ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D778
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1074 /2011)
14 Οκτωβρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 25, 28, 29 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
ΚΩΣΤΑ ΤΟΥΛΟΥΜΠΗ
Αιτητή,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ΄ης η αίτηση.
-----------------------
Α.Σ.Αγγελίδης, για τον αιτητή
Κατ. Λοϊζου, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ΄ης η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας («η Επιτροπή»), με την οποία είχε διαγραφεί από τον κατάλογο διοριστέων καθηγητών μουσικής.
Ο αιτητής περιλαμβανόταν στον κατάλογο διοριστέων του 2009. Η Επιτροπή ζήτησε από τον αιτητή με επιστολή ημερ. 10 Απριλίου 2009 να παρακολουθήσει πρόγραμμα προϋπηρεσιακής κατάρτισης 2009-2010. Είχε τονιστεί επί τούτου ότι, η προσκόμιση πιστοποιητικού επιτυχούς συμπλήρωσης του προγράμματος ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό. Στις 14 Απριλίου 2009 ο αιτητής εκδήλωσε ενδιαφέρον για παρακολούθηση του εν λόγω προγράμματος.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Συντονισμού Προγράμματος Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης πληροφόρησε, στις 7 Ιουνίου 2010, την Επιτροπή ότι ο αιτητής είχε αποτύχει σε τομείς του συγκεκριμένου προγράμματος. Καθίστατο, ως εκ τούτου, απαραίτητο όπως ο αιτητής ολοκληρώσει το πρόγραμμα την επόμενη χρονιά, πράγμα το οποίο έκαμε. Ο αιτητής, όμως, και πάλι απέτυχε να ολοκληρώσει το πρόγραμμα και η Επιτροπή αποφάσισε στις 2 Ιουνίου 2011 τη διαγραφή του αιτητή από τους Πίνακες Διοριστέων. Ενημερώθηκε σχετικώς ο αιτητής.
Στις 29 Ιουνίου 2011 o αιτητής υπέβαλε, μέσω του δικηγόρου του ένσταση για την επιβληθείσα βαθμολογία του η οποία, απερρίφθη, στις 25 Ιουλίου 2011, ως εκπρόθεσμη. Με νέα επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 8 Αυγούστου 2011 ζητήθηκε η επανεξέταση της υπόθεσης. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Συντονισμού απάντησε ότι δεν ετίθετο τέτοιο θέμα, με επιστολή του ημερ. 12 Σεπτεμβρίου 2011.
Ο αιτητής πρόβαλε με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 28Γ του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/69) και στον Κανονισμό 9(6) και 10(3). Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι ο αιτητής αναφέρεται στους Κανονισμούς ΚΔΠ214/2000 οι οποίοι όμως έχουν καταργηθεί με την ΚΔΠ236/2007. ΄Ηταν ο προβληθείς ισχυρισμός, ότι θα έπρεπε να προηγηθεί προσφορά διορισμού στον αιτητή και σε περίπτωση που ο τελευταίος δεν προσκόμιζε το αναγκαίο πιστοποιητικό επιτυχούς παρακολούθησης του εν λόγω προγράμματος, τότε μόνο η Επιτροπή θα είχε έρεισμα για να τον διαγράψει από τους Πίνακες Διοριστέων.
Το άρθρο 28Γ του Νόμου, ως είχε τότε, προβλέπει:
"Οι κενές θέσεις πρώτου διορισμού που έχουν δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 28Α και όλες οι θέσεις πρώτου διορισμού που θα κενωθούν μετέπειτα θα πληρούνται από την Επιτροπή, χωρίς οι τελευταίες να παρίσταται ανάγκη να δημοσιεύονται, με το διορισμό των υποψηφίων που έχουν σειρά προτεραιότητας στον οικείο πίνακα διοριστέων, εκτός αν ένας από αυτούς διαγραφεί από αυτόν για έναν από τους πιο κάτω λόγους:
(α) όταν ο διορισμός που του προσφέρεται δε γίνει αποδεκτός από αυτόν μέσα στην προθεσμία που τάσσεται στη γραπτή προσφορά που του έγινε·
(β) όταν δεν προσκομίσει στην Επιτροπή πιστοποιητικό στο οποίο θα πιστοποιείται ότι παρακολούθησε, μετά από πρόσκληση της Επιτροπής, με επιτυχία το Πρόγραμμα Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης.˝
Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η πρόσκληση για παρακολούθηση του προϋπηρεσιακού προγράμματος με κανένα τρόπο δεν προϋπόθετε και προσφορά διορισμού. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Ηλία ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 140.
"Το άρθρο 28Γ δεν αναφέρεται σε υποχρέωση ης ΕΕΥ πρώτα να προσφέρει διορισμό και μετά να προβεί σε διαγραφή αν δεν προσκομίζετο το πιστοποιητικό. Αντιθέτως, η αναφορά ότι οι θέσεις θα πληρούνται με διορισμό διοριστέων κατά σειρά προτεραιότητας στον πίνακα "εκτός αν ένας από αυτούς διαγραφεί από αυτό για ένα από τους πιο κάτω λόγους", ένας από τους οποίους είναι η μη προσκόμιση του πιστοποιητικού, δείχνει ότι η ΕΕΥ δεν προβαίνει σε οριστική προσφορά διορισμού αν δεν προσκομισθεί το πιστοποιητικό, αφού η μη προσκόμιση του οδηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 28Γ(1)(β), στη διαγραφή του διοριστέου από τον πίνακα που έτσι δεν μπορεί να διορισθεί.˝
Όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε ο Καν.9 παραγρ.6 της ΚΔΠ214/2000. Στον εν λόγω Κανονισμό προσφερόταν η δυνατότητα σε υποψήφιο, ο οποίος δεν συμπλήρωσε με επιτυχία το πρόγραμμα, να το επαναλάβει μια ακόμη φορά στην επόμενη σχολική χρονιά. Οι εν λόγω Κανονισμοί έχουν καταργηθεί με τους περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Πρόγραμμα Προϋπηρεσιακής Κατάρτισης των Υποψηφίων Εκπαιδευτικών Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) Κανονισμοί του 2007 (ΚΔΠ236/2007). Αντίστοιχη πρόνοια δεν υπάρχει στους εν ισχύι κανονισμούς. Ανεξαρτήτως, όμως τούτου, η Επιτροπή είχε παράσχει την ευκαιρία στον αιτητή να επαναλάβει το πρόγραμμα, έχοντας υπόψη την αποτυχία του στη χρονιά 2010.
Ένα άλλο επιχείρημα που προβλήθηκε από τον αιτητή είναι ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, έχοντας υπόψη ότι η εν λόγω διαγραφή, ήταν πράξη δυσμενούς φύσεως γι΄αυτόν. Οι παράγραφοι (1) και (2) του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου του 1999 (158(Ι)/99) προνοούν:
«(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.»
Επί του προκειμένου η διαγραφή του αιτητή από τον Πίνακα Διοριστέων δε ήταν αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της Επιτροπής αλλά εφαρμογή σχετικής πρόνοιας του Νόμου, επομένως δεν τίθετο θέμα προσφοράς δυνατότητας ακρόασης επί του θέματος αυτού. (Βλ. Υπόθ. αρ.1201/2009 Φλαγκοφά ν. Δημοκρατίας, ημερ. 20 Απριλίου 2011).
Ανεξαρτήτως, όμως, των πιο πάνω ο αιτητής άσκησε το δικαίωμα υποβολής ενστάσεως, πλην όμως αυτή ήταν εκπρόθεσμη και δεν εξετάστηκε. Συνεπώς δεν μπορεί ο αιτητής να παραπονείται ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης.
Προβλήθηκε περαιτέρω ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλείψεως δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Εξειδίκευσε το θέμα αυτό ο αιτητής ισχυριζόμενος ότι δεν είχαν επεξηγηθεί στην Επιτροπή οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής δεν συμπλήρωσε με επιτυχία το συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Με βάση τον Καν.5 της ΚΔΠ236/2007 η αρμοδιότητα για τη γενική παρακολούθηση και αξιολόγηση του Προγράμματος, ανήκει στην Επιτροπή Συντονισμού. Στη συνέχεια, ο Καν.9(2) προβλέπει ότι στην Επιτροπή κοινοποιείται κατάλογος των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα, μετά την ολοκλήρωση του, με τους χαρακτηρισμούς «επιτυχών» ή «αποτυχών». Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι δεν απαιτείται η καταγραφή της αξιολόγησης του αιτητή στον κατάλογο που κοινοποιείται στην Επιτροπή.
Ανεξαρτήτως, όμως, την περίοδο εκείνη στην επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής Συντονισμού ημερ. 20 Ιουνίου 2011, επισυνάπτεται και η σχετική έκθεση στην οποία αναγράφονται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε ο αιτητής ως «αποτυχών». Τα αναφερόμενα από τον αιτητή στο πλαίσιο της αγόρευσης του αναφορικά με συμμετοχή σε σχολικές ή άλλες δραστηριότητες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη καθότι όπως είναι νομολογημένο, οι αγορεύσεις δεν μπορούν να αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας. (Βλ. Κοινότητα Λυσού ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537).
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η αξιολόγηση που έγινε ήταν λανθασμένη ενόψει του γεγονότος ότι έγινε από μη εξειδικευμένα άτομα, σε θέματα μουσικής. Ο Καν.5(1) της ΚΔΠ 236/2007 προσδιορίζει ποια άτομα αποτελούν την Επιτροπή Συντονισμού και τούτοι είναι διευθυντές Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης, το Διευθυντή και το Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου, ως εκπροσώπους του Υπουργείου, δύο εκπροσώπους του Πανεπιστημίου Κύπρου, ένα εκπρόσωπο της Οργάνωσης Εκπαιδευτικών Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου και ένα εκπρόσωπο της Οργάνωσης Λειτουργών Τεχνικής Εκπαίδευσης Κύπρου. Συναφώς η εισήγηση δεν έχει έρεισμα καθότι δεν απαιτείται τα άτομα αυτά να κατέχουν εξειδικευμένες γνώσεις στην ειδικότητα του κάθε υποψήφιου.
Πρόβαλε στη συνέχεια ο αιτητής ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας. Εισηγήθηκε προς τούτο ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε προχωρήσει σε πλήρη έρευνα και να αποφύγει να στηριχθεί στην απόφαση της Επιτροπής Συντονισμού. Όπως έχω ήδη αποφασίσει αρμόδιο όργανο για την αξιολόγηση του αιτητή ήταν η Επιτροπή Συντονισμού. Η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη την αποτυχία του αιτητή στο συγκεκριμένο πρόγραμμα προχώρησε στη διαγραφή του. Συνεπώς δεν τίθετο θέμα περαιτέρω έρευνας ως προς την αξιολόγηση του.
Τέλος, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι, ως αποτέλεσμα της απόφασης της Επιτροπής παραβιάστηκαν το ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος, που προστατεύει το δικαίωμα προς εργασία και το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση μεταξύ υποψηφίων. Ως προς το θέμα της παραβίασης του άρθρου 25 του Συντάγματος, έχω να παρατηρήσω ότι η εισήγηση του αιτητή δεν έχει οποιονδήποτε έρεισμα καθότι με κανένα τρόπο η διαγραφή του από τον κατάλογο διοριστέων τον εμποδίζει από το να ασκήσει την εργασία του. Εν πάση περιπτώσει κανένα στοιχείο δεν έχει παρουσιαστεί που να ενισχύει ένα τέτοιο ισχυρισμό. Αναφορικά με την ισότητα ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης, σε σχέση με άλλους υποψήφιους στους οποίους είχε προσφερθεί μόνιμος διορισμός το 2001. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η άνιση μεταχείριση μπορεί να στοιχειοθετηθεί όταν υπάρχουν όμοιες καταστάσεις. Ο αιτητής είχε κληθεί κατ΄αρχήν να παρακολουθήσει το εν λόγω πρόγραμμα το 2010-2011 και όχι το 2001. Περαιτέρω, κανένα στοιχείο σύγκρισης δεν έχει παρουσιαστεί έτσι ώστε να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός του. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, στον αιτητή παραχωρήθηκε το δικαίωμα παρακολούθησης του εν λόγω προγράμματος για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, συνεπώς δεν μπορεί να παραπονείται για άνιση μεταχείριση.
Το τελευταίο επιχείρημα που προβλήθηκε ήταν ότι η Επιτροπή είχε παραβιάσει την αρχή της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν τη διοικητική λειτουργία. Επικέντρωσε την προσοχή του στο γεγονός ότι αγνοεί σε ποιους τομείς απέτυχε κατά το στάδιο παρακολούθησης του εν λόγω προγράμματος. Τούτο δεν είναι ορθό. Στην επιστολή ημερ. 20 Ιουνίου 2011 (Παράρτημα Χ), η οποία στάληκε στον αιτητή πριν την καταχώρηση της προσφυγής αναφέρονται οι τομείς στους οποίους ο ίδιος απέτυχε.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1,300 έξοδα υπέρ της καθ΄ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.