ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης M. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-10-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΘΕΟΔΟΣΗ ν. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 216/2012, 9/10/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D755

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 216/2012)

 

 

 9 Οκτωβρίου, 2014

 

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

 

ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΘΕΟΔΟΣΗ,

 

                                                                      Αιτήτριας,

 

και

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ης η αίτηση.

______

 

M. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια

N. X"Iωάννου (κα), για την καθ΄ ης η αίτηση

 

______

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής η Αρχή) ημερομηνίας 17.12.2012 να προάξει στη μόνιμη θέση Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Προσωπικό Εκμετάλλευσης) την Αλίκη Δράκου και την Ελένη Κακουλλή, αντί την ίδια.

 

     Η πλήρωση των δύο θέσεων, οι οποίες είναι θέσεις προαγωγής, αποφασίστηκε από την Αρχή στις 5.7.2011 και τις θέσεις νομιμοποιούνταν να διεκδικήσουν 31 λειτουργοί, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στον αμέσως κατώτερο βαθμό του Υποτμηματάρχη.  Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη Αλίκη Δράκου (ΕΜ1) και Ελένη Κακουλλή (ΕΜ2).

 

     Ο σχετικός κατάλογος με τα ονόματα των υποψηφίων που νομιμοποιούνταν να διεκδικήσουν τις θέσεις, ετοιμάστηκε από το Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής (στο εξής το Συμβούλιο Προσωπικού) κατά τη συνεδρία του ημερ. 29.11.11, η οποία συγκλήθηκε προκειμένου να υλοποιηθούν οι πρόνοιες του Κ10(5)[1] των περί Προσωπικού της Αρχής Γενικών Κανονισμών του 1982 (ΚΔΠ 220/82, όπως τροποποιήθηκαν).  Στην ίδια συνεδρία, το Συμβούλιο Προσωπικού, αφού έλαβε υπόψη τα Φύλλα Ποιότητας, τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και τα κριτήρια που προνοούνται από τον Κ10(7)[2], εισηγήθηκε την προαγωγή στις επίδικες θέσεις της αιτήτριας και της Ελένης Κακουλλή (ΕΜ2). Μάλιστα η αιτήτρια εξασφάλισε τη ψήφο των πέντε από τα έξι μέλη του Συμβουλίου, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη εξασφάλισαν, αντιστοίχως, δύο και ημίσεια και τρεις και ημίσεια ψήφους.

 

     Τα αποτελέσματα της προαναφερθείσας συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού τέθηκαν υπόψη του Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή της Αρχής (στο εξής ο Διευθυντής), ο οποίος τα υιοθέτησε και εισηγήθηκε στις 13.1.12 στο Συμβούλιο της Αρχής την προαγωγή της αιτήτριας και του ΕΜ2.  Παρατίθεται συναφώς αυτούσιο το σχετικό μέρος της σύστασης του:-

 

«Aπo τη δική μου μελέτη των ενώπιον μου στοιχείων, περιλαμβανομένων των τομέων δραστηριότητας και έργων με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι και της εν γένει πείρας που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, των βαθμολογιών, των παρατηρήσεων και των συστάσεων των Προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας και τα Έντυπα Αξιολόγησης, καθώς και του υπόλοιπου περιεχομένου του προσωπικού τους φακέλου, θεώρησα κατ' αρχήν ως ουσιαστικά καταλληλότερους για τις συγκεκριμένες κενές θέσεις τους Υποτμηματάρχες (Εμπορικό Προσωπικό/Εκμετάλλευση) και διαπίστωσα ότι οι τέσσερεις αυτοί υποψήφιοι είναι καθόλα ικανοί για πλήρωση των δύο κενών θέσεων και ισοδύναμοι, αφού βαθμολογούνται και οι τέσσερεις με 5,00 και έχουν την ίδια αρχαιότητα τόσο στη Cyta (προσλήφθηκαν στις 8.7.1991) όσο και στο βαθμό του Υποτμηματάρχη (προήχθησαν την 1.6.2003). Ακόμη, τα προσόντα των τεσσάρων υποψηφίων είναι ισοδύναμα.

 

Έχοντας υπ΄ όψιν όλα τα πιο πάνω, εισηγούμαι όπως ακολουθηθεί η κατά πλειοψηφία σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού, δηλαδή εισηγούμαι όπως οι δύο κενές θέσεις Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Εκμετάλλευση) πληρωθούν με προαγωγή των υπαλλήλων Ευδοκίας Θεοδόση (797) και Ελένης Κακουλλή (1703).»

 

 

     Τέσσερις ημέρες μετά τη διατύπωση της σύστασης του Διευθυντή, στις 17.1.12, συνήλθε σε συνεδρία το Συμβούλιο της Αρχής για πλήρωση των επίδικων θέσεων.   Αφού μελέτησε - όπως αναφέρεται στα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τη συνεδρία - διεξοδικά όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, έκρινε κατ΄ αρχή ως καταλληλότερους για προαγωγή την αιτήτρια, τα ενδιαφερόμενα μέρη και ακόμη ένα υποψήφιο που δεν είναι μέρος στην παρούσα διαδικασία.  Στη συνέχεια, το Συμβούλιο της Αρχής, προχώρησε σε περαιτέρω σύγκριση των τεσσάρων υποψηφίων που κρίθηκαν κατά το πρώτο στάδιο καταλληλότεροι για προαγωγή και ομόφωνα προήγαγε στη μία θέση το ΕΜ1 και κατά πλειοψηφία το ΕΜ2.  Παρατίθεται συναφώς αυτούσιο το σκεπτικό του Συμβουλίου της Αρχής τόσο για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, όσο και για τη μη επιλογή της αιτήτριας που είχε προς όφελός της τις ψήφους τόσο του Συμβουλίου Προσωπικού όσο  και τη σύσταση του Διευθυντή:

 

«Όσον αφορά την επιλογή της Αλίκης Δράκου (6263), το Συμβούλιο σημείωσε ότι, από τα σχόλια των προϊσταμένων της, χαρακτηρίζεται ως πολύτιμο στέλεχος με άρτια επαγγελματική κατάρτιση, το οποίο με τη μεγάλη του εμπειρία συμβάλλει με μεγάλη επιτυχία στην επίτευξη των στόχων της μονάδας του. Επιπρόσθετα, η Αλίκη Δράκου έχει στρατηγικό μυαλό, ψηλού επιπέδου οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, σωστή αντίληψη και κρίση, ενώ ακόμη είναι δημιουργική και συχνά εισηγείται καινοτόμες ιδέες. Τα στοιχεία αυτά μαζί με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, κατέληξε το Συμβούλιο, αποδεικνύουν την ουσιαστική καταλληλότητα της Αλίκης Δράκου, για την πλήρωση της μίας κενής θέσης Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Προσωπικό Εκμετάλλευσης). Το Συμβούλιο, χωρίς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής δεν εισηγήθηκε την προαγωγή της Αλίκης Δράκου, σημείωσε ότι ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής έκρινε και τους τέσσερις πιο πάνω υποψηφίους ως καθόλα ικανούς για την πλήρωση των δύο κενών θέσεων και ισοδύναμους. Το Συμβούλιο επέλεξε την Αλίκη Δράκου ως καταλληλότερη για προαγωγή για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

 

..................

 

 

Οσον αφορά την επιλογή της Ελένης Κακουλλή (1703), η πλειοψηφία του Συμβουλίου αποτελούμενη από τα μέλη Χρ. Αντούνα, Α. Αντωνίου, Γ. Τσακκιστό, Χ. Τσουρή και Γ Χαρή, σημείωσε ότι, από τα σχόλια των προϊσταμένων της, χαρακτηρίζεται ως άριστο και πολυτιμότατο στέλεχος, με μοναδικές και ψηλού επιπέδου ικανότητες (αντίληψη ανάλυση και κρίση), το οποίο ηγείται με επαγγελματισμό και απαράμιλλο ζήλο του τμήματος του. Λόγω αυτών της των χαρακτηριστικών/ικανοτήτων, συμμετείχε σε στρατηγικά έργα, ενώ ασχολήθηκε και με την ανάπτυξη διαδικασιών παροχής και υποστήριξης πλειάδας προϊόντων/υπηρεσιών (που έχουν να κάνουν με το μέλλον των τηλεπικοινωνιών), όπως είναι οι υπηρεσίες σύγκλισης, τα δίκτυα νέας γενιάς και τα προϊόντα τηλεπληροφορικής. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω κατέληξε η πλειοψηφία του Συμβουλίου, αποδεικνύουν την ουσιαστική καταλληλότητα της Ελένης Κακουλλή για την πλήρωση της άλλης κενής θέσης Τμηματάρχη (Εμπορικό Ιΐροσωπικό/Προσωπικό Εκμετάλλευσης).»

 

 

 

     Και σε σχέση με την αιτήτρια  «. ότι έλαβεν υπ΄ όψιν και τα σχόλια των προϊσταμένων της Ευδοκίας Θεοδόση (797), έκρινε όμως έστω και κατά τι ως ουσιαστικά καταλληλότερη για την πλήρωση της δέυτερης κενής θέσης, την Ελένη Κακουλλή (1703)».

 

     Η απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στις επίδικες θέσεις γνωστοποιήθηκε στο προσωπικό της Αρχής την επομένη και η αντίδραση της αιτήτριας εκδηλώθηκε με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, την οποία προώθησε με άξονα τρεις ακυρωτικούς λόγους.  Ότι (α) η Αρχή παραγνώρισε τη σύσταση τόσο του Διευθυντή όσο και του Συμβουλίου Προσωπικού, χωρίς αιτιολογία, (β) η απόφαση της πάσχει από αοριστία και ελλιπή αιτιολογία που δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο και ότι (γ) παραγνώρισε τα πρόσθετα προσόντα της και τη σχετική πείρα με τα καθήκοντα της θέσης που της προσέδιδε υπεροχή σε αξία.

 

     Από την άλλη πλευρά οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αρχής υποστήριξαν την ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά πριν την εξέταση των προαναφερθέντων λόγων ακύρωσης θα΄ ταν χρήσιμο να παρατεθούν σε συντομία τα προς σύγκριση υπηρεσιακά στοιχεία των διαδίκων. 

 

     Σύμφωνα με τα έντυπα αξιολόγησης τους, οι διάδικοι εμφανίζονται ως ισοδύναμοι στις βαθμολογίες περιόδου 1.1.08 - 31.12.10 με μέσο όρο 5,00 σε κάθε κριτήριο.  Σύμφωνα με τη νομολογία, οι βαθμολογίες αποτελούν το διαχρονικό δείκτη της αξίας (βλ. Κωνσταντίνου ν. Ξενίδη κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ. 375).

 

     Αναφορικά με τα προσόντα, η αιτήτρια, εκτός από το πρώτο πτυχίο Β.Sc in Economics από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1985, κατέχει και Diploma in Marketing το οποίο απέκτησε το 1986.  (Βλ. Συνημμένο «Α» στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας).

 

     Από την άλλη το ΕΜ1 Αλίκη Δράκου κατέχει Β.Α in Economics (Minor: Business Administration) από την Αμερική το οποίο απέκτησε το 1986 ενώ το ΕΜ2 Ελένη Κακουλλή είναι κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  το 1988.

 

     Επίσης τόσο η αιτήτρια όσο και το ΕΜ1 διαθέτουν διάφορα άλλα πιστοποιητικά GCE.

 

     Στο στοιχείο της αρχαιότητας, οι διάδικοι προσελήφθησαν στην Αρχή την ίδια ημερομηνία δηλαδή στις 8.7.1991 και προάχθηκαν στην προηγούμενη της επίδικης, θέση του Υποτμηματάρχη επίσης την ίδια ημερομηνία δηλαδή την 1.6.2003.  Όμως η αιτήτρια υπερέχει λόγω ηλικίας.  Γεννήθηκε στις 10.10.63 ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη στις 25.10.64 και 9.4.66 αντίστοιχα.

 

     Ακολουθεί η εξέταση των λόγων ακύρωσης, με τη σειρά που παρατίθενται πιο πάνω.          

 

     Αποτελεί βασική θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι ενόψει της σύστασης του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή προς όφελος της αιτήτριας, η Αρχή όφειλε να δώσει ειδική αιτιολογία γιατί επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί της αιτήτριας.  Όμως, αντί  ειδικής αιτιολογίας, η Αρχή λειτούργησε αντιφατικά αφού φαίνεται να επέλεξε το ΕΜ2 επειδή συστάθηκε από το Διευθυντή και την ίδια στιγμή παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας.

     Η προσβαλλόμενη απόφαση, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αρχής, είναι καθόλα έγκυρη και νόμιμη και προς τούτο επικαλέστηκε τα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας όπου, όπως  υπόβαλε, καταγράφονται με σαφήνεια οι λόγοι για την επιλογή της να μην ακολουθήσει τις δύο συστάσεις.  Αυτό που κυρίως προσμέτρησε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, επεσήμανε, ήταν τα σχόλια των προϊσταμένων τους και στη βάση των σχετικών Κανονισμών που διέπουν τις προαγωγές του προσωπικού της Αρχής, η Αρχή είχε την ευχέρεια να ενεργήσει όπως ενήργησε και τόνισε ότι ο Διευθυντής απλώς συμφώνησε με την εισήγηση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού, χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε που να αιτιολογεί τη σύστασή του.

 

     Εξέτασα με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των μερών, οι οποίες αναπτύσσονται με ικανότητα στις σχετικές αγορεύσεις των συνηγόρων τους.  Οι θέσεις της Αρχής δεν με βρίσκουν σύμφωνο.  Τα στοιχεία στα οποία απέδωσε υπεροχή στα Ενδιαφερόμενα Μέρη, με έρεισμα τα σχόλια των προϊσταμένων τους, είναι στοιχεία τα οποία βαθμολογούνται στα έντυπα αξιολόγησης των υποψηφίων.  Αιτήτρια όμως και Ενδιαφερόμενα Μέρη, στα σχετικά έντυπα, εμφανίζονται ισάξια και ως εκ τούτου κρίνω πως η επίδικη απόφαση της Αρχής είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.  Επιπρόσθετα η σημασία της σύστασης, ως έχουσα συμβουλευτικό χαρακτήρα, επιβαρύνει το διοικητικό όργανο με το καθήκον να δίδει ειδική αιτιολογία όταν αποκλίνουν απ΄ αυτή.  Σχετικά στην απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, τονίστηκε ότι «Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ  αυτού προκύπτει και ο ρόλος του.  Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.  Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά».  Στη βάση αυτή η αναφορά της Αρχής «. ότι έλαβε υπ΄ όψιν και τα σχόλια των προϊσταμένων της Ευδοκίας Θεοδόση (797), έκρινε όμως έστω και κατά τι ως ουσιαστικά καταλληλότερη για την πλήρωση της δεύτερης κενής θέσης, την υποψήφια Ελένη Κακουλλή (1703)»  κρίνεται πως στερείται στοιχειώδους αιτιολογίας ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Αν η Αρχή ήθελε να αγνοήσει  την υπεροχή της αιτήτριας έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών, την οποία της προσέδωσε το Συμβούλιο Προσωπικού, καθώς επίσης και την υπεροχή που έτυχε από το Διευθυντή έναντι του ΕΜ1, όφειλε να δώσει ειδική αιτιολογία για την απόκλισή της, πράγμα που απέτυχε να πράξει.  Ενόψει τούτου η προσφυγή δεν μπορεί παρά να επιτύχει, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης και των υπολοίπων δύο λόγων ακύρωσης.

 

     Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με €1.200 συν ΦΠΑ έξοδα προς όφελος της αιτήτριας.

 

 

 

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ



[1] (5)    Αι  προαγωγαί  ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής,  η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και  τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.

 

[2] (7)    Οι  κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και  την εν γένει  ουσιαστική καταλληλότητα τους,  όπως προκύπτει  από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου,  τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.

Η Αρχή διατηρεί  το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί  ή -να μη καλεί  σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη  θέση ή θέσεις:

Νοείται   ότι,  στην περίπτωση που η Αρχή αποφασίζει  να καλέσει  τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη,   η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο