ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για την αιτήτρια. Ιωάννα Δημητρίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-09-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SOGHRA TORKIAN ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Aρ.: 1597/2009, 11/9/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D665

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Aρ.: 1597/2009)

 

11 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ  146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

SOGHRA TORKIAN

                                                                          Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ων η αίτηση.

 ---------

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για την αιτήτρια.

Ιωάννα Δημητρίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 2.11.2009, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της, για την πολιτογράφηση της ως Κύπριας πολίτιδος, καθώς και δήλωση, ότι η ανωτέρω απόφαση συνιστά παραβίαση συνταγματικών, ανθρωπίνων και νομικών δικαιωμάτων της.

 

Η αιτήτρια αφίχθηκε στην Κύπρο, κατά ή περί το τέλος 1990 ως επισκέπτρια.  Σκοπός της ήταν να συναντηθεί με τον τότε σύζυγο της M.A.L., Ιρανό πολίτη, ο οποίος διέμενε ήδη στην Κυπριακή Δημοκρατία ως φοιτητής και κάτοχος άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας, διευθυντικό στέλεχος σε υπεράκτια εταιρεία.  Η αιτήτρια έκτοτε, παρέμεινε στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς προσωρινής παραμονής, η οποία της ανανεωνόταν αδιαλείπτως.  Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, εργαζόταν ως μεταφράστρια, παρέχοντας τις υπηρεσίες σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες και τμήματα, όπως την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.  Από το γάμο της αποκτήθηκε ένας γιος, γεννήθηκε στην Κύπρο στις 20.3.2000.  Το 2005 ο γάμος της αιτήτριας, διαλύθηκε. Ακολούθως, στις 8.9.2005 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση πολιτικού ασύλου η οποία και εγκρίθηκε στις 29.9.2005, μετά από εισήγηση της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών: έπεσε θύμα εκβιασμού από Ιρανό συμπατριώτη της, με τον οποίο είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις ενώ ήταν παντρεμένη και ο οποίος, αφού τη βίασε την εκβίαζε με βιντεοκασέτες που είχε στην κατοχή του.  Η αιτήτρια κινδύνευε να τιμωρηθεί με θάνατο διά λιθοβολισμού, ποινή που προνοείται για τη διάπραξη της μοιχείας στο Ιράν.  Από τότε διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια προσωρινής παραμονής, υπό την ιδιότητα πλέον του πολιτικού πρόσφυγα. 

       

Στις 27.10.2005, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, δυνάμει του άρθρου 111 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων (Ν. 141(Ι)/2002-2010).  Η αρμόδια αρχή, πριν τη λήψη τελικής απόφασης, ζήτησε τις απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας και του Αρχηγού Αστυνομίας, όπως και της ΚΥΠ.  Πληροφορίες από την ΚΥΠ, ήδη από το 2004, που δόθηκαν στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, έφεραν την αιτήτρια να συνεργάζεται με τις Ιρανικές Μυστικές Υπηρεσίες και την πρεσβεία του Ιράν στη Λευκωσία, και να την εμπλέκουν σε κύκλωμα μεταφοράς λαθρομεταναστών στην Κύπρο:  διαβίβαζε πληροφορίες σχετικά με Ιρανούς πολίτες που διέμεναν στην Κύπρο, εκμεταλλευόμενη τη θέση της ως μεταφράστρια κυβερνητικών υπηρεσιών. 

 

Η υπό συζήτηση αίτηση, εξετάστηκε από τον αρμόδιο Υπουργό στις 17.10.2009, ο οποίος τελικά αποφάσισε την απόρριψη της.  Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια γραπτώς, με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στις 2.11.2009 και όχι στις 2.9.2009 όπως λανθασμένα αναφέρεται στο σώμα της αίτησης ακύρωσης.

 

        Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ενώ είχαν ήδη καταχωριστεί γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας, από τον τότε συνήγορο της, και τους καθ΄ ων η αίτηση, ακολούθησε μετά από διορισμό νέου συνηγόρου, αίτηση τροποποίησης με την προσθήκη ενός επιπλέον νομικού σημείου (νομικό σημείο 1Α) και αντικατάσταση των σημείων 1-3 με νέα. Εκδόθηκε σχετικό διάταγμα τροποποίησης με τη συγκατάθεση της άλλης πλευράς και δόθηκε άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής γραπτής αγόρευσης, ως προς το νομικό σημείο που εισάγετο και μόνο.  Με την νέα πλέον διαμορφωθείσα αίτηση, εισάγεται, ως επιπρόσθετος λόγος ακύρωσης ότι: η προσβαλλόμενη απόφαση και ή οποιεσδήποτε ενδιάμεσες ή προπαρασκευαστικές αποφάσεις, λήφθηκαν κατά παράβαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναφορικά με τη νομική κατάσταση των προσφύγων και ειδικότερα του άρθρου 34. 

 

Η τροποποιημένη προσφυγή που καταχωρίστηκε δυνάμει του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 5.9.2013, δεν ακολούθησε, παρατηρώ, το σαφές λεκτικό του διατάγματος.  Εισάγονται νομικά σημεία τα οποία δεν είχαν εγερθεί με την αρχική αίτηση, αλλά ούτε και καλύπτονταν από την αίτηση για τροποποίηση ή το εκδοθέν διάταγμα: η παράγραφος 2, για παράλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και περί τον Νόμο, καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας, παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, καθ΄ υπέρβαση και ή κατάχρηση εξουσίας, όπως και άλλοι, υπό στοιχεία 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12, τα οποία δεν μπορούν να εξεταστούν και θα αγνοηθούν πλήρως από το Δικαστήριο.  Όμως ούτε και ο λόγος υπό στοιχείο 1, της αρχικής αίτησης, μπορεί να εξεταστεί, είναι παντελώς αόριστος, γενικός, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου, του Συντάγματος ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Οι επιμέρους αναφορές και λεπτομέρειες που εισάγονται για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, δεν περισώζουν το ζήτημα.

 

Εξετάζεται λοιπόν το ζήτημα υπό το πρίσμα του μοναδικού πλέον λόγου 1Α, και της συμπληρωματικής γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας.  Η συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση με τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο που ενήργησαν, παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους όπως απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης, άρθρο 34:

 

«Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα διευκολύνουν, εν τω μέτρω του δυνατού, την αφομοίωσιν και πολιτογράφησιν των προσφύγων.  Θα προσπαθήσουν, ειδικώτερον, να επιταχύνουν την διαδικασίαν της πολιτογραφήσεως και να ελαττώσουν, εν τω μέτρω του δυνατού, τα δημοσιονομικά βάρη της τοιαύτης διαδικασίας.»

 

Χωρίς να εισηγείται, και ορθώς κρίνω, η συνήγορος της αιτήτριας, ότι η ανωτέρω διάταξη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να πολιτογραφούν τους πρόσφυγες, επικαλείται το εν λόγω άρθρο, για να εναποθέσει στη Δημοκρατία την υποχρέωση, «να διευκολύνει την πολιτογράφηση πρόσφυγα», όπως η αιτήτρια.  Παραπέμπει στο νομικό και ειδικό σύγγραμμα James C. Hathaway, The Rights of Refugees under International Law, για να οδηγηθεί, στον καταληκτικό συλλογισμό, ότι η στάση των καθ΄ ων η αίτηση, δεν συνιστά διευκόλυνση σε αναγνωρισμένη πρόσφυγα, για να αποκτήσει επιτέλους την υπηκοότητα της χώρας που της προσέφερε προστασία και να συμμετέχει έτσι πλήρως και επί ίσης βάσης, στην τοπική κοινωνία, μετά από 23 χρόνια παραμονής.

 

Με την απαντητική της αγόρευση, η αιτήτρια παραπέμπει σε υποθέσεις Ιρλανδικών Δικαστηρίων, Republic v. Secretary of State (1987) 2 All E.R. 30 E.R. 518, Mallak v. Minister for Justice, Equality and Law Reform, (2012) IESC 59, για να εισηγηθεί περαιτέρω, ότι η αιτήτρια δικαιούται ίσης προστασίας.  Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση μπορεί να αναθεωρηθεί και να κριθεί η νομιμότητα της στην ιδία έκταση, όπως ακριβώς και οποιαδήποτε άλλη παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση, να συμμορφωθούν με νομοθετική επιταγή.  Η παράβαση, εισηγείται, του άρθρου 34 της Σύμβασης, δίνει την ανάλογη δυναμική στην αιτήτρια να προσβάλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση και καλεί το Δικαστήριο να εξετάσει τις ενέργειες που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος της. 

 

Δεν προτίθεμαι να εξετάσω άλλες αναφορές της συνηγόρου της αιτήτριας, όσον αφορά τον απόρρητο φάκελο της ΚΥΠ, εφόσον υπό τας περιστάσεις κρίνω ότι τα γεγονότα και η επιχειρηματολογία στρέφεται και άπτεται λόγου ο οποίος δεν προβλήθηκε ως λόγος ακύρωσης, όπως έχω προσδιορίσει πιο πάνω.  Θα περιοριστώ στις παραπομπές της συνηγόρου για την επαμφοτερίζουσα στάση των καθ΄ ων η αίτηση: ενώ χρησιμοποίησαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες της αναγνωρίστηκε το καθεστώς του πρόσφυγα, έρχονται να την χαρακτηρίσουν ως πρόσωπο που δεν συστήνεται και να της αρνηθούν την πολιτογράφηση, κατά τρόπο που συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων τους, όπως απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης, άρθρο 34.

 

Με αναφορά στο άρθρο 34 της Σύμβασης, η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση τονίζει, ότι η μόνη υποχρέωση την οποία έχει το συμβαλλόμενο κράτος, είναι να διευκολύνει την αιτήτρια να αποκτήσει την υπηκοότητα. Δεν υπάρχει άλλωστε, υποστήριξε, ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι κατά την εξέταση της αίτησης, οι καθ΄ ων η αίτηση παρέβησαν τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 34.  Η απόφαση παραχώρησης στην αιτήτρια, του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, έχει τη δική της αυτοτέλεια και κρίθηκε υπό το φως των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας.  Αφορούσε σε κάθε περίπτωση, τη συμπεριφορά της αιτήτριας κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Κύπρο και τον κίνδυνο που διέτρεχε, εν όψει των συνεπειών που θα είχε, αν δεν της παραχωρείτο η προσφυγική ιδιότητα, λόγω της προβλεπόμενης στο Ιράν τιμωρίας για τη μοιχεία.

 

Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307:

 

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης.  Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ΄ αυτό προϋποθέσεις.  Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα.  Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα.  Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.  Το ίδιο όπως και στην περίπτωση εφαρμογής του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε).  Ισχύουν κατ΄ αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν  από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203 και σε μεταγενέστερη νομολογία.».

 

Το γεγονός ότι η αιτήτρια, δυνατόν να κατέχει και να πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης.  Ο Υπουργός Εσωτερικών, πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας.  Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του.  Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου.  Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αιτητή, και που αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης της αιτήτριας στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία της αιτήτριας να καταστεί Κύπρια πολίτιδα κλπ.

 

Στην απόφαση Mallak v. Minister for Justice (ανωτέρω), όπου η αίτηση Σύριου πρόσφυγα, που αιτήθηκε πολιτογράφηση και απορρίφθηκε, στη βάση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού της Ιρλανδίας, να αποφασίσει σε σχέση με πολιτογράφηση, όπως και στην Κύπρο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε υιοθετώντας την απόφαση Α.Β. ν. Minister for Justice (2009) IEHC 449, και Hussain v. Minister for Justice, ότι:

 

«48. In Α.Β. ν. Minister for Justice (2009) IEHC 449, Cooke J. held that «where the Minister if not relying upon his absolute discretion to refuse an application under s. 15 but is rejecting it upon the basis of non-compliance with one or more of the naturalization conditions, his refusal is clearly amenable to judicial review and it would .be one of the circumstances in which fair procedures would require the reason for refusal to be stated .»

49. Ιn his judgment in Hussain v. Minister for Justice, cited at paragraph 45 for a different reason, Hogan J. held that «the Minister´s assessment of the good character issue [was] plainly subject to judicial review.»  Εdwards J. in LGH v. Minister for Justice, Equality and Law Reform (2009) IEHC 78 held that the Minister had been wrong to take into account the fact that the applicant´s two adult sons had (relatively minor) convictions for motoring offences in concluding that the applicant was not of good character.

50. It does not appear from these cases that the courts generally regard the mere fact that a person is applying for an important privilege, Irish citizenship, which he has no legal right to compel the State to grant him, means that he enjoys inferior legal protection when pursuing his application.  Nor do I think that a distinction can be drawn for this purpose between compliance with the naturalization conditions in s. 15(1)(a) and the broader and more general discretion which the Minister enjoys under the section.  On the assumption that the applicant was, in fact, made aware of the Minister´s reason for refusal, there is no good reason why he should be prevented from the seeking review of its lawfulness to the same extent as he would be entitled in relation to any alleged failure to comply with any of the statutory conditions.»

 

Οι ανωτέρω αποφάσεις των Ιρλανδικών Δικαστηρίων, δεν υποβοηθούν την υπόθεση της αιτήτριας.  Εκείνο που με σαφήνεια προκύπτει από το λόγο των ανωτέρω αποφάσεων, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η απορριπτική απόφαση του Υπουργού, στη βάση της μη συμμόρφωσης του αιτητή, με ένα ή πλείονες όρους για την παραχώρηση της υπηκοότητας, υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, στην έκταση ακόμη και των συνθηκών και των λόγων που οδήγησαν στην απόρριψη. Διακηρύσσεται σε κάθε περίπτωση, με τις εν λόγω αποφάσεις, ότι και η δική μας νομολογία επανειλημμένα έχει διακηρύξει: ότι ο αιτητής έχει δικαίωμα να απολαμβάνει ίση προστασία, στην προώθηση της αίτησης του, χωρίς να αμφισβητείται παγιωμένη νομοθετική διακήρυξη, ότι το δικαίωμα αυτό δεν εξείκνυται σε υποχρέωση της αρχής, να του παραχωρήσει την Ιρλανδική ή άλλη υπηκοότητα, όπως εδώ την Κυπριακή.  Αναγνωρίζεται στο τέλος της ημέρας, ότι ο αιτητής δικαιούται να επιζητήσει την αναθεώρηση της απόφασης και της νομιμότητας της, στην ίδια έκταση στην οποία δικαιούται παρομοίως σε ισχυριζόμενη παράλειψη της διοίκησης, του Υπουργού ή άλλου αρμόδιου οργάνου, να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε άλλη νομοθετική πρόνοια.  Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αναθεωρήσει την απόφαση ακόμη και κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 34 και αυτό, κρίνω, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.  Εκείνο με το οποίο όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη συνήγορο της αιτήτριας, είναι ότι η αίτηση μπορεί να επιτύχει λόγω παράβασης αυτού καθ΄ εαυτού του άρθρου 34, χωρίς την υποστήριξη άλλων νομικών λόγων ακυρότητας.  Δεν διαπιστώνεται ότι η αιτήτρια στερήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος της όπως απορρέει από το εν λόγω άρθρο.

 

Νοουμένου ότι δεν λαμβάνονται υπόψη θέματα τα οποία αναπτύσσονται με την αγόρευση των δικηγόρων έξω από τα ίδια τα δεδομένα της διοικητικής πράξης (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 384) και νοουμένου ότι ο μοναδικός λόγος ακύρωσης που εξετάζεται είναι η παράβαση του άρθρου 34, η αίτηση υπόκειται σε απόρριψη.

 

Από το φάκελο που έχει τεθεί ενώπιον μου κρίνω ότι η απόφαση ως απολύτως αιτιολογημένη, λήφθηκε για λόγους που με σαφήνεια καθορίζονται και επαρκώς προσδιορίζονται ώστε το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει και να κρίνει την επάρκεια της νομιμότητας και την πληρότητα της αιτιολογίας. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Κυπριακή Δημοκρατία, παραχώρησε στην αιτήτρια προστασία ανάλογη των συνθηκών που πρόβαλλαν επιτακτικά κατά τον ουσιώδη χρόνο και για συγκεκριμένο λόγο, αλλά αυτό δεν νοείται να επεκτείνεται και σε υποχρέωση του Υπουργού Εσωτερικών να παραχωρήσει στην αιτήτρια και την Κυπριακή υπηκοότητα, ωσάν να ήταν δέσμιος να ακολουθήσει την ίδια πορεία.  Πρόκειται για απόφαση που λαμβάνει ο αρμόδιος Υπουργός στα πλαίσια του εφαρμοστέου δικαίου κατά την περίπτωση, και ανεξαρτήτως από πρόνοιες άλλων νομοθετημάτων που ρυθμίζουν άλλες καταστάσεις όπως την παραχώρηση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα.  Τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του ο Υπουργός ήσαν αρκετά για να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία που οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος.  Τα στοιχεία που έθεσε η αιτήτρια δεν αναίρεσαν το καλόπιστο των ενεργειών της διοίκησης, της οποίας η κρίση αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Ήρωα, ανωτέρω).

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                        Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΦΚ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο