ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D864
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1377/2012
11 Νοεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΟΣ ΚΟΥΤΣΟΦΤΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
_______________________________
Στ. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Σ. Ανδρέου, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 3 και 4, απόντα.
Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, παρούσα προσωπικά.
____________________________________________
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 21/5/2012, με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη Αγγελική Κάρνου, Δήμητρα Παπαστεφάνου, Λίνα Χατζηαθανασίου και Δήμητρα Καλλή διορίστηκαν, κατόπιν επανεξέτασης, στη μόνιμη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, αναδρομικά από 3/3/2009.
Τα γεγονότα της προσφυγής.
Η αρχική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ»), ημερομηνίας 5/2/2009 για το διορισμό των τεσσάρων ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας (στο εξής «η επίδικη θέση»), η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού, αμφισβητήθηκε από τον αιτητή και ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή Μάριος Κουτσόφτας v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 669/2009, ημερομηνίας 2/5/2012, για λόγους που αφορούσαν την αιτιολογία της διαπίστωσης ότι ο αιτητής δεν κατείχε το προβλεπόμενο στην παράγραφο (4) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, πλεονέκτημα της σχετικής πείρας.
Η ΕΔΥ προβαίνοντας στην οφειλόμενη επανεξέταση του θέματος, παρέπεμψε τις 58 αιτήσεις των υποψηφίων στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, προκειμένου να συστηθεί εκ νέου η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή και να ετοιμάσει την έκθεση της.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνήλθε στις 8/5/2012 και μελέτησε το ζήτημα υπό το φως των ευρημάτων της ακυρωτικής απόφασης.
Όπως σημείωσε στη συνοπτική έκθεση της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως Δημόσιος Κατήγορος της Αστυνομίας, κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης και ότι η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή, παρέμεινε αλώβητη από την ακυρωτική δικαστική απόφαση στην προσφυγή με αρ. 669/2009.
Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε σε επαναξιολόγηση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, την κατοχή του πλεονεκτήματος και όλα τα νόμιμα κριτήρια με βάση τα οποία, έγινε η τελική αξιολόγηση και καταρτίσθηκε προκαταρκτικός κατάλογος δεκαέξι υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένων των διαδίκων, οι οποίοι προτάθηκαν στην ΕΔΥ ως κατάλληλοι για προαγωγή.
Ακολούθως επιλήφθηκε του θέματος η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της, ημερομηνίας 17/5/2012, όπου μελετήθηκε η έκθεση με τα ευρήματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποφασίστηκε να συμπεριληφθούν στον τελικό κατάλογο ακόμα δύο υποψήφιες που είχαν αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στο ίδιο επίπεδο με δύο άλλες υποψήφιες που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο προτεινομένων.
Στην επόμενη συνεδρία της, ημερομηνίας 21/5/2012, η ΕΔΥ κατόπιν γενικής αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και λαμβάνοντας, όπως σημείωσε, δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, συμπεριλαμβανομένου του πλεονεκτήματος, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων καθώς και τα αποτελέσματα της ενώπιον της προφορικής εξέτασης της αρχικής διαδικασίας, τα οποία δεν εθίγησαν από την ακυρωτική απόφαση, κατέληξε στην επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της:
"Η Επιτροπή επιλέγοντας την Καλλή Δήμητρα ομόφωνα έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, όσο και από την Επιτροπή με την προηγούμενη της σύνθεση, στην ενώπιον της προφορική εξέταση ως Εξαίρετη, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και στις δύο περιπτώσεις, και διαθέτει το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης.
Η Επιτροπή επιλέγοντας την Κάρνου Αγγελική, ομόφωνα, έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, και ως Εξαίρετη κατά πλειοψηφία από την Επιτροπή με την προηγούμενη της σύνθεση, κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης της, και διαθέτει το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής (κ.κ. Κ. Φλουρέντζου - Μελισσηνού, Α. Παπαδόπουλος, Σ. Χατζηγιάννης και Χρ. Χριστοφόρου) επιλέγοντας την Παπαστεφάνου Δήμητρα, έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Πάρα Πολύ Καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, και ως εξαίρετη κατά πλειοψηφία από την Επιτροπή με την προηγούμενη της σύνθεση, κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης της και διαθέτει το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης.
Ο Πρόεδρος κ. Π. Παπαγεωργίου διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής για επιλογή της Παπαστεφάνου Δήμητρας, την οποίαν αυτός αξιολόγησε ως Πάρα Πολύ Καλή, και αντ' αυτής υποστηρίζει την επιλογή του Κουτσόφτα Μάριου, ο οποίος αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, ως εξαίρετος και από την Επιτροπή με την προηγούμενη της σύνθεση, στην ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Πάρα πολύ καλός αξιολογηθείς δηλαδή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης από την Παπαστεφάνου, και διαθέτει και αυτός το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης.
Η Επιτροπή επιλέγοντας την Χατζηαθανασίου Λίνα, ομόφωνα έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην τελική της αξιολόγηση, όσο και από την Επιτροπή με την προηγούμενη της σύνθεση, στην ενώπιον της προφορική εξέταση ως Εξαίρετη, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και στις δύο περιπτώσεις, και διαθέτει το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης.
Τέλος, η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση της και επιλέγοντας ομόφωνα τις Καλλή Δήμητρα, Κάρνου Αγγελική και Χατζηαθανασίου Λίνα και κατά πλειοψηφία την Παπαστεφάνου Δήμητρα, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι που δεν έχουν επιλεγεί διαθέτουν και αυτοί το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης, ωστόσο έλαβε υπόψη ότι αυτοί αξιολογήθηκαν στην ενώπιον της Επιτροπής με την προηγούμενη της σύνθεση προφορική εξέταση σε χαμηλότερο από τις επιλεγείσες επίπεδο."
Οι λόγοι ακύρωσης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω υπέρμετρης βαρύτητας της προφορικής εξέτασης της ΕΔΥ, παραγνώρισης της αντικειμενικής αξίας των υποψηφίων, παραβίασης του ενιαίου μέτρου κρίσεως και αντιφατικής αιτιολογίας.
Η κατ' ισχυρισμό υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης, παραγνώριση της αντικειμενικής αξίας των υποψηφίων και πεπλανημένη απόφαση της ΕΔΥ.
Είναι η θέση του αιτητή ότι ενώ οι αξιολογήσεις του από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ("Σχεδόν Εξαίρετος" για την προφορική εξέταση και "Εξαίρετος" με βάση την τελική αξιολόγηση) βρίσκονταν σε πιο ψηλό επίπεδο από τις αντίστοιχες των ενδιαφερόμενων μερών, Κάρνου ("Πάρα Πολύ Καλή" - "Σχεδόν Εξαίρετη") και Παπαστεφάνου ("Πολύ Καλή" - "Πάρα Πολύ Καλή"), στο ίδιο επίπεδο με την Καλλή ("Σχεδόν Εξαίρετη" - "Εξαίρετη") και οριακά χαμηλότερο από την Χατζηαθανασίου ("Εξαίρετη" - "Εξαίρετη"), η επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών έγινε αποκλειστικά με βάση την αξιολογηθείσα ως "Εξαίρετη" απόδοση τους στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, η οποία χαρακτήρισε αντίστοιχα τον αιτητή ως "Πάρα Πολύ Καλό".
Αυτή η διαφοροποίηση, κατά τον αιτητή κατέληξε σε ανατροπή της προσδιορισμένης από ένα εξειδικευμένο όργανο όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή, υπεροχής του σε αντικειμενική αξία και κατέστησε το εντελώς οριακό αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ, ως τον αποκλειστικό παράγοντα της επιλογής.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως δεν είχε εγερθεί στην προηγούμενη προσφυγή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξεταστεί στην παρούσα διαδικασία.
Ο αιτητής αντιτάσσει ότι περιέλαβε το συγκεκριμένο ισχυρισμό στην αγόρευση του και εφόσον οι λόγοι ακυρώσεως δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά, αυτός καλύπτεται από τα νομικά σημεία 7, 8, 11, 13, 14 και 17 της Προσφυγής αρ. 669/09.
Υποβάλλει περαιτέρω, ότι η ΕΔΥ είχε ενώπιον της κατά την επανεξέταση νέα στοιχεία, ήτοι την πίστωση του πλεονεκτήματος στον αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός περί υπέρμετρης βαρύτητας της προφορικής εξέτασης της ΕΔΥ να άπτεται της γενικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου να υπόκειται σε εξέταση.
Σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, μόνο λόγοι οι οποίοι προσδιορίζονται στο σχετικό δικόγραφο ως λόγοι ακύρωσης προσμετρούν στη θεώρηση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης, η οποία προσβάλλεται με την προσφυγή. Η αγόρευση δεν προορίζεται ως μέσο για τη στοιχειοθέτηση λόγων ακύρωσης (βλ. Δημοκρατία v. Koυκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Πετρίδου v. Eπιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27).
Όπως διαπιστώνεται από την εξέταση των νομικών σημείων της προσφυγής αρ. 669/2009, δεν έχει δικογραφηθεί, με αυτοτέλεια ισχυρισμός για υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης. Οι γενικές αναφορές σε «ενδιάμεσες ή προπαρασκευαστικές ενέργειες» που εκδόθηκαν «υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης», ή «χωρίς αντικειμενική κρίση», που «σκοπούν να εξυπηρετήσουν αλλότριους σκοπούς» και που «παραβιάζουν σωρευτικά» τις πρόνοιες του Ν. 158(1)/99, δεν μπορούν, όσο διασταλτικά και αν προσεγγισθούν, να θεωρηθούν ότι καλύπτουν τον ισχυρισμό για υπέρμετρη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης (βλ. Γιασουμής v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27). Στη δε αγόρευση του αιτητή, στα πλαίσια εκείνης της προσφυγής, αναπτύχθηκαν μόνο δύο λόγοι, που αφορούν αφενός την κατοχή του πλεονεκτήματος και αφετέρου την κατ' ισχυρισμό υπεροχή του έναντι των ενδιαφερόμενων μερών.
Εφόσον με την ακυρωτική απόφαση δεν επηρεάστηκε το κύρος της προφορικής εξέτασης, η ΕΔΥ είχε δικαίωμα να τη θεωρήσει ως ορθή, όπως και έπραξε και να τη συνυπολογίσει μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.
Ο αιτητής δεν δικαιούται να εγείρει τώρα οποιοδήποτε νομικό σημείο που είχε την ευκαιρία να εγείρει στην πρώτη του προσφυγή και δεν το έπραξε.
Στη Μάριος Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, επισημάνθηκε το απαράδεκτο της αποσπασματικής εξέτασης και τονίστηκε ότι δεν επιτρέπεται η εξέταση ζητήματος το οποίο θα μπορούσε να είχε τεθεί σε προηγούμενη προσφυγή σε σχέση με την ίδια περίπτωση.
Όπως λέχθηκε στη σελ. 612:
"Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφυγή αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα "νέα θέματα" θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. αρ. 545/91."
Ως αποτέλεσμα, το ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί και συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Η κατ' ισχυρισμό έλλειψη ενιαίου μέτρου κρίσεως και αντιφατική αιτιολογία.
Ο αιτητής, επικαλούμενος το κατά περίπτωση αιτιολογικό της ΕΔΥ για το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών, εισηγείται ότι παραβιάστηκε το ενιαίο μέτρο κρίσης, γιατί δεν προσδόθηκε ομοιόμορφη βαρύτητα στην αξιολόγηση τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, γεγονός που κατέστησε αντιφατική και αόριστη την τελική απόφαση.
Η έκθεση και συνακόλουθα οι σχετικές κρίσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την τελική επιλογή δυνάμει του άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 ως έχει τροποποιηθεί), που διέπει την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως αποκαλύπτει το απόσπασμα από τα πρακτικά της που προεκτέθηκε, η ΕΔΥ αναφέρθηκε στα αποτελέσματα της αξιολόγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής τόσο σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, όσο και με τον αιτητή.
Υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής είχε αξιολογηθεί στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως "Εξαίρετος", δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με τις ενδιαφερόμενες Καλλή και Χατζηαθανασίου και σε ανώτερο επίπεδο από τις ενδιαφερόμενες Κάρνου ("Σχεδόν Εξαίρετη") και Παπαστεφάνου ("Πάρα Πολύ Καλή"). Η τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν περιελάμβανε μόνο το αποτέλεσμα της ενώπιον της προφορικής εξέτασης, αλλά «όλα τα νόμιμα και νομολογημένα κριτήρια στο σύνολό τους». Συνεπώς το ζήτημα δεν εξαντλείται στην ευχέρεια της ΕΔΥ, να προσδώσει μεγαλύτερη σημασία στη δική της προφορική εξέταση αντί σε αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση και όπως ήταν η περίπτωση στην Ιωαννίδου v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377, την οποία επικαλείται.
Το ζητούμενο είναι η επάρκεια της αιτιολογίας για την περίπτωση της επιλογής των δύο ενδιαφερόμενων μερών που αξιολογήθηκαν με βάση "το σύνολο των νομίμων και νομολογημένων κριτηρίων" σε κατώτερο από τον αιτητή επίπεδο, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Στην πρόσφατη απόφαση της στη Μελίνα Μάρκου v. Μάριου Ιωσηφίδη κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 20/2010, ημερομηνίας 12/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:C308, η Ολομέλεια, εξετάζοντας απόφαση της ΕΔΥ για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού, κάτω από ανάλογες συνθήκες, διαπίστωσε τα εξής (σελ.14-15):
"Στην παρούσα υπόθεση αμφότεροι, εφεσείουσα και εφεσίβλητος 2 ήταν κάτοχοι του πλεονεκτήματος. Πέραν όμως τούτου ο εφεσίβλητος 2 είχε προς όφελος του την αξιολόγηση του προϊστάμενου της υπό πλήρωση θέσης όπως και της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η αξιολόγηση της Εφεσείουσας από την Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση σε "εξαίρετη" και του εφεσίβλητου 2 σε "πάρα πολύ καλό" δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως "οριακή" ή "ελαφρά" (βλ. Χαράλαμπος Σπανού v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Κυπριακή Δημοκρατία v. Λάζαρου Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ.69). Η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά ασφαλώς επαρκή αιτιολογία και η παραγνώριση της συνέντευξης του Προϊσταμένου και Συμβουλευτικής Επιτροπής, να παραμείνει στο τέλος της ημέρας μετέωρη. Συμφωνούμε συνεπώς πλήρως με την πρωτόδικη απόφαση ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι άνευ οποιασδήποτε ειδικής κατά τη νομολογία αιτιολογίας. Θα προσθέταμε σ' αυτά ότι ούτε κατ' ελάχιστα πειστική ήταν η δοθείσα από αυτήν κατ' ευφημισμό αιτιολογία."
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26(1)(β) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, πράξεις οι οποίες «είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου», πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες.
Στην παρούσα υπόθεση, δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς και δεόντως η απόκλιση από τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Δεδομένης της υπέρτερης τελικής αξιολόγησης του αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών Κάρνου και Παπαστεφάνου, βασιζόμενη μόνο στην οριακή διαφορά της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ, δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη και επομένως η απόφαση για το διορισμό τους θα πρέπει να ακυρωθεί.
Σε ό,τι δε αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Καλλή και Χατζηαθανασίου, οι οποίες είχαν αξιολογηθεί στο ίδιο με τον αιτητή επίπεδο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η προτίμηση τους πάνω στη βάση της καλύτερης απόδοσης τους στην προφορική εξέταση της ΕΔΥ ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογα επιτρεπτή.
Για τον πιο πάνω λόγο, η προσφυγή επιτυγχάνει στην έκταση που αφορά τους διορισμούς των ενδιαφερόμενων μερών Κάρνου και Παπαστεφάνου, οι οποίοι και θα πρέπει να ακυρωθούν, ενώ απορρίπτεται στο μέτρο που προσβάλλει τους διορισμούς των ενδιαφερόμενων Καλλή και Χατζηαθανασίου, οι οποίοι επικυρώνονται.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσβαλλόμενη απόφαση, στο βαθμό και την έκταση που αφορά στο διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών Κάρνου και Παπαστεφάνου, ακυρώνεται, ενώ στο βαθμό και την έκταση που αφορά στο διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών Καλλή και Χατζηαθανασίου, επικυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Στον αιτητή, του οποίου η προσφυγή έχει επιτύχει μερικώς, επιδικάζονται έξοδα €800, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ