ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Λέσλυ ΜακΜπράϊτ (κα) (μητέρα του αιτητή), για τον Αιτητή. Ζωή Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-10-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ), Yπόθεση Αρ.: 1845/2012, 22/10/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D803

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Yπόθεση Αρ.: 1845/2012).

22 Οκτωβρίου, 2014

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3(10)(γ) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2006 ΚΑΙ 2012

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΣΟΥΛΙΔΗΣ,

                                                                       Αιτητής,

-      KAI -

 

ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

(ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ),

                                                         Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Λέσλυ ΜακΜπράϊτ (κα) (μητέρα του αιτητή),  για τον Αιτητή.

Ζωή Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Ο αιτητής, ηλικίας 19 ετών σήμερα, είχε εγκριθεί ως ανάπηρο ανήλικο άτομο σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2, 3(1) και 8(ζ) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμου του 2006, Ν.95(Ι)/2006 (εφεξής «Ο Νόμος») και ήταν λήπτης Δημοσίου βοηθήματος από τις 19.12.2007 για περίοδο δυο χρόνων με δικαίωμα αναθεώρησης.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 10.2.2009, ο πατέρας του αιτητή ενημέρωσε τους καθ' ων η αίτηση ότι λόγω της μετάθεσης του ως πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Δανία, είχε μετακομίσει ο αιτητής στην Κοπεγχάγη της Δανίας από 19.1.2009 και ζήτησε να συνεχίσει η καταβολή του επιδόματος στον αιτητή, διότι οι ανάγκες δεν είχαν αλλάξει. Με μεταγενέστερη επιστολή του ημερομηνίας 26.5.2009 επανέλαβε ότι παρά την μετάθεση του, εξακολουθούσε να είναι δημόσιος υπάλληλος και να πληρώνει φόρους και κοινωνικές ασφαλίσεις στην Κύπρο και να υπηρετεί στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά την προσωρινή φυσική του παρουσία στο εξωτερικό.  

 

Οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν στη βάση του άρθρο 3(10)(γ) του Νόμου να τερματίσουν την καταβολή του βοηθήματος από 1.3.2009.   Κοινοποίησαν τους λόγους της απόφασης τους στον πατέρα του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 15.7.2009, ενώ παράλληλα ζήτησαν γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα αναφορικά με το κατά πόσο νομιμοποιείται η συνέχιση παροχής του βοηθήματος προς τον ανήλικο.

 

Ακολούθως, την 1.9.2009, δόθηκε γνωμάτευση από Δικηγόρο της Δημοκρατίας ότι οι καθ' ων η αίτηση νομιμοποιούνταν να τερματίσουν το βοήθημα, καθότι το άρθρο 3(10)(γ) του Νόμου προβλέπει ότι «δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα κατά την οποία ο αιτητής απουσιάζει από τη Δημοκρατία.»  Ο πατέρας του αιτητή ενημερώθηκε για τη γνωμάτευση αυτή με επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 6.11.2009.

 

Στις 15.11.2011 υποβλήθηκε νέα αίτηση εκ μέρους του αιτητή για παροχή δημοσίου βοηθήματος, ο οποίος βρισκόταν στην Κύπρο για διακοπές.  Στις 27.12.11 πραγματοποιήθηκε επίσκεψη στο σπίτι του αιτητή, κατά την οποία ήταν και ο ίδιος παρών, και καταγράφηκαν τα σχετικά δεδομένα σε έκθεση της λειτουργού κας Α. Ιωακείμ η οποία έκρινε πως η περίπτωση του αιτητή δεν εμπίπτει στον όρο «ανάπηρος», όπως αυτός αναφέρεται στο Άρθρο 2 του Νόμου «αφού η κατάσταση της υγείας του δεν μειώνει ουσιωδώς την λειτουργικότητα του».  Επειδή διαπιστώθηκαν αντιφάσεις στα συμπεράσματα της λειτουργού, δόθηκαν οδηγίες για περαιτέρω εξέταση και προσκόμιση νέου ιατρικού πιστοποιητικού. Τελικά, αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματος αποκλειστικά στην βάση του άρθρου 3(10)(γ) του Νόμου, δηλαδή λόγω της απουσίας του αιτητή από τη Δημοκρατία για περίοδο μεγαλύτερη από ένα μήνα.  Η απόφαση απόρριψης του αιτήματος κοινοποιήθηκε στον πατέρα του αιτητή με την επιστολή του Επαρχιακού Λειτουργού Ευημερίας Λευκωσίας ημερομηνίας 23.8.2012.

 

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της εν λόγω απόφασης και όπως εξειδικεύει με την απαντητική αγόρευση, της άρνησης καταβολής του δημοσίου βοηθήματος για το διάστημα από 15.11.2011 μέχρι 10.9.2012, ημερομηνία υποβολής της τελευταίας αίτησης η οποία εγκρίθηκε.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι δεν λήφθηκε υπόψη το διπλωματικό καθεστώς του πατέρα του, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί των ωφελημάτων που μόνο στην Κύπρο μπορούσε να διεκδικήσει.  Στην Δανία όπου διέμενε δεν είχε οποιαδήποτε πρόσβαση σε κοινωνικά ωφελήματα που χορηγούνταν σύμφωνα με την νομοθεσία αυτής της χώρας αφού λόγω κυπριακής υπηκοότητας δεν επετράπη η εγγραφή του στο δημοτικό κατάλογο (Municipal Register CRP).  Επικαλείται το άρθρο 33(1) της Σύμβασης της Βιέννης του 1961 περί Διπλωματικών Σχέσεων, η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί Συμβάσεως της Βιέννης του 1961 περί Διπλωματικών Σχέσεων (κυρωτικό) Νόμο του 1968, Ν.40/68 (στο εξής «η Σύμβαση της Βιέννης»), βάσει του οποίου οι διπλωμάτες εξαιρούνται από τις πρόνοιες της νομοθεσίας κοινωνικών ασφαλίσεων που ισχύουν στην χώρα υποδοχής. Παραπέμπει επίσης στους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης  1408/71 (Άρθρο 13(2)(γ)) και 883/2004 (Άρθρο 3B), που ξεκαθαρίζουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι γενικά υπόκεινται στη νομοθεσία του κράτους μέλους που τους εργοδοτεί.  Ισχυρίζεται επίσης ότι η σύνδεση του πατέρα του με την Κύπρο ως διπλωμάτη, καθώς και των  μελών της  οικογένειας του τελευταίου, και τα απορρέοντα δικαιώματα του, θεμελιώνονται στο γεγονός ότι πληρώνεται από το Υπουργείο Εξωτερικών και εξακολουθεί να καταβάλλει φόρους και κοινωνικές ασφαλίσεις στην Κύπρο.

 

Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ο χώρος μιας διπλωματικής αποστολής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και πως η επίμαχη πρόνοια του Νόμου επιβάλλει την διακοπή του δημοσίου βοηθήματος σε περίπτωση απουσίας από την Δημοκρατία, εννοώντας την πραγματική απουσία από την γεωγραφική επικράτεια της.  Κατά τα άλλα υιοθετεί τα επιχειρήματα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω).

 

Αυτό που εδώ ενδιαφέρει ουσιαστικά είναι κατά πόσο το νομικό καθεστώς των Κυπρίων διπλωματών και των μελών της οικογένειας τους και κατ' επέκταση τα δικαιώματα τους κάτω από τις πρόνοιες της νομοθεσίας της Δημοκρατίας, μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια παραμονής τους σε άλλη χώρα λόγω εντεταλμένης διπλωματικής υπηρεσίας.

 

Η συνήθης διαμονή δεν σχετίζεται μόνο με τον τόπο που διατηρείται κατοικία και τη φυσική παρουσία, αλλά είναι συνάρτηση περισσοτέρων αντικειμενικών παραγόντων των οποίων η συνδρομή πρέπει να εξακριβώνεται ώστε να αποσαφηνίζεται η πραγματικότητα. Η έννοια της συνήθους διαμονής αντιδιαστέλλεται προς την έκτακτη ή προσωρινή.  Είναι θέμα πραγματικό σε κάθε περίπτωση.  Σχετικοί παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, ο σκοπός της διαμονής, η διάρκεια και η συνοχή της.   Αναγνωρίζεται δε και η δυνατότητα της τεκμαιρόμενης συνήθους διαμονής στην περίπτωση προσωρινής απομάκρυνσης από ορισμένο τόπο για κάποιο σκοπό, με πρόθεση την επάνοδο.

 

Η ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ' ων η αίτηση στο άρθρο 3(10)(γ) του Νόμου δεν με βρίσκει σύμφωνη. Πρόκειται για αυστηρή αποσπασματική γραμματική ερμηνεία η οποία περιορίζεται σε ανάλυση της γεωγραφικής έννοιας του όρου «Δημοκρατία», χωρίς να γίνεται η σωστή υπαγωγή των ιδιότυπων δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης στο πλαίσιο και υπό το φως του γενικότερου πνεύματος και σκοπού του Νόμου.  Είναι προφανές ότι ο σκοπός του νομοθέτη για τη θέσπιση της συγκεκριμένης πρόνοιας είναι ο έλεγχος της λήψης βοηθήματος, το οποίο συναρτάται με την παρουσία και συνήθη διαμονή του λήπτη στο έδαφος της Δημοκρατίας.  Ωστόσο, ο ίδιος ο νομοθέτης όρισε ότι αν η απουσία αιτητή οφείλεται σε ιατρικούς λόγους ή σπουδές, δεν εκπίπτει του δικαιώματος του για δημόσιο βοήθημα, γεγονός που καθιστά σαφές ότι η εν λόγω πρόνοια δεν είναι απόλυτη.

 

Παρατηρώ περαιτέρω ότι τα μέλη μιας διπλωματικής αντιπροσωπείας είναι πρόσωπα επιφορτισμένα με την εκτέλεση αποστολής καθορισμένης, συνήθως, διάρκειας, ενώ τόσο τα ίδια όσο και τα μέλη της οικογένειας τους χαίρουν ασυλίας και απολαμβάνουν προνομίων, σύμφωνα με τα άρθρα 29 έως 37 της Σύμβασης της Βιέννης.   Η δε πρεσβεία θεωρείται δευτερεύον κρατικό όργανο και αποτελεί μέρος του Υπουργείου Εξωτερικών του διαπιστεύοντος κράτους (Αναφορικά με την ex parte αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1Α Α.Α.Δ. 284  και Αναφορικά με την ex parte αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1Β Α.Α.Δ. 802), ενώ οι χώροι της διπλωματικής αποστολής που είναι διαπιστευμένη σ' ένα κράτος είναι απαραβίαστοι και δεν επιτρέπεται σε πρόσωπα που ενεργούν εκ μέρους του κράτους υποδοχής να εισέρχονται στους χώρους της, εκτός με τη συγκατάθεση του αρχηγού της αποστολής (άρθρο 22 της Σύμβασης της Βιέννης).

 

Επίσης, οι πιο πάνω Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως θέμα γενικής αρχής ορίζουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι υπόκεινται στη νομοθεσία του κράτους μέλους που τους εργοδοτεί.  Σε σχέση δε με    υπηρεσίες που παρέχονται από διπλωμάτες εις το διαπιστεύον κράτος, το άρθρο 33 της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει ότι αυτοί εξαιρούνται  από την κοινωνική νομοθεσία που ισχύει στο κράτος υποδοχής τους.

 

 Θεωρώ, επομένως, ότι η  προσωρινή παραμονή διπλωματών στο εξωτερικό, στα πλαίσια της αποστολής τους, δεν αναιρεί ούτε τη «συνήθη διαμονή» τους στην Κύπρο, ούτε τα απορρέοντα από την υπηκοότητα τους δικαιώματα εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις.

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω και δεδομένου ότι  ο αιτητής ως μέλος της οικογένειας διπλωμάτη δεν μπορεί να διεκδικήσει βοήθημα από τη χώρα διαμονής του, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να το λάβουν σοβαρά υπόψη πριν την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Δεν φαίνεται επίσης να απασχόλησε τους καθ' ων η αίτηση ότι ο πατέρας του αιτητή εργοδοτείτο και πληρωνόταν από την Κυπριακή Δημοκρατία και κατέβαλλε  κοινωνικές ασφαλίσεις στην Κύπρο.   

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας («ο Διευθυντής») μπορεί να παρέχει δημόσιο βοήθημα χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, σε άτομο που βρίσκεται σε επείγουσα ανάγκη του βοηθήματος αυτού, ως αποτέλεσμα ειδικών προσωπικών περιστάσεων ή απροσδόκητης ή έκτακτης κατάστασης που το επηρεάζει.   Στην περίπτωση αυτή ο Διευθυντής μπορεί να αποκλίνει από την αυστηρή συμμόρφωση με τις διατάξεις των Κανονισμών που διέπουν την διαδικασία χορήγησης βοηθήματος. Παρόλο που στη γνωμάτευση που ζητήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, υποδείχθηκε η ύπαρξη αυτής της διακριτικής ευχέρειας, ώστε κατά την αρχή της χρηστής διοίκησης να καλυφθούν οι προσωπικές ανάγκες του αιτητή, δεν απασχόλησε τους καθ' ων η αίτηση το ενδεχόμενο εξέτασης του αιτήματος υπό αυτό το νομικό πρίσμα.

 

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι υπήρξε νομική πλάνη και παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης.  Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.   Η Δημοκρατία να καταβάλει τα πραγματικά έξοδα του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, εκτός εάν συμφωνηθούν μεταξύ των δύο πλευρών.

 

 

 

                                                                      Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο