ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:D881
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1100/2011
21 Νοεμβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ'ου η αίτηση.
_______________________________
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Αιτήτρια.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ'ου η αίτηση.
____________________________________________
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10/6/2011 (Α.Δ.Π. 529), αναφορικά με την εξέταση της Αγοράς σχετικά με τις Διαβιβαστικές Υπηρεσίες στο Δημόσιο Τηλεφωνικό Δίκτυο που παρέχονται σε σταθερή θέση και την Επιβολή Ρυθμιστικών Υποχρεώσεων στον Οργανισμό με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά (Aγορά 10).
Tα γεγονότα της προσφυγής.
Mέσα στα πλαίσια των εξουσιών που του παρέχονται για την ανάπτυξη και προώθηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004) - (στο εξής «ο Νόμος») και του περί Καθορισμού των Διαδικασιών Ορισμού και Ανάλυσης Αγορών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών Διατάγματος του 2005 (Κ.Δ.Π. 147/2005), ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (στο εξής «ο Επίτροπος»), κοινοποίησε σε όλους τους παροχείς τηλεφωνικών δικτύων και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας, ερωτηματολόγια, με σκοπό τη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων και πληροφοριών για σκοπούς εξέτασης της αγοράς σε σχέση με τις διαβιβαστικές υπηρεσίες στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο που παρέχονται σε σταθερή θέση.
Οι πιο πάνω ενέργειες αποτελούν προαπαιτούμενο της ενεργοποίησης της εξουσίας του Επιτρόπου, δυνάμει των άρθρων 46 - 50 του Νόμου (Ένατο Μέρος), για την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων σε πρόσωπα που καθορίζονται ως έχοντα σημαντική ισχύ σε μια «σχετική αγορά».
Οι απαντήσεις αξιολογήθηκαν από τον Επίτροπο, ο οποίος ετοίμασε προσχέδιο Εγγράφου Κοινοποίησης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα συμπεράσματα του, το περιεχόμενο του οποίου τέθηκε ακολούθως σε Δημόσια Διαβούλευση.
Στη συνέχεια υποβλήθηκαν οι γραπτές απόψεις των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας, καθώς και της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού επί του προσχεδίου και ακολούθησε η προώθηση του Εγγράφου Κοινοποίησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η τελευταία, υπέβαλε τα σχόλια της, βάσει των οποίων ο Επίτροπος προχώρησε στην ετοιμασία τελικού προσχεδίου αποφάσεως για το οποίο έλαβε χώρα νέα Δημόσια Διαβούλευση, μέσα στα πλαίσια της οποίας υποβλήθηκαν και πάλι οι απόψεις των ενδιαφερομένων και της αιτήτριας και εν τέλει εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Για να καταλήξει στην απόφαση του ο Επίτροπος, ακολούθησε μια μεθοδολογία που περιλάμβανε τα ακόλουθα πέντε στάδια, τα οποία αποτελούσαν, όπως σημειώθηκε, αναπόσπαστο μέρος της ίδιας διαδικασίας: Ορισμός σχετικής αγοράς (1ο στάδιο), εφαρμογή των τριών κριτηρίων (2ο στάδιο), ανάλυση αγοράς (3ο στάδιο), καθορισμός οργανισμού με σημαντική ισχύ σε αυτή (4ο στάδιο) και επιβολή ρυθμιστικών μέτρων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Επιτρόπου, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην επίδικη απόφαση του, υπήρχε μια διακριτή ενιαία και πολυδικτυακή σχετική αγορά στην Κύπρο για την αγορά υπηρεσιών διαβίβασης κλήσεων που κάλυπτε γεωγραφικά όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η πιο πάνω σχετική αγορά, επηρεαζόταν σωρευτικά, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της επίδικης απόφασης, από τα τρία ακόλουθα κριτήρια:
(α) Παρουσία υψηλών και μη παροδικών φραγμών εισόδου στην εν λόγω αγορά.
(β) Διάρθρωση αγοράς που δεν τείνει προς την κατεύθυνση αποτελεσματικού ανταγωνισμού μέσα στο σχετικό χρονικό ορίζοντα και
(γ) Ανεπάρκεια της εφαρμογής μόνο της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού για την αντιμετώπιση των αδυναμιών της αγοράς.
Η σωρευτική συνδρομή των πιο πάνω κριτηρίων κατά την ανάλυση της σχετικής αγοράς, οδήγησε τον Επίτροπο να καταλήξει ότι η σχετική αγορά δεν ήταν επαρκώς ανταγωνιστική και ότι η αιτήτρια κατείχε δεσπόζουσα θέση σ' αυτή, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία μια ex ante ρυθμιστική παρέμβαση.
Ως εκ τούτου επιβλήθηκαν στην αιτήτρια, η οποία καθορίστηκε ως
«Οργανισμός με Σημαντική Ισχύ» στη σχετική αγορά, διάφορες ρυθμιστικές υποχρεώσεις και επιπρόσθετα, υποχρεώσεις παροχής πρόσβασης και χρήσης ειδικών ευκολιών δικτύου, διαφάνειας, αμεροληψίας, λογιστικού διαχωρισμού και κοστολόγησης ελέγχου τιμών, όπως περιγράφονται αναλυτικά στο Μέρος ΙΙΙ της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και επιδόθηκε στην αιτήτρια.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Προβάλλεται εκ μέρους της αιτήτριας, ότι η πιο πάνω απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 325/2007, ημερομηνίας 21/12/2009, ότι πάσχει από πολλαπλότητα και έλλειψη αιτιολογίας, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατόπιν διαβουλεύσεων με όργανο (Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού) που δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο.
Το θέμα του δεδικασμένου και το ζήτημα της πολλαπλότητας της επίδικης απόφασης.
Η αιτήτρια επικαλούμενη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 325/2007, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση αρ. 55/2006 του Επιτρόπου, ημερομηνίας 6/12/2006, αναφορικά με τον ορισμό σχετικής αγοράς, τον καθορισμό οργανισμού με σημαντική ισχύ στην αγορά διαβιβαστικών υπηρεσιών στο δημόσιο σταθερό τηλεφωνικό δίκτυο και την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην αγορά, υποβάλλει ότι έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο, το οποίο παραβιάζεται με την επίδικη απόφαση, στην έκταση που αυτή επαναλαμβάνει τα σημεία που κρίθηκαν τρωτά από το ακυρωτικό Δικαστήριο.
Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Επίτροπος, καθ' υπέρβαση των εξουσιών που του παρέχονται από τα άρθρα 46 - 50 του Νόμου, εξέτασε τρία ξεχωριστά ζητήματα (ορισμός σχετικής αγοράς - καθορισμός οργανισμού με σημαντική ισχύ στην αγορά - επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων), μέσα στα πλαίσια μιας και μόνης διαδικασίας, χωρίς να δίδει ξεχωριστή αιτιολογία. Σύμφωνα με την αιτήτρια, ο Επίτροπος θα έπρεπε πρώτα να προκαθορίσει με απόφαση ή διάταγμα τις "Σχετικές Αγορές", ούτως ώστε να είναι στη συνέχεια ευχερής η υπαγωγή των αντίστοιχων προϊόντων και υπηρεσιών σε κάθε μια από αυτές και στη συνέχεια να προχωρήσει στην εξέταση του ανταγωνισμού, στον καθορισμό του οργανισμού με σημαντική ισχύ σ' αυτές και στην επιβολή των ρυθμιστικών υποχρεώσεων, πάνω στη βάση συγκεκριμένων στοιχείων που θα τεκμηρίωναν τα συμπεράσματα του.
Οι πιο πάνω ενέργειες και παραλείψεις, καθιστούν την επίδικη απόφαση πάσχουσα λόγω πολλαπλότητας και συνιστούν υπέρβαση εξουσίας, διότι, ο Νόμος προβλέπει, κατά την αιτήτρια, τρεις ξεχωριστές και διακριτές διαδικασίες.
Ο καθ'ου η αίτηση δεν αποδέχεται την ύπαρξη δεδικασμένου, υποστηρίζοντας ότι η επίδικη απόφαση, αποτελεί μεν δικαστικό προηγούμενο, όμως δεν είναι αποτέλεσμα επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση, αλλά νέα διοικητική πράξη μετά από νέα εξέταση αγοράς που διενεργήθηκε από το Γραφείο του Επιτρόπου, πάνω στη βάση νέων πραγματικών περιστατικών. Αναφορικά με το θέμα της πολλαπλότητας παραπέμπει σε πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες εξετάστηκε και απορρίφθηκε παρόμοια επιχειρηματολογία.
Η θέση της αιτήτριας περί επανεξέτασης δεν επαληθεύεται από τα έγγραφα του φακέλου και το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης. Η απλή σύμπτωση των επίδικων θεμάτων στην απουσία οποιασδήποτε ένδειξης ή αναφοράς στο φάκελο, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ισχυρισμό ότι η παρούσα αποτελούσε διαδικασία επανεξέτασης για σκοπούς συμμόρφωσης με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της Προσφυγής αρ. 325/97.
Επρόκειτο προφανώς για νέα και ανεξάρτητη διαδικασία, χωρίς αναγωγή στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση. Παραμένει ωστόσο προς εξέταση, το ζήτημα που απασχόλησε και εκεί το Δικαστήριο και το οποίο αφορά τη νομιμότητα των ενεργειών του Επιτρόπου να ενσωματώσει στην επίδικη απόφαση του διάφορες ξεχωριστές αποφάσεις κατά τρόπο που συνιστά πολλαπλότητα και δυσχεραίνει τη διάγνωση της αιτιολογίας τους.
Το ζήτημα έχει εξεταστεί σε μια σειρά διιστάμενων πρωτόδικων αποφάσεων, τις οποίες επικαλούνται οι δύο πλευρές. Σημειώνεται ότι οι πλείστες εξ' αυτών έχουν εφεσιβληθεί και το θέμα εκκρεμεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 164/10), για σκοπούς ευθυγράμμισης της νομολογίας.
Στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 327/2007, ημερομηνίας 3/2/2009, στην οποία τέθηκαν και εξετάστηκαν παρόμοια θέματα, αποφασίστηκαν (Νικολάτος, Δ.) τα εξής:
"Όσον αφορά το ζήτημα της πολλαπλότητας και της έλλειψης αιτιολογίας ή ειδικής αιτιολογίας, συμφωνώ και πάλι με τη θέση της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση έχει τίτλο, απόφαση αναφορικά με τον ορισμό σχετικής αγοράς, τον καθορισμό οργανισμού με σημαντική ισχύ στην αγορά απόληξης (τερματισμού) σε μεμονωμένα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα που παρέχεται σε σταθερή βάση, και την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην αγορά. Συμφωνώ πως οι προαναφερόμενες τρεις αποφάσεις είναι διακριτές και έπρεπε να ληφθούν σε τρεις διακριτές διαδικασίες. Σε τέτοια τεχνικά θέματα που εμπλέκουν και την ερμηνεία δύσκολων νομοθετικών προνοιών, η πολλαπλότητα προσθέτει στη δυσκολία του όλου εγχειρήματος, καθιστά δυσχερέστερη τη διάγνωση της αιτιολογίας για την κάθε μια απόφαση αλλά και το δικαστικό έλεγχο γενικότερα.
Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι τρεις προαναφερόμενες αποφάσεις, δηλαδή (α) του ορισμού της σχετικής αγοράς, (β) του καθορισμού οργανισμού με σημαντική ισχύ στην προαναφερόμενη αγορά και (γ) της επιβολής ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην αγορά , θα έπρεπε να είχαν ληφθεί ξεχωριστά και διαδοχικά. Αυτό κατά την κρίση μου, εξυπακούεται και από τα άρθρα 46(2), 47, 48(1) και 49(1) του προαναφερόμενου νόμου, αλλά και υπαγορεύεται από την κοινή λογική.
Το παράπονο της αιτήτριας επεκτείνεται και στο ζήτημα του ότι όχι μόνον εξετάστηκαν τα τρία προαναφερόμενα ζητήματα σε μια διαδικασία, με την έκδοση μιας απόφασης, αλλά και στο ότι, επιπρόσθετα, εξετάστηκαν τρεις αγορές σε μια διαδικασία, όπως προκύπτει από το Παράρτημα 19 στην ένσταση του καθ΄ ου η αίτηση. Δηλαδή ο καθ' ου η αίτηση εξέτασε πέραν από την αγορά τερματισμού κλήσεων, την αγορά εκκίνησης κλήσεων ανά δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και την αγορά διαβιβαστικών υπηρεσιών στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο. Συμφωνώ ότι από το Παράρτημα 19 στην ένσταση του καθ΄ ου η αίτηση προκύπτουν τα προαναφερόμενα περί εξέτασης τριών αγορών σε μια διαδικασία. Και αυτό είναι, κατά την κρίση μου, μεμπτό, επειδή η εξέταση τριών αγορών σε μια διαδικασία, αναπόφευκτα, προκαλεί σύγχυση αλλά και ανεπίτρεπτο αλληλοεπηρεασμό της απόφασης για τη μια αγορά, από τις αποφάσεις για τις άλλες δύο αγορές. Επίσης και αυτή η ενέργεια δυσκολεύει την εξεύρεση της αιτιολογίας της απόφασης για την κάθε μια αγορά αλλά και γενικά τον ευρύτερο δικαστικό έλεγχο."
Το πιο πάνω σκεπτικό υιοθετήθηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 326/2007, ημερομηνίας 11/5/2009 (Φωτίου, Δ.) και ακολούθως στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 390/2007, ημερομηνίας 25/5/2009 (Νικολάτος, Δ.), Αρχή Τηλεπικοινωνιών Kύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 325/2007, ημερομηνίας 21/12/2009 (Παπαδοπούλου, Δ.) και Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 391/2007, ημερομηνίας 25/5/2010 (Παμπαλλής, Δ.).
Αντίθετη ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 392/2007, ημερομηνίας 15/9/2010 (Κωνσταντινίδης, Δ.), στην οποία κρίθηκε ότι η αναπόδραστη διαδοχικότητα των επίδικων ενεργειών του Επιτρόπου, δεν σημαίνει αφ' εαυτής πως ο κάθε ορισμός ή καθορισμός πρέπει απαραίτητα να διατυπώνεται σε ξεχωριστό έγγραφο, εφόσον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 46(5) του Νόμου και του άρθρου 21 του Διατάγματος της Κ.Δ.Π. 147/2005, οι προεκτάσεις του οποίου δεν είχαν εξεταστεί στα πλαίσια των ακυρωτικών αποφάσεων που είχαν προηγηθεί.
Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 1013/2009, ημερομηνίας 5/4/2011 (Κραμβής, Δ.), στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 1059/2009, ημερομηνίας 18/5/2012 (Κληρίδης, Δ.) και στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 1102/2011, ημερομηνίας 31/3/2014, ECLI:CY:AD:2014:D231 (Μιχαηλίδου, Δ.).
Είχα την ευκαιρία πρόσφατα (βλ. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 1467/2010, ημερομηνίας 5/8/2014, ECLI:CY:AD:2014:D595), να ασχοληθώ με το θέμα και γενικά με το νομικό πλαίσιο που το διέπει και έχω επισημάνει τα πιο κάτω, τα οποία τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα περίπτωση:
"Το νομικό πλαίσιο που διέπει την περίπτωση στην έκταση που αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στις πιο πάνω υποθέσεις, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πεδίου μέσα στο οποίο καλείται να κινηθεί ο Επίτροπος για να αντεπεξέλθει στο ρυθμιστικό του ρόλο, καθιστούν επιβεβλημένη την από μέρους του σαφή διάκριση των ενεργειών και αποφάσεων που λαμβάνονται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εξασφάλιση των δικαιωμάτων κάθε επηρεαζόμενου, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της διαφάνειας που τονίζεται ιδιαίτερα στο Νόμο, καθώς και η σαφήνεια της αιτιολογίας, με τρόπο που να καθιστά, υπό τις περιστάσεις ευχερή το δικαστικό έλεγχο.
Οι σχετικές διατάξεις του Ένατου Μέρους του Νόμου, όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, πριν από την τροποποίηση τους με το Ν. 51(Ι)/2012, οι οποίες ρυθμίζουν την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων, διαχωρίζουν σαφώς τα τρία διαδοχικά στάδια ενεργειών και κάνουν λόγο - άρθρο 46(4) και (5) - για «αποφάσεις» που λαμβάνονται από τον Επίτροπο.
Στο ίδιο άρθρο είναι διάχυτη η αναφορά σε «σχετική αγορά» ή «αγορά υπό εξέταση» ή σε «ορισμό μιας σχετικής αγοράς», και «διενέργεια αναλύσεων αγοράς» κατά την έκδοση «οποιωνδήποτε αποφάσεων» του Επιτρόπου, λεκτικό που εξυπακούει τη λήψη ξεχωριστών αποφάσεων για κάθε αγορά και δεν παρέχει ευχέρεια συνεξέτασης πλειόνων αγορών στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας.
Η παραπομπή στο σχετικό Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 147/2005) δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού στο άρθρο 46(5) καθίσταται σαφές ότι «η διαδικασία λήψης αποφάσεων, δυνάμει του παρόντος Μέρους, θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις πρόνοιες που θα ορίζονται στο σχετικό Διάταγμα» το περιεχόμενο του οποίου, όπως αποσαφηνίζεται, θα περιλαμβάνει τις μεθοδολογίες με τις οποίες ο Επίτροπος θα προχωρεί στις επί μέρους αποφάσεις του.
Στο ίδιο άρθρο τονίζεται περαιτέρω ότι με τις μεθόδους που καθορίζονται στο Διάταγμα, ο Επίτροπος επιτυγχάνει, μεταξύ άλλων και «τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσω δημοσίων διαβουλεύσεων».
Το άρθρο 21 του Διατάγματος της Κ.Δ.Π. 147/2005, το οποίο παρέχει την ευχέρεια στον Επίτροπο, κατά την κρίση του, αφού ολοκληρώσει τον προσδιορισμό μιας σχετικής αγοράς να μη δημοσιοποιεί το σχετικό Προσχέδιο Μέτρων έως ότου προχωρήσει στην ανάλυση του επιπέδου του ανταγωνισμού στη συγκεκριμένη αγορά, δημοσιεύοντας στη συνέχεια ένα Προσχέδιο Μέτρων το οποίο να καλύπτει και τα τρία ζητήματα (ορισμός αγοράς - ανάλυση αγοράς - ρυθμιστικές υποχρεώσεις) δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα, ούτε απαλλάσσει τον Επίτροπο από την επιβαλλόμενη στο Νόμο υποχρέωση λήψης ξεχωριστών για το κάθε ζήτημα αποφάσεων με διακριτή κατά περίπτωση αιτιολογία, ούτως ώστε να τηρείται η επιδιωκόμενη διαφάνεια και να διαφυλάσσονται τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων.
Αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το κείμενο της επίδικης απόφασης (βλ. Μέρος Ι, άρθρο 3), ο Επίτροπος, συμπεριέλαβε στην ίδια απόφαση τον ορισμό της σχετικής αγοράς, τον καθορισμό του οργανισμού με σημαντική ισχύ και την επιβολή των ρυθμιστικών μέτρων. Επιπρόσθετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν δύο επί μέρους σχετικές αγορές πρόσβασης στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερή θέση και προέβη σε μια από κοινού ανάλυση τους, με βάση την οποία καθόρισε στη συνέχεια την αιτήτρια ως οργανισμό με σημαντική ισχύ σ' αυτές, επιβάλλοντας στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας, ρυθμιστικές υποχρεώσεις.
Ο τρόπος διατύπωσης της επίδικης απόφασης, με τη σύμπτυξη των τριών ζητημάτων και την εξέταση δύο αγορών σε μια διαδικασία, δεν διασφαλίζει την τήρηση των απαιτήσεων του Νόμου για διακριτές, κατά στάδιο, αποφάσεις, οι οποίες εννοείται ότι θα πρέπει να υποστηρίζονται από αυτοτελή κατά περίπτωση αιτιολογία, έστω και αν τελικά διατυπώνονται σε ένα ενιαίο κείμενο.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες φαίνεται να ενήργησε ο Επίτροπος, προσομοιάζουν με τα περιστατικά της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 327/2007, ημερομηνίας 3/2/2009 και των υπολοίπων που την υιοθέτησαν και καθιστούν βάσιμο τον ισχυρισμό για πολλαπλότητα και ανεπαρκή αιτιολογία."
Κατ' ανάλογο τρόπο, στην παρούσα υπόθεση, η ενσωμάτωση σε μία και μόνη διαδικασία και εν τέλει στην ίδια απόφαση του Επιτρόπου, διάφορων σύνθετων θεμάτων που ως επί το πλείστον αφορούν εξειδικευμένα τεχνικά ζητήματα, όπως ο ορισμός της σχετικής αγοράς, η εξέταση για την εφαρμογή των τριών κριτηρίων επηρεασμού του ανταγωνισμού, η ανάλυση αγοράς, ο καθορισμός οργανισμού με σημαντική ισχύ σε αυτή και τέλος η επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά, καθιστά δυσπρόσιτη την αιτιολογία και δυσχεραίνει το δικαστικό έλεγχο.
Επιπρόσθετα, το «Έγγραφο Δημόσιας Διαβούλευσης» (Παράρτημα 5 της Ένστασης) αποκαλύπτει, ότι στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας, ο Επίτροπος, εκτός από τη σχετική αγορά διαβιβαστικών υπηρεσιών στο δημόσιο σταθερό τηλεφωνικό δίκτυο, προχώρησε σε αναλύσεις, ορισμούς και συμπεράσματα σε σχέση με την αγορά εκκίνησης κλήσεων από δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σταθερής βάσης και την αγορά τερματισμού κλήσεων σε μεμονωμένα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα που παρέχονται σε σταθερή βάση.
Η διαπιστωθείσα παράλληλη εξέταση τριών αγορών, στην ίδια διαδικασία, πρακτική που αποδοκιμάστηκε ως μεμπτή στη νομολογία που προεκτέθηκε, συσκοτίζει περαιτέρω την αιτιολογία των επί μέρους ευρημάτων, επιτείνει το ενδεχόμενο σύγχυσης των αγορών και αποτελεί πρόσθετο λόγο ακύρωσης.
Για τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει και η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1.350, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ