ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μιχαηλίδου, Δέσπω Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή. Ζωή Κυριακίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Αρ. Υπόθεσης: 931/2012, 11/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D670

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αρ. Υπόθεσης:  931/2012)

 

 

11 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28  ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ

                                                                                     Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

 __________

 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή.

Ζωή Κυριακίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Η παρούσα αίτηση, στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 7.5.2012, ως απότοκο επανεξέτασης από προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση ημερ. 3.10.2011 (Κωνσταντινίδης, Δ., Υπόθ. Αρ. 556/09).

 

          Με την υπό κρίση απορριπτική απόφαση, οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν, να μην ικανοποιήσουν το αίτημα του αιτητή για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης, για τις ώρες που υπηρέτησε, πέραν του κανονικού ωραρίου υπηρεσίας, για το διάστημα από 1.1.2000 μέχρι 30.6.2001.  Oι λόγοι που οδήγησαν στη μη ικανοποίηση του αιτήματος του αιτητή, όπως εμπεριέχονται σ΄ επιστολή ημερ. 7.5.2012, όπως κοινοποιήθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στο δικηγόρο του αιτητή, παραπέμπουν σε συναφείς διατάξεις του Νόμου και Κανονισμούς περί Αστυνομίας αλλά και σε σειρά εγκυκλίων και αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου με τις οποίες ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε και ειδικότερα, επειδή ο αιτητής:

 

«....κατά την περίοδο που υπηρετούσε στην Ε.Υ.Π.Π. εκτελώντας τα συγκεκριμένα καθήκοντα, ουδέποτε υποβλήθηκε οποιοδήποτε γραπτό παράπονο για τη φύση των καθηκόντων και το ωράριο εργασίας, αλλά ούτε και οποιοδήποτε γραπτό αίτημα για έγκριση υπερωριακής απασχόλησης.

Ως εκ των πιο πάνω, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο περί Αστυνομίας Νόμος και εφαρμόζοντας την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφάσισα τη μη ικανοποίηση του αιτήματος του κ. Χριστάκη Μοδέστου.»

 

         Στηρίζεται ο αιτητής σε μια σειρά από λόγους που οδηγούν στην ακύρωση της υπό κρίση απόφασης και κατά κύριο λόγο, για παράβαση του δεδικασμένου, ελλιπή ή «πάσχουσα» αιτιολογία, έλλειψη δέουσας έρευνας και στέρηση του δικαιώματος του αιτητή να ακουστεί. Άλλοι λόγοι, όπως προκύπτουν από το σώμα της αίτησης, φαίνεται να έχουν εγκαταλειφθεί. 

 

         Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν την  προσβαλλόμενη απόφαση σε όλη της την έκταση: πάρθηκε μετά από δέουσα έρευνα και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης, δόθηκε επαρκής αιτιολογία. 

 

Θα πρέπει, κρίνω, να εξεταστεί κατά προτεραιότητα η εμβέλεια της απόφασης του Κωνσταντινίδη, Δ., (η απόφαση) σε αναφορά με την εξέταση του ουσιαστικού ζητήματος: ότι δεν χωρεί παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα.  Κατά την αντίληψη μου, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, διαπιστώνοντας ανεπαρκή αιτιολογία που καθιστούσε ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο και κατά δεύτερον, λόγω ελλιπούς έρευνας.  Ο συνήγορος του αιτητή παραπέμποντας στην απόφαση, εισηγείται ότι ο καθ΄ ου η αίτηση παρέβει το δεδικασμένο, εφόσον όπως κρίθηκε, ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν είχε δικαίωμα να επιβάλει ο ίδιος παραγραφή ενός δημόσιου δικαιώματος από το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί παραίτηση:

 

«Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως είχε δοθεί στον αιτητή η ευκαιρία να ακουστεί στην αρχή και πως δεν οφειλόταν άλλη έρευνα που θα τον ενέπλεκε εκ νέου.  Όμως αυτό παραγνωρίζει το ουσιώδες πως όσα στην αρχή υπέβαλε ο αιτητής, με το αίτημά του και τις επιστολές που του στάληκαν, δεν αφορούσαν σε ό,τι εν τέλει προσδιορίστηκε ως η δεύτερη αιτία απόρριψης.  Θεωρώ πως τα επιχειρήματα του αιτητή είναι βάσιμα και πως έχουμε εν προκειμένω, ελλιπή έρευνα.  Ο αιτητής προβάλλει και τον ισχυρισμό πως ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεν είχε δικαίωμα να επιβάλει είδος παραγραφής ενός δημόσιου δικαιώματος από το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί παραίτηση.  Οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν τις δικές τους εισηγήσεις, αλλά, ασφαλώς, η επίλυση νομικού ζητήματος προϋποθέτει συγκεκριμένα γεγονότα που να το αναδεικνύουν ως σχετικό.  Είναι, επομένως, έργο της διοίκησης, να διαπιστώσει μετά από δέουσα έρευνα τα γεγονότα οπότε και η όποια συνακόλουθη κρίση της, αναλόγως, θα μπορεί να αναθεωρηθεί πάνω σε υπαρκτή πραγματική βάση και όχι ακαδημαϊκά.»

Ο συνήγορος του αιτητή προωθεί περαιτέρω την εισήγηση ότι οι καθ΄ ων η αίτηση σαφώς παραβίασαν το δικαστικό δεδικασμένο: Οι καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν, με βάση την έκθεση και τις διαπιστώσεις του Λογιστηρίου να αποφασίσουν «να καταβάλουν τις νόμιμες δεδουλευμένες υπερωρίες στον αιτητή και όχι να απορρίψουν εκ νέου το αίτημα κατά παραβίαση του δεδικασμένου.»  Δεν μπορούσε, είναι η εισήγηση του, ο Αρχηγός Αστυνομίας να απορρίψει το αίτημα του αιτητή με βάση αιτιολογία που είναι αντίθετη προς την έρευνα που ο ίδιος διέταξε.  Από τη στιγμή που η προηγουμένη πρωτόδικη απόφαση, δεν αμφισβητήθηκε με καταχώριση έφεσης, τότε θα έπρεπε ο καθ΄ ου η αίτηση να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή, να διεξάγει περαιτέρω έρευνα και να δώσει το δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή. 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων στην αναθεωρητική τους δικαιοδοσία είναι δεσμευτικές για όλα τα όργανα και τις αρχές της Δημοκρατίας  (Άρθρο 146.5 του Συντάγματος).  Τα εκτελεστικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι δεσμευτικά για τη διοίκηση, η οποία πλέον δεν είναι ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη από τα αποδεδειγμένα γεγονότα (Ζαπίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098).

Δεν θα συμφωνήσω όμως με την εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή, ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας, δεσμευόταν δυνάμει δεδικασμένου να εγκρίνει την απαίτηση του αιτητή για υπερωριακή απασχόληση, ωσάν να μην είχε την εξουσία και τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει, αιτιολογημένα βεβαίως, και κατόπιν δέουσας έρευνας, το αίτημα.  Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι η κατ΄ επανεξέταση απόφαση, λαμβάνεται από τη διοίκηση και ανάγεται στην απόλυτη διακριτική της ευχέρεια.  Το Δικαστήριο, δεν προβαίνει σε έλεγχο της ουσίας της διοικητικής πράξης, αλλά περιορίζεται σαφώς σε έλεγχο νομιμότητας.  Ο έλεγχος που ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι έλεγχος ακυρωτικός και όχι έλεγχος ουσίας.  Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να τροποποιήσει διοικητική πράξη, ούτε και να αποφασίσει ποια θα έπρεπε, κάτω από τα γεγονότα της υπόθεσης, να ήταν η απόφαση της διοίκησης (Δαμιανός κ.α. ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 848, 851) ή να υποδείξει στη διοίκηση το περιεχόμενο της νέας πράξης, η οποία θα έπρεπε να εκδοθεί σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση.  Η υποχρέωση της διοίκησης περιορίζεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων, όπως υφίσταντο κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης, στις οποίες στηρίχθηκε το διατακτικό της απόφασης, (άρθρο 59 του Νόμου 158(Ι)/99).  Δεν μπορεί να τεθεί θέμα παράβασης του δεδικασμένου εκεί όπου η διοίκηση, κατά την επανεξέταση της ακύρωσης της απόφασης, αναθεωρεί προηγούμενη κρίση της αναφορικά με ζητήματα τα οποία δεν κρίθηκαν στην ακυρωτική απόφαση (Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 527).

 

Η εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνη.  Η απόφαση ακυρώθηκε εφόσον το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί επί της ουσίας σε υπαρκτή, πραγματική βάση και όχι ακαδημαϊκά εφόσον η διοίκηση δεν προχώρησε σε δέουσα έρευνα γύρω από τα απολύτως σχετικά γεγονότα. Η επίλυση του ζητήματος ως νομικού προϋπόθετε «συγκεκριμένα γεγονότα που να το αναδεικνύουν ως θετικό». 

 

Παραμένει να εξεταστεί αν, ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε δικαίωμα να επιβάλει παραγραφή ενός δημοσίου δικαιώματος από το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί παραίτηση.  Εδώ θα πρέπει και πάλι να διαπιστωθεί κατά πόσο τα γεγονότα, που άμεσα άπτονται του καθοριστικού αυτού ζητήματος, όπως έχουν συγκεκριμενοποιηθεί μετά από δέουσα έρευνα, δικαιολογούν συνακόλουθα την κρίση της διοίκησης ώστε το ζήτημα να αναθεωρηθεί «πάνω σε υπαρκτή πραγματική βάση και όχι ακαδημαϊκά». 

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως με λεπτομέρεια φαίνεται από το ιστορικό της υπόθεσης και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα και δεν αμφισβητούνται, η διοίκηση είχε ενώπιον της όλες τις επιστολές του διοικούμενου με τις οποίες πληροφορούσε τη διοίκηση για το αίτημα του (Επιστολή ημερ. 13.5.2009).  Είχε πλέον σαφές πλαίσιο, για το χρηματικό ποσό που αξίωνε ο αιτητής, λόγω υπερωριακής εργασίας, είχε όλα τα σχετικά αντίγραφα των επιστολών του, καθώς και όλες τις εγκυκλίους, για να καταλήξει να απορρίψει ή να εγκρίνει το αίτημα.  Εκείνο που έπραξε, σε τελευταία ανάλυση, η διοίκηση, είναι να αποφασίσει το δικαίωμα του αιτητή και να το απορρίψει στη βάση των στοιχείων που είχε ενώπιον της, επί της ουσίας.  Υποστήριξη στην θέση του αιτητή ότι δεν χωρεί παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα δίνουν δύο αποφάσεις της Ολομέλειας Παπαγιώργης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 563 και Πατσαλοσαββή-Λεοντίου ν. Δημοκρατίας, (1997) 3 A.A.Δ. 70.  Οι πιο πάνω αρχές, εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή, έχουν άμεση εφαρμογή και στην παρούσα και είναι οφθαλμοφανές ότι ο αιτητής είχε νόμιμο δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την υπερωριακή εργασία που πρόσφερε. 

 

Διαχρονικά η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δεχθεί ότι χωρεί παραίτηση ή εγκατάλειψη δημοσίου δικαιώματος, με συνέπεια την εξάλειψη του εννόμου συμφέροντος του αιτητή (Μyrianthis v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 165, Hadjiconstantinou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 184).  Δεν χωρεί όμως ρητή ή σιωπηρή παραίτηση σε θέματα θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα οποία είναι και αναπαλλοτρίωτα (Μέλπω Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3005).  Την ίδια προσέγγιση ότι χωρεί παραίτηση από απόλαυση δημοσίου δικαιώματος υιοθετεί και ο Α.Ι. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 1996, σ. 363.

 

Η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, υποστηρίζοντας το αιτιολογημένο της απόφασης, παρατηρεί ότι οι σχετικές εγκύκλιοι είναι επισυνημμένες ως Παράρτημα Α στην ένσταση, όπως ήταν και επισυνημμένες οι επιστολές προς τους Αστυνομικούς Διευθυντές από το Αρχηγείο της Αστυνομίας, από τις οποίες προκύπτει με σαφήνεια, στη βάση ποιων νομοθετημάτων, εγκυκλίων και αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, στηρίχθηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση, για να υποστηρίξουν απόρριψη του αιτήματος. 

 

Δεν θα συμφωνήσω με την συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση ότι απλή καταγραφή και επισύναψη των εγκυκλίων ικανοποιεί τις παραμέτρους της νομολογίας για δέουσα ή επαρκή αιτιολογία.  Ναι μεν κατά την επανεξέταση ορίζονται οι εγκύκλιοι σε μια προσπάθεια διόρθωσης των παραλείψεων τους, όπως επεσήμανε ο Κωνσταντινίδης, Δ.  Δεν συγκεκριμενοποιείται όμως ποιες βασικές οδηγίες και προϋποθέσεις εκ μέρους του αιτητή δεν τηρήθηκαν.  Η εισήγηση της δικηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από το φάκελο δεν είναι θεραπευτική του προβλήματος.  Κατά πρώτον, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ανατρέξει στο φάκελο ή στα επισυνημμένα έγγραφα στην ένσταση, να εντοπίσει σχετικές εγκυκλίους για να ερευνήσει το ίδιο τα στοιχεία, για να καταλήξει αν τηρήθηκε η μια ή η άλλη οδηγία ή προϋπόθεση.  Το ζήτημα είναι ουσιαστικό.  Η μόνη υποχρέωση την οποία είχαν οι καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι υποστηρίζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν να παραπέμψουν στις ειδικές πρόνοιες εγκυκλίων, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο με ασφάλεια να καταλήξει σε ευρήματα, για να διαπιστώσει αν ο αιτητής ενήργησε εκτός των σχετικών προνοιών του Νόμου, εγκυκλίων, οδηγιών ή Υπουργικών αποφάσεων.  Η γενική και απλώς αριθμητική αναφορά σχετικών προνοιών του Νόμου, εγκυκλίων ή κανονισμών δεν είναι ικανοποιητική για να ασκηθεί αναθεωρητικός έλεγχος επί του ουσιαστικού ζητούμενου: αν χωρεί παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα ώστε να κριθεί επί της ουσίας η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση.

 

Η αίτηση επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης δέουσας ή επαρκούς αιτιολογίας. 

 

Επιδικάζονται €1.600 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

                                                            Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο