ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D754
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 203/2012)
9 Οκτωβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Ειρ. Tουμάζου (κα), για τον αιτητή
Θ. Πιπερή (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση.
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ: Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης χωραφιού στο Τσέρι - του τεμαχίου 73, Φ/Σχ. ΧΧΧ/37W2, Τμήμα 12 - το οποίο αποφάσισε να οικοπεδοποιήσει και προς το σκοπό αυτό κατάθεσε στις 24.10.11 αίτηση για τη σχετική πολεοδομική άδεια.
Η Πολεοδομική Αρχή (ΠΑ) αποφάσισε στις 21.11.11 να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια, θέτοντας όμως όρους με τους οποίους ο αιτητής υποχρεωνόταν να παραχωρήσει πέραν του 35% της έκτασης του κτήματος του στο δημόσιο για σκοπούς διαμόρφωσης του οδικού δικτύου της περιοχής. Ενόψει τούτου, οι σχετικοί όροι συνοδεύονταν από σημείωση με την οποία η ΠΑ πληροφορούσε τον αιτητή ότι σύμφωνα με την παράγραφο 3.3.7 του Κεφαλαίου 3 (Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής) της Δήλωσης Πολιτικής δικαιούταν μέσα σε έξι μήνες να υποβάλει αίτηση για αποζημίωση. Και αυτό, παρόλο που σύμφωνα με πρόνοια της εν λόγω παραγράφου ότι σε τέτοια περίπτωση «. η απαίτηση για παραχώρηση δημόσιων χώρων πρασίνου ή/και κοινωνικού εξοπλισμού θα μειώνεται ανάλογα, έτσι ώστε ο συνολικός επηρεασμός της ακίνητης ιδιοκτησίας να μην υπερβαίνει το 35% όπου αυτό είναι δυνατό».
Ο αιτητής, αντί να ασκήσει το δικαίωμα για διεκδίκηση αποζημίωσης, επέλεξε να προσβάλει τη νομιμότητα της απόφασης με προσφυγή, θεωρώντας ότι οι όροι που τέθηκαν στην άδεια που του χορηγήθηκε επηρέαζαν δυσμενώς την ανάπτυξη του κτήματός του. Και αυτό, όπως προώθησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του, στη βάση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (α) είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με το Νόμο, (β) παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης του πολίτη προς το Κράτος, (γ) λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και (δ) επηρέασε άνισα το τεμάχιο του. Αναλυτικά:
Για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, υποστηρίχθηκε από τους ευπαίδευτους συνήγορους του αιτητή, η ΠΑ βασίστηκε στις παρ. 3.3.1, 3.3.2 και 3.3.3 της παραγράφου 3.3.7 του Κεφαλαίου 3 (Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής) της Δήλωσης Πολιτικής, ενώ η περίπτωση του αιτητή ενέπιπτε στην κατηγορία της παραγράφου 3.3.4(β) της εν λόγω Δήλωσης. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία επέφερε αισθητή μείωση του αξιοποιήσιμου εμβαδού του κτήματος του αιτητή και άνισο χειρισμό της ιδιοκτησίας του, είναι αντίθετη με το Νόμο και αναιτιολόγητη.
Η επίδικη απόφαση της ΠΑ, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, είναι καθόλα αιτιολογημένη και νόμιμη. Αιτιολογημένη καθότι ικανοποιεί πλήρως τις πρόνοιες των άρθρων 28(1) και 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) ως παραπέμπουσα σε όλα τα στοιχεία, που η φύση του θέματος απαιτούσε να γίνει παραπομπή, προκειμένου να προσφέρει την αναγκαία αιτιολόγηση ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Νόμιμη καθότι η περίπτωση του αιτητή ενέπιπτε ξεκάθαρα στις πρόνοιες της παραγράφου 3.3.1(α) της παραγράφου 3.3.7 του Κεφαλαίου 3 της Δήλωσης, και όχι στην παράγραφο 3.3.4(β) που αφορά τη δυνατότητα που παρέχεται στην ΠΑ να μη επιβάλει όρο για παραχώρηση χώρου πρασίνου όταν το σκοπούμενο να αναπτυχθεί κτήμα έχει εμβαδό μικρότερο των 2.500 τ.μ.
Διεξήλθα τις εκατέρωθεν θέσεις επί του υπό συζήτηση θέματος και κατά την άποψή μου το παράπονο του αιτητή ότι η περίπτωση του εμπίπτει στις πρόνοιες της παραγράφου 3.3.4(β) και όχι της παραγράφου 3.3.1(α) δεν ευσταθεί. Απλή και μόνο θεώρηση του περιεχομένου της παραγράφων 3.3.4(β)[1] αποκαλύπτει ότι όπου το υπό ανάπτυξη τεμάχιο είναι εμβαδού μικρότερο των 2.500 τ.μ. - όπως είναι και το επίδικο που είναι εμβαδού 1078 τ.μ. - παρέχεται στην ΠΑ δυνατότητα να μην απαιτήσει την παραχώρηση γης για χώρο πρασίνου. Και αυτό συνέβη στην παρούσα περίπτωση αφού η ΠΑ υλοποίησε τη δυνατότητα που της έδινε η εν λόγω παράγραφος και δεν επέβαλε όρο για παροχή χώρου πρασίνου και κατά συνέπεια το υπό συζήτηση παράπονο του αιτητή δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί και το συναφές παράπονό ότι στην περίπτωση του δεν τυγχάνει εφαρμογής η παρ. 3.3.1(α)[2]. Και αυτό καθότι από το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου καθίσταται πρόδηλο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ένα σαφές νομικό πλαίσιο και έχει σαφή αιτιολογία, η οποία αφορά τη δημιουργία του βασικού οδικού δικτύου που είναι συστατικό στοιχείο της ανάπτυξης, αφού συνδέεται με τις στοιχειώδεις υποδομές που επιβάλλεται να έχει μια ανάπτυξη.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι ο υπό συζήτηση λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και ακολουθεί η εξέταση του δεύτερου λόγου, με τον οποίο ο αιτητής διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι στην περίπτωση του παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης. Πρόκειται για ισχυρισμό που κατά την άποψή μου έκδηλα δεν ευσταθεί. Όπως είναι νομολογημένο, εκείνος που επικαλείται κακόπιστη συμπεριφορά της διοίκησης έχει το βάρος να προβάλει και τα γεγονότα τα οποία την στοιχειοθετούν, βάρος το οποίο στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν έχει αποσείσει αφού περιορίστηκε απλώς να επαναλάβει τους ισχυρισμούς που προώθησε και σε σχέση με τον πρώτο ακυρωτικό λόγο. Παραγνωρίζοντας ότι όπως ορθά επισημάνθηκε από τη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση «Η καλή πίστη της διοίκησης και η μέριμνα της να αντιμετωπίσει τυχόν ανεπιεικείς επιπτώσεις αποδεικνύεται με την παρότρυνση του Αιτητή να ζητήσει αποζημίωση για τον μεγάλο επηρεασμό της ιδιοκτησίας του στη βάση της πρόνοιας της παραγράφου 3.3.7». Έπεται ότι ούτε ο δεύτερος λόγος ακύρωσης ευσταθεί και ακολουθεί η εξέταση του τρίτου λόγου.
Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης ο αιτητής υποστηρίζει ότι η διοίκηση ενήργησε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας. Όπως όμως διαπιστώνεται, οι ισχυρισμοί που διατύπωσε για θεμελίωσή του δεν είναι οτιδήποτε άλλο παρά επανάληψη των ισχυρισμών που προώθησε σε σχέση με τους ισχυρισμούς περί εσφαλμένης νομικής βάσης. Όμως σύμφωνα με τη νομολογία η κατάχρηση εξουσίας ως λόγος ακυρότητας δεν τεκμαίρεται, αλλά πρέπει να φαίνεται ικανοποιητικά από το σχετικό φάκελο της διοίκησης ή να αποδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον αιτητή. Στην περίπτωση που εδώ εξετάζεται δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και κατά συνέπεια ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Τέλος ο αιτητής προβάλλει ως τέταρτο λόγο ακύρωσης ότι η επίδικη πράξη επηρέασε άνισα και δυσανάλογα το τεμάχιό του σε σχέση με τα γειτονικά και/ή συνορεύοντα τεμάχια γης, τα οποία διατείνεται πως επηρεάστηκαν σε πολύ μικρότερο βαθμό. Δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε αυτός ο ισχυρισμός και επί του προκειμένου υιοθετώ τα όσα αναφέρει στην αγόρευσή της η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση με αναφορά στις υποθέσεις Χριστοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103 και Στεφανίδης κ.α. ν. Δήμου Έγκωμης (1990) 3Γ Α.Α.Δ. 2107. Παραθέτω συναφώς το σχετικό απόσπασμα από την προαναφερθείσα αγόρευση, το οποίο υιοθετώ ως αιτιολογία προς απόρριψη του υπό συζήτηση ακυρωτικού λόγου.
«4.1. Έχει ήδη αναφερθεί, στις προηγούμενες παραγράφους της παρούσας Αγόρευσης, εκτεταμένα, ότι ο μεγάλος επηρεασμός του ακινήτου του Αιτητή, οδήγησε τη διοίκηση να του επισημάνει ότι δικαιούται αποζημίωση. Επαναλαμβάνεται επίσης ότι η διοίκηση, δεν είχε άλλη επιλογή από το να λάβει υπόψη αφενός, αλλά και να έχει επίγνωση αφετέρου, ότι δεσμεύεται από τις άλλες νόμιμες αναπτύξεις στην περιοχή, αλλά και από το διαμορφούμενο οδικό δίκτυο, το οποίο είχε σε αρκετή έκταση ήδη κατασκευασθεί. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να επιτύχει ούτε ο τέταρτος λόγος ακύρωσης που εγείρει ο Αιτητής.
4.2. Ο Αιτητής επικαλείται επίσης, ότι το ρυμοτομικό σχέδιο δεν είχε δημοσιευθεί και ότι και για το λόγο αυτό πάσχει η προσβαλλόμενη πράξη (σελ. 9 στην Αγόρευση του Αιτητή). Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί, καθότι ο όρος δημοσίευσης ρυμοτομικού σχεδίου αναφέρεται στην οικοδομική ανάπτυξη και όχι στην οικοπεδική ανάπτυξη, όπως είναι η παρούσα περίπτωση. Η διαμόρφωση του οδικού δικτύου, όταν αυτό δεν είναι πρωτεύον, διαμορφώνεται ακριβώς μέσω της άδειας διαχωρισμού και της παραχώρησης γης για σκοπούς κατασκευής της απαραίτητης υποδομής που θα εξυπηρετεί και το τεμάχιο προς όφελος του οποίου θα εκδοθεί η άδεια διαχωρισμού, αλλά και τη γύρω περιοχή. Το Ανώτατο δε Δικαστήριο με την μέχρι τούδε νομολογία του, έχει με σαφήνεια προσδιορίσει ότι προσφυγές είχαν επιτύχει στο παρελθόν λόγω μη δημοσίευσης ρυμοτομικού σχεδίου στις περιπτώσεις οικοδομικής ανάπτυξης (βλ. την απόφαση στην Χριστοδούλου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103), όχι όμως σε περιπτώσεις οικοπεδικής ανάπτυξης όπως η παρούσα υπόθεση.»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «3.3.4 Η Πολεοδομική Αρχή είναι δυνατό να απαιτήσει μερική εφαρμογή ή να μην απαιτήσει εφαρμογή της γενικής πρόνοιας της παραγράφου 3 3.2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) .........
(β) Σε τεμάχιο ή τεμάχια γης που δεν είναι εγκεκριμένα οικόπεδα και έχουν εμβαδόν μικρότερο των 2500 τ μ είναι δυνατόν να μην απαιτείται η παραχώρηση γης για δημόσιο χώρο πρασίνου. Νοείται ότι στην περίπτωση τεμαχίου με εγγεγραμμένο εμβαδόν ίσο ή μεγαλύτερο των 2500 τ μ η απαίτηση για παραχώρηση χώρου πρασίνου θα μειώνεται κατά τρόπο ώστε το τελικό εμβαδόν του τεμαχίου που προκύπτει από την αφαίρεση του οδικού δικτύου, χώρου πρασίνου και άλλων δεσμεύσεων, να μην είναι μικρότερο από 2000 τ.μ.»
[2] «3.3.1 Κατά τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας και προς το σκοπό ρύθμισης της ανάπτυξης ή της χρήσης οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, η Πολεοδομική Αρχή είναι δυνατό να απαιτήσει τα ακόλουθα
(α) Την παραχώρηση προς το δημόσιο γης από την υπό ανάπτυξη ιδιοκτησία για τη διάνοιξη νέων δρόμων, τη διεύρυνση ή/και συνέχιση υφιστάμενων δρόμων, τη δημιουργία δημόσιων πεζόδρομων, πεζοδρομίων, ποδηλατοδρόμων, χώρων στάθμευσης, πλατείας, κόλπου αναμονής οχημάτων, καθώς και για τη δημιουργία δημόσιας πρόσβασης προς την παραλία, το κρατικά δάση, την κρατική γη, τους αρχαιολογικούς χώρους, ποταμούς, λίμνες, υδατοφράκτες. πάρκα και γενικά προς δημόσιους χώρους.»