάσκησε το δικαίωμα ένστασης δυνάμει του άρθρου 51Α του Νόμου και τώρα επιχειρεί να αναιρέσει αυτό το γεγονός - «εγκαταλείποντας» εκ των υστέρων ένσταση η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε - διαισθανόμενη τις συνέπειες που επέφερε η απόρριψη της υπό αναφορά ένστασης από τον Έφορο ΦΠΑ στην εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης. Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα, όπως επεσήμαναν και οι καθ΄ ων η αίτηση, είναι φανερό ότι η Εταιρεία επιδιώκει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και καταχρηστικό να αναβιώσει την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης η οποία, όπως η ίδια ρητώς δηλώνει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή της, έχασε την εκτελεστότητά της ως αποτέλεσμα της απόρριψης της ένστασής της από τον Έφορο ΦΠΑ (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση για τροποποίηση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη με έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δίκης.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ