ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Nικολάου Mιχάλης (Δρ.) ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 259
Μαραθεύτη Ανδριανή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 26
Φανίδης Χαράλαμπος και Άλλος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 396
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D622
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.342/12 και 632/2012)
1η Σεπτεμβρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ´Αρθρα 146 και 28 του Συντάγματος
(Υποθ. αρ. 342/2012)
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ,
Αιτητή,
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ΄ων η αίτηση,
-----------------
(Υποθ. αρ. 632/2012)
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Αιτητή,
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του
1. Αρχηγού Αστυνομίας
2. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
Καθ΄ων η αίτηση,
-------------------------
Α.Κωνσταντίνου, για τον αιτητή στην 342/2012
Δ.Καλλής, για τον αιτητή στην 632/2012
Μ.Σπηλιωτοπούλου - Αν.Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
--------- -----------
ΑΠΟΦΑΣΗ
Oι αιτητές στις δυο αυτές προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου προσβάλλουν την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία είχαν προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Αστυνόμου από την 1 Φεβρουαρίου 2012, οι ενδιαφερόμενοι.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2010 o Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως («ο Υπουργός»), με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 22 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ 214/04), διόρισε Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία απαρτιζόταν από τον Υπαρχηγό Αστυνομίας (Πρόεδρο) και δυο Βοηθούς Αρχηγούς.
Ακολούθως, λόγω προαφυπηρετικής άδειας ενός εκ των μελών της Επιτροπής διορίστηκε έτερο μέλος το οποίο κατείχε επίσης το βαθμό του Βοηθού Αρχηγού.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2011 ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενημέρωσε σχετικώς τον Υπαρχηγό Αστυνομίας, ως πρόεδρο της Επιτροπής, ότι είχε κενωθεί μια οργανική θέση Ανώτερου Αστυνόμου.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης αφού ζήτησε τις απόψεις των αρμόδιων Βοηθών Αρχηγών, των Αστυνομικών Διευθυντών ή των διοικητών μονάδας για τους υποψηφίους που υπηρετούσαν υπό την εποπτεία ή διοίκηση τους, προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων και ετοίμασε σχετική έκθεση. Στην έκθεση της η Επιτροπή Αξιολόγησης τόσο οι αιτητές όσο και οι ενδιαφερόμενοι χαρακτηρίστηκαν εξαίρετοι ως προς την αξία και πολύ καλοί αναφορικά με τα προσόντα.
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 16 του περί Αστυνομίας Νόμου και ο Καν. 23 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ 214/2004), με επιστολή του ημερ. 31 Οκτωβρίου 2011, υπέβαλε στον Υπουργό αιτιολογημένη σύσταση για κάθε υποψήφιο για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Με το εν λόγω έγγραφο σύστησε, μεταξύ άλλων και τους αιτητές και τους ενδιαφερόμενους.
Με νέα επιστολή ημερ. 1 Φεβρουαρίου 2012, ο Αρχηγός της Αστυνομίας πληροφόρησε τον Υπουργό ότι είχαν κενωθεί τρεις θέσεις στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου.
Ο Υπουργός έχοντας ενώπιον του την έκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας, όπως επίσης και τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, με έμφαση στα δύο τελευταία χρόνια, και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι υποψήφιοι αναφορικά με αξία ήταν εξαίρετοι και όλοι είχαν πολύ καλά προσόντα. Σε συνάρτηση με το κριτήριο της αρχαιότητας, διαπίστωσε ότι οι αιτητές και ο ενδιαφερόμενος Φίλιππος Βρόντος είχαν προαχθεί στο βαθμό του Αστυνόμου Α την ίδια ημερομηνία, ενώ ο ενδιαφερόμενος Ανδρέας Κυριάκου 1 χρόνο και 4 μήνες περίπου αργότερα. Ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο νόμος, αποφάσισε την προαγωγή, στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου, των ενδιαφερόμενων και ακόμη ενός υποψηφίου από την 1 Φεβρουαρίου 2012.
Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν τις Εβδομαδιαίες Διαταγές, ημερ 6 Φεβρουαρίου 2012.
Οι αιτητές εισηγούνται, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση του Υπουργού είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Σύμφωνα με το άρθρο 16(3) του Περί Αστυνομίας Νόμου, Ν.73(Ι)/2004:
"Ο Υπουργός προβαίνει στην προαγωγή των υποψηφίων που συστήνονται από τον Αρχηγό με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του."
Ο Υπουργός στην απόφαση του υπογραμμίζει ότι, ο Αρχηγός Αστυνομίας χαρακτήρισε του υποψηφίους ως εξαίρετους στην αξία και πολύ καλούς στα προσόντα. Κατέληξε στην προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, με το πιο κάτω σκεπτικό που παραθέτω:
"Μελέτησα και έλαβα υπόψη την έκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για κάθε έναν από του συνιστώμενους υποψηφίους και γενικά όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου. Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το Άρθρο 16(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου 73(1)/2004 και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π 214/04) όπως έχουν τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π 643/04, αποφάσισα να προάξω στις τρεις (3) οργανικές θέσεις του βαθμού του Ανώτερου Αστυνόμου από σήμερα 01/02/2012 τους ακόλουθους
· ΒΡΟΝΤΟΣ Φίλιππος (Π.Φ.1406)
· ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δημήτριος (Π.Φ.1430)
· ΚΥΡΙΑΚΟΥ Ανδρέας (π.Φ.1412)"
Με βάση την πιο πάνω ρητή διάταξη του Νόμου η απόφαση του Υπουργού πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν αξιολογηθεί από την Επιτροπή Αξιολόγησης και από τον Αρχηγό ως εξαίρετοι στην αξία και πολύ καλοί στα προσόντα. Σε αρχαιότητα υπερτερούσε ο αιτητής στην προσφυγή αρ.342/2012 έναντι του ενδιαφερομένου Κυριάκου, κατά 16 περίπου μήνες, στη θέση που κατείχαν και έναντι του ενδιαφερομένου Βρόντου, κατά 4 μήνες στην προηγούμενη θέση. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ 632/2012 υπερτερούσε σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου Βρόντου κατά 3 μήνες στην προηγούμενη θέση και έναντι του ενδιαφερόμενου Κυριάκου κατά 16 μήνες στην θέση που κατείχαν.
Μελετώντας την απόφαση του Υπουργού δεν εντοπίζω οποιαδήποτε αιτιολογία ως προς την επιλογή των ενδιαφερομένων. Με βάση την έκθεση της Επιτροπή Αξιολόγησης καθώς και με τη σύσταση του Αρχηγού, οι αιτητές και οι ενδιαφερόμενοι ήταν ίσοι, οι αιτητές υπερείχαν όμως σε αρχαιότητα, έστω και οριακά, έναντι των ενδιαφερομένων. Δεν υπάρχει πουθενά στην απόφαση στη βάση των στοιχείων που είχε ενώπιον του ο Υπουργός, καταγραφή των λόγων της επιλογής των ενδιαφερομένων έναντι του αιτητή. Κρίνω ότι δεν περιέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της. Κρίνω περαιτέρω ότι είναι τόσο ασαφής και αόριστη ώστε να καθιστά τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο.
Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
Στις υποθέσεις αρ. 1289/2010 κ.α. Φράγκου ν. Δημοκρατίας 28 Ιανουαρίου 2013 όπου οι αιτητές ήταν οι ίδιοι με τους παρόντες αιτητές προβλήθηκε και τότε ισχυρισμός περί ελλείψεως αιτιολογίας της απόφασης του Υπουργού και ανέφερα τα ακόλουθα τα οποία εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση:
"Μετά από μελέτη της πιο πάνω απόφασης, είμαι της γνώμης ότι η θέση των αιτητών, για ελλιπή ή μη δέουσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι ορθή. Δεν παρέχεται μέσα από το κείμενο της απόφασης το αιτιολογικό γιατί είχε, εν προκειμένω, προτιμηθεί ο ενδιαφερόμενος έναντι των υπολοίπων.
Στο Σύγγραμμα του Π.Δ.Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, παρα.636, αναφέρεται:
«αιτιολογία μιας δικαστικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν στην απόφαση καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. Τούτο απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Ο πολίτης δεν είναι «διοικούμενος, αλλά υποκείμενο δικαίου». Η αιτιολογία πρέπει να είναι επαρκής, σαφή και ειδική. Γενικές σκέψεις κρίνονται ως ανεπαρκής αιτιολογία.»
Βλ. επίσης Νικολάου ν. Δημοκρατίας, (1997)3 Α.Α.Δ. 259 και Φαννίδης ν. Αρχής Λιμένων (2008)3 Α.Α.Δ. 396.
Σύμφωνα με το άρθρο 16(3) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν.73(Ι)/2004) ο Υπουργός, προβαίνει στην προαγωγή συστηθέντων, από τον Αρχηγό, υποψηφίων, με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του. Ταυτοχρόνως, με βάση το άρθρο 28 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999) που ενσωματώνει και κωδικοποιεί την αντίστοιχη αρχή του Διοικητικού Δικαίου, η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία. Σχετική επίσης είναι η απόφαση Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406. Η αναγκαιότητα επαρκούς αιτιολογίας, συνεπώς η προσφερόμενη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απόφασης, παύει να υφίσταται όταν υπάρχει μια γενικότητα που καθιστά τον έλεγχο ανέφικτο. Σχετική είναι η υπόθεση Μαραθεύτη ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 26.
Στην προκείμενη περίπτωση τα όσα, κατά τρόπο γενικό και αόριστο αναφέρονται στην απόφαση του Υπουργού, δεν μπορούν με κανένα τρόπο να χαρακτηριστούν, ως επαρκής αιτιολογία, αφού, δεν προσδιορίζονται οι πραγματικοί λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης, για επιλογή του ενδιαφερομένου έναντι των αιτητών. Η γενικότητα αυτή καθιστά τον, όποιο, δικαστικό έλεγχο ανέφικτο, αφού ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε, ως υπέρτερος ο ενδιαφερόμενος, νοουμένου ότι όλοι οι υποψήφιοι κρίθηκαν ως εξαίρετοι σε αξία και πολύ καλοί σε προσόντα, δεν μπορεί να προσδιοριστεί.
Ενόψει των πιο πάνω, ο λόγος ακυρώσεως, αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας, ευσταθεί."
Με γνώμονα τα πιο πάνω, αμφότερες οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Ποσό €1,600 ως έξοδα, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζεται σε κάθε προσφυγή προς όφελος των αιτητών.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.