ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D727
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1409/2012)
30 Σεπτεμβρίου, 2014
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΙΡΗΝΟΥΛΑ ΠΟΣΠΟΡΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ου η Αίτηση.
_________________________
Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους τους Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, Ειρηνούλα Ποσπορίδου, είναι πρόσφυγας, κάτοχος προσφυγικής ταυτότητας και ιδιοκτήτρια σημαντικής ακίνητης περιουσίας, η οποία βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 19.3.2012, με επιστολή της προς το Υπουργείο Εσωτερικών, καθ' ου η αίτηση, πληροφόρησε για τα ανωτέρω τον αρμόδιο Υπουργό, καθώς επίσης ότι η ίδια, ως πρόσφυγας, είχε λάβει από το Γραφείο Μέριμνας «ένα συμβολικό ποσό των £5.900,00». Συγχρόνως, υπέδειξε πως άλλα πρόσωπα με την ίδια ιδιότητα όπως αυτή είχαν τύχει μεγαλύτερης οικονομικής βοήθειας. Στην ίδια επιστολή, ζήτησε να πληροφορηθεί:-
«Ποίο μέτρο το κράτος έχει λάβει, όσον αφορά την περιουσία μου στα κατεχόμενα, ώστε να προάγει την ισότητα μεταξύ των πολιτών, να μην δημιουργούνται διακρίσεις, παραβιάζοντας διεθνείς νόμους και συμβάσεις;»
Ολοκλήρωσε δε την εν λόγω επικοινωνία της με την ακόλουθη παράκληση:-
«Παρακαλώ όπως μου απαντήσετε, τι αντισταθμιστικά μέτρα μου προτείνετε για την απώλεια της περιουσίας μου, μέχρι τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος.»
Στις 30.4.2012, η αιτήτρια έτυχε της πιο κάτω γραπτής ενημέρωσης από τον καθ' ου η αίτηση, αναφορικά με το χειρισμό της προαναφερθείσας επιστολής της:-
«΄Εχω οδηγίες να γνωρίσω λήψη της επιστολής σας προς την Υπουργό Εσωτερικών με ημερομηνία 19/3/2012, σχετικά με την παραχώρηση αντισταθμιστικών μέτρων για απώλεια της περιουσίας σας στα κατεχόμενα και θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το θέμα που εγείρετε μελετάται με προσοχή και θα επικοινωνήσω εκ νέου μαζί σας μόλις ολοκληρωθεί η σχετική μελέτη.»
Η παρούσα προσφυγή ακολούθησε στις 12.9.2012, μετά την πιο πάνω επιστολή, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται σε αυτή· προφανώς, θεωρείται ως άμεσα σχετική προς ό,τι η αιτήτρια αξιώνει με την προσφυγή της ως θεραπεία. Βέβαια, στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί πως η επιστολή της 30.4.2012 δεν κοινοποίησε στην αιτήτρια οποιαδήποτε απόφαση ή πράξη, η οποία είχε ληφθεί, σχετικά, από τη διοίκηση. Κρίνοντας από το περιεχόμενό της, είναι απλά ενημερωτικού χαρακτήρα· πληροφόρησε την αιτήτρια ότι το θέμα που είχε εγείρει με την προηγηθείσα επιστολή της ήταν υπό μελέτη.
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά κατά πόσο ο καθ' ου η αίτηση ενημέρωσε την αιτήτρια για το αποτέλεσμα της μελέτης του. Μόνο από κάποια εσωτερική αλληλογραφία προκύπτει ότι η απάντησή του, σχετικά, θα ήταν, μάλλον, αρνητική. Προφανώς, θεωρεί ότι η πληρωμή στην αιτήτρια του ποσού των ΛΚ5.900,00 που, ας σημειωθεί, έγινε περί το τέλος του 1995 με βάση Στεγαστικό Σχέδιο Εκτοπισθέντων για αγορά διαμερίσματος, αποτελεί αρκετή ικανοποίηση του αιτήματός της για παραχώρηση προς αυτήν αντισταθμιστικών μέτρων. Τα πιο πάνω περιέχονται σε επιστολή του Επάρχου Λευκωσίας προς το Γενικό Διευθυντή του καθ' ου η αίτηση. Δεν αναφέρεται, όμως, να έχει κοινοποιηθεί το περιεχόμενό της στην αιτήτρια, ενώ, με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια δεν προσβάλλει ανάλογη απόφαση.
Η αιτήτρια, η οποία ετοίμασε και υπέβαλε μόνη της την προσφυγή αυτή και την χειρίστηκε, στη συνέχεια, μέχρι τέλους, ζητά από το Δικαστήριο τα ακόλουθα ως θεραπεία:-
«΄Εντιμε Πρόεδρε αιτούμαι αντισταθμιστικά μέτρα στήριξης μου για την απώλεια της περιουσίας μου. Βάσει του Ν. 158/99 θεωρώ αρνητική την απόφαση του Υπουργείου και προσφεύγω στο Σεβαστό Σας Δικαστήριο. Ζητώ έγκριση της προσφυγής μου.»
Προς υποστήριξη του πιο πάνω αιτήματός της, πέραν των προεκτεθέντων, αναφέρει και τα εξής:-
«Δυστυχώς η Δημοκρατία αρνείται να μου παραχωρήσει αντισταθμιστικά μέτρα και παραβιάζει διεθνείς συμβάσεις και νόμους της Δημοκρατίας. Βάσει του Ν. 158/99 προσφεύγω στο Σεβαστό Δικαστήριο σας. Θεωρώ την απάντηση των αρνητική.»
Στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσής της, η αιτήτρια εισηγείται ότι, δεδομένης της αξίας της περιουσίας της στα κατεχόμενα, η Δημοκρατία δεν της παραχώρησε, ως όφειλε, τα ανάλογα αντισταθμιστικά μέτρα, κατά παράβαση προνοιών του περί των Διεθνών Συμφώνων (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικός) Νόμου του 1969, (Ν. 14/1969), του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Δωδέκατο Πρωτόκολλο) (Κυρωτικός) Νόμου του 2002, (Ν. 13(ΙΙΙ)/2002) και του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η συνήγορος για τη Δημοκρατία, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία του θέματος, όπως το παρουσιάζει με την αγόρευσή της η αιτήτρια, προβάλλει προδικαστικά, μεταξύ άλλων, ότι: (α) με την προσφυγή, δεν προσβάλλεται κάποια υπαρκτή απόφαση του καθ' ου η αίτηση και (β) η αιτούμενη θεραπεία δεν προσδιορίζεται σαφώς και/ή επαρκώς στο δικόγραφο της προσφυγής.
Τα πιο πάνω γεγονότα, όσον αφορά το περιεχόμενο και την πορεία της παρούσας υπόθεσης, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά σε σχέση και με τα δύο θέματα, ανωτέρω, που εγείρονται ως προδικαστικά. Κατά πρώτον, η αίτηση, στα διάφορα μέρη της, στα οποία, σύμφωνα με το σχετικό έντυπο, θα έπρεπε να αναπτυχθούν οι προβλεπόμενες πτυχές της δικογραφίας, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε απόφαση της διοίκησης, η οποία να επηρεάζει κάποιο συμφέρον της αιτήτριας, που να έχει, μάλιστα, ληφθεί σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ημερομηνία. ΄Οπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, η επιστολή 30.4.2012 του καθ' ου η αίτηση προς την αιτήτρια, η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση ως σχετική, είναι ενημερωτικού χαρακτήρα και τίποτε περισσότερο. Ιδιαίτερα, ο ισχυρισμός της αιτήτριας στα γεγονότα για, δήθεν, άρνηση της Δημοκρατίας να της παραχωρήσει αντισταθμιστικά μέτρα δεν παραπέμπει σε ανάλογη απόφαση, και δη γραπτή, όπως θα αναμενόταν από τη διοίκηση σε τέτοια περίπτωση.
Η πιο πάνω παράλειψη είναι, ασφαλώς, ουσιώδης. Αντίκειται προς την απαίτηση του Κ. 4(2)(β)(ι) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να διαπιστωθεί, στον ελάχιστο βαθμό, ποια είναι η υπόθεση που προβάλλει η αιτήτρια και πότε χρονικά προέκυψε το δικαίωμά της για προσφυγή, δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, (βλ. Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530). Πρόσθετα, δεν είναι δυνατό να τύχει η συγκεκριμένη αδυναμία οποιασδήποτε διόρθωσης, είτε με τροποποίηση είτε με συμπλήρωση των γεγονότων, δυνάμει της εξουσίας η οποία παρέχεται στο Δικαστήριο προς τούτο από τον Κ. 7Α του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού. Είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα αυτό, με δεδομένο ότι, μέχρι την καταχώριση της προσφυγής, στις 12.9.2012, η διοίκηση δε φαίνεται να κοινοποίησε οποιαδήποτε απόφασή της προς την αιτήτρια, και δη αρνητική, σε σχέση με το θέμα το οποίο αυτή εγείρει στην επιστολή της 19.3.2012.
Περαιτέρω, δε φαίνεται από τη δικογραφία να ζητά η αιτήτρια οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με κάποια απόφαση ή παράλειψη της διοίκησης. Στην αγόρευσή της, η συνήγορος για τη Δημοκρατία εξετάζει το ενδεχόμενο, με την παρούσα προσφυγή, να προσβάλλεται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της διοίκησης προς την αιτήτρια. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για διαπίστωση ότι η αιτήτρια δεν προβάλλει, στο αιτητικό μέρος του δικογράφου της, απαίτηση η οποία να συνάδει προς την απόδοση ανάλογης με τέτοια παράλειψη θεραπείας. Το εν λόγω μέρος του δικογράφου της αιτήτριας παρατίθεται αυτούσιο πιο πάνω και το μόνο που υπάρχει σ' αυτό, υπό μορφή, μάλλον, υποψίας πως η αιτήτρια επιδιώκει κάποια θεραπεία, είναι η αναφορά της ότι η ίδια θεωρεί αρνητική την απόφαση του Υπουργού, γι' αυτό και προσφεύγει στο Δικαστήριο. Αναφέρεται όχι σε παράλειψη αλλά σε μια απόφαση, η οποία δεν προσδιορίζεται και η οποία είχε αρνητική κατάληξη, και παραλείπονται όλα τα στοιχεία που θα ήταν ικανά για τον προσδιορισμό απόφασης, υποκείμενης σε προσβολή δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί.
Ανεξάρτητα, όμως, με το θέμα αυτό, ό,τι είναι απολύτως βέβαιο είναι πως, στο πιο πάνω αιτητικό, η αιτήτρια δε ζητά οποιαδήποτε από τις θεραπείες που το Ανώτατο Δικαστήριο είναι δυνατό, δυνάμει του ΄Αρθρου 146.4 του Συντάγματος, να αποδώσει σε προσφεύγοντα κατά της διοίκησης, (βλ. Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Απλώς, επαναλαμβάνει την απαίτησή της προς τον καθ' ου η αίτηση, για παραχώρηση προς αυτήν αντισταθμιστικών μέτρων. Δεν είναι, όμως, δυνατό μια τέτοια απαίτηση να ικανοποιηθεί στα πλαίσια προσφυγής.
Η κατάληξη σε σχέση με τα πιο πάνω προδικαστικά θέματα είναι τόσο πασιφανής και επιβεβαιώνεται από τη συζήτηση που έχει προηγηθεί, ώστε να μην κρίνεται αναγκαίο να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο θέμα, εγειρόμενο στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, η οποία απολήγει σε αποτυχία.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, τα οποία να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ