ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D654
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 878/2012)
5 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 6-35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Π. ΑΝΔΡΕΟΥ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------------------
Μαρία Κοτσώνη (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή
Ευγενία Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1947. Στις 29/12/1973 αρραβωνιάστηκε με τη Βασιλική Παπαξάνθου, η οποία κατάγεται από το κατεχόμενο Καραβοστάσι. Ήταν, κατά το χρόνο αυτό, και οι δύο φοιτητές. Ο Αιτητής πήρε το πτυχίο του τον Ιανουάριου του 1974 και επέστρεψε στην Κύπρο, ενώ η αρραβωνιαστικιά του συνέχισε τις σπουδές της μέχρι και το 1975. Από το γάμο τους, ο οποίος τελέστηκε το 1977, απέκτησαν δύο παιδιά.
Προβάλλοντας ο Αιτητής ότι από τις 29/12/1973 μέχρι την τουρκική εισβολή διέμενε με τα πεθερικά του στο Καραβοστάσι, όπου εργαζόταν στο εργοστάσιο-επιπλοποιείο του πεθερού του και στα περβόλια του, υπέβαλε στις 2/1/1997 αίτηση για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας, προσδιορίζοντας ως τόπο εκτοπισμού το Καραβοστάσι. Το αίτημά του απερρίφθη, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε πως η μόνιμη κατοικία του πριν και μέχρι την εισβολή ήταν στο Καραβοστάσι. Ενημερώθηκε σχετικά ο Αιτητής στις 19/2/1997. Χρόνια αργότερα, στις 9/12/2009, ο Αιτητής επανήλθε, αξιώνοντας επανεξέταση του αιτήματός του για αναγνώριση της προσφυγικής του ιδιότητας και υποβάλλοντας, προς τεκμηρίωση, σειρά εγγράφων και ενόρκων δηλώσεων. Το αίτημά του και πάλι απερρίφθη, στις 24/2/2010, με την αναφορά ότι η περίπτωσή του δεν ενέπιπτε «στα πλαίσια του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν.141(Ι)/2002 κεφάλαιο όγδοο που καθορίστηκε για το σκοπό αυτό.» Αντιδρώντας ο Αιτητής, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στις 29/3/2011 οι Καθ΄ων η αίτηση ανακάλεσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, ενημερώνοντας ταυτόχρονα τον Αιτητή ότι θα διερευνηθεί το αίτημά του εκ νέου στη βάση της επιστολής του ημερομηνίας 9/12/2009. Το αποτέλεσμα της επανεξέτασης ήταν και πάλι αρνητικό. Στις 22/3/2012 γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή ότι μετά από επανεξέταση του αιτήματός του, διαπιστώθηκε ότι πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή διέμενε στις ελεύθερες περιοχές και, υπό το φως των δεδομένων αυτών, του αναφέρθηκε ότι η απόφαση ημερομηνίας 24/2/2010 «παραμένει ως έχει».
Είναι η πιο πάνω πράξη και/ή απόφαση που προσβάλλεται με την υπό κρίση προσφυγή. Προβάλλεται σειρά κατ΄ ισχυρισμόν ακυρωτικών λόγων, μεταξύ των οποίων ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και στερείται της απαραίτητης αιτιολογίας. Οι θέσεις αυτές θα εξεταστούν κατά προτεραιότητα.
Όπως ήδη λέχθηκε, το αίτημα του Αιτητή για επανεξέταση εδράζεται στα γεγονότα που καλύπτει η επιστολή του ημερομηνίας 9/12/2009. Στην επιστολή αυτή επισυνάπτεται ένορκη δήλωση του Αιτητή μέσα από την οποία επιβεβαιώνονται τα γεγονότα που τον οδήγησαν να εγκατασταθεί, μόνιμα κατά τη θέση του, στο Καραβοστάσι. Επισυνάπτονται επίσης δύο πολύ σημαντικά έγγραφα: Βεβαίωση του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Καραβοστασίου σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής αρραβωνιάστηκε στις 29/12/1973 και έκτοτε διέμενε στην κατοικία της μνηστής του στο Καραβοστάσι μέχρι την Τουρκική εισβολή και ένορκη δήλωση προσώπου, του Ηλία Λοϊζου, ο οποίος γνώριζε από το 1955 τον πεθερό του Αιτητή με τον οποίο, λόγω κοινών επαγγελματικών δραστηριοτήτων, είχε στενές επαγγελματικές σχέσεις επί καθημερινής σχεδόν βάσης επί σειρά ετών. Ήταν ως εκ τούτου σε θέση να βεβαιώσει ότι ο Αιτητής αμέσως μετά τον αρραβώνα του διέμενε μόνιμα στο σπίτι του πεθερού του, στο Καραβοστάσι, και τον βοηθούσε στην επιχείρησή του.
Οι Καθ΄ων η Αίτηση στην πορεία επανεξέτασης της αξίωσης του Αιτητή προς χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, αξιολόγησαν, ως εντοπίζεται στο «ΣΗΜΕΙΩΜΑ», Παράρτημα 20 στην Ένσταση, ως εξής, την πιο πάνω βεβαίωση του Κοινοτάρχη και την ένορκη δήλωση του Ηλία Λοϊζου:
«. ο κ. Θησέας Ν. Ζερβός είναι ο νυν Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Καραβοστασίου - Νέοι Σόλοι. Κατά την περίοδο πριν και μέχρι την Τουρκική Εισβολή Πρόεδρος του πιο πάνω Συμβουλίου ήταν ο κ. Νικόλας Χ»Χαραλάμπους ο οποίος απεβίωσε το 1987 και τυγχάνει να είναι και πατέρας του νυν Προέδρου.»
«. ο κ. Ηλίας Λοϊζου δεν είναι εκτοπισθείς και πριν και μέχρι την εισβολή διέμενε στις ελεύθερες περιοχές και συγκεκριμένα στη Λευκωσία.»
Είναι με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση και αφού λήφθηκαν υπόψη τα υπόλοιπα, αδιαμφισβήτητα, στοιχεία που κάλυπταν το ιστορικό της διαμονής του Αιτητή στο Καραβοστάσι, που ο αρμόδιο εξεταστής των Καθ΄ων η Αίτηση κατέληξε ότι ο Αιτητής «δεν παρουσίασε πειστικά αποδειχτικά στοιχεία ότι από το Φεβρουάριο του 1974 που αποπεράτωσε τις σπουδές του διέμενε με τα πενθερικά του στο Καραβοστάσι ενώ η αρραβωνιαστικιά του σπούδαζε στην Αθήνα.». Ως αποτέλεσμα, όπως εντοπίζεται στη σημείωση 9 του Παραρτήματος 22 της Ένστασης, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέρριψε το αίτημα του Αιτητή αφού, ως καταγράφεται στην προσβαλλόμενη επιστολή, «διαπιστώθηκε ότι πριν και μέχρι την Τουρκική εισβολή διαμένατε στις ελεύθερες περιοχές».
Το άρθρο 119 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν.141(Ι)/2002, καθορίζει ότι:
«Εκτοπισθείς θεωρείται το πρόσωπο του οποίου - (α) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές και η οποία κατέστη απροσπέλαστη·»
Ενώπιον των Καθ΄ων η Αίτηση τέθηκαν ξεκάθαρα δεδομένα ως προς το ουσιώδες ζήτημα που κάλυπτε τη μόνιμη κατοικία του Αιτητή αμέσως πριν την Τουρκική εισβολή. Πέραν της ίδιας της θέσης του Αιτητή, παρουσιάστηκε και ενίσχυσή της από βεβαιώσεις δύο προσώπων, λεπτομέρειες των οποίων έχουν ήδη παρατεθεί. Η Διοίκηση είχε βασική υποχρέωση να εξετάσει τα εν λόγω στοιχεία επαρκώς και να αιτιολογήσει την όποια απόφασή της. Η διεξαγωγή δέουσας έρευνας προς διαπίστωση της ύπαρξης ουσιωδών γεγονότων και παραγόντων συνιστά βασική υποχρέωση της Διοίκησης. Παράλειψη διεξαγωγής της αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης, καθότι η σχετική απόφαση καθίσταται προϊόν πλημμελούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το Νόμο και καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. [Φραγκίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1968) 3 ΑΑΔ 90, Χατζηπασχάλη ν. Δημοκρατίας (1980) 3 ΑΑΔ 101].
Οι Καθ΄ων η Αίτηση απέτυχαν να εκπληρώσουν τη βασική αυτή υποχρέωσή τους. Ενώπιόν τους τέθηκαν ουσιαστικά δεδομένα προς ενίσχυση της θέσης του Αιτητή ως προς το μόνιμο της κατοικίας του. Όφειλαν να εξετάσουν τα στοιχεία αυτά επαρκώς και να αιτιολογήσουν τους λόγους απόρριψής τους. Αντί αυτού, είτε τα αγνόησαν, είτε περιορίστηκαν σε απόρριψή τους χωρίς πειστικές εξηγήσεις. Δέουσα έρευνα προϋπόθετε εξέταση των βασικών ισχυρισμών του κοινοτάρχη και του Ηλία Λοϊζου. Η διαπίστωση από τους Καθ΄ων η Αίτηση ότι κοινοτάρχης κατά την Τουρκική εισβολή ήταν ο πατέρας του νυν κοινοτάρχη, και ότι ο Λοϊζου διέμενε στη Λευκωσία, δε συνιστά δέουσα έρευνα σε ότι αφορούσε τις βασικές τοποθετήσεις των προσώπων αυτών, ούτε είναι αρκετή για να πλήξει το υπόβαθρο της γνώσης τους ως προς τα γεγονότα που επικαλούνται. Πολύ δε περισσότερο σε ότι αφορά τον Ηλία Λοϊζου, ο οποίος ρητά αναφέρει στην ένορκή του δήλωση πως κατά τον κρίσιμο χρόνο διέμενε στη Λευκωσία, επεξηγεί όμως με λεπτομέρεια κάτω από ποιες συνθήκες ήταν γνώστης των γεγονότων τα οποία επικαλείται και που αφορούσαν το ουσιαστικό στοιχείο της μόνιμης διαμονής του Αιτητή στο Καραβοστάσι.
Μια διοικητική απόφαση πρέπει βεβαίως να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ούτως ώστε να παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να ελέγχει τη νομιμότητά της. Η αοριστία και η ασάφεια που καθιστά αδύνατο τον έλεγχο μιας διοικητικής απόφασης έχει ως φυσικό επακόλουθο την ακύρωση της πράξης. Στην υπό κρίση περίπτωση και ως αποτέλεσμα της εντοπισθείσας απουσίας επαρκούς έρευνας, παραμένει τελείως άγνωστη η πορεία σκέψης που οδήγησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η έκδοση της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης. Ιδίως, όταν τα στοιχεία και οι βεβαιώσεις που προσκόμισε ο Αιτητής ενδυνάμωναν το δικαίωμά του για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας.
Με βάση τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ του Αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. Ρ. Λιάτσος
Δ.
/ΜΣ