ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D682
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 916/2010)
16 Σεπτεμβρίου, 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτητής,
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Τ. Ιακωβίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης του καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου (ΚΥΣΑΤΣ) ημερ. 10.5.2010, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του με αρ. Πρωτ. 1297/06, για αναγνώριση ισοτιμίας του τίτλου σπουδών του «Master of Business Administration», που του απονεμήθηκε από το University of Sunderland του Ηνωμένου Βασιλείου, ως τίτλου ισότιμου με μεταπτυχιακό δίπλωμα, επιπέδου Master.
Προηγήθηκε της παρούσας διαδικασίας η καταχώριση της προσφυγής αρ. 969/07, εναντίον προηγούμενης, ανάλογης με την παρούσα, απορριπτικής απόφασης του ΚΥΣΑΤΣ, η οποία ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, με τη σύμφωνη γνώμη της δικηγόρου για τη Δημοκρατία, εφόσον κρίθηκε ότι, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, ο λόγος ακυρώσεως που αφορούσε στην απουσία έκθεσης/εισήγησης της Επιτροπής Κρίσεως, ευσταθούσε.
Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, αποφάσισε να προχωρήσει σε επανεξέταση της αίτησης. Η Επιτροπή Κρίσεως, μετά τη συμπλήρωση της έκθεσης αξιολόγησης, εισηγήθηκε να μην απονεμηθεί ισοτιμία: ο αιτητής δεν είχε συμπληρώσει ουσιώδες μέρος των σπουδών του στο ίδρυμα, που του απένειμε τον τίτλο ΜΒΑ (University of Sunderland).
Το Συμβούλιο επιλαμβανόμενο του θέματος, στη συνεδρία του ημερ. 10.5.2010, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση τίτλου σπουδών για τον ίδιο ακριβώς λόγο: το ουσιώδες μέρος-ποσοστό των σπουδών του αιτητή, δεν έγινε στο ίδρυμα που απένειμε τον τίτλο.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι, στο μέτρο που οι καθ΄ ων η αίτηση ήθελαν υποδείξει ότι η επίδικη απόφαση βασίστηκε στη «Γενική Απόφαση Πολιτικής» της 77ης συνεδρίας - κάτι όμως που δεν προκύπτει από τις αποφάσεις, ενδιάμεση και τελική, αλλά ούτε και από την αιτιολογία των αποφάσεων αυτών - τότε υπάρχει παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών και υπέρβαση εξουσίας: καταχρηστικά και εκτός των νομοθετικών διατάξεων, εκδόθηκε και χρησιμοποιήθηκε η απόφαση γενικής πολιτικής της 77ης Συνεδρίας.
Ο αιτητής επικαλείται τη νομολογιακή αρχή πως η εξέταση των σχετικών αιτήσεων, δεν μπορεί να γίνεται αυθαίρετα για την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, αλλά βάσει κριτηρίων και απρόσωπων κανόνων γενικής εφαρμογής. Παραπέμπει δε στα άρθρα 4(1)(γ), 13(3), 15(1)(2)(α), του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος του 1996, Ν. 68(Ι)/96. Πρόκειται για τους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999, ΚΔΠ 172/99.
Ενδιαφέρει στην παρούσα περίπτωση ο Κανονισμός 3(3)(α)(i)(ii), όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 634/02, Καν.2(α), όπου καθορίζεται πότε χορηγείται «Αναγνώριση Ισοτιμίας»:
«3(3)(α)(i) Η διάρκεια των σπουδών, η διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης και οι όροι αξιολόγησης, προαγωγής και αποφοίτησης των σπουδαστών πληρούν τις απαιτήσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης της Κύπρου. Ως προς τη διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης, εξαίρεση από τα πιο πάνω αποτελούν ιδρύματα τύπου 'ανοικτού πανεπιστημίου' (open university) 'σπουδών εξ αποστάσεως' (distance learning) και 'εξωτερικών πτυχίων' (external degrees), νοουμένου ότι-
- το ίδρυμα που προσφέρει τέτοιου τύπου εκπαίδευση έχει πρόγραμμα σπουδών για το σκοπό αυτό,
- ολόκληρη η διαδικασία προσφοράς τέτοιου τύπου προγράμματος γίνεται μόνο από το ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο, και
- η αξιολόγηση, προαγωγή και αποφοίτηση γίνονται με βάση διαφανείς και αδιάβλητες διαδικασίες.
(ii) όλο το πρόγραμμα έχει γίνει σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα/ιδρύματα ή σε εκπαιδευτικά αξιολογημένο-πιστοποιημένο κλάδο σπουδών και ένα ουσιώδες μέρος-ποσοστό των σπουδών έχει γίνει στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο. Εξαίρεση ως προς το ποσοστό σπουδών μπορεί να αποτελέσουν τα πανεπιστημιακά προγράμματα ευρωπαϊκής συνεργασίας.»
Ο αιτητής υποβάλλει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση αγνόησαν τις πιο πάνω πρόνοιες των Κανονισμών και του Νόμου και εισήξαν ειδικό κριτήριο αξιολόγησης αντί να ρυθμίσουν το ζήτημα με Κανονισμό: απόφαση πολιτικής μερ. 12.32007 - 13.3.2007 σχετικά με την «Αναγνώριση μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών επιπέδου Master», ενώ πρόκειται για γενικό κριτήριο αναγνώρισης ισοτιμίας των μεταπτυχιακών τίτλων που απαιτούνται με τη συνεργασία δύο ιδρυμάτων.
«Αναγνώριση μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών επιπέδου Master
Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι για να είναι αναγνωρίσιμος ένας μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών επιπέδου Master, του οποίου ο κάτοχος ξεκίνησε τις σπουδές του σε ένα ίδρυμα και συνέχισε μετά σε άλλο, θα πρέπει ο κάτοχος να έχει συμπληρώσει στο ίδρυμα που απένειμε τον τίτλο τα δύο τρίτα του προγράμματος.»
Η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του αιτητή υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο ενήργησε νομότυπα. Στηρίχθηκε στον Κανονισμό 3(3)(β) όπου προβλέπεται ότι: «το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα των απαιτούμενων μαθημάτων .» Συνεπώς η απόφαση λήφθηκε με κριτήρια που θέτει ο ίδιος ο Κανονισμός.
Θεωρώ άστοχη την τοποθέτηση της συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση: ξεκάθαρα ο Κανονισμός 3(3)(β), στον οποίο παραπέμπει αναφέρεται σε «αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας», ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση για «αναγνώριση ισοτιμίας».
Είναι γεγονός ότι άρθρα του Ν. 68(Ι)/96, προβλέπουν την αναγκαιότητα Κανονισμών για την αναγνώριση τίτλου σπουδών, ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης.
Συγκεκριμένα το άρθρο 4(γ) παρέχει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να καταθέτει στη Βουλή προς ψήφιση Κανονισμούς σχετικούς με την αναγνώριση τίτλων σπουδών, ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης:
«4(1) Το Συμβούλιο έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) .....................
(β) ......................
(γ) Διαμορφώνει και υποβάλλει στον Υπουργό εισηγήσεις για ετοιμασία και κατάθεση στη Βουλή Κανονισμών, όσον αφορά τη διαδικασία, τα στοιχεία που υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, τα κριτήρια και τη μεθοδολογία που εφαρμόζονται για την αναγνώριση τίτλων σπουδών ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης.»
Το δε άρθρο 13(3) ορίζει ότι το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία ή την ισοτιμία και αντιστοιχία αφού, μεταξύ άλλων, μελετήσει: «Τα κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας ή ισοτιμίας και αντιστοιχίας» που καθορίζονται με Κανονισμούς. Τέλος, το άρθρο 15(1) και (2)(α) παρέχει τη δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, καθορίζουν «Λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης τίτλων σπουδών»:
«15(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για ρύθμιση κάθε θέματος που πρέπει ή είναι δυνατό να ρυθμιστεί με κανονισμούς.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, οι κανονισμοί μπορούν να καθορίζουν -
(α) Λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης τίτλου σπουδών»
Συνεπώς, όπως προκύπτει χωρίς αμφιβολία από τις πιο πάνω συνδυασμένες διατάξεις του Ν. 68(Ι)/96, ότι απαιτείται τα κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας να καθορίζονται με κανονισμούς. Πράγματι με την ΚΔΠ 172/99, και συγκεκριμένα με τον Κανονισμό 3(3)(α)(i)(ii) όπως τροποποιήθηκε, καθορίζεται πότε χορηγείται «αναγνώριση ισοτιμίας».
Προκύπτει από την ίδια την επίδικη απόφαση ότι η αίτηση του αιτητή για αναγνώριση του τίτλου σπουδών «Master of Business Administration», που απονεμήθηκε από το University of Sunderland του Ηνωμένου Βασιλείου, ως τίτλου ισότιμου προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, απορρίφθηκε: «διότι το ουσιώδες μέρος-ποσοστό των σπουδών δεν έγινε στο ίδρυμα που απένειμε τον τίτλο». Δεν τηρήθηκε, κρίνω, η πιο πάνω απαίτηση του Κανονισμού 3(3)(α)(ii), εφόσον ο αιτητής όπως καταγράφεται στα γεγονότα παρακολούθησε στο University of Sunderland μόνο δύο μαθήματα και εκπόνησε εκεί τη διπλωματική του εργασία.
Ο Κανονισμός 3(5) παρέχει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να λαμβάνει αποφάσεις γενικής εφαρμογής. Προβλέπει συγκεκριμένα «Το Συμβούλιο έχει δικαίωμα να λαμβάνει αποφάσεις γενικής εφαρμογής.» Συνεπώς νομότυπα το ΚΥΣΑΤΣ με την απόφαση του ημερ. 12.3.2007-13.3.2007, αποφάσισε ότι για να είναι αναγνωρίσιμος ένας μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών επιπέδου Master, του οποίου ο κάτοχος ξεκίνησε τις σπουδές του, σ΄ ένα ίδρυμα και συνέχισε μετά σε άλλο, θα πρέπει να έχει συμπληρώσει στο ίδρυμα που απένειμε τον τίτλο, τα 2/3 του προγράμματος. Με την πιο πάνω απόφαση του το ΚΥΣΑΤΣ, δεν θεωρώ ότι προέβη σε εξ υπαρχής καθορισμό των κριτηρίων αναγνώρισης ισοτιμίας, τα οποία ξεκάθαρα καθορίζονται με τον Κανονισμό 3(3)(α)(ii) (ανωτέρω). Προέβη, αντιθέτως, με την πιο πάνω απόφαση, σε απρόσωπη και γενική εφαρμογή σε επεξήγηση ή και ερμηνεία του όρου του κανονισμού των σχετικών Κανονισμών: «. και ένα ουσιώδες μέρος-ποσοστό των σπουδών έχει γίνει στο ίδρυμα που απονέμει τον τίτλο». Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών, αλλά ούτε και υπέρβαση εξουσίας.
Επιπρόσθετα, με βάση την πιο πάνω εκτενή ανάλυση, κρίνω ότι, τόσο η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και η τελική επίδικη απόφαση, είναι αιτιολογημένες. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, το Συμβούλιο με επιστολή του ημερ. 23.4.2007, κάλεσε τον αιτητή σε προφορική συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της συνεδρίας του Συμβουλίου στις 15.5.2007. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη κάθε τι που έθεσε ενώπιον τους ο αιτητής και από τα οποία προκύπτει ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις των σχετικών ως ανωτέρω Κανονισμών για να οδηγηθούν στην τελική επίδικη απόφαση.
Η θέση του αιτητή περί πλάνης ή έλλειψη έρευνας, σε σχέση με τις ώρες διδασκαλίας στο ίδρυμα που απένειμε τον τίτλο, αλλά και το ποσοστό που αυτές συμποσούντο σε σχέση με τις υπόλοιπες σπουδές, καταρρίπτεται.
Επιπρόσθετα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ παραβιάζει τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες 2005/36/ΕΕ, τις Οδηγίες 92/5/ΕΟΚ και 89/48/ΕΟΚ.
Όπως υποστηρίζει και η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, οι ανωτέρω Οδηγίες έχουν ήδη καταργηθεί από την Οδηγία 2005/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 και αφορούσαν στη θέσπιση ενός συστήματος επαγγελματικής και όχι ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Σε συμφωνία με την τοποθέτηση της συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, καταλήγω ότι, η προώθηση του αιτήματος αφορά σε ακαδημαϊκή αναγνώριση του διπλώματος που του απονεμήθηκε, ως τίτλου ισότιμου με μεταπτυχιακό δίπλωμα, επιπέδου Master.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και σε βάρος του αιτητή.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ