ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Μιχ. Μάρκου για Σκορδής, Παπαπέτρου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια. Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο YULIANA KURAKSINA ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπoθεση Αρ. 899/2010, 24/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D707

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 899/2010)

 

 

 24 Σεπτεμβρίου, 2014

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

YULIANA KURAKSINA,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Μιχ. Μάρκου για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, Ουκρανή την καταγωγή, αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 28/8/96, ότε και της δόθηκε άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι 3/3/97, για να εργαστεί.

 

Με τη λήξη της άδειας της η αιτήτρια εγκατέλειψε την Κύπρο για να επανέλθει δύο περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 29/5/99, κατόπιν αιτήματος Ελληνοκυπρίου τον οποίο παντρεύτηκε στις 23/6/99, γεγονός που συνέτεινε στην ανανέωση διαδοχικά της άδειας παραμονής της ως επισκέπτρια, μέχρι 31/12/2005. Ο σύζυγος της αιτήτριας απεβίωσε στις 16/11/2000.

 

Κατά τη διάρκεια του γάμου της, η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση για εγγραφή σαν πολίτιδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου, αίτηση η οποία απορρίφθηκε στις 24/10/2005, επειδή δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 110(2) των Περί Αρχείων Πληθυσμού Νόμων (Ν. 141(Ι)/2002) και συγκεκριμένα επειδή μέχρι το θάνατο του συζύγου της είχαν συμπληρωθεί μόνο 17 μήνες γάμου και όχι τρία έτη, ως οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου.

 

 Η άδεια παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία ανανεώθηκε αρχικά μέχρι τις 30/8/2008 και στη συνέχεια, ως αποτέλεσμα ενεργειών του δικηγόρου της, με έγκριση του τότε Υπουργού Εσωτερικών, μέχρι 16/1/2010. Η τελευταία ανανέωση έφερε την ένδειξη «Final - Not Renewable».

 

Προτού εκπνεύσει η τελευταία άδεια της και συγκεκριμένα στις 12/3/2009,  η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για πολιτογράφηση. Εκκρεμούσης της εν λόγω αίτησης της και συγκεκριμένα στις 30/11/2009, η αιτήτρια υπέβαλε μέσω των δικηγόρων της και αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας της στη Δημοκρατία.

 

Οι πιο πάνω δύο αιτήσεις της αιτήτριας απορρίφθηκαν, η μεν αίτηση για πολιτογράφηση στις 4/2/2010, με την αιτίαση ότι αυτή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου 141(Ι)/2002 για συνεχή παραμονή επτά χρόνων νόμιμης διαμονής στην Κύπρο, από τα οποία ο ένας χρόνος πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης να είναι συνεχούς παραμονής στη Δημοκρατία, η δε αίτηση για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία, στις 28/4/2010, «καθότι», όπως αναφέρεται στη σχετική προς τους δικηγόρους της επιστολή, η αιτήτρια «δεν δικαιούται περαιτέρω παραμονή στη Δημοκρατία, εφόσον και η αίτηση της για πολιτογράφηση έχει απορριφθεί».

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, με την οποία προσβάλλει τη νομιμότητα τόσο της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε             το αίτημα της για πολιτογράφηση, όσο και της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παράταση της άδειας παραμονής της.

 

Η αιτήτρια προβάλλει αριθμό λόγων ακύρωσης, τους οποίους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της πραγματεύονται στις αγορεύσεις τους σε χωριστές ενότητες, τις οποίες και παραθέτω:

 

"(α) Το έκνομο των προσβαλλόμενων αποφάσεων - Η έλλειψη αιτιολογίας.

         Η παράνομη απορριπτική απόφαση στην αίτηση πολιτογράφησης απετέλεσε κατά έκνομο τρόπο, πρόκριμα για την παράνομη απορριπτική απόφαση της παράτασης της άδειας παραμονής και όχι για πολιτογράφηση (όπως λανθασμένα αναγράφεται στη γραπτή αγόρευση). Κατάχρηση εξουσίας.

 

(β)    Έλλειψη δέουσας έρευνας, ειδικότερα ιδίας έρευνας από το αποφασίζον όργανο. Ανεπίτρεπτη εκ των υστέρων αιτιολογία των Καθ'ων η Αίτηση. Απεμπόληση της δυνατότητας άσκησης διακριτικής ευχέρειας και πλάνη περί δέσμιας αρμοδιότητας. Παντελή έλλειψη πρακτικού - Νεφελώδη πρακτικά -

 

(γ)        Εμφιλοχώρηση πλάνης περί τα πράγματα.

 

(δ)    Η ασυνεπής και αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης - Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας."

 

 

Οι καθ'ων η αίτηση πέραν της ένστασης τους επί της ουσίας των λόγων ακύρωσης, εισηγούνται και αυτό στα πλαίσια προδικαστικής ένστασης την οποία εγείρουν, την απόρριψη της προσφυγής επειδή με αυτή προσβάλλονται δύο διοικητικές πράξεις, αυτοτελείς και μη συναφείς μεταξύ τους. Επί της ουσίας των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ορθές και νόμιμες.

 

Προδικαστική ένσταση

Οι καθ'ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι οι επίδικες πράξεις δεν αποτελούν προϋπόθεση η μια της άλλης, αφού δεν περιέχουν την ίδια αιτιολογία. Το αίτημα της αιτήτριας για πολιτογράφηση, ισχυρίζονται, απορρίφθηκε με την αιτιολογία που περιέχεται στην επιστολή 4/2/2010, αιτιολογία τελείως διαφορετική από αυτή για την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παράταση της άδειας της για παραμονή, το οποίο απορρίφθηκε ως αδικαιολόγητο, εφόσον αυτή είχε συμπληρώσει τη μέγιστη παραμονή που δικαιούτο. Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση, οι επίδικες αποφάσεις αποτελούν αυτοτελείς διοικητικές ενέργειες, μη συναφείς μεταξύ τους, οι οποίες δεν μπορούν να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο.

 

Είναι περαιτέρω η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι ο λόγος για τον οποίο η αιτήτρια επιχειρεί να συνδέσει τις δύο επίδικες αποφάσεις, είναι για να καταστήσει εμπρόθεσμη την προσφυγή της σε σχέση με την απόρριψη του αιτήματος της για πολιτογράφηση, προσφυγή η οποία στην ουσία είναι εκπρόθεσμη, εφόσον η επιστολή με την οποία κοινοποιήθηκε η απορριπτική απόφαση των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 4/2/2010, ταχυδρομήθηκε την επόμενη, δηλαδή 5/2/2010 και η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 8/7/2010,           δηλαδή μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 75 ημερών.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη θέση υιοθετεί η πλευρά της αιτήτριας, η οποία υποστηρίζει ότι οι δύο αποφάσεις είναι απόλυτα συναφείς μεταξύ τους. Η  απόφαση για την απόρριψη της αίτησης της για παράταση της άδειας παραμονής, προδήλως, σύμφωνα με την αιτήτρια, στηρίχθηκε στο γεγονός της απόρριψης της αίτησης της για πολιτογράφηση. Η απόρριψη της αίτησης της για πολιτογράφηση αποτέλεσε, με άλλα λόγια, προϋπόθεση, σύμφωνα με την αιτήτρια, της απόρριψης της αίτησης της για παράταση της άδειας παραμονής.

 

Αναφορικά με τους περί εκπρόθεσμης προσφυγής σε σχέση με το αίτημα της αιτήτριας για πολιτογράφηση, ισχυρισμούς των καθ'ων η αίτηση, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι τη σχετική επιστολή παρέλαβε στις 29/4/2010, γεγονός που καθιστά την προσφυγή της εμπρόθεσμη. Ανεξάρτητα τούτου, είναι η θέση της αιτήτριας ότι οι καθ'ων η αίτηση κωλύονται από του να προβάλουν το συγκεκριμένο ισχυρισμό, εφόσον θέμα εκπρόθεσμου της προσφυγής εγείρουν για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση τους και όχι στο σώμα της ένστασης τους.

 

Η θέση της νομολογίας μας σχετικά με τη συνάφεια διοικητικών πράξεων, τέθηκε με αναφορά στην ελληνική νομολογία και ιδιαίτερα με αναφορά στο            πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας, 1929-1959, σελ. 274:

 

"Συγχωρείται η διά του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μια πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης: 1821 (53), ή οσάκις δια του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ίδιαν διοικητικήν διαδικασίαν: 1419 (53) (βλ. έλλειψιν συνάφειας εν 1817 (56), 497, 2097 (56)).

 

Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων: 1654 (56), 858 (54), χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου, οπότε το εμπρόθεσμον των ύστερον κατατεθεισών αιτήσεων κρίνεται εκ της αρχικής: 1629 (53)."

 

 

Σχετικές, μεταξύ άλλων, είναι οι υποθέσεις Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 και Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766, στις οποίες γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα. Χρήσιμη επίσης αναφορά μπορεί να γίνει στις σελ. 357-358 του συγγράμματος Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Έκδοση Τρίτη, στις οποίες ρητά παραπέμπει η υπόθεση Χριστοφίδης, στην οποία λέχθηκαν και τα εξής:

 

    "Αναφορικά με το θέμα της συνάφειας η Ελληνική Νομολογία είναι πάρα πολύ διαφωτιστική. Έχει νομολογηθεί ότι υπάρχει έλλειψη συνάφειας μεταξύ δύο πράξεων "εφ' όσον εκατέρα τούτων αφορά εις διάφορον θέμα και ερείδεται επί ιδίας και αυτοτελούς βάσεως, 1888/1965 ή πράξεων εκδοθεισών παρά διαφόρων οργάνων και εχουσών ίδιον και αυτοτελές αντικείμενον εκάστη, 314/61, 1433/62, 302/63 ή πράξεων ερειδομένων εις διάφορα πραγματικά περιστατικά και επί διαφόρου νομικής βάσεως, 1869/62, 2065/63".

 

    Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται συνάφεια επί προσβολής "πράξεως εκδοθείσας κατά διαδικασίαν άσχετον προς την διαδικασίαν καθ' ην εξεδόθησαν αι λοιπαί συμπροσβαλλόμεναι πράξεις, 199/69". Πράξεις "είναι συναφείς εφόσον περιέχουν την αυτήν αιτιολογίαν, 1339/61, 2081/61, 1083/62, 1205/62 και 1444/64 ή εφ' όσον η μια ερείδεται επί της ετέρας, 2158/66, 3036/66" ή "εξ' ων η μια εξεδόθη κατ' εφαρμογήν της άλλης, 2315/66, ή ων η μιά αποτελεί προϋπόθεσιν της ετέρας, 3094/68, 292/70, 2255/70 ην και συμπληροί, 411/67"."

 

 

Στις υποθέσεις της Πλήρους Ολομέλειας Batim Bokov ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 614 και Χαράλαμπος Κιττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006)             3 Α.Α.Δ. 734, στις οποίες αναλύεται η θεωρία της συνάφειας με αναφορά και στην απόφαση Συμεωνίδου (πιο πάνω), αναφέρεται ότι στις περιπτώσεις όπου ξεχωριστές και μη συναφείς πράξεις συμπροσβάλλονται, το ορθό διαδικαστικό μέτρο είναι ο διαχωρισμός του δικογράφου ώστε οι προσφυγές που θα προκύψουν ως εκ του διαχωρισμού να μην θεωρούνται εκπρόθεσμες.

 

Εξέτασα προσεκτικά τις επί του προκειμένου εκατέρωθεν θέσεις. Έχω την άποψη ότι οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς. Η μια δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Η πράξη που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή 28/4/2010, που είναι αντικείμενο της θεραπείας (1), αποτελεί αυτοτελή διοικητική ενέργεια, για την έκδοση της οποίας δεν ήταν απαραίτητο να είχε  προηγηθεί η έκδοση της απόφασης, αντικείμενο της θεραπείας (2). Ναι μεν και οι δύο πράξεις αφορούν την αιτήτρια και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, δεν βασίζονται όμως στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, ούτε και φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία. Η αναφορά στην απόφαση των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 28/4/2010, ότι το αίτημα για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας απορρίφθηκε «καθότι η αλλοδαπή δεν δικαιούται περαιτέρω παραμονής στη Δημοκρατία, εφόσον και η αίτηση της για πολιτογράφηση έχει απορριφθεί»[1], η οποία αποτέλεσε και την αιχμή του δόρατος της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας των συνηγόρων της αιτήτριας περί συνάφειας των δύο πράξεων, δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Η συγκεκριμένη αναφορά δεν αποτελεί τη βάση και τον πυρήνα της αιτιολογίας της απόφασης ημερομηνίας 28/4/2010. Βάση και πυρήνα της αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης αποτελεί το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν δικαιούτο σε περαιτέρω παραμονή στη Δημοκρατία. Επί τούτου υπενθυμίζω ότι την τελευταία φορά που δόθηκε παράταση παραμονής της αιτήτριας, η σχετική άδεια που της χορηγήθηκε ήταν με την ένδειξη «Final - Not Renewable». Επικουρικά στην αιτιολογία της απόφασης 28/4/2010 γίνεται η αναφορά στο γεγονός της απόρριψης του αιτήματος για πολιτογράφηση. Οι δύο πράξεις αποτελούν ανεξάρτητες και αυτοτελείς πράξεις.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου αναπόφευκτα οδηγεί στο διαχωρισμό του δικογράφου, έτσι ώστε η υφιστάμενη προσφυγή να στρέφεται μόνο εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 4/2/2010, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας για πολιτογράφησή της, ενώ αναφορικά με το αίτημα για ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση να απορρίψουν την αίτηση της για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας της, που της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή 28/4/2010, να καταχωρηθεί νέα προσφυγή.

 

Ως αποτέλεσμα, διατάσσεται ο διαχωρισμός του παρόντος δικογράφου. Παράλληλα, δίδονται οι πιο κάτω οδηγίες:

 

(α) Η αιτήτρια εντός 15 ημερών από σήμερα μπορεί να καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ'ων η αίτηση να απορρίψουν το αίτημα της για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας της στην Κύπρο που της κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 28/4/2010.

 

(β) Η προσφυγή που θα καταχωρηθεί θα θεωρείται ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο καταχώρισης της παρούσας (αρχικής προσφυγής, ήτοι 8/7/2010).

 

(γ) Αν η νέα προσφυγή δεν καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα, θα θεωρείται πως η αιτήτρια εγκαταλείπει το δικαίωμα της.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τις εκατέρωθεν θέσεις σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας για ακύρωση της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για πολιτογράφηση.

 

Είναι η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Με αφετηρία τις 5/2/2010, ημερομηνία κατά την οποία ταχυδρομήθηκε, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, η επιστολή με την οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια η απορριπτική για πολιτογράφηση της, απόφαση τους, οι καθ'ων η αίτηση εισηγούνται την απόρριψη της προσφυγής ως εκπρόθεσμης.

 

Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Αφετηρία για ένα τέτοιο υπολογισμό πρέπει να είναι η ημερομηνία κατά την οποία για πρώτη φορά περιήλθε σε γνώση της αιτήτριας το γεγονός της απόρριψης του συγκεκριμένου αιτήματος της, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην απουσία οποιασδήποτε περί του αντιθέτου μαρτυρίας, αλλά και μαρτυρίας για ταχυδρόμηση της επιστολής στις 5/2/2010, είναι η 28/4/2010, ημερομηνία που σύμφωνα με την αιτήτρια παρελήφθη η επιστολή. Επομένως, η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη εφόσον καταχωρήθηκε στις 8/7/2010.

 

Aναφορικά με την ουσία της προσφυγής, η αιτήτρια προβάλλει ότι η απόρριψη της αίτησης της για πολιτογράφηση, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 111 και του Τρίτου Πίνακα του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(Ι)/2002 ως έχει τροποποιηθεί - στο εξής «ο Νόμος»), είναι αναιτιολόγητη, παραβιάζει το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή, ελήφθη χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και χωρίς τήρηση πρακτικού, κάτω από συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα που αποκαλύπτουν την αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης απέναντι της και βρίσκονται σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 111 του Νόμου:

 

 "Ο Υπουργός όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης."

 

 

Τα «προσόντα για πολιτογράφηση» καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου ως ακολούθως:

 

"(α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

 (β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:

 

Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποίαν το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τους η διαμονή του να είναι συνεχής,

(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και

(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού -

(i) να διαμένει στη Δημοκρατία,

(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία."

 

 

Στην απορριπτική του αιτήματος επίδικη απόφαση των καθ'ων η αίτηση, η οποία φέρει τη μονογραφή κάποιας Chr. Κaulla που εμφανίζεται να ενεργεί εκ μέρους του Διευθυντή ("for Director") αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα:

 

"Madam

     I wish to refer to your application for the acquisition of the Citizenship of Cyprus by naturalization under Section 111 of the Civil Registry Laws of 2002 - 2003 and inform you that your application was examined carefully but it was not found possible to be approved as according to the records kept in this Office, you do not fulfill the residence qualifications specified in the Third Schedule of the above - mentioned Laws which provide that an applicant should:

 

  According to the Civil Registry Law 141(I)/2002, several categories of Aliens, including the category in which your case belongs, must during the preceding years, accumulate a total of at least 7 years legal residence in the Republic of which the one year prior the date of application must be continuous legal residence in Cyprus.

 

2. According to the records kept in this Office you do not possess the qualification as described above."

 

 

Η πιο πάνω απόφαση δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε πρακτικό.

 

Τα μόνα σχετικά στοιχεία που εντοπίζονται από την εξέταση του διοικητικού φακέλου είναι τα υπ' αριθμό 275 - 278 καταχωρημένα έγγραφα.

 

Αυτά αφορούν μία καταγραφή των αφίξεων και αναχωρήσεων της αιτήτριας από τη Δημοκρατία από το 1996 μέχρι το 2007 και επιπρόσθετα μια εντελώς συνοπτική κατάσταση υπολογισμού της περιόδου νόμιμης και παράνομης παραμονής της αιτήτριας, με μια συγκεχυμένη αναφορά σε χρόνια, μήνες και ημέρες χωρίς οποιοδήποτε σχόλιο.

 

Με βάση τις δυσνόητες αυτές προσθαφαιρέσεις σημειώνεται ως «σύνολο νόμιμης παραμονής της αιτήτριας»: 9 χρόνια, 2 μήνες και 28 μέρες και ως «σύνολο νόμιμης παραμονής κατά το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης»: 7 μήνες και 19 μέρες.

 

Οι λόγοι για τους οποίους χαρακτηρίζονται συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ως «παράνομη παραμονή» δεν διευκρινίζονται.

 

Στο έγγραφο αναφέρεται ότι τα στοιχεία ελήφθησαν από φωτοαντίγραφα των διαβατηρίων της αιτήτριας και στοιχεία ηλεκτρονικού υπολογιστή και ότι, «η αιτήτρια δεν πληρεί τα τυπικά προσόντα παραμονής και ιδιαίτερα το κριτήριο 1(α)», εννοώντας προφανώς το άρθρο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, που προεκτέθηκε.

 

Στο ίδιο έντυπο, το οποίο υπογράφεται και πάλι από τη Χ. Κάουλλα, υπάρχει η χειρόγραφη προσθήκη ότι «η αίτηση απορρίπτεται ενόψει της παραγρ. 1 ανωτέρω», μια μονογραφή αγνώστου λειτουργού και ημερομηνία 4/2/2010.

 

Οι συνθήκες λήψης της επίδικης απόφασης, όπως περιγράφονται πιο πάνω, αφαιρούν το υπόβαθρο της αιτιολογίας της.

 

Αποστερούν την αιτήτρια του δικαιώματος να πληροφορηθεί τους ακριβείς λόγους για τους οποίους συγκεκριμένες περίοδοι της παραμονής της στη Δημοκρατία θεωρήθηκαν ως παράνομες, αποτελώντας κατά συνέπεια το έρεισμα για την απόρριψη του αιτήματος της και επιπρόσθετα καθιστούν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο.

 

Η προσπάθεια που επιχειρείται μέσω της γραπτής αγόρευσης της Δικηγόρου της Δημοκρατίας, να εξηγηθεί ο τρόπος υπολογισμού και καθορισμού της παράνομης χρονικής περιόδου στην παρούσα περίπτωση και να ενισχυθεί ουσιαστικά η ελλείπουσα αιτιολογία, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αφού δεν προκύπτει από τα ίδια τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. 

 

Όπως έχει νομολογηθεί, το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του διοικητικού οργάνου και τα επιχειρήματα που προβάλλονται           σ' αυτή δεν μπορούν να πληρώσουν το κενό της έλλειψης αιτιολογίας, η οποία πρέπει να δίδεται στον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Metalock (Near East) Limited v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351).

 

Το ίδιο ακριβώς ζήτημα εξετάστηκε στην υπόθεση Nika Mikeladze v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 768/2008, ημερομηνίας 8/1/2010,  στην οποία, μεταξύ άλλων, επισημάνθηκαν και τα ακόλουθα:

 

    "Οι καθ'ων η αίτηση στην ένσταση τους, όπως και στη γραπτή αγόρευση τους, αναφέρουν ότι ο λόγος για τον οποίο η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε είναι απλά γιατί αυτός δεν συμπλήρωνε περίοδο επτά ετών νόμιμης παραμονής στην Κύπρο. Συγκεκριμένα συμπλήρωνε σύνολο νόμιμης παραμονής 5 χρόνια, 8 μήνες και 8 μέρες. Για τεκμηρίωση της εν λόγω θέσης τους οι καθ'ων η αίτηση παραπέμπουν στο Παράρτημα 19 της ένστασης. Το εν λόγω έγγραφο το οποίο διεξήλθα προσεκτικά, φέρει την επικεφαλίδα ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ. Στη συνέχεια με τη μορφή διαγράμματος παρατίθενται στοιχεία σε σχέση με την παραμονή του αιτητή στην Κύπρο. Συγκεκριμένα στη στήλη «Συνολική παραμονή στην Κύπρο» αναφέρεται η περίοδος 8 χρόνια,              8 μήνες και 22 μέρες. Στη στήλη «Σύνολο παράνομης παραμονής» αναφέρεται η περίοδος 3 χρόνια, 0 μήνες και 14 μέρες. Στη στήλη «Σύνολο νόμιμης παραμονής» αναφέρεται η περίοδος 5 χρόνια, 8 μήνες και 8 μέρες, ενώ στη στήλη «Παραμονή τελευταίου χρόνου πριν από την υποβολή της αίτησης Μ127» δεν υπάρχει οποιαδήποτε καταχώριση. Ενώ είναι προφανής ο τρόπος υπολογισμού της εδώ συνολικής περιόδου παραμονής του αιτητή, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και στην περίπτωση του τρόπου υπολογισμού της περιόδου της εδώ παράνομης, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, παραμονής του. Καμιάς μορφής διευκρίνιση ή στοιχείο ή παράγοντας που λήφθηκε υπόψη στον υπολογισμό της συνολικής περιόδου που ο αιτητής ήταν, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, στην Κύπρο παράνομα, δεν παρατίθεται στο εν λόγω έγγραφο έτσι ώστε ο τελευταίος να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους η συγκεκριμένη περίοδος δεν μπορούσε να προσμετρήσει για σκοπούς έγκρισης της αίτησής του.

 

    Είναι αλήθεια ότι στη γραπτή αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση αναφέρει ότι το σύνολο της περιόδου παράνομης παραμονής του αιτητή στην Κύπρο, υπολογίστηκε με βάση τις περιόδους που κάθε φορά μεσολαβούσαν μεταξύ της ημερομηνίας εκπνοής της προηγούμενης άδειας του αιτητή για εργασία και της ημερομηνίας ανανέωσης της ή την έκδοση νέας άδειας. Ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται από τη συνήγορο και συνεπώς για να μπορεί να ληφθεί υπόψη θα πρέπει να τεκμηριώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Υπενθυμίζω ότι το κενό στην αιτιολογία ή η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορούν να θεραπευθούν από την επιχειρηματολογία των συνηγόρων (Metalock v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351). Δεν είναι όμως έργο του Δικαστηρίου να προβαίνει σε μαθηματικούς υπολογισμούς και μάλιστα στη βάση στοιχείων που θα πρέπει να εντοπιστούν από το Δικαστήριο και αφού εντοπιστούν στη συνέχεια να αξιολογηθούν. Και στην περίπτωση μας εκείνο που στην ουσία ζητείται από το Δικαστήριο να κάμει, είναι ακριβώς αυτό. Δηλαδή να ανατρέξει στο φάκελο και αφού εντοπίσει τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τους καθ'ων η αίτηση στη συνέχεια να τα αξιολογήσει, ενέργεια μη ενδεδειγμένη."

 

 

  Επειδή τα πιο πάνω ισχύουν και στην περίπτωση της εδώ αιτήτριας, τα υιοθετώ και τα επαναλαμβάνω, με επακόλουθο την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.  Έξοδα €1.350 επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.

 

 

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                  Δ.



[1] (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο