ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D653
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 25/2011)
5 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RESCUE LINE AUTO SERVICES LIMITED,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ EΦΟΡΟΥ Φ.Π.Α.,
Καθ΄ης η αίτηση
-----------------------------------
Γιώργος Σεραφείμ για Σεραφείμ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια
Έλενα Συμεωνίδου(κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Αιτήτρια ιδρύθηκε το 1990 και εγγράφηκε στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.7.1992. Ασκεί οικονομική δραστηριότητα, παρέχοντας υπηρεσίες οδικής βοήθειας σε κατόχους μηχανοκινήτων οχημάτων. Στις 7.3.2007, ο Έφορος ΦΠΑ εξέδωσε την Ερμηνευτική Εγκύκλιο 112, κατ΄ακολουθία της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-13/06, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ημερ. 7.12.2006. Σύμφωνα με τα δεδομένα της πιο πάνω απόφασης, οι υπηρεσίες οδικής βοήθειας που υποχρεούται να παράσχει στους συνδρομητές του ένας οργανισμός, έναντι της εκ μέρους τους καταβολής σταθερής ετήσιας συνδρομής, σε περίπτωση επελεύσεως του καλυπτόμενου από τον εν λόγω οργανισμό κινδύνου βλάβης ή ατυχήματος, ο οποίος καλύπτεται από τον εν λόγω οργανισμό, εμπίπτουν στην έννοια «εργασίες ασφαλίσεως», που αναφέρεται στο άρθρο 13Β, στοιχείο ά, της Έκτης Οδηγίας, και, συνεπώς, απαλλάσσονται από το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Οι ασφαλιστικές εργασίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Πίνακα Β, του Εβδόμου Παραρτήματος των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 2000-2006, είναι εξαιρούμενες συναλλαγές. Συνεπώς, με βάση την πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ, οι υπηρεσίες οδικής βοήθειας που παρέχονται έναντι ετήσιας σταθερής συνδρομής, εμπίπτουν στις ασφαλιστικές εργασίες, οι οποίες είναι εξαιρούμενες συναλλαγές.
Στις 12.1.2009, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για καταβολή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ από τον Έφορο με το έντυπο ΦΠΑ4Β. Το πιστωτικό υπόλοιπο σύμφωνα με την αίτηση της Αιτήτριας προέκυψε λόγω αλλαγής στη φορολογική μεταχείριση υπηρεσιών που προσφέρει η Αιτήτρια. Στις 10.11.2009, η Αιτήτρια απέστειλε επιστολή στον Έφορο ΦΠΑ μέσω των δικηγόρων της, με την οποία ζητούσε επιστροφή ΦΠΑ ποσού ύψους €515.884,29 για υπηρεσίες οδικής βοήθειας, οι οποίες ενέπιπταν σε εκείνες τις υπηρεσίες που, με βάση την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΕ, είναι εξαιρούμενες συναλλαγές. Αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας ΦΠΑ με απαντητική επιστολή, ημερομηνίας 7.12.2009 επιβεβαίωσε ξανά τη θέση ότι οι υπηρεσίες οδικής βοήθειας που παρέχονται έναντι ετήσιας συνδρομής από πρόσωπα που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ, εμπίπτουν στις ασφαλιστικές εργασίες που εξαιρούνται από τον ΦΠΑ. Πληροφορούσε δε την Αιτήτρια ότι πρόσωπα που διεκδικούν επιστροφή φόρου από 1.5.2004 λόγω του ότι κατέβαλαν φόρο εκροών αχρεώστητα στον Έφορο ΦΠΑ για εξαιρούμενες συναλλαγές που πραγματοποίησαν, πέραν της διεκδίκησης του φόρου εκροών, οφείλουν να προβούν σε αντιστροφή της συναλλαγής από φορολογητέα σε εξαιρούμενη συναλλαγή. Με την ίδια επιστολή ενημερωνόταν η Αιτήτρια ότι η έκδοση πιστωτικών σημειωμάτων από μέρους της προς τους πελάτες της με σκοπό να αντιστραφεί η φορολογητέα συναλλαγή σε εξαιρούμενη, επηρεάζει μόνο τον φόρο εκροών της Αιτήτριας. Ενημερωνόταν, επίσης, ότι οφείλει παράλληλα να προβεί σε επιμερισμό του φόρου εισροών που διεκδίκησε για έκπτωση. Ως αποτέλεσμα, το ποσό που η Αιτήτρια ζητούσε προς επιστροφή, ήτοι των €515.884,29, δεν κρίθηκε ορθό. Στην επιστολή κλήθηκε η Αιτήτρια να προβεί από μόνη της στις ανάλογες αναπροσαρμογές. Επίσης, αναφερόταν ότι ο Έφορος ΦΠΑ έχει την πρόθεση να ελέγξει τους χειρισμούς της Αιτήτριας αναφορικά με το θέμα και ακολούθως θα επέστρεφε το οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε στον Έφορο ΦΠΑ αχρεωστήτως.
Λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λευκωσίας, ασκώντας τις εξουσίες τους με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους του 2000 μέχρι 2010, άρχισαν στις 6.9.2010 έλεγχο στην επιχείρηση της Αιτήτριας. Ελέγχθηκαν οι φορολογικές περίοδοι από 1.6.2004 μέχρι 31.5.2010 με σκοπό να διαπιστωθεί η ορθότητα των φορολογικών δηλώσεων που υπέβαλε η Αιτήτρια στον Έφορο ΦΠΑ σε σχέση με τα βιβλία και αρχεία που τήρησε για τις πιο πάνω φορολογικές περιόδους. Από τον έλεγχο που πραγματοποιήθηκε διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια δεν απέδωσε φόρο εκροών ύψους €18.795,72 στην φορολογική περίοδο 1.9.2008 - 30.11.2008, λόγω λανθασμένης έκδοσης πιστωτικών σημειώσεων. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η Αιτήτρια διεκδίκησε λανθασμένα περισσότερο φόρο εισροών ύψους €339.428,49 στις φορολογικές περιόδους από 1.6.2004 μέχρι 30.11.2009, γιατί δεν προέβηκε σε επιμερισμό του φόρου εισροών σε κάθε φορολογική περίοδο, αλλά και ετήσια, λόγω του ότι η Αιτήτρια πραγματοποιούσε εξαιρούμενες συναλλαγές, οι οποίες συνίσταντο σε παροχή υπηρεσιών οδικής βοήθειας έναντι σταθερής ετήσιας συνδρομής σε περίπτωση επελεύσεως κινδύνου βλάβης ή ατυχήματος οι οποίες ενέπιπταν στην έννοια των εργασιών ασφαλίσεως. Ενόψει των πιο πάνω, ο Έφορος έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η Αιτήτρια για τις φορολογικές περιόδους από 1.6.2004 μέχρι 31.5.2010 δυνάμει των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 2000 μέχρι 2010 ήταν ελλιπείς ή ανακριβείς. Ως εκ τούτου, ο Έφορος Φ.Π.Α. προέβηκε σε βεβαίωση φόρου εκροών ποσού ύψους €18.795,72, σύμφωνα με το άρθρο 49(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων. Βεβαίωσε, επίσης, τον φόρο εισροών ποσού ύψους €339.428,49 που δεν έπρεπε να καταβληθεί ή πιστωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49(2) του Νόμου. Με επιστολή, ημερομηνίας 25.10.2010, ειδοποιήθηκε η Αιτήτρια ότι ο Έφορος ΦΠΑ ενέκρινε για επιστροφή το ποσό των €188.443,64 σύμφωνα με το άρθρο 20(3) και (4) των πιο πάνω Νόμων και της Γενικής Οδηγίας Κ.Δ.Π.20/2008, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκοι. Στον υπολογισμό του ποσού λήφθηκε υπόψη το πιστωτικό υπόλοιπο της Αιτήτριας, ύψους €546.667,85.
Η επιστολή ημερομηνίας 25/10/2010 αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής Η Αιτήτρια αξιώνει:
«Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση της Καθ΄ης η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή της Καθ΄ης η Αίτηση που φέρει ημερομηνία 25/10/2010 (Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α στην παρούσα) και της οποίας έλαβε γνώση η Αιτήτρια μεταγενέστερα και με την οποία απόφαση η Καθ΄ης η Αίτηση αποφάσισε αναδρομικά ή βάση νομοθεσίας αναδρομικής ισχύος για την περίοδο 01/06/2004-30/6/2008 (και/ή μέχρι 31/5/2010 και/ή μέχρι οποιαδήποτε άλλη περίοδο - αλλά και για μεταγενέστερα όσον αφορά το γ) πιο κάτω) ότι α) η Αιτήτρια διεκδίκησε για την περίοδο 1/6/2004-30/11/2009 περισσότερο φόρο εισροών ύψους €339.428,49, διότι κατ΄ισχυρισμό λανθασμένα δεν προέβηκε σε επιμερισμό του φόρου εισροών της ανά φορολογική περίοδο και ετησίως με βάση τα εξαιρούμενα εισοδήματα της που προέρχονται από την παροχή υπηρεσιών οδικής βοήθειας έναντι σταθερής ετήσιας συνδρομής σε περίπτωση επελεύσεως κινδύνου, βλάβης ή ατυχήματος, οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια των εργασιών ασφαλίσεως, σύμφωνα με την Παράγραφο 1 του Πίνακα Β του Έβδομου Παραρτήματος των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 2000 μέχρι 2010 από την 1/5/2004 και, ως εκ τούτου βεβαίωσε ως φόρο οφειλόμενο από την Αιτήτρια το ποσό των €339.428,49 δυνάμει του άρθρου 49 (2) των περί Φ.Π.Α. Νόμων Ν95 (Ι) 2000 μέχρι 2010 και, συνακόλουθα, αποφάσισε και πάλιν αναδρομικά ή βάση νομοθεσίας αναδρομικής ισχύος, ότι β) υπάρχει πιστωτικό υπόλοιπο για την εν λόγω περίοδο ύψους €546.667,85 από το οποίο, αφαιρώντας το προαναφερόμενο κατ΄ισχυρισμό οφειλόμενο ποσό των €339.428,49 εγκρίνεται για επιστροφή το ποσό των €188.443,64, γ) όπως εμμέσως πλην σαφώς προκύπτει από την προαναφερόμενη επιστολή της καθ΄ης η Αίτηση η αγορά εξοπλισμού, πρώτων υλών, ανταλλακτικών, και άλλων εμπορευμάτων και/ή ενεργειών για τις οποίες καταβάλλεται ΦΠΑ από την Αιτήτρια για σκοπούς παροχής υπηρεσιών οδικής βοήθειας δεν εξαιρείται από την καταβολή ΦΠΑ, είναι παράνομη, άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.»
Η Αιτήτρια υποβάλλει ότι η Καθ΄ης η αίτηση με την επίδικη απόφασή της παραβιάζει σωρευτικά τις αρχές της μη αναδρομικότητας φορολογικών Νόμων, της βεβαιότητας του φορολογικού Νόμου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση και της μη αντιφατικότητας στις ενέργειές της. Επικαλείται, επίσης, παραβίαση των Άρθρων 24, 25, 26 και 28 του Συντάγματος. Θέτει, τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης ως προς τον Νόμο και τα πράγματα.
Σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας τέθηκε από το Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ζήτημα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο της Αιτήτριας, δεδομένου ότι το θεμέλιο στήριξης της όλης υπόθεσης περιστρέφεται γύρω από αίτημα για επιστροφή Φ.Π.Α., υπό το πρίσμα της μεταβολής που επέφερε στις υπηρεσίες οδικής βοήθειας η προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΕ σε ότι αφορά στον καθορισμό τους πλέον ως εξαιρούμενες συναλλαγές, ως εμπίπτουσες στην έννοια «εργασίες ασφαλίσεως». Τέθηκε, συναφώς, το ερώτημα ποιο είναι το υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο και κατά πόσον, κατά προέκταση, νομιμοποιείται η Αιτήτρια να ζητήσει επιστροφή του σχετικού Φ.Π.Α., ήτοι ποσό το οποίο δεν της ανήκει.
Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας ότι εντοπίζεται άμεσο προσωπικό και έννομο συμφέρον στο πρόσωπο της Αιτήτριας, δεδομένου ότι οι πελάτες της απειλούν με λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της προς επιστροφή του Φ.Π.Α. που αυτοί κατέβαλαν προς την Καθ΄ης η αίτηση δια μέσου της Αιτήτριας. Θέτει, περαιτέρω, ότι η Αιτήτρια, στα πλαίσια του σχεδιασμού των επαγγελματικών της δραστηριοτήτων, έχει προβεί σε σύναψη πολυετών συμβολαίων με πολλές ασφαλιστικές εταιρείες, στα οποία κατέληξε και υπέγραψε, έχοντας υπόψη και τον Φ.Π.Α., τον οποίο όφειλε να καταβάλει και πως δεν λήφθηκε υπόψη προς εξαίρεση η καταβολή εκ μέρους της Αιτήτριας Φ.Π.Α. για αγορά εξοπλισμού, πρώτων υλών και ανταλλακτικών προς το σκοπό παροχής υπηρεσιών οδικής βοήθειας.
Είναι παγιωμένη αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι ο προσφεύγων θα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον, τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, όσο και στον χρόνο καταχώρησης και ακρόασης της προσφυγής. Συμφέρον, το οποίο, εκτός από έννομο, θα πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο, ενεστώς και συγκεκριμένο. Το έννομο συμφέρον συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης και η απόδειξη ειδικής έννομης σχέσης του αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη, τέτοιας που να εξατομικεύει την προσβολή που αυτός υφίσταται στα δικαιώματα και έννομα συμφέροντά του, υπό συγκεκριμένη ιδιότητα, είναι απαραίτητη. Δικαίωμα δικαστικής αμφισβήτησης της νομιμότητας των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας έχουν οι διοικούμενοι στην περίπτωση και μόνο που καταδείξουν ότι υφίσταται ιδιαίτερος έννομος δεσμός ανάμεσα σε αυτούς και σε μια εκτελεστή διοικητική πράξη. Είναι, ακριβώς, το έννομο συμφέρον, στο οποίο ενυπάρχει ο ιδιαίτερος έννομος δεσμός και η πρόκληση άμεσης ατομικής βλάβης στον διοικούμενο, που δικαιολογεί την αμφισβήτηση εκ μέρους του της νομιμότητας της πράξης της Διοίκησης. Διαφορετικά, θα μετατρεπόταν η αίτηση ακύρωσης σε actio popularis, δηλαδή «λαϊκή αγωγή».
Υποκείμενο στον Φ.Π.Α. πρόσωπο ήταν οι πελάτες της Αιτήτριας. Η τελευταία, ενεργώντας ως εισπράκτορας, κατέβαλλε τον σχετικό φόρο στην Καθ΄ης η αίτηση. Συνεπώς, δεν περιβάλλεται με ίδιο άμεσο συμφέρον, όπως απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος και δεν νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής σε σχέση με φόρο που δεν επιβάλλεται στην ίδια, αλλά σε άλλα πρόσωπα, στα οποία παρείχε υπηρεσίες.
Όπως ήδη καταγράφηκε, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας προέβαλε ότι, πέραν του Φ.Π.Α. που κατεβλήθη από άλλα πρόσωπα, και η ίδια η Αιτήτρια κατέβαλε ανάλογο φόρο, ο οποίος δεν λήφθηκε υπόψη προς εξαίρεση. Οι προβαλλόμενες αυτές θέσεις είναι αστήρικτες και αντικρούονται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Όπως προκύπτει από τις ίδιες τις επιστολές των τότε συνηγόρων της Αιτήτριας, ημερομηνίας 10/11/2009 και 10/12/2009, το όλο ζήτημα της καταβολής Φ.Π.Α. αφορούσε υπηρεσίες οδικής βοήθειας που παρείχε η Αιτήτρια σε πελάτες της, και για τις οποίες οι πελάτες αυτοί κατέβαλλαν, μέσω της Αιτήτριας, τον σχετικό Φ.Π.Α. Όπως δε ξεκάθαρα καταγράφεται στις πιο πάνω επιστολές, η διεκδίκηση από την Καθ΄ης η αίτηση του σχετικού Φ.Π.Α. λάμβανε χώρα, προκειμένου να επιστραφεί από την Αιτήτρια στους πελάτες που κατέβαλαν τον εν λόγω φόρο. Εντοπίζεται, συγκεκριμένα, στην επιστολή ημερομηνίας 10/11/2009:
«Με την παρούσα επιστολή σας ζητούμε όπως προβείτε άμεσα στην επιστροφή του εν λόγω ποσού σύμφωνα με τον Περί Φ.Π.Α. Νόμο.
Θέλω να διευκρινίσω ότι οι πελάτες μας είχαν ήδη χρεώσει τους δικούς τους πελάτες Φ.Π.Α. για τις υπηρεσίες οδικής βοήθειας που τους παρείχαν και ως εκ τούτου το πιο πάνω ποσό το οποίο σας καλούμε να επιστρέψετε στους πελάτες μας θα διανεμηθεί στα πρόσωπα τα οποία οι πελάτες μας έχουν χρεώσει Φ.Π.Α. εκ λάθους. Με άλλα λόγια το πιο πάνω ποσό δεν θα παραμείνει στα χέρια των πελατών μας αλλά θα δοθεί στα πρόσωπα που έλαβαν τις υπηρεσίες οδικής βοήθειας και πλήρωσαν Φ.Π.Α.»
Ταυτόσημο είναι και το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 10/12/2009, και είναι με βάση τα πιο πάνω που ακολούθησε η προσβαλλόμενη επιστολή ημερομηνίας 25/10/2010. Συνεπώς, το όλο θέμα εξαντλείται στη διεκδίκηση ποσών τα οποία δεν ανήκαν στην Αιτήτρια, με αποτέλεσμα να μη νομιμοποιείται, για τους λόγους που έχουν ήδη επεξηγηθεί στην έγερση της παρούσας προσφυγής.
Η προσφυγή, ως απαράδεκτη, απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της Αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΜΣ