ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D832
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1210/2011
3 Νοεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΠΡΑΞΙΑ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
_______________________________
Αιτήτρια παρούσα προσωπικά.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
____________________________________________
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Προϊστάμενου του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών Κέντρου Πόλης Λευκωσίας (στο εξής «ο καθ' ου η αίτηση»), με την οποία μειώθηκε το ποσό που ελάμβανε, δυνάμει των προνοιών του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν. 95(Ι)/2006 ως έχει τροποποιηθεί) - (στο εξής «ο Νόμος»), ως δημόσιο βοήθημα ενοικίου, από €680 σε €293.80.
Το ιστορικό της προσφυγής.
Η αιτήτρια, η οποία είναι άγαμη και διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στη Λευκωσία μαζί με τη δεκάχρονη θυγατέρα της Νεφέλη, υπέβαλε αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος στις 23/1/2007.
Όπως η ίδια σημείωσε στο σχετικό έντυπο, ήταν άνεργη δικηγόρος με αρκετά χρέη σε τραπεζικά ιδρύματα, αγνώστου συνολικού ποσού και με προβλήματα υγείας (θυροειδοεκτομή).
To αίτημα απορρίφθηκε στις 4/9/2007, διότι όπως διαπιστώθηκε από την αρμόδια λειτουργό που εξέτασε την περίπτωση της, η αιτήτρια ελάμβανε μέχρι τις 24/5/2007, επίδομα ανεργίας και από τις 25/6/2007 επίδομα ασθενείας και μερίδιο εξαρτωμένου, συνολικού ύψους £573,17 μηνιαίως και επιπρόσθετα δεν ήταν διατεθειμένη να επισυνάψει ιατρική βεβαίωση ότι ήταν ανίκανη για εργασία.
Σε νέα αίτηση της που υπεβλήθη στις 3/9/2009, η αιτήτρια ανέφερε ότι συνέχιζε να είναι άνεργη, ότι δεν είχε οποιαδήποτε μηνιαία έσοδα, τα δε αντίστοιχα έξοδα και ανάγκες της ανέρχονταν σε €2.500, εκ των οποίων τα €680 για σκοπούς ενοικίου.
Το θέμα διερευνήθηκε εκ νέου με κατ' οίκον επίσκεψη αρμόδιας λειτουργού και αφού παρουσιάστηκε εκ μέρους της αιτήτριας το χαρτοσημασμένο ενοικιαστήριο έγγραφο, εγκρίθηκε στις 19/11/2009 η καταβολή σ' αυτήν μηνιαίου δημοσίου βοηθήματος, ύψους €1.361,57, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του ποσού του ενοικίου από 1/11/2009.
Η καταβολή ολόκληρου του ποσού ενοικίου συνέχισε να εγκρίνεται από τον καθ' ου η αίτηση ανά εξαμηνία, μέχρι 31/5/2011 και στη συνέχεια η αιτήτρια ενημερώθηκε προφορικά ότι από 1/6/2011 θα ελάμβανε το ήμισυ του ενοικίου, δηλαδή €293,80 αντί €680.
Η αιτήτρια αντέδρασε με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής στις 12/9/2011 και σε μεταγενέστερο χρόνο, ο καθ' ου η αίτηση ενημέρωσε και γραπτώς την αιτήτρια, ότι είχε προβεί στην αναθεώρηση του ποσού ενοικίου από 1/6/2011, κατ' επίκληση του άρθρου 8(β) του Νόμου.
Αιτιολογώντας την απόφαση του ο καθ' ου η αίτηση, σημείωσε τα ακόλουθα:
"Πιστεύω ότι έχω ασκήσει τη δυνητική ευχέρεια που μου παρέχει ο σχετικός Νόμος, ως εκπρόσωπος του Διευθυντή και έχω εγκρίνει την παροχή ολόκληρου του ποσού ενοικίου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (18 μήνες), με στόχο να μπορέσετε να προβείτε σε άλλες διευθετήσεις, είτε για εξεύρεση άλλου φθηνότερου διαμερίσματος, είτε για εξεύρεση και ανάληψη από μέρους σας, εργασίας μέσω της οποίας θα μπορείτε να καλύπτετε επαρκώς τις διάφορες ανάγκες της οικογένειας σας."
Οι λόγοι της προσφυγής.
Εναντίον της απόφασης για μη καταβολή του συνολικού ποσού ενοικίου το οποίο συνέχισε να αξιώνει η αιτήτρια, προβάλλονται διάφοροι λόγοι οι οποίοι αφορούν ισχυρισμούς για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παράβαση νόμου, κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, νομική και πραγματική πλάνη, υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης, αλλότρια κίνητρα και αναρμοδιότητα οργάνου.
Η κατ' ισχυρισμό αναρμοδιότητα οργάνου.
Υποβάλλεται εκ μέρους της αιτήτριας ότι αναρμοδίως αποφάσισε στην περίπτωση της ο Προϊστάμενος του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών Κέντρου Πόλης Λευκωσίας, χωρίς εξουσιοδότηση εκ μέρους της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, στην οποία εναποθέτει ο Νόμος τη σχετική εξουσία.
Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου, «Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή τον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.
Ο δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση έχει παρουσιάσει στο Δικαστήριο σχετικό έγγραφο ημερομηνίας 22/4/2010, με αναδρομική ισχύ από 8/3/2010, με το οποίο η Διευθύντρια εξουσιοδοτεί το Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών Α΄ να ενεργεί εκ μέρους της, για σκοπούς εφαρμογής των προνοιών του Νόμου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως Προϊστάμενου του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών Kέντρου Πόλης Λευκωσίας.
Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας καθίσταται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Οι ισχυρισμοί για αυθαίρετες ενέργειες, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και κακής άσκησης διακριτικής ευχέρειας του καθ' ου η αίτηση.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η περίπτωση της ενέπιπτε στις καθοριζόμενες στο άρθρο 8(β) και (δ) του Νόμου, ως «εξαιρετικές περιπτώσεις» γι' αυτό και θα έπρεπε να συνεχισθεί η καταβολή σ' αυτήν του συνόλου του ενοικίου εφόσον δεν υπήρξε ουσιαστική διαφοροποίηση των συνθηκών της, αλλά μάλλον επιδείνωση τους, γεγονός που αναδεικνύει την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, καθώς και λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του καθ' ου η αίτηση, υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.
Το ζήτημα της καταβολής ποσού ενοικίου εμπίπτει στην κατηγορία των ειδικών αναγκών για τις οποίες μπορεί να καταβάλλεται δημόσιο βοήθημα και διέπεται από το άρθρο 8 του Νόμου, ως ακολούθως:
"8. Τα ποσά που καταβάλλονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για την παροχή σ' αυτό δημοσίου βοηθήματος, περιλαμβάνουν ποσά για την κάλυψη ειδικών αναγκών ως εξής:
(α)............................
(β) αν ο ίδιος δε διαθέτει ή δε δύναται να εξασφαλίσει δωρεάν στέγη ή κατάλυμα και ζει σε υποστατικό με ενοίκιο, ο Διευθυντής καταβάλλει σ' αυτόν το ποσό ενοικίου που δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατόν του ποσού που έχει ορισθεί για τις βασικές του ανάγκες, με ανώτατο όριο τις τριακόσιες πενήντα λίρες μηνιαίως:
Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιτρέπει την πληρωμή μεγαλύτερου ποσού ενοικίου μέχρι και ολόκληρο το καταβαλλόμενο ενοίκιο, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει τούτο αναγκαίο:
...............................
(δ) Ο Διευθυντής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιτρέπει την καταβολή ποσού μέχρι επτακόσιες πενήντα λίρες, σε λήπτες οι οποίοι διαμένουν για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών σε υποστατικά μη ιδιόκτητα και στα οποία αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να διαμένουν για περαιτέρω περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους·."
Όπως προκύπτει από το κείμενο των πιο πάνω διατάξεων, η σχετική εξουσία του Διευθυντή για την κατ' εξαίρεση καταβολή ολόκληρου του ποσού ενοικίου, είναι σε κάθε περίπτωση δυνητική, ασκείται μόνο σε ιδιάζουσας φύσεως περιπτώσεις και για τέτοιο χρονικό διάστημα, που είναι, κατά την κρίση του αναγκαίο.
Τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, δεν υποστηρίζουν τις εισηγήσεις της αιτήτριας περί ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας.
Αντίθετα, αποκαλύπτουν ότι η περίπτωση της διερευνήθηκε συστηματικά από τους αρμόδιους λειτουργούς μέσα στα πλαίσια της εξέτασης των αιτήσεων της με επίβλεψη των προσωπικών συνθηκών της ανά εξάμηνο. Για τον ίδιο σκοπό πραγματοποιούνταν επισκέψεις στο διαμέρισμα της. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια μετά την έγκριση της δεύτερης αίτησης της, ελάμβανε βοήθημα για την κάλυψη των βασικών αναγκών της ως μονογονιός και άνεργη, στο οποίο προστέθηκε στη συνέχεια και ολόκληρο το ποσό του ενοικίου, ενώ αργότερα εγκρίθηκε και η παραχώρηση ενός έκτακτου ποσού για αγορά πλυντηρίου.
Η παραχώρηση της πλήρους κάλυψης επεκτάθηκε σε 18 μήνες, προς διευκόλυνση όπως σημειώνεται στα επίσημα έγγραφα, των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η αιτήτρια και στη συνέχεια ο καθ' ου η αίτηση επανεξέτασε την περίπτωση σε επίπεδο Προϊσταμένου, υπό το πρίσμα της προοπτικής εργοδότησης της αιτήτριας με δεδομένο το πτυχίο Νομικής και την εκπεφρασμένη επιθυμία της να εργαστεί.
Την ίδια περίοδο διαπιστώθηκε, κατόπιν απρογραμμάτιστης κατ' οίκον επισκέψεως, ότι οι συνθήκες διαβίωσης της αιτήτριας ήταν εξαιρετικές, ενώ εγκρίθηκαν προς όφελος της επιπρόσθετα έκτακτα ποσά για αγορά ηλεκτρικών συσκευών και αποπληρωμή τελών για σκύβαλα.
Από το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων συνάγεται ότι, η απόφαση του καθ' ου η αίτηση για αναθεώρηση του ποσού ενοικίου και παραχώρηση του μισού αυτού, ζήτημα που όπως σημειώθηκε εμπίπτει στην αποκλειστική κρίση και διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του, λήφθηκε κατόπιν δέουσας στάθμισης όλων των δεδομένων και συστηματικής εξέτασης των περιστάσεων της αιτήτριας.
Επαρκής έρευνα θεωρείται κατά τη νομολογία εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Καμηλάρης v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Eπιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Zάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι όλα τα ουσιώδη στοιχεία εντοπίστηκαν και αξιολογήθηκαν, η δε εξουσία που ασκήθηκε τόσο για την παραχώρηση αρχικά του συνόλου του ενοικίου, όσο και η αναθεώρηση του ποσού στη συνέχεια, ήταν σύννομη και εύλογα επιτρεπτή.
Με δεδομένο το νομικό πλαίσιο που προεκτέθηκε, δεν έχει επίσης αποδειχθεί υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, όπως προβάλλεται από την αιτήτρια. Κατάχρηση εξουσίας υπάρχει όταν η διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας παραβαίνει το σκοπό του γράμματος και του πνεύματος του νόμου (βλ. Τριλλίδου v. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου (1999) 3 Α.Α.Δ. 284).
Στην υπό κρίση υπόθεση, ο Προϊστάμενος άσκησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τη διακριτική ευχέρεια του προς όφελος της αιτήτριας, εγκρίνοντας την καταβολή, ολόκληρου του ποσού του ενοικίου.
Όταν σε κάποιο στάδιο, αποφασίστηκε κατόπιν επανεκτίμησης των δεδομένων, η μείωση του ποσού, ενέργεια απολύτως συμβατή με τις νομοθετικές διατάξεις που επισημάνθηκαν, η αιτήτρια κατακρίνει τις διοικητικές ενέργειες, επικαλούμενη υπέρβαση εξουσίας και κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας, στάση που συνιστά απαράδεκτη ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία (βλ. Κάππας v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36).
Αναφορικά με την αιτιολογία της επίδικης απόφασης, παρά την αργοπορημένη επιστολή του Προϊσταμένου, αυτή συμπληρώνεται άνετα από τα προγενέστερα στοιχεία του φακέλου (βλ. Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Εν κατακλείδι, δεν διαπιστώνεται παραβίαση οποιασδήποτε αρχής του διοικητικού δικαίου και η επίκληση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, δεν υπερακοντίζει την αρχή της νομιμότητας που διέπει τις διοικητικές διεργασίες, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε διοικητικό όργανο (βλ. Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.350 υπέρ του καθ'ου η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ