ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D627
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1627/2010)
2 Σεπτεμβρίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
---------------------------
Βραχίμης Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.
Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 20.9.2010, με την οποία διορίστηκε ο Ανδρέας Μαρδαπήττας (Ενδιαφερόμενο Μέρος) στη μόνιμη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Τμήμα Ηλεκτρολογικών Υπηρεσιών (Θέση πρώτου Διορισμού) από την 1.11.2010.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, με επιστολή του ημερομηνίας 27.2.2009 προς την ΕΔΥ, ζήτησε την πλήρωση μίας μόνιμης θέσης Ηλεκτρολόγου Μηχανικού στο Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών. Η ΕΔΥ στη συνέδρια της ημερομηνίας 11.3.2009, αποφάσισε να δημοσιευτεί η εν λόγω θέση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την δημοσίευση της θέσης, οι ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούσαν όπως οι υποψήφιοι κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην Ηλεκτρολογική Μηχανική ή στην Ηλεκτρονική Μηχανική, περιλαμβανομένης της Μηχανικής της Πληροφορικής, στην ειδικότητα της Ηλεκτρονικής Μηχανικής. Συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή από τον Διευθυντή Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών ως Πρόεδρο, ένα Πρώτο Διοικητικό Λειτουργό, ο οποίος ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών, ένα Πρώτο Μηχανολόγο Μηχανικό, ένα Ανώτερο Ηλεκτρολόγο Μηχανικό και ένα Ανώτερο Μηχανολόγο Μηχανικό, η οποία εξέτασε τις 105 αιτήσεις που είχαν υποβληθεί. Διεξήχθησαν γραπτές εξετάσεις από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, η βαρύτητα των οποίων είχε προκαθοριστεί στο 80% έναντι 20% που θα είχε η προφορική εξέταση, στην οποία θα καλούνταν όσοι συγκέντρωσαν 50% στα γραπτά. Στις γραπτές εξετάσεις πέτυχαν 31 άτομα από τα οποία ο αιτητής κατετάγη πρώτος με βαθμό 93 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεύτερος, με βαθμό 92. Κατά την διάρκεια της προφορικής εξέτασης, το κάθε μέλος της Επιτροπής βαθμολόγησε ξεχωριστά τον κάθε υποψήφιο και σύμφωνα με τον μέσο όρο ο αιτητής συγκέντρωσε 18 βαθμούς έναντι 19 του Ενδιαφερόμενου Μέρους.
Στη συνέχεια, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στην συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική βαθμολογία (γραπτής και προφορικής εξέτασης), τα προσόντα τους, καθώς και την πρόνοια 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας[1], που αφορούσε στο πλεονέκτημα. Για τους υποψήφιους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ των οποίων και το Ενδιαφερόμενο Μέρος, λήφθηκαν περαιτέρω υπόψη οι αξιολογικές τους εκθέσεις. Η τελική αξιολόγηση είχε ως εξής:
«7.10 Λάμπρου Θεοφάνης
Έχει αξιολογηθεί ως Εξαίρετος με βάση τη συνολική βαθμολογία 92,4 που εξασφάλισε στην εξέταση. Κατέχει, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, μεταπτυχιακό δίπλωμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (Βεβαίωση ΚΥΣΑΤΣ), και, ως εκ τούτου, διαθέτει το απαιτούμενο, από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, πλεονέκτημα.
Τελική αξιολόγηση: Εξαίρετος
.................................................................................................................
7.10 Μαρδαπήττας Ανδρέας
Έχει αξιολογηθεί ως Εξαίρετος με βάση τη συνολική βαθμολογία 92,6 που εξασφάλισε στην εξέταση. Διαθέτει την απαιτούμενη, σχετική με τα καθήκοντα της θέσης μεταπτυχιακή πείρα, και, ως εκ τούτου, διαθέτει το απαιτούμενο, από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, πλεονέκτημα. Διαθέτει, ως επιπρόσθετο προσόν, Μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση του Μεσογεικού Ινστιτούτου Διεύθυνσης.
Οι ετήσιες υπηρεσιακές του εκθέσεις έχουν ως ακολούθως.
Έτος 2004 2005 2006 2007 2008
____________________________________________________________________
Βαθμολογία 8 Εξαίρετα 8 Εξαίρετα 8 Εξαίρετα 8 Εξαίρετα 8 Εξαίρετα
Τελική αξιολόγηση: Εξαίρετος»
Στον προκαταρκτικό κατάλογο που στάληκε στην ΕΔΥ, Η Συμβουλευτική πρότεινε πέντε υποψηφίους μεταξύ των οπίων ήταν ο αιτητής και το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Ακολούθησε η συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 13.7.2010 η οποία υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής για τα προσόντα των υποψηφίων, το πλεονέκτημα και την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της αγγλικής και ελληνικής γλώσσας και κάλεσε σε συνέντευξη τους υποψηφίους του τελικού καταλόγου. Η ΕΔΥ υπό το φώς και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η οποία είχε ως εξής:
«1. ΛΑΜΠΡΟΥ Θεοφάνης: Πάρα πολύ καλός. Διαθέτει πάρα πολύ καλές γνώσεις για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που διεκδικεί. Οι περισσότερες απαντήσεις που έδωσε ήταν ορθές και δικαιολογημένες με αρκετά καλά επιχειρήματα. Υπήρξαν, όμως, μερικές ερωτήσεις στις οποίες δεν απάντησε επί της ουσίας αλλά πολύ γενικά, και αόριστα. Έχει ευχέρεια λόγου, προβάλλει τις απόψεις του με πειστικότητα και αυτοπεποίθηση. Ως προσωπικότητα κρίνεται ευχάριστος.
2. ΜΑΡΔΑΠΙΤΤΑΣ Ανδρέας: Εξαίρετος. Είναι ώριμος, ψύχραιμος και σεμνός. Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν σε εξαίρετο επίπεδο, με επιχειρηματολογία και επί της ουσίας των θεμάτων. Έχει ευχέρεια λόγου, αναλύει τα θέματα με σαφήνεια και προβάλλει τις απόψεις του με πειστικά επιχειρήματα. Από τις απαντήσεις που έδωσε διαπιστώθηκε ότι διαθέτει κριτική ικανότητα σε πολύ υψηλό βαθμό. Είναι μια σοβαρή και πειστική προσωικότητα, με αυτοπεποίθηση.»
Η ΕΔΥ στη συνέχεια λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία επέλεξε το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν διορισμό στην επίδικη θέση καταγράφοντας την ακόλουθη αιτιολογία:
«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Μαρδαπήττα, έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην ενώπιόν της προφορική εξέταση όσο και από την ίδια την Επιτροπή ως Εξαίρετος, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και στις δύο περιπτώσεις και σε υψηλότερο από τους λοιπούς υποψηφίους επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, και, επιπλέον, διαθέτει, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι, το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης.
Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς, πέραν του πλεονεκτήματος που διαθέτει, λόγω της διετούς του πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, διαθέτει και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη «Δημόσια Διοίκηση» από το Μ.Ι.Μ., το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.»
Ο αιτητής προβάλλει πολυάριθμους λόγους ακύρωσης. Προκρίνεται η εξέταση του λόγου ακύρωσης που αφορά στην παράνομη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στην κατά συνέπεια ακυρότητα της έκθεσης της. O αιτητής παραπέμπει συναφώς στο άρθρο 32(Ι)(Β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 το οποίο ορίζει ότι σε διαδικασία για την πλήρωση κενών θέσεων σε Τμήμα που υπάγεται σε Υπουργείο, θα ενεργεί ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο Προϊστάμενος του οικείου τμήματος ή της Υπηρεσίας και θα απαρτίζεται από τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον Προϊστάμενο και ένας επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά τον αιτητή πάσχει ο διορισμός του τέταρτου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επειδή υπαγόταν στο Υπουργείο Οικονομικών αντί στο οικείο Υπουργείο και δεν εγκρίθηκε η συμμετοχή του από την αρμόδια αρχή.
Ο ισχυρισμός του αιτητή εδράζεται σε παρερμηνεία της εν λόγω πρόνοιας. Ο Νόμος δεν καθορίζει ότι το τέταρτο μέλος πρέπει να προέρχεται από το οικείο Υπουργείο, αλλά ότι πρέπει να επιλέγεται από τον Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου. Ο κ. Κιτρομηλίδης, το τέταρτο μέλος, επιλέγηκε από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, όπως φαίνεται από τα πρακτικά (σελ. 3 του Παραρτήματος 6 της ένστασης) και ενέκρινε την επιλογή του και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών. Ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος.
Οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται της κατ' ισχυρισμό συγκριτικής υπεροχής και καταλληλότητας του αιτητή, συνοψίζονται στους πιο κάτω:
1. Παρακάμφθηκε το αποτέλεσμα των γραπτών εξετάσεων που συνιστά κατά τη νομολογία το πιο αντικειμενικό κριτήριο αξιολόγησης και τον πιο ασφαλή δείκτη της αξίας των υποψήφιων.
2. Αγνοήθηκε η πολύπλευρη και πολυσχιδής πείρα του αιτητή που σύμφωνα με την αίτηση του ήταν:
· από 6/2004 μέχρι 6/2005 στην Autonet Veritas Services A.E.B.E. - Αθήνα - σχεδιασμός και ανάπτυξη διαγνωστικού μηχανήματος για οχήματα (hardware firmware) (χωρίς βεβαίωση).
· Από 3/06 (όχι από 03/05 που εκ λάθους ανεγράφη στον σχετικό πίνακα της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής) μέχρι 05/09 ως νέος ερευνητής βοηθός διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
· Από 01/2008 μέχρι 01/2010 συνεργάστηκε με την Eplan Consultants Ltd ως ηλεκτρολόγος μηχανικός, σύμφωνα με σχετική βεβαίωση της τελευταίας ημερομηνίας 2.3.2010 (από 06/07 μέχρι 05/09 σύμφωνα με τον Πίνακα της Συμβουλευτικής Επιτροπής).
· Από 1.11.2004 μέχρι 11.8.2006 εργάστηκε ως Διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο τμήμα εκπόνησης και επίβλεψης μελετών ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων της Χ.Ε.Γ Σύμβουλοι Μηχανικοί Α.Ε., τεχνικής εταιρείας μελετών, (σύμφωνα με σχετική βεβαίωση της τελευταίας ημερομηνίας 4.9.2006).
Η εν λόγω πείρα πληρούσε, κατά τον αιτητή, την πρόνοια της διετούς τουλάχιστον πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης και συνεπώς κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας. Περαιτέρω, εμφιλοχώρησε πλάνη στην όλη διαδικασία καθότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ έκριναν λανθασμένα ότι ο αιτητής δεν κατείχε τέτοιο πλεονέκτημα.
3. Υπάρχει περαιτέρω πλάνη ως προς την μεταπτυχιακή πείρα που πίστωσαν στο Ενδιαφερόμενο Μέρος ως πλεονέκτημα, διότι η πείρα του ως δημοσίου υπαλλήλου ήταν πείρα σε θέση Τεχνικού Μηχανικού Α΄ τάξης και όχι σε θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού.
4. Αγνοήθηκαν τα στοιχεία της αξίας του σύμφωνα με τον προσωπικό του φάκελο όπως οι υποτροφίες που έλαβε, οι διακρίσεις , οι γνώσεις Η/Υ, οι δημοσιεύσεις του (journal articles, conference papers) και οι πρόσθετες συναφείς εκπαιδεύσεις του.
5. Υπεροχή κατάδηλη σε πρόσθετα προσόντα. Ο αιτητής ήταν κάτοχος πτυχίου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου πενταετούς διάρκειας που αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς (α) Πτυχίο Πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών και (β) Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master. Επιπρόσθετα ήταν διδακτορικός φοιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αντίθετα, το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε μόνο δίπλωμα Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ), το οποίο αναγνωρίζεται ως Δίπλωμα Ανώτερης Εκπαίδευσης, Τhe Engineering Council Examinations (part 2) 3C, 3D και μεταπτυχιακό του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης (ΜΙΜ) στη Δημόσια διοίκηση.
6. Η συνέντευξη κατέστη το μοναδικό κριτήριο επιλογής.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή και δεόντως αιτιολογημένη, παραθέτοντας αυτούσια τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η συνήγορος του Ενδιαφερόμενου Μέρους αναφορικά με την πλάνη για την πείρα, αντιτείνει ότι τα στοιχεία της πείρας που παραθέτει ο αιτητής με την αγόρευση του δεν ανταποκρίνονται στα στοιχεία που είχε ενώπιον της η ΕΔΥ, ούτε στους πίνακες που είχε καταρτίσει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Προέβηκε στη συνέχεια, σε ανάλυση της πείρας του αιτητή, υποστηρίζοντας ότι η πείρα του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως βοηθός διδασκαλίας και ερευνητής δεν σχετιζόταν με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ενώ η συνεργασία του με την Eplan Consultants παρόλο που θεωρήθηκε σχετική, δεν του προσέδιδε το πλεονέκτημα διότι δεν συμπλήρωσε δυο χρόνια πλήρους απασχόλησης. Οι λοιπές συνεργασίες του με άλλες εταιρείες είχαν σχέση με την Ηλεκτρονική Πληροφορική και όχι με την Ηλεκτρολογική Μηχανική ώστε να θεμελιώνουν πείρα σχετική με τα καθήκοντα. Αντιθέτως, το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε πείρα σχετική από τον Οκτώβριο 1980 ενώ από την 1.8.2007, στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Ηλεκτρολογίας (μετονομάστηκε σε Τεχνικός Μηχναικός 1ης τάξης), εκτελούσε εργασίες και καθήκοντα στον τομέα της εφαρμογής της περί Ηλεκτρισμού Νομοθεσίας, ίδια με της επίδικης θέσης. Επίσης διαθέτει Πιστοποιητικό Ικανότητας Ηλεκτρολόγου Μηχανικού 1ης τάξης, που είναι το ύψιστο επαγγελματικό προσόν το οποίο αποκτάται στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά από εξαετή τουλάχιστον πείρα σχετική με την Ηλεκτρολογική Μηχανική.
Ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους στα πλαίσια της προσφυγής, δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση οι εισηγήσεις της συνηγόρου του Ενδιαφερόμενου Μέρους για την πείρα του αιτητή, με τις οποίες επιχειρείται η εισαγωγή εκ των υστέρων αιτιολογίας, δεν αποτελούν οτιδήποτε περισσότερο από ισχυρισμούς και επιχειρήματα που προβάλλονται από τη συνήγορο και δεν μπορούν να πληρώσουν το κενό της έλλειψης αιτιολογίας, η οποία πρέπει να δίδεται κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Δέστε, μεταξύ άλλων, Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294).
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να διαγνωστεί η πραγματική βάση εξαγωγής του συμπεράσματος ότι ο αιτητής δεν διέθετε την 2ετη πείρα που ισοδυναμούσε με πλεονέκτημα. Παρατηρώ συναφώς πως τα στοιχεία της πείρας που παρατίθενται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον σχετικό Πίνακα (Παράρτημα Α στην έκθεση της) δεν συνάδουν με τις επισυνημμένες στην αίτηση του αιτητή βεβαιώσεις, ούτε αναλύονται ως προς την σχετικότητα τους με την προβλεπόμενη στο Σχέδιο Υπηρεσίας πείρα.
Συγκεκριμένα ως προς την συνεργασία του αιτητή με την εταιρεία Eplan Consultants ως ηλεκτρολόγος μηχανικός καθορίζεται χρονικά από 06/07-05/09, ενώ στην σχετική βεβαίωση ημερομηνίας 2.3.2010 που βρίσκεται εντός του προσωπικού του φακέλου και ήταν ενώπιον της ΣΕ και της ΕΔΥ κατά τον ουσιώδη χρόνο, η πείρα του αυτή ήταν διετής από 01/08 μέχρι 01/10. Επισυνάπτεται επίσης βεβαίωση ημερομηνίας 4.9.2006 από την εταιρεία ΧΕΓ Σύμβουλοι Μηχανικοί Α.Ε. ότι εργάστηκε ως Διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο τμήμα επίβλεψης μελετών ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων από 1.11.2004 μέχρι 11.08.2006, η οποία δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει πρωτογενώς τα πιο πάνω, ωστόσο η έλλειψη οποιασδήποτε αξιολόγησης της επιμέρους πείρας του αιτητή από απόψεως διάρκειας και ποιότητας, καθιστά δυνατή την πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ακολούθως της ΕΔΥ ως προς το συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν κατέχει διετή μεταπτυχιακή πείρα.
Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο (Δέστε Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, 1992, παρ. 636, 646 και 647, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187). Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130). Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της.
Στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από τον Πίνακα (Παράρτημα Α) στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος δεν συνάδει απόλυτα με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αίτησης του αιτητή, δεν καταγράφηκε οποιαδήποτε ανάλυση των δεδομένων της εργασιακής πείρας των υποψηφίων που να επιτρέπουν τον δικαστικό έλεγχο. Δεδομένης της τελικής αξιολόγησης των διαδίκων ως εξαίρετων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και της οριακής διαφοροποίησης τους στην συνολική βαθμολογία των γραπτών και προφορικών εξετάσεων, ενδεχόμενη πλάνη στην αξιολόγηση της πείρας των υποψηφίων καθίσταται ουσιώδης. Αυτό, διότι στον αιτητή πιστώθηκε το μεταπτυχιακό του ως πλεονέκτημα και δεν αξιολογήθηκε οποιοδήποτε από τα προσόντα του ως πρόσθετο, σε αντίθεση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος στον οποίο πιστώθηκε η πείρα του ως πλεονέκτημα και το μεταπτυχιακό του στην Δημόσια Διοίκηση ως πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Η πλάνη ως προς την πείρα του αιτητή του αποστέρησε την δυνατότητα να αξιολογηθεί αυτή υπό την διάζευξη του πλεονεκτήματος και ενδεχομένως ως πρόσθετο προσόν.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] 3(5) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης ή/και διετής τουλάχιστο πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αποτελεί πλεονέκτημα.