ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-10-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΑΧΑΡΙΟΓΛΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 44/2013, 14/10/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D774

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 44/2013)

 

14 Οκτωβρίου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΑΧΑΡΙΟΓΛΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                  Καθ΄ ης η αίτηση

---------------------------------

 

Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή.

Α. Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

-----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, ως αρμοδία αρχή, πληροφόρησε την Ε.Δ.Υ. με σχετική επιστολή ημερ. 13.10.2012, ότι εναντίον του αιτητή, Πληρεξουσίου Υπουργού διαπιστευμένου Πρέσβη της Δημοκρατίας στο Ομάν, είχε διαταχθεί πειθαρχική έρευνα αναφορικά με την ενδεχόμενη διάπραξη σοβαρών πειθαρχικών αδικημάτων. 

 

Στην πιο πάνω επιστολή έγινε αναφορά σε δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο αναφορικά με την ενδεχόμενη συμμετοχή του αιτητή σε επιχειρηματικές δραστηριότητες μέσω δύο εταιρειών που εδρεύουν στο Ομάν, στην μια των οποίων φαινόταν να συμμετείχε ο αιτητής με ποσοστό 42.5%.  Η εταιρεία συστάθηκε δυνάμει συμφωνίας που έφερε την υπογραφή του αιτητή ως ένα των συμβαλλομένων μερών, υπογραφείσα μία ημέρα πριν η εταιρεία υπογράψει συμφωνία με δύο χορηγούς από το Ομάν για δικαίωμα συμμετοχής σε επιτόπιους δημόσιους διαγωνισμούς.  Η συμφωνία φέρεται να προέβλεπε για τον αιτητή προμήθεια 1% για κάθε συμβόλαιο που η εταιρεία θα υπέγραφε.  Περαιτέρω, ο αιτητής φερόταν συμμέτοχος σε δύο εταιρείες που εδρεύουν στο Ομάν μια εκ των οποίων ασχολείτο με την προώθηση ξένων εταιρειών για τη διεκδίκηση δημοσίων διαγωνισμών. 

 

Στη βάση των πιο πάνω, η αρμοδία αρχή διατύπωσε την άποψη ότι πρόκειτο για εξαιρετική περίπτωση που θα επέτρεπε στην Ε.Δ.Υ. να αποφασίσει την άμεση διαθεσιμότητα του αιτητή με δεδομένο ότι ενδέχετο ο αιτητής να επηρεάσει την πορεία της έρευνας στη βάση του γεγονότος ότι η Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Ομάν στελεχωνόταν μόνο από τον Πρέσβη και επιτόπιο προσωπικό.  Επίσης υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να καταστραφεί ουσιώδες μαρτυρικό υλικό.  Προστέθηκε στην εν λόγω επιστολή ότι και η σύζυγος του αιτητή «.. έχει οριστεί να εργάζεται ως επιτόπιο προσωπικό στην Πρεσβεία στο Ομάν», μόλις πρόσφατα. 

 

Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε στις 15.10.2012 τα πιο πάνω δεδομένα και θεώρησε τα αδικήματα στα οποία πιθανόν να εμπλεκόταν ο αιτητής, πολύ σοβαρά εφόσον αυτός, κατέχοντας τη θέση Πληρεξουσίου Υπουργού και ενώ ήταν διαπιστευμένος Πρέσβης της Δημοκρατίας στο Ομάν, φερόταν να είχε προβεί σε παράνομες ενέργειες σχετιζόμενες με την ίδρυση εταιρειών και τη συμμετοχή του σε αυτές με επιπρόσθετη δυνατότητα  είσπραξης προμήθειας, πράξεις, που αν αποδεικνύονταν αληθείς, θα εξέθεταν ανεπανόρθωτα τη Δημοκρατία.  Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων, το γεγονός ότι φαινόταν ο αιτητής να εκμεταλλεύτηκε τη θέση που  κατέχει στο Υπουργείο Εξωτερικών, το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων και την αλλοίωση ή εξαφάνιση μαρτυρικού υλικού και με περαιτέρω δεδομένο ότι θα λαμβάνονταν καταθέσεις από τους υφισταμένους του, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ώστε να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα.

 

Αφού εξέτασε περαιτέρω κατά πόσο συνέτρεχαν και εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμει του άρθρου 85(1)(Β)(α) ώστε να τεθεί ο αιτητής αμέσως σε διαθεσιμότητα, αποφάσισε λόγω της θέσης του αιτητή και  της δυνατότητας που του παρείχε η θέση να επηρεάσει την ομαλή και αποτελεσματική διεξαγωγή της έρευνας, η οποία εκ των πραγμάτων θα διεξαγόταν κυρίως στο Ομάν, ότι όντως συνέτρεχαν οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις και αποφάσισε τη διαθεσιμότητα του αιτητή για περίοδο 3 μηνών από 15.10.2012.  Έκρινε επίσης όπως ο αιτητής λαμβάνει το ήμισυ των απολαβών της θέσης του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.  Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε περαιτέρω όπως ο αιτητής ενημερωθεί σχετικά, δικαιούμενος να υποβάλει γραπτή ένσταση ως προς την ανάγκη να τεθεί ή να παραμείνει σε διαθεσιμότητα δίνοντας προθεσμία σ΄ αυτόν μέχρι τις 18.10.2012 και ώρα 10.00 π.μ. οπότε και θα επανεξέταζε το όλο θέμα. 

 

Πράγματι, ο αιτητής απέστειλε εντός του δοθέντος χρόνου ένσταση, άνευ βλάβης, επί της απόφασης διαθεσιμότητας του, παραθέτοντας διεξοδικά τους λόγους που κατά την άποψη του η Ε.Δ.Υ. έσφαλε στην απόφαση της να τον θέσει σε άμεση διαθεσιμότητα.  Θεώρησε ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε την εισήγηση της αρμοδίας αρχής χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση των εγγράφων που ήταν ενώπιον της, ή και περαιτέρω έρευνα, εφόσον η αρμοδία αρχή παρέλειψε να θέσει υπόψη της Ε.Δ.Υ. δύο συναφή γραπτά σημειώματα του ιδίου προς τον Γενικό Διευθυντή και τον Υπουργό Εξωτερικών, εκ των οποίων το ένα υποβλήθηκε πριν από τα δημοσιεύματα.  Περαιτέρω, η αρμοδία αρχή παρέλειψε να θέσει στη διάθεση της Ε.Δ.Υ. και άλλα σημαντικά στοιχεία και πληροφορίες που κατείχε και που αποδείκνυαν ότι τα δημοσιευθέντα στον ημερήσιο τύπο έγγραφα ήταν πλαστά και παραποιημένα, το δε πρόσωπο που τα χορήγησε ενεργούσε κακόβουλα και εκ προθέσεως για να τον εκδικηθεί λόγω του ότι ο ίδιος ο αιτητής κατήγγειλε το πρόσωπο αυτό στην αστυνομία του Μουσκάτ για ενέργειες του σε σχέση με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. 

 

Ο αιτητής επίσης ενέστη στο χρόνο που του δόθηκε για την υποβολή των απόψεων του που ήταν λιγότερος των τριών ημερών, αντί των τεσσάρων εργασίμων ημερών που προνοείται στο Νόμο, και, προς τούτο δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι βρισκόταν στο εξωτερικό και ήταν δυσχερής τόσο η επικοινωνία του με τους δικηγόρους του, όσο και η διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του εφόσον από τη στιγμή της διαθεσιμότητας του δεν είχε οποιαδήποτε πρόσβαση στα υπηρεσιακά μέσα επικοινωνίας.  Ο αιτητής αναφέρθηκε και στη μείωση των αποδοχών του κατά το ήμισυ την οποία θεώρησε ιδιαιτέρως αυστηρή και τιμωρητική εφόσον δεν έλαβε υπόψη τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του ως εκ της θέσης του και τον κίνδυνο να εκτεθεί ανεπανόρθωτα η Δημοκρατία, ο ίδιος, αλλά και η οικογένεια του.

 

Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το όλο θέμα υπό το φως της επιστολής-ένστασης του αιτητή σε συνεδρία της στις 18.10.2012.  Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οποιοιδήποτε λόγοι δημοσίου συμφέροντος για αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασης της εμμένοντας στη διαθεσιμότητα του αιτητή για τρεις μήνες στη βάση της αιτιολογίας που δόθηκε στις 15.10.2012, την οποία υιοθέτησε και επανέλαβε.  Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι δεν κρινόταν με οποιονδήποτε τρόπο η ενοχή του αιτητή, αλλά κατά πόσο η απόφαση για διαθεσιμότητα εξυπηρετούσε ή όχι το δημόσιο συμφέρον.  Τα όσα ο αιτητής ανέφερε περί λόγων εκδίκησης και πλαστών εγγράφων ήσαν θέματα που θα τύγχαναν διερεύνησης κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής έρευνας.  Αποφάσισε, όμως, έχοντας υπόψη τις υποχρεώσεις του αιτητή και άλλες πιθανές συνέπειες, όπως  αυτός λαμβάνει τα 2/3 των απολαβών του από 15.10.2012, αντί του ημίσεως που είχε αρχικά αποφασιστεί.

 

Με την προσφυγή του ο αιτητής διατείνεται ότι η Ε.Δ.Υ. χωρίς δέουσα έρευνα και με ελλιπή αιτιολογία αποδέχθηκε την εισήγηση της αρμοδίας αρχής να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατ΄ επίκληση μάλιστα των αυστηρών προϋποθέσεων του άρθρου 85(1)(Β), χωρίς να προηγηθεί ακρόαση.  Τίποτε από όλα όσα καταλογίζονταν στον αιτητή και τίποτα από όσα η αρμοδία αρχή ανέφερε στην επιστολή της προς την Ε.Δ.Υ., δεν δικαιολογούσε τη ληφθείσα απόφαση να θέσει τον αιτητή σε άμεση διαθεσιμότητα και μάλιστα για το μέγιστο της περιόδου που προνοεί η νομοθεσία των τριών μηνών.  Η δυνατότητα επηρεασμού της ομαλής και αποτελεσματικής διεξαγωγής της έρευνας δεν επαρκούσε να κατατάξει την υπόθεση στις εξαιρετικές περιπτώσεις που προνοεί το άρθρο 85, η δε Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο εφόσον δεν είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία και ενήργησε πριν να ακούσει τον αιτητή ως προς τις δικές του θέσεις.

 

Η αντίθετη άποψη της συνηγόρου της Ε.Δ.Υ. είναι ότι όλα τα δεδομένα είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. η οποία ακολουθώντας τις πρόνοιες του Νόμου ευλόγως κατέληξε στην απόφαση για αρχική και μετέπειτα τελική διαθεσιμότητα του αιτητή χωρίς παραγνώριση των δικαιωμάτων αυτού στον οποίο δόθηκε η ευκαιρία να παραθέσει γραπτώς τις απόψεις του.

 

Η προσφυγή δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.  Διαπιστώνεται αμέσως από την απλή ανάγνωση του άρθρου 85(1) του Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε, ότι η Ε.Δ.Υ., εφόσον έχει διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος εναντίον υπαλλήλου, δύναται «αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί» να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας.  Με την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 137(Ι)/09 στις 18.12.2009, η Ε.Δ.Υ. ενεργεί κατά κανόνα δυνάμει του εδαφίου (1Α) και σε εξαιρετικές περιπτώσεις δυνάμει του εδαφίου (1Β).  Η διαφορά μεταξύ των δύο εδαφίων είναι ότι στο μεν πρώτο, η Ε.Δ.Υ. ενεργεί αφού προηγουμένως ακούσει τον υπάλληλο αναφορικά με την πρόθεση της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, την οποία και του γνωστοποιεί, ενώ το δεύτερο, έχει τη δυνατότητα να θέσει αμέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα, χωρίς να του δώσει προηγουμένως το δικαίωμα να υποβάλει γραπτές παραστάσεις.  Το δικαίωμα αυτό το παραχωρεί εκ των υστέρων υπό τύπο υποβολής ενστάσεως στην απόφαση να θέσει τον υπάλληλο υπό διαθεσιμότητα.

 

Το άρθρο 85(1Β)(α) καθιστά σαφές ότι το δικαίωμα της Ε.Δ.Υ. για άμεση διαθεσιμότητα και χωρίς να δώσει προηγουμένως δυνατότητα παραστάσεων στον υπάλληλο, παρακάμπτει τις διατάξεις του άρθρου 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Επομένως οι αιτιάσεις του αιτητή που θέλουν την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να είναι παράνομη ή αδικαιολόγητη ή ως παραβαίνουσα το προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης που κατοχυρώνει το άρθρο 43, ως γενική βεβαίως και μόνο αρχή, δεν είναι βάσιμες.  Η δυνατότητα άμεσης διαθεσιμότητας αποτελεί νομοθετική ρύθμιση.  Ο αιτητής παραπονείται ότι έπρεπε στη σκέψη της Ε.Δ.Υ. να λειτουργήσει η πρόνοια του άρθρου 85(1Α) το οποίο συνάδει με τη γενικότερη αρχή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.  Η δυνατότητα επίκλησης του αυστηρότερου άρθρου 85(1Β)(α), δικαιολογείται βεβαίως όταν υπάρχουν «εξαιρετικές περιστάσεις».  Εδώ υπεισέρχεται κρίση διακριτικής ευχέρειας από την Ε.Δ.Υ., η οποία δεν μπορεί με ευκολία να υποκατασταθεί από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, το οποίο βεβαίως δεν ενεργεί ως διοικητικό όργανο, αλλά εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας και της εκδοθείσας πράξης.  Ορθά η συνήγορος της Ε.Δ.Υ. σημειώνει στην αγόρευση της ότι δεν υπάρχει στο Νόμο ορισμός των «εξαιρετικών περιπτώσεων».  Και δεν θα μπορούσε να υπάρχει, εφόσον θα έθετε προδεσμεύσεις στο διοικητικό όργανο να ενεργήσει ανάλογα με τα ενώπιον του συγκεκριμένα περιστατικά.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση καθίσταται πρόδηλο από το όλο σκεπτικό της απόφασης για διαθεσιμότητα ότι θεωρήθηκαν ως «εξαιρετικές περιπτώσεις», (i) η υψηλή δημόσια θέση του αιτητή, (ii) η αντιπροσώπευση υπ΄ αυτού, λόγω της ιδιότητας του Πρέσβη, της Δημοκρατίας σε ξένη χώρα και (iii) ότι ως Πρέσβης «είναι ο απόλυτος άρχοντας στο χώρο της πρεσβείας και είναι ο διοικητικά προϊστάμενος των υπαλλήλων που εργάζονται στην πρεσβεία».  Η Ε.Δ.Υ., ορθά κατέγραψε στο σκεπτικό της ότι είναι δική της αρμοδιότητα να κρίνει εάν συντρέχουν ή όχι εξαιρετικές περιστάσεις.  Αυτό διαγιγνώσκεται από το σύνολο των στοιχείων που τίθενται ενώπιον της, καθώς και από τη φύση των υπό διερεύνηση αδικημάτων, αλλά και άλλες παραμέτρους που αφορούν ή σχετίζονται με την υπόθεση.   Σ΄ αυτές τις παραμέτρους εύλογα αναφέρθηκε η Ε.Δ.Υ., διαπιστώνοντας, ως έχει ήδη λεχθεί, ότι τα όλα περιστατικά έδειχναν εξαιρετικές περιστάσεις.  Η αμεσότητα της διαθεσιμότητας επιβαλλόταν από το σύνολο των περιστατικών και αυτή ήταν μια εύλογη άσκηση της ευχέρειας της με αναγωγή στα όλα δεδομένα.

 

Περαιτέρω, και πάλι εύλογα η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η διαθεσιμότητα επιβαλλόταν για το δημόσιο συμφέρον, το οποίο, ως επαναληπτικά έχει τεθεί στη νομολογία, πρέπει να εξειδικεύεται, (Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579 και Καψός ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 104).  Προς στοιχειοθέτηση του δημοσίου συμφέροντος απαιτείται ο προσδιορισμός των αδικημάτων και της φύσης τους, και η αναφορά στα ορθά περιστατικά ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, (Σκαρπάρης ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 263/92, ημερ. 5.3.1993).  Αυτές τις προϋποθέσεις ορθά κατέγραψε η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της.  Ως εύλογα ανέφερε, η διαθεσιμότητα, η οποία με βάση τη νομολογία δεν αποτελεί τιμωρητικό μέτρο, αλλά αποφασίζεται προληπτικά ως μέτρο για το συμφέρον της αποτελεσματικότητας της υπηρεσίας ή τη διευκόλυνση της πειθαρχικής διαδικασίας, (Ρ.Ι.Κ. ν. Κέττηρος (2007) 3 Α.Α.Δ. 555 και Veis v. Republíc (1979) 3 C.L.R. 390), κρίθηκε αναγκαία χάριν του δημοσίου συμφέροντος με βασικό παράμετρο την εξουδετέρωση της δυνατότητας του υπαλλήλου να επηρεάσει μάρτυρες ή να ενεργήσει ώστε να αλλοιωθούν ή απωλεσθούν έγγραφα και μαρτυρικό υλικό.  Αυτά τα δεδομένα υπήρχαν στην υπό κρίση υπόθεση υπό το φως του γεγονότος ότι ο αιτητής υπηρετούσε ως Πρέσβης στο Ομάν χωρίς άλλους υπαλλήλους πλην επιτόπιο προσωπικό, οι οποίοι ενδέχετο να καλούνταν για μαρτυρία.  Η παραμονή του λοιπόν στη θέση του Πρέσβη, όπως εύλογα αποφάσισε η Ε.Δ.Υ., πιθανόν να επηρέαζε την όλη έρευνα και δεν θα παρείχε «τα εχέγγυα σωστής και αντικειμενικής διερεύνησης της υπόθεσης, σε βαθμό που πιθανόν να αποβεί αδύνατη η αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης.».

 

Ο αιτητής παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν εξέτασε τα όλα δεδομένα της υπόθεσης και, μετά τη δική του ένσταση, δεν ερεύνησε περαιτέρω το θέμα ώστε να λάβει από την αρμοδία αρχή τις επιστολές που ο ίδιος είχε αποστείλει και στις οποίες παρέθεσε τα δικά του δεδομένα και αντίληψη των πραγμάτων.  Όμως υπάρχει σύγχυση, με όλη την εκτίμηση, στην προβολή αυτής της θέσης.  Η Ε.Δ.Υ. δεν ενεργούσε στην περίπτωση ως πειθαρχικό όργανο ώστε να αποφασίσει την ενοχή ή μη του αιτητή, οπότε και θα είχε καθήκον να εξετάσει και να αξιολογήσει όλα τα δεδομένα.  Η Ε.Δ.Υ. εδώ ενεργούσε μόνο στα πλαίσια της εξέτασης της περίπτωσης να θέσει ή όχι τον αιτητή σε διαθεσιμότητα στη βάση της επιστολής του Υπουργείου Εξωτερικών.  Πολύ ορθά λοιπόν, η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της ημερ. 18.10.2012, κατέγραψε ότι επανεξέτασε την όλη υπόθεση υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη της από την αρμοδία αρχή και «υπό το φως των παραστάσεων που υπέβαλε ο υπάλληλος.».  Στη συνέχεια ορθά ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή για πλαστά έγγραφα κλπ, ήταν ακριβώς θέματα που θα τύγχαναν διερεύνησης και θα διαφαίνονταν στο πλαίσιο της πειθαρχικής έρευνας.  Συνεπώς δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν «στο παρόν στάδιο» την απόφαση για διαθεσιμότητα.  Το ζήτημα τέθηκε από την Ε.Δ.Υ. στην ορθή του διάσταση.  Τα στοιχεία που ο ίδιος ο αιτητής παρέθεσε (και που αναφέρονταν γενικά και στα δημοσιεύματα επισυνημμένα στην επιστολή της αρμοδίας αρχής), ήταν ήδη ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Τα συνεκτίμησε και τα θεώρησε ως ζητήματα που θα απασχολούσαν την καθαυτή έρευνα.  Έπεται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν λειτούργησε υπό πλάνη, ούτε με έλλειψη δέουσας έρευνα, η οποία όπως η νομολογία καθορίζει, είναι ανάλογη σε μορφή, φύση και έκταση, με το αντικείμενο της διερεύνησης, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Chrikar Trading Co Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 413/2007, ημερ. 27.2.2009).  Προστίθεται εδώ ότι και η αγόρευση της συνηγόρου της Ε.Δ.Υ. περιέχει δεδομένα, στοιχεία και επιχειρηματολογία επί των λεπτομερειών των συναλλαγών που ενδεχομένως έγιναν από τον αιτητή με τις εταιρείες και τους τοπικούς παράγοντες.  Αυτά όμως δεν εξετάζονται σ΄ αυτό το στάδιο. Δεν αποτελούν αντικείμενο της απόφασης για διαθεσιμότητα.

 

Από την άλλη, η Ε.Δ.Υ. δεν λειτούργησε με αντιστροφή του βάρους απόδειξης ως κατ΄ ουσίαν εισηγείται ο αιτητής.  Το άρθρο 85(1Β)(β) εναποθέτει στην Ε.Δ.Υ. να «μελετήσει» τους λόγους που περιέχονται στην ένσταση και να αποφασίσει «ευθύς αμέσως» κατά πόσο θα διατάξει τη συνέχιση ή τον τερματισμό της διαθεσιμότητας.  Αυτό έπραξε η Ε.Δ.Υ.  Μελέτησε τα δεδομένα και αποφάσισε για τους λόγους που ευλόγως ανέφερε ότι η διαθεσιμότητα θα συνέχιζε.  Οι λέξεις «ευθύς αμέσως» δίδουν και το στίγμα της αμεσότητας ώστε τα όποια πλεονεκτήματα που απορρέουν από την άμεση διαθεσιμότητα να μην χάνονται.  Έτσι και η αναμενόμενη έρευνα που πρέπει να γίνει από την Ε.Δ.Υ. μετά την ένσταση του υπαλλήλου πρέπει να διεξαχθεί σ΄ αυτά τα στενά χρονικά πλαίσια.

 

Ως προς το παράπονο για το χρόνο των τριών αντί τεσσάρων ημερών που δόθηκαν για την υποβολή ένστασης, το άρθρο 85(1Β)(α) είναι σαφές.  Προνοεί για τη δυνατότητα υποβολής γραπτής ένστασης κατά δυνητικό τρόπο δηλαδή «το αργότερο εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών».  Ήταν δικαίωμα της Ε.Δ.Υ. να καθορίσει λιγότερο χρόνο υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης και ο αιτητής εξ αυτής της προθεσμίας δεν επηρεάστηκε ποσώς.  Υπέβαλε όντως την ένσταση του εντός του καθορισθέντος χρόνου και δεν ζήτησε περισσότερο περιθώριο.  Άλλωστε δεν έχει τεθεί με την προσφυγή ούτε συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας, ούτε με την αγόρευση το θέμα προωθείται με οποιοδήποτε τρόπο.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη ως προς το καθεστώς εργοδότησης της συζύγου του αιτητή, παρατηρείται ότι η Ε.Δ.Υ. στην προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 18.10.2012 δεν αναφέρεται ρητά στο ζήτημα.  Υιοθετείται όμως και επαναλαμβάνεται το σκεπτικό και η πλήρης αιτιολογία που την οδήγησε στην απόφαση ημερ. 15.10.2012.  Εκεί αναφέρεται ότι ο αιτητής είναι ο μόνος Πρέσβης στο Ομάν, η δε Πρεσβεία στελεχώνεται κατά τα άλλα από επιτόπιο προσωπικό, «μεταξύ των οποίων και η σύζυγος του».  Στην επείγουσα επιστολή της, η αρμοδία αρχή σημείωσε καταληκτικά ότι «μόλις πρόσφατα η σύζυγος του κ. Μ. Ζαχαρίογλου έχει οριστεί για να εργάζεται ως επιτόπιο προσωπικό στην Πρεσβεία του Ομάν.».  Αυτό κατά τον συνήγορο του αιτητή τέθηκε από την αρμόδια αρχή εκ του πονηρού ως ιδιαίτερη προσπάθεια πρόσδοσης αιτιολογίας, ενώ ήταν ως δήλωση, ασαφής από μόνη της, και αναληθής διότι η σύζυγος του αιτητή ουδέποτε εργάστηκε  ως επιτόπιο προσωπικό εφόσον παρά την υποβολή αίτησης να εργαστεί στην Πρεσβεία ποτέ δεν ενημερώθηκε κατά πόσο το αίτημα της είχε εγκριθεί.  Συνεπώς η Ε.Δ.Υ. τελούσε υπό πλάνη και ή αποφάσισε με αόριστη και ελλειμματική αιτιολογία.

 

Η συνήγορος της Ε.Δ.Υ. απαντά ότι όντως όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, το Υπουργικό Συμβούλιο στις 15.10.2012 ενέκρινε την τοποθέτηση της συζύγου του αιτητή στην Πρεσβεία στο Ομάν, αλλά επειδή συνέπεσε με την έναρξη της πειθαρχικής έρευνας, εν τέλει δεν εργάστηκε εκεί.  Προχωρεί η συνήγορος να επιχειρηματολογήσει ότι η αναφορά της Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της ημερ. 15.10.2012, ήταν υπό μορφή παράθεσης των θέσεων της αρμοδίας αρχής, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν τέθηκε υπό μορφή αιτιολόγησης της απόφασης για διαθεσιμότητα στις 15.10.2012, ενώ παραλείπεται εντελώς η όποια συγκεκριμένη αναφορά στην απόφαση που εδώ προσβάλλεται της 18.10.2012.

 

Δεν στοιχειοθετείται εντοπισμός πλάνης, πόσο μάλλον ουσιώδους, με την απλή αναφορά στη σύζυγο του αιτητή ως μέλος του επιτόπιου προσωπικού, έστω και αν αυτό δεν απέδιδε ορθά την πραγματική εικόνα.  Αυτό όμως μετέδωσε η επιστολή της αρμοδίας αρχής.  Αλλά δεν θα ήταν δυνατόν να ακυρωθεί η απόφαση της διαθεσιμότητας εξ αυτού και μόνο του γεγονότος.  Ούτως ή άλλως, όπως και ο ίδιος ο αιτητής δέχεται στην αγόρευση του, η σύζυγος του ουδέποτε εργάστηκε στην Πρεσβεία και δεν ήταν ποτέ γνώστης των όποιων γεγονότων που οδήγησαν στις ενδεχόμενες επιλήψιμες ενέργειες του αιτητή.  Η απόφαση ήταν σαφής ως προς το ενδεχόμενο επηρεασμού του υφιστάμενου επιτόπιου προσωπικού λόγω της επαγγελματικής σχέσης προϊστάμενου-υφιστάμενου και τη λήψη καταθέσεων.

 

Γίνεται πρόσθετος ισχυρισμός για παραβίαση του Κανονισμού 3 της Κ.Δ.Π. 80/94, ο οποίος τροποποίησε τον Κανονισμό 22 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991, (Κ.Δ.Π. 98/91).  Με την τροποποίηση προστέθηκε το εδάφιο (2) προνοώντας ότι προκειμένου η Ε.Δ.Υ. να ασκεί τη διακριτική της εξουσία για διαθεσιμότητα κάτω από το άρθρο 85(1), θα πρέπει τα στοιχεία που θέτει ενώπιον της η αρμόδια αρχή να καλύπτουν σε συντομία (α) την ακριβή φύση των παραπτωμάτων για τα οποία διεξάγεται η έρευνα και πληροφορίες για τη διάρκεια της έρευνας, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των μαρτύρων που υπάρχει πρόθεση να κληθούν να καταθέσουν (β) κατά πόσο η παρουσία του υπαλλήλου στα καθήκοντα του κατά τη διάρκεια της έρευνας δυνατό να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την ομαλή διεξαγωγή αυτής και (γ) κατά πόσο η διαθεσιμότητα είναι δυνατό να επηρεάσει αρνητικά την ομαλή λειτουργία του Τμήματος ή Υπηρεσίας στην οποία ο υπάλληλος ευρίσκεται. 

 

Η εισήγηση του αιτητή στο ζήτημα ότι ούτε η αρμόδια αρχή έθεσε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. τα στοιχεία που όφειλε δυνάμει του ως άνω Κανονισμού, ούτε η Ε.Δ.Υ. δικαιολόγησε τη καθαυτή διαθεσιμότητα, αλλά και τον καθορισμό της σε τρεις μήνες δεν είναι βάσιμη.  Η αρμοδία αρχή έθεσε όλα τα δεδομένα που είχε στη διάθεση της υπόψη της Ε.Δ.Υ.  Έγινε επαρκής αναφορά στα όσα γεγονότα ήταν εκείνη τη δεδομένη στιγμή διαθέσιμα, επισύναψε τα ίδια τα δημοσιεύματα, και εμφανώς έθεσε ζήτημα λήψης μαρτυρίας από το επιτόπιο προσωπικό της Πρεσβείας, που έστω και αν δεν καθόρισε τον αριθμό του, αυτός ήταν δεδομένος.  Η επακριβής φύση των παραπτωμάτων καθορίστηκε, όχι βέβαια ως προς την κατάταξη τους σε συγκεκριμένα πειθαρχικά παραπτώματα ή αξιόποινες πράξεις, αλλά ως προς το ευρύτερο πλαίσιο της φυσιογνωμίας των ενεργειών του αιτητή.  Και βεβαίως ήταν αυτονόητο, αλλά έγινε και σ΄ αυτό αναφορά, ότι η παρουσία του αιτητή στα καθήκοντα του θα μπορούσε να επηρέαζε την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας.

 

Ως προς την τρίμηνη διαθεσιμότητα δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Ε.Δ.Υ. έχει στο ζήτημα διακριτική ευχέρεια, εφόσον κρίνει ότι αυτό απαιτείται να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα μέχρι τρεις μήνες.  Η Ε.Δ.Υ. δικαιολόγησε τη διάρκεια της διαθεσιμότητας πλήρως με αναφορά στη σοβαρότητα της υπόθεσης και τους λεπτούς χειρισμούς που χρειάζονταν.  Αυτό ήταν υπέρ του αιτητή έχοντας υπόψη ότι θα διερευνάτο ένας Πρέσβης της Δημοκρατίας και αναμφίβολα η έρευνα θα έπρεπε να λάμβανε υπόψη το γεγονός.  Άλλωστε, ο Καν. 22 είναι δευτερογενής νομοθεσία με το βασικό άρθρο 85 να δίδει την ουσιαστική στο θέμα πρόνοια.

 

Τέλος επί του ισχυρισμού ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας διότι το ίδιο όργανο έκρινε την κατ΄ αρχήν διαθεσιμότητα και μετέπειτα την τελική, η όλη διαδικασία όπως προβλέπεται από το άρθρο 85 ουδόλως υποστηρίζει τη θέση αυτή.  Η Ε.Δ.Υ. δεν ενήργησε ως κριτής της ίδιας αυτής απόφασης.  Κάθε άλλο.  Τήρησε με ακρίβεια την όλη διαδικασία του άρθρου 85 και έκρινε, καθώς είχε δικαίωμα, τη διαθεσιμότητα του αιτητή κατά άμεσο τρόπο και μετέπειτα, επανεξέτασε τη διαθεσιμότητα και κατά πόσο αυτή θα εξακολουθούσε να ισχύει ή θα τερματιζόταν υπό το φως των παραστάσεων του αιτητή.  Άλλωστε ο αιτητής δεν μπορεί να παραπονείται ως προς την ορθότητα της διαδικασίας που ο ίδιος χρησιμοποίησε και ορθά, σύμφωνα με το δικαίωμα που του έδιδε ο Νόμος.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                 Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο