ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Αγνή Ευσταθίου (κα), για την Αιτήτρια. Αγγελική Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΤΡΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1906/2012, 2/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D629

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1906/2012)

 

2 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΡΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτήτρια,

-     ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ/Ή

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,

                                                                        Καθ΄ων η αίτηση.

---------------------------

Αγνή Ευσταθίου (κα), για την Αιτήτρια.

Αγγελική Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  H αιτήτρια εγκρίθηκε αρχικά το 1999 ως λήπτρια αναπηρικού επιδόματος στη βάση ιατρικής βεβαίωσης, σύμφωνα με την οποία παρουσίαζε κινητικές δυσκολίες (δεξιά ημιπληγία), λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου σε ηλικία 8 ετών. Ακολούθησαν επαναξιολογήσεις της κατάστασης υγείας της σε τακτά χρονικά διαστήματα και προσκόμιση νέου ιατρικού πιστοποιητικού, ημερ. 18.9.2001, με το οποίο διαγνώστηκε μόνιμη κινητική διαταραχή και αναπηρία δεξιού άνω και κάτω άκρου. Η καταβολή αναπηρικού συνεχίστηκε μέχρι ενηλικίωσης της. Εν τω μεταξύ, από το 2005, δυνάμει σχετικής εγκυκλίου της Διεύθυνσης των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, η περίπτωση της αιτήτριας επανεγκρινόταν χωρίς την προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού διότι ενέπιπτε στις περιπτώσεις μόνιμων αναπηριών.

 

Στις 30.8.2012 η αρμόδια λειτουργός ζήτησε και έλαβε νέα ιατρική βεβαίωση από ιατρό νευρολόγο, σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια με την λήψη κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής κρίθηκε «ικανή για ελαφριά εργασία με μειωμένο ωράριο χωρίς σωματική επιβάρυνση.  Το το δεξί άνω άκρο είναι αδύνατο και ατροφικό» (εδάφιο 4 του εντύπου Υ.Κ.Ε 73, κυανούν 17, στο διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1)Ακολούθως, λειτουργός των καθ' ων η αίτηση, μετά από κατ' ιδίαν συνάντηση με την αιτήτρια, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο φοιτούσε σε ιδιωτικό κολλέγιο, ετοίμασε έκθεση στην οποία διαπιστώθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

 

«Η παρατήρηση μου έδειξε πως υπάρχει δυσκολία στην κίνηση του δεξιού της χεριού αλλά όχι πολύ μεγάλη και σοβαρή που να της δημιουργεί ουσιωδώς δυσλειτουργία στο σώμα και στη λειτουργικότητα της.  Λόγω αρκετών εγχειρήσεων που έκανε στο εξωτερικό κατά την εφηβική της ηλικία υπάρχει βελτίωση στην κίνηση του χεριού.  Κινείται μπρος και πίσω αλλά όχι σε μεγάλη κλίση όπως άλλα άτομα της ίδιας χρονολογικής ηλικίας.  Στα δάκτυλα της παρατηρείται μια διαφορά από άλλα άτομα της ηλικίας της.  Ένα από τα 5 δάκτυλα του δεξιού χεριού είναι αγκιστρωμένο και δεν κινείται κανονικά.  Το δεξιό της πόδι είναι φυσιολογικό και όχι όπως στο παρελθόν που περιγράφεται στο φάκελο της αναφερόμενης.  Το αναφέρει και η ίδια πως δεν διαφέρει από άλλα κορίτσια της ηλικίας της.  Περπατά, οδηγά και γράφει κανονικά.  Γράφει με το αριστερό χέρι.  Δεν παρατηρώ μεγάλες και ουσιωδώς μειονεξίες.

 

........................................................................................................................

 

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα και της διάγνωσης της δεξιάς ημιπάρεσης δεν εισηγούμαι τερματισμό αναπηρικού δικαιώματος με βάση το άρθρο 2 της ισχύουσας νομοθεσίας.  Η διάγνωση και η παρατήρηση του αρμόδιου Λειτουργού Κ.Υ. δείχνουν ότι οι μειονεξίες της δεν μειώνουν ουσιωδώς τη λειτουργικότητα της και πως μπορεί να λειτουργεί σε ένα σημαντικό βαθμό το ίδιο όπως άλλα άτομα της ίδιας χρονολογικής ηλικίας.»

 

 

Στις 5.10.2012, με βάση την πιο πάνω εισήγηση και την πρόσφατη ιατρική  βεβαίωση, κρίθηκε με απόφαση του επόπτη ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν πληροί σωρευτικά τον όρο «ανάπηρος», σύμφωνα με το άρθρο 2 των περί Δημόσιων βοηθημάτων και Υπηρεσιών  Νόμου, και  τερματίστηκε η παροχή αναπηρικού επιδόματος. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 26.10.2012, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

Θα εξετάσω κατά προτεραιότητα τον λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε σχετικά με την αναρμοδιότητα του λειτουργού που εξέδωσε την πράξη.

 

Το άρθρο 5 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμου του 2006, Ν.95(1)/2006 (στο εξής «ο Νόμος»), προνοεί τα εξής:

 

«Η απόφαση αν κάποιος ασθενής ή λήπτης πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή σ΄ αυτόν δημόσιου βοηθήματος καθώς και για το ύψος του βοηθήματος το οποίο δικαιούται, αποτελεί καθήκον του Διευθυντή και κάθε τέτοια απόφαση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν:

 

Νοείται ότι, ο Διευθυντής δύναται να αναθέτει σε οποιοδήποτε Λειτουργό των Υπηρεσιών του ή σε επιτροπή αποτελούμενη από Λειτουργούς των Υπηρεσιών του ή από άλλα άτομα, να εξετάζει ορισμένα θέματα που αναφύονται από την αίτηση και να υποβάλλει στον ίδιο σχετική έκθεση.»

 

 

 Ειδικότερα για τις περιπτώσεις που η αναπηρία είναι προβλεπτής διάρκειας (όπως της αιτήτριας), το άρθρο 3(12) του Νόμου ορίζει ότι  είναι στην διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή να παρέχει τέτοιο αναπηρικό επίδομα.  «Διευθυντής», σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο του Νόμου, σημαίνει «το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή τον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του».

 

 

 

Οι καθ' ων η αίτηση επισύναψαν στην γραπτή τους αγόρευση σχετική  εξουσιοδότηση με ημερομηνία 29.9.2011, (ως έγγραφο Β), υπογραμμένη από την Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Τούλα Κούλουμου.  Απευθύνεται προς τη κα Χρυστάλλα Χρισοφόρου, Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Υπηρεσιών Καμάρων, την οποία εξουσιοδοτεί να ενεργεί ως Προϊσταμένη Τοπικού γραφείου, να ασκεί εν γένει τα καθήκοντα της, εκ μέρους της Διευθύντριας, για σειρά θεμάτων που παρουσιάζονται στον συνημμένο στην εξουσιοδότηση πίνακα, μεταξύ των οποίων, και η εξέταση περιπτώσεων  αιτημάτων βοήθειας από άτομα με αναπηρία, κατά τα άρθρα 2, 3(10)(α)(i), 8(ζ) και 9(1)(α)(ii) του Νόμου.

 

 Συνεπώς η Επόπτης που φαίνεται να έλαβε την επίδικη απόφαση ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη.  Σημειώνω, ωστόσο, την απουσία υπογραφών τόσο του λειτουργού Ανδρέα Δημητρίου που συνέταξε την σχετική έκθεση και εισηγήθηκε, όσο και της Επόπτου που έλαβε την απόφαση ως εκπρόσωπος του Επαρχιακού Λειτουργού Ευημερίας (Παράρτημα 11 της ένστασης).  Παρόλο ότι πρόκειται για ηλεκτρονικό έντυπο, εφόσον καταχωρείται στον διοικητικό φάκελο θα έπρεπε να είναι υπογραμμένο για λόγους αρχής.  Επειδή όμως από το σύνολο της διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι η απόφαση ελήφθη αρμοδίως, θεωρώ ότι η μη υπογραφή δεν επενεργεί εδώ ακυρωτικά. Η αρμοδιότητα της Αναπληρώτου Προίσταμένης Τουλα Πογιατζή δεν θα με απασχολήσει αφού δεν είναι αποφασιστική και συνίσταται μόνο στην υπογραφή της σχετική· επιστολής κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αναφορικά με τον επόμενο λόγο που αφορά στην ισχυριζόμενη υποχρέωση παραπομπής στη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα («η Συμβουλευτική») το άρθρο 3(13) του Νόμου προνοεί για την υποχρέωση του Διευθυντή να ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής στην περίπτωση που αίτηση για βοήθημα απορριφθεί και ζητηθεί επανεξέταση. Σε κάθε περίπτωση ευθύνη για τη σύγκληση της Συμβουλευτικής, έχει ο Διευθυντής (ΚΔΠ 319/2006).

 

  Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη στο διοικητικό φάκελο ότι υποβλήθηκε αίτημα για επανεξέταση, ούτε υποδείχθηκε από την Διοίκηση με την επιστολή με την οποία η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης, ο δρόμος της επανεξέτασης. Η παρούσα είναι περίπτωση επαναξιολόγησης των αναπηρικών δικαιωμάτων της αιτήτριας μετά την ενηλικίωση (αφού η αμέσως προηγούμενη απόφαση  ημερομηνίας 30.3.2007 κάλυπτε την απόδοση αναπηρικού επιδόματος μέχρι την ενηλικίωση) και όχι επανεξέτασης κατόπιν αιτήματος μετά από απόρριψη.  Είχε προηγηθεί η επανεξέταση της αιτήτριας από νευρολόγο και η ιατρική βεβαίωση (Παράρτημα 10 της ένστασης).  Ως εκ τούτου, δεν βρίσκει εφαρμογή το άρθρο 3(13) του Νόμου (βλ. Υπόθεση αρ. 30/2011, Βαλέριος Λευτέρη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.11.2012 και Υποθ. αρ. 108/12, Κώστας Σαρμιάς ν. Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 22.1.2014).

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η έρευνα που προηγήθηκε ήταν ελλιπής και η αιτιολογία που δόθηκε αντιφατική. Αυτό διότι μετά από 12 ολόκληρα χρόνια αναγνώρισης της ως ανάπηρου ατόμου για σκοπούς του Νόμου και χορήγησης αναπηρικού επιδόματος και παρά την ύπαρξη ιατρικών γνωματεύσεων που καταδείκνυαν «μόνιμη κινητική διαταραχή και αναπηρία του δεξιού άνω και κάτω άκρου», αιφνιδιαστικά διεκόπη το επίδομα στην βάση μιας ελλιπούς ιατρικής γνωμάτευσης, χωρίς νέα ιατρικά ευρήματα και χωρίς να κληθεί η ίδια σε ακρόαση.  Είναι επίσης η θέση της αιτήτριας ότι τα επιμέρους συμπεράσματα των λειτουργών που συνέταξαν τη σχετική έκθεση και κατέληξαν στο ότι οι παθήσεις της δεν εμπίπτουν στον όρο «ανάπηρος» (άρθρο 2 του Νόμου), συνιστούν ιατρικά ευρήματα τα οποία προϋποθέτουν εξειδικευμένες ιατρικές γνώσεις.  Εμπεριέχονται επίσης αντιφάσεις που κλονίζουν την αξιοπιστία της σχετικής εισήγησης.

 

Το αναθεωρητικό δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα μιας πράξης, απέχοντας από τον έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 227, Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 113 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας κ.α. (2009) 3 ΑΑΔ 79). Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση του κατά πόσον οι καθ' ων η αίτηση διενήργησαν ή όχι την πρέπουσα έρευνα στρέφοντας την προσοχή τους στο κάθε τι που θα ήταν δυνατόν να ήταν σχετικό και κατά πόσο υπήρξε ενδεχόμενη πλάνη.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 30.8.2012 στο έντυπο Υ.Κ.Ε 73 (κυανούν 17 στο διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1), σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις του αρμόδιου λειτουργού που συνάντησε την αιτήτρια (Παράρτημα 11), εύλογα μπορούσαν να οδηγήσουν στον τερματισμό του αναπηρικού επιδόματος.

Θεωρώ ότι η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.  Οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση, βασιζόμενοι σε προηγούμενες ιατρικές βεβαιώσεις και ειδικά στη βεβαίωση ημερομηνίας 18.9.2001, ενέταξαν την αιτήτρια στις περιπτώσεις μόνιμης αναπηρίας τουλάχιστον μέχρι την ενηλικίωση της, χωρίς να της ζητούν προσκόμιση νέων ιατρικών πιστοποιητικών. Η ιατρική βεβαίωση του 2012 από ειδικό Νευρολόγο, στο έντυπο Υ.Κ.Ε 73, δηλαδή πέντε χρόνια μετά την τελευταία αναθεώρηση του επιδόματος, ήταν καταλυτικής σημασίας. Παρόλα αυτά, περιορίστηκε στο ιστορικό, στα εργαστηριακά ευρήματα από το MRΙ εγκεφάλου και στη διάγνωση της δεξιάς ημιπάρεσης. Η απλή αναφορά στην χειρουργική επέμβαση στο δεξί άνω άκρο το 2008 δεν επιμαρτυρεί οποιαδήποτε βελτίωση της  αναπηρίας της αιτήτριας και το βαθμό της βελτίωσης. Ούτε η συμπλήρωση του εδαφίου 4 του εν λόγω εντύπου, «Γνωμάτευση ως προς την ικανότητα του αιτητή να εργασθεί και πλήρης αιτιολογία της σε σχέση με τη διάγνωση», συμπληρώνει την αιτιολογία. Η αιτήτρια κρίθηκε «ικανή για ελαφριά εργασία με μειωμένο ωράριο χωρίς σωματική επιβάρυνση.  Το δεξί άνω άκρο είναι αδύνατο και ατροφικό». Το ότι η διαπιστωθείσα σωματική της μειονεξία ή ανεπάρκεια δεν την εμπόδιζε να εργαστεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες, θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αποφασιστικής σημασίας στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος σύνταξης ανικανότητας δυνάμει άλλης νομοθεσίας.  Χωρίς να καταγράφεται όμως οποιαδήποτε συγκεκριμένη παρατήρηση για βελτίωση ή αναφορά για το κατά πόσο η συγκεκριμένη, κατά τον ουσιώδη χρόνο της εξέτασης, μειονεξία εξακολουθεί να προκαλεί οποιοδήποτε περιορισμό στην αιτήτρια που να μειώνει ουσιωδώς τις φυσιολογικές δραστηριότητες και λειτουργίες για την ποιότητα ζωής μιας νέας γυναίκας 23 ετών (που είναι το ζητούμενο για την εξέταση αναπηρικού αιτήματος στα πλαίσια του Νόμου), παραμένει μια απλή ένδειξη. Η ιατρική βεβαίωση στο σύνολο της δεν επιτρέπει πλήρη δικαστικό έλεγχο.

 

Ούτε η έκθεση του λειτουργού που ακολούθησε φωτίζει επαρκώς τους λόγους που οδήγησαν τους καθ' ων η αίτηση να θεωρήσουν ότι η βελτίωση της υγείας της αιτήτριας, σε αντίθεση με τα συμπεράσματα του 2007 περί μόνιμης κινητικής αναπηρίας, δεν επέτρεπε πλέον την ένταξη της στον όρο «ανάπηρος» στα πλαίσια της οικείας νομοθεσίας. Πολλές από τις παρατηρήσεις του σχετικά με το δεξί χέρι, την ευρύτητα κίνησης και κλίσης του καθώς και την αγκύλωση δακτύλου της αιτήτριας προϋποθέτουν ιατρική γνώση και μαρτυρία για την αξιολόγηση του βαθμού μειονεξίας που μπορεί να συνεπάγονται. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τα συγκεκριμένα ευρήματα αφού δεν έχουν καταγραφεί αρμοδίως από ιατρό. Κάποιες άλλες παρατηρήσεις επίσης προκαλούν προβληματισμό όπως «υπάρχει δυσκολία στην κίνηση του δεξιού χεριού αλλά όχι πολύ μεγάλη», «κινείται όχι σε μεγάλη κλίση όπως άλλα άτομα της ιδίας χρονολογικής ηλικίας», «στα δάκτυλα της παρατηρείται μια διαφορά από άλλα άτομα της ηλικίας της» και συγκεκριμένα  κατά πόσο τα πιο πάνω συνάδουν με το συμπέρασμα «ότι μπορεί να λειτουργεί σε ένα σημαντικό βαθμό όπως άλλα άτομα της ίδιας χρονολογικής ηλικίας».

 

Η υφιστάμενη ιατρική μαρτυρία που εξακολουθούσε να διαπιστώνει δεξιά ημιπληγία, σε συνδυασμό με το ιστορικό της αιτήτριας ήταν τέτοιο που δεν επέτρεπε την διακοπή του αναπηρικού επιδόματος της, χωρίς ειδικότερη και ξεκάθαρη αιτιολογία που να προκύπτει από διασταυρωμένες ιατρικές πηγές. Η έρευνα που διεξήχθη δεν ήταν ικανοποιητική, ούτε δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια να προσκομίσει νέα ιατρική βεβαίωση και να ακουστεί πριν την λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                            Π. Παναγή, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο