ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 387
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D799
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1672/2011
21 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
_______________________________
Π. Λεωνίδου, για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Β. Πλέιπελ για Καννάβα, Κιτρομηλίδου & Σία ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
____________________________________________
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερομηνίας 31/8/2011, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 27/10/2011, και με την οποία διορίστηκαν στις θέσεις Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη, Στέλλα Πλέιπελ και Μαρία Κυρατζή, αντί του ιδίου.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή είναι απλά και σε συντομία έχουν ως πιο κάτω.
Με επιστολή του ημερομηνίας 23/2/2010 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζήτησε την πλήρωση δύο κενών μόνιμων θέσεων Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (οι επίδικες θέσεις).
Η Ε.Δ.Υ., ανταποκρινόμενη θετικά στο αίτημα, προέβη στη δημοσίευση των επίδικων θέσεων στις 25/6/2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δίνοντας προθεσμία μέχρι 19/7/2010 για την υποβολή αιτήσεων.
Υποβλήθηκαν 20 αιτήσεις. Μεταξύ των αιτητών ήταν και οι διάδικοι. Το σύνολο των αιτήσεων, μαζί με αντίγραφα της σχετικής γνωστοποίησης, προωθήθηκαν από το Γραμματέα της Ε.Δ.Υ. στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Σε συνεδρία της που έλαβε χώρα στις 27/9/2010, η Συμβουλευτική Επιτροπή, έκρινε ότι ο αιτητής, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος Στέλλα Πλέιπελ, πληρούσαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και αποφάσισε όπως αυτοί κληθούν για προφορική εξέταση.
Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Κυρατζή, η Επιτροπή επεφυλάχθη να εξετάσει το κατά πόσο η εν λόγω υποψήφια πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου (3) των «Απαιτούμενων Προσόντων» του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, για δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα κοινωνικών υπηρεσιών, από την οποία πενταετή τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.
Σε επόμενη συνεδρίαση της, ημερομηνίας 22/12/2010, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε ότι με βάση τα καθήκοντα που εκτελούσε η Κυρατζή στις θέσεις του Λειτουργού Ευημερίας 2ης και 3ης Τάξης και Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, δεν ικανοποιούσε την πιο πάνω πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν θα καλείτο σε προφορική συνέντευξη.
Κατόπιν όμως επιστολής της Κυρατζή, με την οποία ζητούσε όπως κληθεί και αυτή στη συνέντευξη, η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε εκ νέου τα προσόντα της και αφού έλαβε διευκρινίσεις από τη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αποφάσισε να την συμπεριλάβει στους προσοντούχους υποψηφίους που θα καλούνταν στην ενώπιον της προφορική εξέταση.
Η προφορική εξέταση έλαβε χώρα στις 14/3/2011 και με βάση τις απαντήσεις που δόθηκαν από τους υποψηφίους, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι όλοι ικανοποιούσαν την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για «Πολύ καλή γνώση θεμάτων που έχουν σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες και τις διεθνείς τάσεις σε θέματα κοινωνικής ευημερίας».
Ακολούθως, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων χαρακτηρίζοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη Πλέιπελ και Κυρατζή ως «Εξαίρετη» και «Πάρα Πολύ Καλή» αντίστοιχα και τον αιτητή ως «Πολύ Καλό», αιτιολογώντας κατά περίπτωση την κρίση της.
Τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης συνεκτιμήθηκαν με τα προσόντα, την πείρα και τα υπόλοιπα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, προς το σκοπό της τελικής αξιολόγησης, σύμφωνα με την οποία η Πλέιπελ κρίθηκε ως «Εξαίρετη», η Κυρατζή ως «Πάρα Πολύ Καλή» και ο αιτητής Συμεωνίδης ως «Πολύ Καλός».
Λαμβάνοντας στη συνέχεια υπόψη της το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων, η Συμβουλευτική Επιτροπή, σύστησε ομόφωνα έξι υποψηφίους, περιλαμβανομένων των διαδίκων, ως κατάλληλους για την πλήρωση των δύο κενών θέσεων, σημειώνοντας αναφορικά με την Κυρατζή ότι η σύσταση της γινόταν με την επιφύλαξη της κατοχής του προσόντος της παραγράφου 3(3) του σχεδίου υπηρεσίας.
Στο επόμενο στάδιο ενώπιον της ΕΔΥ, στις 28/6/2011, εξετάστηκαν και υιοθετήθηκαν τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την υπηρεσία της ενδιαφερόμενης Κυρατζή σε «υπεύθυνη θέση» και επιβεβαιώθηκε η συμβατότητα των ακαδημαϊκών προσόντων της ενδιαφερόμενης Πλέιπελ με το σχέδιο υπηρεσίας.
Η διαδικασία συνεχίσθηκε στις 31/8/2011 με την προφορική εξέταση των υποψηφίων στην παρουσία της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Υποβλήθηκαν ερωτήσεις πάνω σε κατάλληλα θέματα που άπτονταν των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης και με γνώμονα τη διαπίστωση της κατοχής εκ μέρους των υποψηφίων των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν από τη Διευθύντρια, η οποία αφού χαρακτήρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη ως «Σχεδόν Εξαίρετες» και τον αιτητή ως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλό», σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη και αποχώρησε.
Η απόδοση των υποψηφίων αξιολογήθηκε στη συνέχεια από την ΕΔΥ, η οποία με αιτιολογημένη κρίση χαρακτήρισε τα μεν ενδιαφερόμενα μέρη Κυρατζή (κατά πλειοψηφία) και Πλέιπελ (ομόφωνα) ως «Εξαίρετες», το δε αιτητή (κατά πλειοψηφία) ως «Πάρα Πολύ Καλό».
Ακολούθησε γενική σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων με συνεκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και επιστέγασμα την επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών, ως τις πλέον κατάλληλες για διορισμό στις επίδικες θέσεις.
Oι λόγοι ακύρωσης.
Αξιώνοντας την ακύρωση των πιο πάνω διορισμών, ο αιτητής προβάλλει ότι:
(α) Τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν πληρούσαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας,
(β) η σύνθεση της ΕΔΥ ήταν παράνομη,
(γ) δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση,
(δ) υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Η κατ' ισχυρισμό πάσχουσα σύνθεση της ΕΔΥ.
Προέχει ως ζήτημα δημόσιας τάξης η εξέταση της νομιμότητας της σύνθεσης του διορίζοντος οργάνου.
Σύμφωνα με τον αιτητή, κατά τη συνεδρία της 28/6/2011 κατά την οποία η σύνθεση της ΕΔΥ διαφοροποιήθηκε λόγω απουσίας του Πρόεδρου της, Π. Παπαγεωργίου και του μέλους Α. Παπαδόπουλου και τα υπόλοιπα μέλη εξέλεξαν το μέλος Σ. Χατζηγιάννη για να προεδρεύσει, δεν έχει καταγραφεί στα πρακτικά ότι ο προεδρεύων Σ. Χατζηγιάννης είχε λάβει πλήρη γνώση των λεχθέντων στις προηγούμενες συνεδριάσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται πάσχουσα στο σύνολο της η μετέπειτα διαδικασία λόγω παραβίασης του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί).
Σύμφωνα με το άρθρο 11(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90 ως έχει τροποποιηθεί), αν ο Πρόεδρος αδυνατεί να παραστεί και να προεδρεύσει σ' οποιαδήποτε συνεδρίαση, τα παρόντα μέλη εκλέγουν μεταξύ τους ένα από αυτά για να προεδρεύσει.
Προβλέπεται περαιτέρω, στο άρθρο 11(2) ότι τρία παρόντα μέλη αποτελούν απαρτία.
Το άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99, ορίζει ότι σε περίπτωση που η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.
Στην παρούσα περίπτωση, θέμα ενημέρωσης Χατζηγιάννη, ο οποίος προήδρευσε στη συνεδρία της 28/6/2011, δεν εγείρεται καθότι το συγκεκριμένο μέλος της ΕΔΥ, δεν απουσίαζε κατά την προηγούμενη συνεδρία της Επιτροπής. Εκείνοι που απουσίαζαν κατά τη συνεδρία της 28/6/2011 ήταν, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας, ο Πρόεδρος της ΕΔΥ Π. Παπαγεωργίου, λόγω ασθενείας και το μέλος Α. Παπαδόπουλος, με άδεια απουσίας. Τηρήθηκε όμως η περί απαρτίας πρόνοια και τα υπόλοιπα μέλη επέλεξαν ένα από αυτά για να προεδρεύσει.
Στην αμέσως επόμενη συνεδρία της 31/8/2011, όπου, σύμφωνα πάντα με τα πρακτικά, επανήλθαν τόσο ο Πρόεδρος όσο και το μέλος Α. Παπαδόπουλος, οι τελευταίοι, έλαβαν γνώση των σχετικών στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της ΕΔΥ και υιοθέτησαν τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στην απουσία τους.
Τηρήθηκε επομένως και η σχετική πρόνοια του άρθρου 22 του Ν.158(Ι)/99, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός περί πάσχουσας σύνθεσης να καθίσταται ανεδαφικός.
Η κατ' ισχυρισμόν πλάνη της ΕΔΥ σε σχέση με τα προσόντα των ενδιαφερόμενων μερών.
Η περίπτωση της Σ. Πλέιπελ.
Eίναι η θέση του αιτητή ότι η Πλέιπελ δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας και ότι κακώς θεωρήθηκε ως προσοντούχος με βάση είτε τον τίτλο της Β.Sc. in Modular Studies (Major programme in Mathematics), είτε το διδακτορικό της τίτλο Doctor of Philosophy, γιατί αυτοί δεν αφορούσαν κάποιο από τα καθοριζόμενα στην παράγραφο (1) του σχεδίου υπηρεσίας, θέματα.
Με βάση τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης για τη διεκδίκηση της, απαιτείται «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα πιο κάτω θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
"Κοινωνική Εργασία / Ευημερία / Πρόνοια, Κοινωνική Πολιτική, Κοινωνική Διοίκηση, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Νομικά, Δημόσια Διοίκηση, Πολιτικές Επιστήμες, Οικονομικά, Εγκληματολογία. (Σημ.: ο όρος "πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος" καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο)"
Επιπρόσθετα απαιτείται:
"μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, σε θέμα/θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο (1) πιο πάνω."
Η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα των προσόντων των υποψηφίων. Σημείωσε δε στην έκθεση της τα ακόλουθα σχετικά με την ενδιαφερόμενη Πλέιπελ:
"Η υποψήφια κατέχει πανεπιστημιακό τίτλο, BSc in Modular Studies, Majoring in Mathematics και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δεν πληροί την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης για κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στην Κοινωνική Εργασία/Ευημερία/Πρόνοια, Κοινωνική Πολιτική, Κοινωνική Διοίκηση, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Νομικά, Δημόσια Διοίκηση, Πολιτικές Επιστήμες, Οικονομικά, Εγκληματολογία. Δεδομένου όμως ότι στη σχετική βεβαίωση (London Guildhall University) που επισύναψε στην αίτηση της προκύπτει ότι διδάχτηκε κατά τη διάρκεια των σπουδών της και θέματα ψυχολογίας ("Ιntroductory Psychology and advanced modules in Psychology: Human Social Development and Decision Making and Choice") που περιλαμβάνονται στην πιο πάνω απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως θεωρήσει την υποψήφια ως προσοντούχα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε ότι η υποψήφια κατέχει το απαιτούμενο μεταπτυχιακό προσόν."
Το θέμα των προσόντων της Πλέιπελ εξετάστηκε στη συνέχεια από την ΕΔΥ, η οποία, κατόπιν προβληματισμού, όπως σημείωσε, κατέληξε στην υιοθέτηση της άποψης της Συμβουλευτικής Επιτροπής σημειώνοντας τα ακόλουθα:
"Η Επιτροπή προβληματίστηκε, επίσης, με την περίπτωση της υποψήφιας Πλέιπελ (Μουστάκα) Στέλλας και κατά πόσον τα ακαδημαϊκά της προσόντα ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Συγκεκριμένα η Πλέιπελ (Μουστάκα) διαθέτει:
- Bachelor of Science having completed a modular course, από το Council of National Academic Awards.
- Διδακτορικό σε σχετικό θέμα (Social Sciences)
Aναφορικά με το πτυχίο BSc, σχετική βεβαίωση από το London Guildhall University, που υπάρχει καταχωρημένη στην αίτηση της υποψήφιας, αναφέρει ότι στην Πλέιπελ απονεμήθηκε BSc degree - majoring in Mathematics, το 1982. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της παρακολούθησε θέματα στην Ψυχολογία (Introductory Psychology and advanced modules in Psychology, Human Social Development and Decision Making and Choice).
Η Επιτροπή προβληματίστηκε κατά πόσον το πρώτο πτυχίο της Πλείπελ (Μουστάκα) είναι σχετικό, λαμβάνοντας ωστόσο, υπόψη ότι κατά τη διάρκεια των σπουδών της παρακολούθησε αριθμό μαθημάτων που είναι σχετικά και εν πάση περιπτώσει, το πτυχίο αυτό αποτέλεσε τη βάση για το διδακτορικό της από τη σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Laughborough University, σε σχετικό θέμα, έκρινε ότι αυτό ικανοποιεί τη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας."
Η σχετική βεβαίωση του London Guildhall University, επί της οποίας βασίστηκε τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ήταν εν τέλει προσοντούχος η Πλέιπελ, βρίσκεται καταχωρημένη στον προσωπικό της φάκελο και αναφέρει τα ακόλουθα:
"THIS IS TO CERTIFY that STELLA MOUSTAKA was enrolled as a full-time student at the City Of London Polytechnic (now London Guildhall University) from September 1980 until July 1982. During that time she pursued a course for the Bachelor of Science Degree in Modular Studies. Ms Moustaka was awarded the Βachelor of Science Degree with Second Class Honours (Second Division) majoring in Mathematics by the Council for National Academic Awards in July 1982.
Ms Moustaka followed Introductory Psychology and advanced modules in Psychology, Human Social Development and Decision Making and Choice. Other advanced followed were in Statistics and Mathematics".
Δεδομένου ότι το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ρητά για κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε κάποιο από τα καθορισμένα θέματα ή σε συνδυασμό των θεμάτων αυτών και δεδομένου ότι τα Μαθηματικά δεν περιλαμβάνονται στα καθορισμένα θέματα, η απόφαση ότι καλύπτεται η σχετική πρόνοια με βάση το περιεχόμενο της πιο πάνω βεβαίωσης δεν είναι δεόντως τεκμηριωμένη και δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της.
Η παρακολούθηση εισαγωγικής Ψυχολογίας αλλά ακόμα και μαθημάτων ανώτερου επιπέδου στη Ψυχολογία, όπως πιστοποιείται στη βεβαίωση, μέσα στα πλαίσια ενός προγράμματος σπουδών που οδηγεί στην απόκτηση προσόντος με ειδίκευση στα Μαθηματικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Ψυχολογία.
Το έργο της ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας, ανήκει στο διορίζον όργανο. Επέμβαση του Δικαστηρίου δικαιολογείται εφόσον η ερμηνεία που έχει δοθεί από το διορίζον όργανο δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C., 60).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών. Το δίπλωμα του ενδιαφερόμενου μέρους Πλέιπελ είναι δίπλωμα Β.Sc. in Modular Studies, με κύριο θέμα τα Μαθηματικά. Το Modular Studies και τα Μαθηματικά δεν περιλαμβάνονται στα θέματα που προσδιορίζονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Ένταξη του διπλώματος της Πλέιπελ στα θέματα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, επειδή κατά τη διάρκεια των σπουδών της είχε διδαχθεί και εισαγωγική Ψυχολογία, θα αποτελούσε μια επεκτατική, κατά την κρίση μου, εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας η οποία δεν δικαιολογείται από το λεκτικό του. Θεωρώ επομένως ότι η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας.
Η περίπτωση της Μ. Κυρατζή.
Ο αιτητής αμφισβητεί την εγκυρότητα της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ ότι η Κυρατζή διέθετε την απαιτούμενη στο σχέδιο υπηρεσίας «δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα κοινωνικών υπηρεσιών, από την οποία πενταετή τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών».
Η θέση του Λειτουργού Β που κατείχε η Κυρατζή, δεν ήταν, κατά τον αιτητή, εποπτική θέση αλλά θέση υπό εποπτεία και γι' αυτό ακριβώς το λόγο είχαν σημειωθεί εξ' αρχής αμφιβολίες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αναφορικά με το κατά πόσο πληρούνταν στην περίπτωση της οι πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.
Οι δικηγόροι των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους αντιτάσσουν ότι η ΕΔΥ αφού διενήργησε τη δέουσα έρευνα, θεμελίωσε με σαφήνεια την κρίση της ότι η Κυρατζή κατείχε το επίμαχο προσόν και εισηγούνται ότι η εκτίμηση των γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστηρίου.
Τα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτουν ότι η Κυρατζή κατείχε διαδοχικά τις θέσεις Λειτουργού Ευημερίας 3ης Τάξης (Κλ. Α4-Α7) από 17/1/1994, Λειτουργού Ευημερίας 2ης Τάξης (Κλ. Α8(i)) από 1/2/2002 και Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (Κλ. Α8-Α10-Α11) από 17/9/2009.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως ήδη επισημάνθηκε, θεώρησε αρχικά ότι τα καθήκοντα που αυτή εκτελούσε, σε συνάρτηση με τα σχέδια υπηρεσίας των πιο πάνω θέσεων που κατείχε, δεν την καθιστούσαν προσοντούχο και την απέκλεισε από τη συνέχεια της διαδικασίας.
Η Κυρατζή αντέδρασε και με επιστολή της ημερομηνίας 2/3/2011 προς τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ζήτησε να συμπεριληφθεί στους προσοντούχους υποψήφιους, ισχυριζόμενη ότι εκτελούσε εποπτικά καθήκοντα σε διάφορες υπεύθυνες θέσεις και ότι απέκτησε διοικητική εμπειρία συμμετέχοντας στην οργάνωση και το σχεδιασμό διαφόρων προγραμμάτων τα οποία παρέθετε.
Ως αποτέλεσμα, η Συμβουλευτική Επιτροπή μετέβαλε την αρχική της στάση και αφού όπως σημείωσε, «μελέτησε εκ νέου τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει και που κατείχε η υποψήφια, σε συνδυασμό με την περιγραφή των καθηκόντων που εκτελεί και που εκτελούσε, όπως αυτά φαίνονται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις της και μετά τις επεξηγήσεις που δόθηκαν από την Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας όσον αφορά τα καθήκοντα που εκτελούσε και εκτελεί η Υποψήφια», αποφάσισε ότι η Κυρατζή κατείχε τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα «με επιφύλαξη όσον αφορά την απαίτηση για πενταετή τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών». (Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).
Στη συνέχεια, στην έκθεση της τελικής αξιολόγησης της, η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού κατέγραψε τις θέσεις που υπηρέτησε η Κυρατζή, όπως αυτές προεκτέθηκαν, σημείωσε με γενικότητα ότι «με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον Προσωπικό της Φάκελο έχει μακρόχρονη πείρα σε θέματα κοινωνικών υπηρεσιών».
Ο ίδιος προβληματισμός παρατηρήθηκε και κατά την εξέταση του θέματος από την ΕΔΥ.
Όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της:
"Η Επιτροπή προβληματίστηκε κατά πόσον η υπηρεσία της Κυρατζή σε θέση με Κλίμακα Α4-Α7 ικανοποιεί τις απαιτήσεις της παραγρ. (3) των Απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, αφού έλαβε όμως υπόψη τα πραγματικά καθήκοντα που αυτή εκτελούσε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, όπως αυτά καταγράφονται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις της υποψήφιας, το περιεχόμενο της επιστολής της προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 2.3.11 και τις σχετικές διαβεβαιώσεις της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ως προς τα καθήκοντα που αυτή εκτελούσε/εκτελεί στις υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας προς το Γενικό Διευθυντή, Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς επίσης και το γεγονός ότι, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία «υπεύθυνη θέση» μπορεί να θεωρηθεί και θέση με χαμηλότερη κλίμακα από την Α8, έκρινε ότι η ΚΥΡΑΤΖΗ Μαρία ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, περιλαμβανομένης και της απαίτησης στην παράγρ. (3) των Απαιτούμενων προσόντων."
Τα περιστατικά που προεκτέθηκαν καταμαρτυρούν ότι το ζήτημα της διαπίστωσης της κατοχής των απαραίτητων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, δεν τέθηκε εξ' αρχής πάνω σε σωστή βάση.
Αντί να προκαθοριστούν τα απαιτούμενα με έγκαιρη και οριστική ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας από την καθ' ύλην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ σε προκαταρκτικό στάδιο, αφέθηκε το ζήτημα να αιωρείται με διατύπωση επιφυλάξεων και αμφιβολιών, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση και την υποβολή της έκθεσης με την οποία συστηνόταν η Κυρατζή ως κατάλληλη, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Η ΕΔΥ, η οποία, όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της, διατηρούσε και αυτή τους προβληματισμούς της, αποφάσισε στο τέλος με βάση, μεταξύ άλλων, τα «πραγματικά καθήκοντα» που εκτελούσε η Κυρατζή και τις «διαβεβαιώσεις» της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ότι ικανοποιούνταν όλες οι απαιτήσεις του οικείου σχεδίου υπηρεσίας.
Η συνοπτική τοποθέτηση της ΕΔΥ επί του θέματος εγείρει ζήτημα έλλειψης δέουσας έρευνας αλλά και αντιφατικής συμπεριφοράς που προκύπτει από το διαχωρισμό που φαίνεται να γίνεται ανάμεσα στα προβλεπόμενα στα σχέδια υπηρεσίας καθήκοντα και σε αυτά που αορίστως αναφέρονται ως «πραγματικά καθήκοντα» που εκτελούσε η ενδιαφερομένη. Επιπρόσθετα, η απουσία καθορισμού εκ των προτέρων των εννοιών της παραγράφου (3) όπως «υπεύθυνη θέση» και «εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα», στην παρούσα περίπτωση δυσχεραίνει το δικαστικό έλεγχο.
Σημειώνεται ότι η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, της οποίας ατομικά αναζητήθηκε η άποψη, ήταν μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία διατηρούσε μέχρι τέλους τις επιφυλάξεις της.
Είναι παγίως νομολογημένο ότι οι διατάξεις για τα τυπικά προσόντα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και δεν χωρεί χαλάρωση της απαίτησης του σχεδίου υπηρεσίας για πείρα ορισμένης διάρκειας (βλ. Μιχαηλίδης v. Δήμου Αγλαντζιάς (2010) 3 Α.Α.Δ. 464).
Το Δικαστήριο δεν διεξάγει πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κατοχής των αναγκαίων προσόντων, αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου (βλ. Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 1638).
Κάτω από παρόμοιες συνθήκες, στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δήμου Αγλαντζιάς (πιο πάνω), το Εφετείο επεσήμανε τα εξής (σελ. 467 - 468):
"Το Δημοτικό Συμβούλιο αρκέστηκε σε απλή ανάγνωση επτά βεβαιώσεων από προηγούμενους εργοδότες του ενδιαφερόμενου μέρους για να δεκτεί ότι το προσόν της πείρας ικανοποιείτο. Σε συμφωνία με τον εφεσείοντα καταλήγουμε ότι οι βεβαιώσεις δεν δικαιολογούν την παράλειψη διενέργειας περαιτέρω έρευνας, ως όφειλαν οι καθ'ων η αίτηση, για να εξακριβώσουν όχι μόνο τη διάρκεια της πείρας, αλλά και το επίπεδό της. Είναι εντελώς αδιευκρίνιστο, για παράδειγμα, αν το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσε τη δεύτερη πρόνοια περί πείρας, δηλαδή κατά πόσο διέθετε τριετή τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών και προσωπικού.
Όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε στην υπόθεση Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 393, η άσκηση διοικητικών καθηκόντων δεν προϋποθέτει εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού. Τα δύο δεν είναι ταυτόσημα. Τα διοικητικά καθήκοντα και η διοικητική πείρα που κτάται με την άσκησή τους είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την εμπλοκή στο πλαίσιο της υπηρεσίας ενός λειτουργού, στο καθόλου διοικητικό έργο (βλέπε ακόμα Δημοσθένους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1103/2006, ημερ. 3.10.2007).
Εξ άλλου όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ασσιώτης ν. ΘΟΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 1012, όσο πιο μακρόχρονη και ορισμένου είδους είναι η διοικητική πείρα που απαιτείται για την εκτέλεση κάποιων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας, τόσο πιο ενδελεχής πρέπει να είναι η διερεύνηση προς διακρίβωση του κατά πόσο ο υποψήφιος κατέχει το συγκεκριμένο προσόν.
Στην παρούσα υπόθεση κρίνουμε ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να καθορίσουν την έννοια της διοικητικής πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους και κυρίως το μέγεθος της πείρας σε εποπτικά καθήκοντα.
Όταν διορίζον όργανο βρίσκεται αντιμέτωπο με έννοιες λίγο πολύ ακαθόριστες, όπως για παράδειγμα «διοικητική πείρα» ή «εποπτικά καθήκοντα», θα πρέπει, κατ' αρχήν, να καθορίζει τη φύση των εννοιών αυτών και επιπλέον να εξηγεί με τρόπο που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο, γιατί τη συγκεκριμένη πείρα τη δέχεται ως διοικητική, είτε ως τέτοια που θα θεωρείται ότι ο υποψήφιος ασκούσε εποπτικά καθήκοντα.
Υπό τις περιστάσεις καταλήγουμε ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν σε δέουσα έρευνα ως προς την πείρα που διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος και συνεπώς η έφεση θα πρέπει να επιτύχει."
Για τους λόγους που εξηγήθηκαν και οι οποίοι εστιάζονται στις πλημμελείς διεργασίες των εμπλεκόμενων οργάνων κατά τη διαπίστωση της συνδρομής των απαιτούμενων τυπικών προσόντων των ενδιαφερόμενων μερών, η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή €1.350, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ