ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D744
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1214/2011)
6 Οκτωβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29, 135 ΚΑΙ 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΣΙΗΚΑΛΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αξιοί:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση που περιέχεται σε επιστολή 5.7.11 της καθ΄ ης η αίτηση, να αποκαταστήσει την σταδιοδρομία του Αιτητή με υπεράριθμη αναδρομική προαγωγή του από 1.11.2000 αντί ενωρίτερα και/ή από 1.8.97 στη θέση Ανώτερου Μηχανικού Ηλεκτρονικής και Τηλεπικοινωνιών (κλίμακα Ν2) Τμήμα Μεταφοράς / Διανομής, Κεντρικά Γραφεία αποτελεί πράξη άδικη που θα πρέπει να ακυρωθεί, ώστε να διενεργηθεί από 1.8.97 η αποκατάσταση του ορθά και δίκαια.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι θα είναι άκυρη και/ή πρέπει να συνακυρωθεί ως χωρίς νομική ισχύ, η επακόλουθη σε σχέση με την πιο πάνω απόφαση της καθ΄ ης πράξη, δεύτερη απόφαση για ανάκληση της προαγωγής του Αιτητή από τη θέση Ν1 από 1.9.2007 που περιέχει η επιστολή 22.7.2011.»
Ο Αιτητής, προσλήφθηκε στη μόνιμη υπηρεσία της Καθ΄ ης η αίτηση, την 1.1.1982, στη θέση του Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και μετά από ευδόκιμη υπηρεσία προάχθηκε, την 1.6.1997, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Εργατικές Σχέσεις), Κλίμακα Α14 (μετέπειτα Κλίμακα Ν2) (αναφέρεται στη συνέχεια ως «η πρώτη προαγωγή»). Την 1.9.2007, προάχθηκε στη θέση Διευθυντή Λειτουργίας και Προσωπικού ΔΣΜ, Κλίμακα Ν1, (αναφέρεται στη συνέχεια ως «η δεύτερη προαγωγή»). Εναντίον της δεύτερης αυτής προαγωγής, εκκρεμούν (μετά από επανεξέταση) οι προσφυγές αρ. 254/10, 255/10 και 259/10.
Η πρώτη προαγωγή του Αιτητή, μετά από μακρύ ιστορικό, ακυρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 24/2008 και 42/2008, ημερομηνίας 13.5.2011 και η εν λόγω ακύρωση, συμπαρέσυρε και τη δεύτερη του προαγωγή, η οποία και ανακλήθηκε γι΄ αυτό το λόγο. Ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά, με επιστολή της Καθ΄ ης η αίτηση ημερομηνίας 24.5.2011.
Η Καθ΄ ης η αίτηση προέβη σε επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης στην Κλίμακα Ν2, ως αποτέλεσμα της οποίας επανεξέτασης, προάχθηκε αναδρομικά άλλος υποψήφιος. Εναντίον της τελευταίας αυτής προαγωγής, ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1059/2011, η οποία και εκκρεμεί.
Ο Αιτητής αποκαταστάθηκε, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 45 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, με υπεράριθμη αναδρομική προαγωγή από 1.11.2000, σε άλλη θέση της Κλίμακας Ν2. Λόγω της υπεράριθμης αυτής αναδρομικής προαγωγής του Αιτητή είχε επέλθει «μηχανιστικά» και η αποκατάστασή του στη θέση με Κλίμακα Ν1. Επειδή όμως ως αποτέλεσμα της πιο πάνω υπεράριθμης αναδρομικής προαγωγής σε άλλη θέση της Κλίμακας Ν2 είχε ανατραπεί η αρχαιότητα του, η οποία λήφθηκε υπόψη για την προαγωγή του στη θέση της Κλίμακας Ν1, τα Μέλη του Δ.Σ. της Καθ΄ ης η αίτηση, εξέφρασαν πρόθεση να ανακαλέσουν την δεύτερη προαγωγή του Αιτητή και να προβούν στην επανεξέταση της, με βάση τα δεδομένα όπως είχαν διαμορφωθεί μετά την επανεξέταση της θέσης στην Κλίμακα Ν2 και ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 5.7.2011. Με την ίδια επιστολή, ο Αιτητής κλήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Διοικητικού Συμβουλίου της Καθ΄ ης η αίτηση για να εκθέσει τις θέσεις του, όπως και έπραξε. Τις απόψεις του έθεσε και γραπτώς με μεταγενέστερη επιστολή του ημερομηνίας 8.7.2011.
Η Καθ΄ ης η αίτηση κατά τη συνεδρίαση της, στις 19.7.2011, αφού έλαβε υπόψη της όλο το ιστορικό της περίπτωσης, αποφάσισε την ανάκληση της δεύτερης προαγωγής του Αιτητή και επανεξέταση, για το λόγο ότι, ως αποτέλεσμα της υπεράριθμης προαγωγής του σε θέση της Κλίμακας Ν2 αναδρομικά από 1.11.2000, υπήρχε ανατροπή της αρχαιότητάς του η οποία λήφθηκε υπόψη για τη δεύτερη προαγωγή. Γι' αυτή την απόφαση, της ανάκλησης δηλαδή της δεύτερης προαγωγής, ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 22.7.2011.
Προβάλλει η πλευρά του Αιτητή ότι παρά το ορθό και δίκαιο της αναδρομικής αποκατάστασης της σταδιοδρομίας του, η Καθ΄ ης η αίτηση αυθαίρετα και χωρίς αιτιολογία καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης την 1.11.2000, αντί της 1.8.1997 οπόταν είχαν κενωθεί οι υπό αναφορά θέσεις. Αποδίδεται, περαιτέρω, στην Καθ΄ ης η αίτηση παράλειψη νόμιμης μεταχείρισης του Αιτητή, υπέρβαση ή κατάχρηση καθήκοντος, έλλειψη δέουσας έρευνας και συντρέχουσα πλάνη, νομική και πραγματική.
Η αντίδικη πλευρά, της Καθ΄ ης η αίτηση, θέτει ότι κατά τη λήψη των επίδικων αποφάσεων ενήργησε νόμιμα, καλόπιστα και με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 45 του Νόμου. Ισχυρίζεται επίσης ότι η όλη διαδικασία ήταν καθόλα νόμιμη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.
Το πιο πάνω άρθρο, στα δύο πρώτα εδάφιά του προβλέπει:
«45.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η προαγωγή ενός υπαλλήλου σε μία θέση ακυρώνεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του στη θέση αυτή και εφόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο εδάφιο (2), να αποφασίσει την προαγωγή ή την υπεράριθμη προαγωγή του, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση, σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, αν δε γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσία της Επιτροπής ασκείται μόνο όταν αυτή πεισθεί ότι, ενόψει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του υπαλλήλου και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασης της και της ακύρωσης αυτής, επηρεάστηκε πράγματι η σταδιοδρομία του υπαλλήλου.»
Το παράπονο του Αιτητή δεν εστιάζεται στο ότι η Καθ΄ ης η αίτηση δεν εφάρμοσε, κατ΄ αναλογία, τις πρόνοιες του άρθρου 45. Θέτει ότι δεν τον αποκατέστησε ορθά, δίκαια και αντικειμενικά από 1.8.1997, όπου κενώθηκαν μετά τον ουσιώδη χρόνο οι πρώτες θέσεις.
Η επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας συνιστά ένα από τους κύριους πυλώνες των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης. Η Καθ΄ ης η αίτηση μέσα από την ενέργειά της να προχωρήσει σε εφαρμογή του άρθρου 45 αναγνώρισε τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εδαφίου 2 και ως αποτέλεσμα προχώρησε σε υπεράριθμη προαγωγή του Αιτητή. Υπό τις συνθήκες αυτές και ασκώντας την ανάλογη διακριτική της ευχέρεια είχε υποχρέωση να υπολογίσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τουλάχιστον την πιθανή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του Αιτητή. Ασκώντας το καθήκον αυτό βαρυνόταν να εξετάσει το σύνολο των θέσεων προαγωγής που θα μπορούσε να διεκδικήσει ο συγκεκριμένος Αιτητής και τη δυνατότητα που θα είχε κάτω από ομαλές συνθήκες να πετύχει προαγωγή του στις εν λόγω θέσεις. Στην πορεία αυτής της άσκησης το κάθε διορίζον όργανο αναπόφευκτα θα πρέπει να ανατρέχει στο σύνολο των κριτηρίων επιλογής, τόσο ενός Αιτητή όσο και των υπολοίπων διεκδικητών μιας θέσης, και να προβαίνει σε σύγκριση των δεδομένων αυτών προκειμένου να καταλήξει, αποκαταθιστώντας έτσι τη σταδιοδρομία του πληγέντος υπαλλήλου.
Το ερώτημα που προκύπτει στην υπό κρίση περίπτωση είναι το κατά πόσο η Καθ΄ ης η αίτηση εκπλήρωσε το προαναφερθέν καθήκον της ανατρέχοντας σε όλα τα δυσμενή και ευμενή στοιχεία του Αιτητή και των υπολοίπων. Εδώ υπεισέρχεται το ζήτημα της δέουσας έρευνας, αλλά και της αιτιολόγησης της τελικής απόφασης της Καθ΄ ης η αίτηση.
Με αναφορά στα ουσιώδη πρακτικά, της συνεδρίας ημερ. 5.7.2011, παράρτημα 3 της ένστασης, εντοπίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Καθ΄ ης η αίτηση εξετάζοντας το ζήτημα της αποκατάστασης του Αιτητή επικεντρώθηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 20.5.1997 και 13.5.2011, ήτοι μεταξύ της απόφασης για προαγωγή του Αιτητή και της ακύρωσής της από το Ανώτατο Δικαστήριο, παρατηρώντας ότι είχαν πληρωθεί εν τω μεταξύ 15 θέσεις στην Κλίμακα Ν2. Ακολούθως τα Μέλη του Συμβουλίου «διερωτήθηκαν και κατά συνέπεια μελέτησαν» κατά πόσο ο Αιτητής θα μπορούσε να ήταν υποψήφιος για τις θέσεις αυτές και τη λογική πιθανότητα προαγωγής του σε κάποια από αυτές εάν δεν λάμβανε χώραν η προαγωγή η οποία ακυρώθηκε. Καταλήγει δε ως ακολούθως το εν λόγω πρακτικό:
«Τα Μέλη αφού μελέτησαν διεξοδικά τους καταλόγους Αιτητών για τις πιο πάνω θέσεις και λαμβάνοντας υπόψη τα υπηρεσιακά δεδομένα του Γιώργου Ασιήκαλη σε σύγκριση με τους εκάστοτε υποψηφίους για κάθε θέση, στη βάση των κριτηρίων προαγωγής, πείσθηκαν ότι στην προκειμένη περίπτωση του Γιώργου Ασιήκαλη, πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του άρθρου 45 του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, ώστε να μπορούν να εφαρμόσουν τις πρόνοιες του άρθρου 45(1) και ως εκ τούτου, αποφάσισαν ομόφωνα να αποκαταστήσουν τον Γιώργο Ασιήκαλη, με υπεράριθμη προαγωγή στη θέση Ανώτερου Μηχανικού Ηλεκτρονικής & Τηλεπικοινωνιών, Κλίμακα Ν2, Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Κεντρικά Γραφεία, αναδρομικά από την 1η Νοεμβρίου 2000, θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, εάν δεν γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.»
Προκύπτουν αβίαστα από τα πιο πάνω η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ως προς το περιεχόμενο της συλλογιστικής που ακολούθησε το υπό αναφορά Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου να καταλήξει σε αναδρομικό διορισμό του Αιτητή με ημερομηνία 1.11.2000.
Υπό τις συνθήκες η δέουσα έρευνα θα έπρεπε να είχε ως λόγο την αναλυτική σύγκριση μεταξύ όλων των υποψηφίων για προαγωγή σε κάθε ξεχωριστή θέση και σε κάθε συγκεκριμένο χρόνο. Προς το σκοπό αυτό τα συγκριτικά υπηρεσιακά στοιχεία θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να ήταν ενώπιον του Συμβουλίου και να τύχουν επαρκούς εξέτασης. Το επίδικο πρακτικό δεν διαφωτίζει επί του προκειμένου. Ούτε και παρέχει τα εχέγγυα ελέγχου από το Δικαστήριο της προσβαλλόμενης πράξης, με αποτέλεσμα η αποκατάσταση του Αιτητή με ημερομηνία 1.11.2000 να είναι αναιτιολόγητη και, για σκοπούς ελέγχου, αυθαίρετη. Η λεκτική αναφορά και μόνο στους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη, οι γενικολογίες και η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων δεν συνιστούν βεβαίως αιτιολογία. Στο ερώτημα κατά πόσο ο Αιτητής θα έπρεπε να προαχθεί από την 1.8.1997, και γιατί αυτό δεν έγινε, δεν δόθηκε απάντηση από την Καθ΄ ης η αίτηση, αφού και δεν απασχόλησε το Συμβούλιο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, ως αποτέλεσμα έλλειψης επαρκούς έρευνας και απουσίας σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων για τις κενές θέσεις της εν λόγω χρονολογίας.
Η πλευρά της Καθ΄ ης η αίτηση επιχείρησε, στα πλαίσια της αγόρευσής της, και σε μια προσπάθεια εκ των υστέρων διάσωσης του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης, να παρουσιάσει όγκο εγγράφων προκειμένου να καλύψει το ζήτημα της έλλειψης δέουσας έρευνας. Τα έγγραφα αυτά αφορούν πίνακες με τα ονόματα προαχθέντων στην Κλίμακα Ν2 κατά το χρονικό διάστημα 20.5.1997 μέχρι 13.5.2011. Τέθηκε ότι το υλικό αυτό ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Καθ΄ ης η αίτηση κατά το χρόνο λήψης απόφασης για αποκατάσταση του Αιτητή. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 5.7.2011, στα οποία γίνεται αναφορά μόνο σε συγκεκριμένες θέσεις που πληρώθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέσα από το περιεχόμενο των οποίων εμφαίνεται, όπως προαναφέρθηκε, η ανεπάρκεια της έρευνας αλλά και το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης πράξης. Υπό τις συνθήκες αυτές θα ήταν ανεπίτρεπτη βεβαίως η αποδοχή μαρτυρίας η οποία θα διαφοροποιούσε, αλλοίωνε ή μετέβαλλε το περιεχόμενο των στοιχείων που ήταν υπόψη της Καθ΄ ης η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ούτε βεβαίως και μπορούν να ληφθούν υπόψη ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους συνηγόρους κατά τρόπο που να αποτελούν μέρος της αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης. Είναι τα πρακτικά της ουσιαστικής συνεδρίας ημερομηνίας 5.7.2011 και μόνο που αντανακλούν την πραγματική εικόνα των όσων έλαβαν χώραν και αποτέλεσαν τους παράγοντες που οδήγησαν στην υπό κρίση διοικητική απόφαση.
Η εντοπισθείσα έλλειψη δέουσας έρευνας και το αναιτιολόγητο για σκοπούς δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του Αιτητή με υπεράριθμη αναδρομική προαγωγή του από 1.11.2000, οδηγούν στην ακύρωση της εν λόγω πράξης. Ακύρωση που εκθεμελιώνει και το βάθρο στήριξης και της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, ως άμεσα συναρτημένης, υπό το πρίσμα της μεταβληθείσας αρχαιότητας, με την πρώτη.
Καταληκτικά, η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρώνονται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος του Αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.