ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D781
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1807/2012)
16 Οκτωβρίου, 2014
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BAKIR KHALIL KARIM (ΓΙΩΡΓΟΣ),
Αιτητής,
KAI
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Δ. Κωνσταντίνου για Ν. Καλλή, για τον Αιτητή.
Β. Καρλεττίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η
Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απερρίφθη το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Λίβανο, εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 29.12.2003 με άδεια επισκέπτη. Επισκέφθηκε δεύτερη φορά την Κύπρο, ταξιδεύοντας νόμιμα από τη χώρα του, στις 23.12.2004 και πάλι ως επισκέπτης. Έξι μήνες μετά, στις 15.6.2005, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου. Για σκοπούς εξέτασης της αίτησής του διεξήχθηκαν δύο συνεντεύξεις, μία στις 12.6.2009 και μία στις 19.11.2009. Στις 18.1.2010 ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Στην εν λόγω έκθεση γίνεται παράθεση των ισχυρισμών του αιτητή, οι οποίοι κρίνονται ως μη αξιόπιστοι και προβάλλεται η εισήγηση όπως η αίτηση απορριφθεί, καθότι οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σ΄ αυτή, δεν συνδέονται με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου και ότι το σύνολο των εμπειριών του δεν καθιστά το φόβο του βάσιμο. Παράλληλα, κρίνεται ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1), ούτε συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για παραχώρηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Την επόμενη ημέρα ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, αφού έκαμε αποδεκτή την εισήγηση της Λειτουργού. Στις 2.3.2010 ετοιμάστηκε επιστολή για απόρριψη του αιτήματος και αιτιολόγηση της απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου. Στις 27.4.2010 καταχωρήθηκε διοικητική προσφυγή από την οργάνωση Future World Centre. Ο αρμόδιος Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 2.5.2012 απέστειλε στο νομικό εκπρόσωπο του αιτητή επιστολή, ενημερώνοντάς τον για το δικαίωμα πρόσβασης στην έκθεση που ετοιμάστηκε από τον αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου μετά τις συνεντεύξεις του αιτητή. Η πρόσβαση στην έκθεση έγινε στις 8.5.2012, χωρίς ωστόσο να σταλούν οποιοιδήποτε λόγοι προσφυγής από το νομικό εκπρόσωπο. Στις 5.9.2012 ετοιμάστηκε έκθεση από αρμόδιο Λειτουργό προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και στις 7.9.2012 η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριπτε την προσφυγή. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ορθά αποφάσισε ότι ο προσφεύγων δεν είναι άτομο που δικαιούται διεθνούς προστασίας. Διευκρινίζεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό τον περί Προσφύγων Νόμο 2000-2009 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 αναγκαίες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα που προβλέπεται στα άρθρα 3 μέχρι 3(δ) του Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν απόδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2), ούτε πληροί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, ως προβλέπει το άρθρο 19Α του Νόμου.
Οι λόγοι ακυρώσεως επικεντρώνονται στο ότι η απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα, έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας και ότι η απόφαση λήφθηκε καθ΄υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και κατά παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Οι καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή τους εγείρουν προδικαστική ένσταση, ότι δεν προβάλλονται λόγοι ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης στο δικόγραφο της προσφυγής και στην αγόρευση του αιτητή, όπως καθορίζεται στον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι οι λόγοι ακύρωσης προβάλλονται με κάποια γενικότητα, όμως θεωρώ ότι δεν υπάρχει σε τέτοιο βαθμό αοριστία που να μην επιτρέπει τον καθορισμό των επιδίκων θεμάτων για διεξαγωγή της διοικητικής δίκης.
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Λίβανο, κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών του ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής διότι επιθυμούσε να αλλάξει τη θρησκεία του, έτσι ώστε από Μουσουλμάνος να γίνει Χριστιανός. Όπως ο ίδιος υποστήριξε, δεν επιθυμούσε να αλλάξει τη θρησκεία του στο Λίβανο, φοβούμενος μήπως πάθει κάποιο κακό. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων ο αιτητής προέβαλε διάφορους ισχυρισμούς στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σ΄ αυτή. Οι ισχυρισμοί αυτοί κρίθηκαν, τόσο στο επίπεδο της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και στο επίπεδο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ως αναξιόπιστοι και αβάσιμοι, αφού εντοπίστηκαν σημαντικές αντιφάσεις και ανακρίβειες στις δηλώσεις του. Μεταξύ των στοιχείων που επηρέασαν την αξιοπιστία του αιτητή είναι και τα ακόλουθα:
● Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει το λόγο που επιθυμούσε να αλλάξει τη θρησκεία του.
● Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για να ασπαστεί το Χριστιανισμό και ενώ βρισκόταν στην Κύπρο από το 2004 μέχρι τον Ιούνιο του 2009 που διεξήχθη η πρώτη συνέντευξη, δεν προέβη σε σχετική ενέργεια, δίδοντας αβάσιμους ισχυρισμούς περί της παράλειψής του.
● Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν επιβεβαιώθηκε ότι ο αιτητής βίωσε οποιαδήποτε μορφή δίωξης εξαιτίας της συμπάθειάς του που είχε με τη Χριστιανική κοινότητα.
● Ενώ κατά την πρώτη συνέντευξή του δήλωνε ότι έκανε γνωστή την επιθυμία του να αλλάξει θρησκεία, κατά τη δεύτερη συνέντευξη δήλωνε ότι κανένας δεν γνώριζε ότι επιθυμούσε να αλλάξει τη θρησκεία του.
● Στην αίτησή του ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω του ατόμου που τον παρενοχλούσε κατά τη δεκαετία του 1980, περιστατικό για το οποίο έκαμε αναφορά στην πρώτη του συνέντευξη, στη δεύτερη συνέντευξη δήλωσε ότι το εν λόγω περιστατικό δεν αποτέλεσε αιτία για να φύγει από το Λίβανο.
Περαιτέρω, κατά την εξέταση της προσφυγής του στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, διαπιστώθηκε από την αρμόδια Λειτουργό ότι στην επιστολή του ημερομηνίας 19.3.2009 προς το Υπουργείο Εσωτερικών μέσω του νομικού του εκπροσώπου, ισχυρίζεται ότι η οικογένειά του έχει πληγεί από τα πολεμικά επεισόδια στη χώρα και ήρθε στην Κύπρο κατά το 2004 προσδοκώντας σε καλύτερες συνθήκες επιβίωσης, καθώς και τη δυνατότητα να βοηθήσει την οικογένειά του οικονομικά.
Καταδεικνύεται από την έκθεση της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και της Λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ότι προέβηκαν σε ενδελεχή έρευνα. Ο αιτητής θεωρήθηκε αναξιόπιστος και στην έκθεση της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου καταγράφονται με λεπτομέρεια οι ασαφείς και αντιφατικοί ισχυρισμοί του οι οποίοι με την ίδια λεπτομέρεια εξετάστηκαν και από την Λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων η οποία διέκρινε και ένα επιπρόσθετο στοιχείο αναξιοπιστίας, όπως παρατίθεται πιο πάνω.
Σύμφωνα με το άρθρο 17(1)(β) του Νόμου «για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα, ο Προϊστάμενος καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και κριτήρια για τον προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα που εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.» Στην παράγραφο 204 του πιο πάνω Εγχειρίδιου προνοοούνται τα ακόλουθα αναφορικά με το «ευεργέτημα της αμφιβολίας»:
«Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.»
Το άρθρο 13(4) του Νόμου καθορίζει ότι ο Προϊστάμενος «δίδει στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα από αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.»
Στην προκείμενη περίπτωση η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε την προσφυγή του αιτητή, έλαβε υπόψη της την υποβληθείσα έκθεση του αρμόδιου Λειτουργού της Αρχής και προχώρησε σε εξέταση ως όφειλε, τόσο όσον αφορά τα διαδικαστικά θέματα όσο και τα θέματα ουσίας. Θεωρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή ακολούθησε τη διαδικασία που περιγράφεται στο Νόμο. Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά από έρευνα όλων των γεγονότων που σχετίζονται με το υπό εξέταση αίτημα και αιτιολογούν επαρκώς την επίδικη απόφαση.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιόν της και δεν είχε υποχρέωση να διεξάγει νέα έρευνα, αν είχε διαπιστώσει ότι η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Muhammad Igbal v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1629/2007, ημερομηνίας 14.4.2009, «Οι καθ΄ων, ως αναθεωρητική αρχή, δεν ήταν περαιτέρω υποχρεωμένοι να διεξάγουν νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωση τους εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων. (Yuri Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α, υποθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.05).»
Περαιτέρω, ο αιτητής δεν προσκόμισε με τη διοικητική προσφυγή οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του.
Σημειώνεται ότι στην απαντητική αγόρευση των αιτητών παρατίθενται ισχυρισμοί και γεγονότα τα οποία ο αιτητής δεν είχε επικαλεστεί προηγουμένως, ούτε ηγέρθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, λόγοι ακύρωσης οι οποίες δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή, δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. [Βλ. Έπαυλη Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342].
Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή της, αναφέροντας τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στην απόφασή της.
Στην υπόθεση Jamal Karou ν Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Προσφυγή Αρ. 128/2008, ημερομηνίας 1.2.2010, αναφέρεται, «Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999 και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει να περιέχει τους πραγματικούς λόγους για την νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 270).»
Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου, ούτε προχωρά σε επανεκτίμηση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας Αρχής. [Βλ. Zahmatkesh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 376, Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 390].
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και κατόπιν εκτίμησης των πραγματικών γεγονότων και στην απουσία μεμπτότητας, το Δικαστήριο δεν δικαιολογείται να παρέμβει.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ