ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
DROUSIOTIS ν. C.B.C. (1984) 3 CLR 546
Iεροπούλου Φρόσω ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3913
Kαμένος Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 25
Oικονομίδης Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47
Χρυσοστόμου Ελένη και Άλλοι ν. Αικατερίνης Δημητρίου Κωνσταντινίδου και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 13
Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 317
Παντελή Παντελής Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1020
Γεωργίου Δαυίδ ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1127
EΛΕΝΗ ΠΙΕΡΗ ν. ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1032/2005, 30 Απριλίου 2007
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D747
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
7 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 272/2010 και 385/2010
Υπóθεση Αρ. 272/2010
ΕΛΕΝΗ ΠΙΕΡΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Υπóθεση Αρ. 385/2010
ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΧΑΤΖΗΑΝΔΡΕΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή 272/2010.
Ρ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή 385/2010.
Μ. Αντωνίου (κα), για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τους καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου, οι αιτήτριες Ελένη Πιερή (Προσφυγή αρ. 272/2010) και Παντελίτσα Χατζηανδρέου (Προσφυγή αρ. 385/2010), προσβάλλουν την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λευκωσίας, ημερομηνίας 7/1/2010, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Μόνικα Χατζηπαύλου, προήχθη, κατόπιν επανεξέτασης, στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης, αναδρομικά από 1/9/2005.
Στην προσφυγή αρ. 385/2010 η αιτήτρια, εκ του περισσού προσβάλλει με ξεχωριστό αίτημα θεραπείας και την απόφαση αποκλεισμού της, η οποία, έχει συγχωνευθεί στην τελική πράξη προαγωγής.
Α. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Η θέση του Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης στο Οικονομικό Τμήμα του Δήμου Λευκωσίας (στο εξής «η επίδικη θέση»), είναι θέση Προαγωγής και ο κάτοχος της εκτελεί κυρίως λογιστική εργασία, εποπτεύει καθοδηγεί και ελέγχει κατώτερο προσωπικό, τηρεί τα πρακτικά επιτροπών και συσκέψεων και εκτελεί οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα που του ανατίθενται.
Τα απαιτούμενα προσόντα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας είναι τα ακόλουθα:
"3.1.α Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Λογιστική, Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων.
(Σημ: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο) και
3.1.β Δεκαετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού ή/ και στις προηγούμενες θέσεις Λογιστικού Λειτουργού Β΄ Τάξης ή και Γ΄ Τάξης από την οποίαν πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7, ή
3.2.α Απολυτήριο Αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης.
3.2.β Επιτυχία στην Ανώτερη Εξέταση στη Λογιστική (Higher Accounting Examination) του Εμπορικού Επιμελητηρίου Λονδίνου ή σε οποιαδήποτε άλλη εξέταση που θα εγκρινόταν ως ισότιμη από τον Υπουργό Οικονομικών και
3.2.γ Δεκαπενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού ή και στις προηγούμενες θέσεις Λογιστικού Λειτουργού Β΄ Τάξης ή/και Γ΄ Τάξης από την οποίαν πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
3.3 Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Σημειώσεις:
1. Υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούσαν κατά ή πριν τις 16/2/1996 και υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούσαν στο Κεντρικό Σφαγείο κατά ή πριν τις 16/2/1996 και μεταφέρθηκαν στο Δήμο, δύνανται να προαχθούν ως ακολούθως:
α) Οι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στα θέματα ή συνδυασμό θεμάτων τα οποία αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας Λογιστικού Λειτουργού, δύνανται να προαχθούν μετά από οκταετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού ή και στις προηγούμενες θέσεις Λογιστικού Λειτουργού και Εξεταστή Λογαριασμών 2ης και 3ης Τάξης.
β) Οι κάτοχοι απολυτηρίου αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης και πιστοποιητικού επιτυχίας στην ανώτερη εξέταση στη Λογιστική (Higher Accounting Examination) του Εμπορικού Επιμελητηρίου Λονδίνου ή σε οποιαδήποτε άλλη εξέταση που θα εγκρινόταν ως ισότιμη από τον Υπουργό Οικονομικών, δύνανται να προαχθούν μετά από δεκατριετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη Θέση Λογιστικού Λειτουργού ή/και εξεταστή Λογαριασμών 2ης και 3ης Τάξης (περιλαμβάνει και άτομα που κατείχαν τη θέση Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού ή Εισπράκτορα και μετονομάσθηκαν σε Λογιστικούς Λειτουργούς ή/και Λογιστικούς Λειτουργούς που υπηρετούσαν στο Κεντρικό Σφαγείο και μεταφέρθηκαν στο Δήμο Λευκωσίας) από την οποίαν τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7."
(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).
Στην επίδικη θέση είχαν αρχικά προαχθεί το ενδιαφερόμενο μέρος και η αιτήτρια Π. Χατζηανδρέου, των οποίων όμως οι προαγωγές ακυρώθηκαν κατόπιν προσφυγής της αιτήτριας Ε. Πιερή, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με τα προσόντα της (βλ. Ελένη Πιερή v. Δήμου Λευκωσίας, Υπόθ. Αρ. 1032/2005, ημερομηνίας 30/4/2007 - στο εξής «η ακυρωτική απόφαση»).
Κατά την επανεξέταση που διενεργήθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο, εξετάστηκαν οι προσωπικοί φάκελοι και εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις των διαδίκων οι οποίοι υπηρετούσαν ως Λογιστικοί Λειτουργοί, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.
Διαπιστώθηκε ότι μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος στα Οικονομικά, ενώ οι αιτήτριες ήσαν κάτοχοι του επαγγελματικού προσόντος LCCI Ανωτέρου Επιπέδου στη Λογιστική.
Εξετάστηκε ακολούθως η υπηρεσιακή σταδιοδρομία των διαδίκων, με κατάληξη τη διαπίστωση ότι μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε το σύνολο των απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης και τον αποκλεισμό των αιτητριών Π. Χατζηανδρέου και Ε. Πιερή «για το βασικό λόγο ότι πουθενά στις πρόνοιες των σημειώσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης δεν καταγράφεται ότι η υπηρεσία των δύο υποψήφιων, για μεν την πρώτη η υπηρεσία της στο Κεντρικό Σφαγείο, για δε τη δεύτερη η υπηρεσία της σαν Εισπράκτορας, ότι αναγνωρίζεται για σκοπούς προαγωγής».
Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού φακέλου και των εμπιστευτικών/υπηρεσιακών εκθέσεων του ενδιαφερόμενου μέρους ως της μοναδικής υποψηφίας, αποφάσισε την προαγωγή της στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1/9/2005.
Η προδικαστική ένσταση
Ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση εγείρει προδικαστικό ζήτημα έννομου συμφέροντος ισχυριζόμενος ότι, εφόσον οι αιτήτριες αποκλείστηκαν ως μη έχουσες τα απαραίτητα προσόντα προαγωγής στερούνται συνακόλουθα του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος προσβολής της προαγωγής άλλου υποψηφίου.
Απορρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό, οι δικηγόροι και των δύο αιτητριών απαντούν ότι, εφόσον το θέμα της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων κατέστη επίδικο ζήτημα, οι αιτήτριες διατηρούν το έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης που ακολούθησε τον αποκλεισμό τους.
Είναι νομολογημένο ότι, από τη στιγμή που αμφισβητείται η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με την κατοχή των προσόντων, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, αυτή καθίσταται επίδικο θέμα και ο αιτητής δε χάνει το έννομο συμφέρον του να επιδιώξει αναθεώρηση της (βλ. Χρυσοστόμου κ.ά. v. Kωνσταντινίδου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Παντελή v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020). Συνεπώς, ο ισχυρισμός των καθ'ων η αίτηση δεν ευσταθεί και η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Οι λόγοι ακύρωσης
Εκ μέρους της αιτήτριας Ε. Πιερή, στην Προσφυγή αρ. 272/2010, προβάλλεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω παραβίασης του δεδικασμένου και πιο συγκεκριμένα λόγω μη συμμόρφωσης των καθ'ων η αίτηση με το εύρημα του ακυρωτικού Δικαστή, ότι κακώς είχε αποκλειστεί από τη διαδικασία η αιτήτρια και επιπρόσθετα, για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και αντιφατική στάση του Συμβουλίου κατά την αξιολόγηση της κατοχής από πλευράς της, των απαιτούμενων προσόντων προαγωγής. Η παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας και ο παραγκωνισμός της σχετικής άποψης του Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, οδήγησε, κατά την αιτήτρια, το Συμβούλιο σε πλάνη περί τα πράγματα και εν τέλει στον παράνομο αποκλεισμό της.
Τον αποκλεισμό της ως μη προσοντούχου αμφισβητεί και η αιτήτρια Π. Χατζηανδρέου στην Προσφυγή αρ. 385/2010, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για μια αναιτιολόγητη απόφαση, που στην περίπτωση της συνιστά ουσιαστικά «ανάκληση ευμενούς απόφασης» η οποία λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς ειδική αιτιολογία, δεδομένου ότι στην αρχική διαδικασία, η αιτήτρια είχε θεωρηθεί ότι κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα.
Για την εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών καθίσταται αναγκαία η παράθεση των σχετικών αποσπασμάτων της ακυρωτικής απόφασης και του πρακτικού της επανεξέτασης του Συμβουλίου.
Αποδεχόμενο την εισήγηση της αιτήτριας Ε. Πιερή ότι πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα της παραγράφου 1(β) του σχεδίου υπηρεσίας, εφόσον είχε πρωτοδιοριστεί στη θέση του εισπράκτορα από τις 17/7/89, η οποία αργότερα, το 2001, μετονομάστηκε σε θέση Λογιστικού Λειτουργού, το Δικαστήριο, στις σελ. 12 -13 της ακυρωτικής απόφασης του, σημείωσε τα ακόλουθα:
"Στη δική μας περίπτωση ο καθού η αίτηση με επιστολή του ημερ. 10/1/05 ζήτησε την άποψη του Διευθυντή Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού ο οποίος με επιστολή του ημερ. 14/2/06 απάντησε τα ακόλουθα:
"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με αρ. Φακ. 03 - 5/63 και ημερ. 10.1.2005, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι στη δημόσια υπηρεσία, σε περίπτωση μετονομασίας θέσης μέσω του Προϋπολογισμού, η υπηρεσία στην προηγούμενη θέση αναγνωρίζεται ως υπηρεσία στη μετονομασθείσα νέα θέση για σκοπούς προαγωγής.
2. Σχετική με το θέμα αυτό είναι και η επιστολή μας με αρ. Φακ. 10.6.37 και ημερ. 10.7.1998, σε απάντηση ανάλογου ερωτήματος που μας θέσατε με την επιστολή σας με αρ. Φακ. 03-2/7 και ημερ. 30.3.1998."
Παρά την πιο πάνω άποψη του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ο καθού η αίτηση χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε περαιτέρω έρευνας και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία γιατί να μην ακολουθήσει αυτή την άποψη, κατέληξε να μην αναγνωρίσει την υπηρεσία της αιτήτριας στη θέση εισπράκτορα για σκοπούς προαγωγής. Είμαι της άποψης ότι η απόφαση του καθού η αίτηση υπόκειται σε ακύρωση (α) λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και (β) λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Το γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομολογία που παράθεσα πιο πάνω το θέμα αξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων και γενικά των σχεδίων υπηρεσίας είναι κατά κύριο λόγο στην αρμόδια αρχή, δεν σημαίνει ότι τούτο μπορεί να γίνεται χωρίς τη δέουσα έρευνα ή αιτιολογία. Εφόσον λοιπόν έκρινα ότι κακώς αποκλείστηκε από τη διαδικασία προαγωγής η αιτήτρια, δε χρειάζεται να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης."
Επανεξετάζοντας το ζήτημα της πλήρωσης της επίδικης θέσης, το Συμβούλιο σημείωσε στα πρακτικά του, αναφορικά με τις αιτήτριες, τα ακόλουθα:
"Το Δημοτικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η υπηρεσία της κ. Ελένης Πιερή που είχε όταν κατείχε τη θέση του Εισπράκτορα δεν καλύπτεται από την πρόνοια (β) των Σημειώσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης για προαγωγή.
Ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου τέθηκε επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού σχετική με την αναγνώριση υπηρεσίας σε άλλη θέση για σκοπούς προαγωγής, στην οποίαν αναφέρεται ότι στη Δημόσια Υπηρεσία η υπηρεσία υπαλλήλων των οποίων η θέση μετονομάζεται, η υπηρεσία τους στην προηγούμενη θέση αναγνωρίζεται για σκοπούς προαγωγής, νοουμένου ότι η μετονομασία αυτή έγινε μέσω του προϋπολογισμού.
Η επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού μελετήθηκε και το Δημοτικό Συμβούλιο, μετά από την ολοκλήρωση της εξέτασης όλων των παραγόντων, δηλαδή το τι ακολουθείται στο Δημόσιο όπου οι μετονομασίες γίνονται μέσω του προϋπολογισμού (όπως αναφέρεται στην επιστολή), ο οποίος τυγχάνει της δέουσας έγκρισης και το ότι οι Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης των οποίων οι δαπάνες χρηματοδοτούνται από τους κρατικούς προϋπολογισμούς δεν πρέπει να δεσμεύονται για θέματα προσωπικού ή συλλογικών συμβάσεων χωρίς την εκ των προτέρων έγκριση του Υπουργείου Εσωτερικών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η επιβεβλημένη διαδικασία της μετονομασίας του τίτλου της θέσης μέσω του προϋπολογισμού, ο οποίος θα αποστελλόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών για προώθηση και έγκριση. Μοναδική πράξη που έγινε από το Δήμο ήταν η απλή μετονομασία, εφαρμόζοντας τη συλλογική σύμβαση η οποία δεν στάληκε πριν την υπογραφή της για έγκριση στο αρμόδιο Υπουργείο ως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 40.835, 6.4.1994, παράγραφος 52.
Το Δημοτικό Συμβούλιο αφού ολοκλήρωσε την έρευνα του σχετικά με την διαπίστωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων και των άλλων προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας, προχώρησε στην αξιολόγηση όλων των διαπιστώσεων του.
...............................
Αναφορικά με την υποψήφια κ. Παντελίτσα Χατζηανδρέου, σύμφωνα με όλες τις διαπιστώσεις μετά από την έρευνα του Δημοτικού Συμβουλίου και σύμφωνα με το διορισμό της, διαπιστώθηκε, ότι η υπηρεσία της στο Κεντρικό Σφαγείο φαίνεται ότι πληροί την πρόνοια (β) των σημειώσεων, δηλαδή «οι κατέχοντες τα προσόντα στο (β) με δεκατριετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 2ης και 3ης Τάξης, από την οποίαν τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7».
Διαπιστώθηκε όμως ότι στις σημειώσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης δεν υπάρχει πρόνοια αναγνώρισης της υπηρεσίας την οποίαν είχε σαν Λογιστικός Λειτουργός, που υπηρετούσε στο Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου.
Η κ. Ελένη Πιερή δεν πληροί την πρόνοια (β) των σημειώσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης γιατί δεν υπηρετούσε στη θέση Λογιστικού Λειτουργού κατά την 16η/2/1996 ως η σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης.
Επίσης διαπιστώθηκε ότι για 12 χρόνια εκτελούσε χρέη Εισπράκτορα και μόνο 4 χρόνια χρέη Λογιστικού Λειτουργού.
Τοποθετήθηκε στο Λογιστήριο και εκτελούσε χρέη Λογιστικού λειτουργού από την 1/9/2001.
Το Δημοτικό Συμβούλιο, σύμφωνα με όλες τις πιο πάνω διαπιστώσεις που φάνηκαν μέσα από την έρευνα κατά πόσο οι υποψήφιοι πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξεως που απαιτούνται για προαγωγή, αποφάσισε όπως αποκλείσει τις δύο υποψήφιες κ.κ. Παντελίτσα Χατζηανδρέου και Ελένη Πιερή ...................."
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά που προεκτέθηκαν, το Συμβούλιο, απέκλεισε την αιτήτρια Ε. Πιερή, επικαλούμενο τη δική του παράλειψη να προβεί στην ορθή διαδικασία κατά τη μετονομασία της θέσης του Εισπράκτορα, την οποία κατείχε η αιτήτρια από τις 17/7/89.
Η θέση, όπως ήδη επισημάνθηκε, μετονομάσθηκε με απόφαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 17/5/2001 και από την 1/9/2001 η αιτήτρια τοποθετήθηκε στο Λογιστήριο εκτελώντας καθήκοντα Λογιστικού Λειτουργού.
Η μικτή συνολική υπηρεσία της αιτήτριας στις θέσεις Εισπράκτορα και Λογιστικού Λειτουργού, ανερχόταν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ίδιου του Συμβουλίου, σε 16 χρόνια και 2 μήνες, με κατοχή της κλίμακας Α7 για περίοδο 3 χρόνων και 11μηνών. Εάν το εν λόγω διάστημα λαμβάνετο υπόψη, τότε, σε συνδυασμό με την κατοχή του προσόντος στη Λογιστική, θα ήταν αρκετό για να καταστήσει προσοντούχο την αιτήτρια δυνάμει της παραγράφου (β) της σημείωσης του σχεδίου υπηρεσίας. Πλην όμως, δεν λήφθηκε υπόψη γιατί η διατυπωμένη άποψη του Συμβουλίου ήταν ουσιαστικά μια παραδοχή ότι στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια δεν μπορούσε να επωφεληθεί ως εκ της μετονομασίας της θέσης που κατείχε, όπως προβλέπεται στο ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας, διότι δεν ακολουθήθηκε η επιβεβλημένη διαδικασία της μετονομασίας της θέσης του Εισπράκτορα, μέσω του προϋπολογισμού, δηλαδή η διαβίβαση του θέματος για έγκριση στο Υπουργείο Εσωτερικών και ότι η μοναδική πράξη που είχε γίνει από το Δήμο ήταν η απλή μετονομασία κατ' εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης.
Η όψιμη παραδοχή του Συμβουλίου για κενά και παραλείψεις κατά τη διαδικασία της μετονομασίας συγκεκριμένης θέσης, της οποίας η κατοχή εξετάζεται στα πλαίσια πλήρωσης άλλης θέσης σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να αποβεί σε βάρος της αιτήτριας, γιατί παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, όπως οι εν λόγω αρχές καταγράφονται στο άρθρο 51 του Νόμου 158(Ι)/99.
Στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Β΄ Έκδοση (1984) στη σελ 133 αναφέρονται τα εξής:
"Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί, ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση τη λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή».
Τα πιο πάνω σχετίζονται με τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της συνεπούς συμπεριφοράς της διοίκησης, οι οποίες υιοθετήθηκαν μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Ιερόπουλου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3913, Droushiotis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 546 και Καμένος v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25.
Στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο έδωσε ως αιτιολογία, τη δική του παράλειψη να προβεί στις δέουσες ενέργειες κατά τη μετονομασία θέσης που βρισκόταν υπό την ευθύνη του και η οποία είχε περιληφθεί στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Ως εκ τούτου, η αιτήτρια Ε. Πιερή, η οποία είχε διεκδικήσει την προαγωγή της υπό καθεστώς ευνοϊκό γι' αυτή με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και την προκήρυξη, τέθηκε σε δυσμενή θέση και είναι προφανές ότι ο αποκλεισμός της έγινε ενάντια στις αρχές της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς της διοίκησης.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις ισχύουν και στην περίπτωση της αιτήτριας Π. Χατζηανδρέου.
Η τελευταία, σύμφωνα με τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του Συμβουλίου, είχε διορισθεί στο Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου, στις 7/7/1988 σαν Γραφέας Λογιστηρίου, θέση η οποία μετονομάστηκε την 1/1/1992 σε Λογιστικό Λειτουργό, με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει συνολικά 13 χρόνια και 6 μήνες στη θέση Λογιστικού Λειτουργού και 7 χρόνια συνολικής υπηρεσίας στην κλίμακα Α7.
Η πιο πάνω υπηρεσία, σε συνδυασμό με την κατοχή του επαγγελματικού προσόντος (LCCI), είχε αρχικά κριθεί ως επαρκής για τις ανάγκες του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Η Επιτροπή Προσωπικού του Δήμου είχε τότε (2005) σημειώσει στην εισήγηση της προς το Συμβούλιο ότι «η κ. Παντελίτσα Χατζηανδρέου έχει συνολική υπηρεσία δεκατρία και μισό χρόνια στη θέση Λογιστικού Λειτουργού, από τα οποία επτά χρόνια στην κλίμακα Α7 και κρίνεται ότι πληρεί όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού Α΄ για προαγωγή».
Υπήρξε όμως, κατά την επανεξέταση, μεταβολή της στάσης του Συμβουλίου, με το σκεπτικό ότι δεν υπάρχει στις σημειώσεις του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, πρόνοια αναγνώρισης της υπηρεσίας της ως Λογιστικού Λειτουργού στο Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου.
Με δεδομένο το λεκτικό της παραγράφου 1(β) των Σημειώσεων του σχεδίου υπηρεσίας, σύμφωνα με το οποίο «περιλαμβάνει και άτομα που κατείχαν τη θέση Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού ή Εισπράκτορα και μετονομάσθηκαν σε Λογιστικούς Λειτουργούς ή/και Λογιστικούς Λειτουργούς που υπηρετούσαν στο Κεντρικό Σφαγείο και μεταφέρθηκαν στο Δήμο Λευκωσίας» και έχοντας πάντα υπόψη ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας αποτελεί αποκλειστική ευθύνη και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (βλ. Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47), η τοποθέτηση του Συμβουλίου, ότι δεν υπήρχε ρητή πρόνοια αναγνώρισης της υπηρεσίας του Λογιστικού Λειτουργού στο Κεντρικό Σφαγείο, είναι αόριστη και ασαφής και δεν μπορεί να στηρίξει την επίδικη απόφαση.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (βλ. Σταύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).
Επομένως, η απόφαση πάσχει λόγω αόριστης και ασαφούς αιτιολογίας και ως τέτοια θα πρέπει να ακυρωθεί (Πάντης ν. ΣΑΛΑ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1089).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι προσφυγές θα πρέπει να επιτύχουν. Εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης τους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές επιτυγχάνουν, με έξοδα €1.250 υπέρ της κάθε αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ