ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Mohammad Reza ZahmatKesh ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλης (2006) 3 ΑΑΔ 376
Samson Anayat ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ 390
Έπαυλις Kομήτης Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342
MOHAMAD ALNADER ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1308/2009, 20 Ιουνίου 2011
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D639
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1396/2011)
4 Σεπτεμβρίου, 2014
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 6, 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
DIOP MODOU,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Β. Κασαπιάν για Χρ. Πατσαλίδη, για τον Αιτητή.
Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απερρίφθη το αίτημα του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.
Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Σενεγάλη, στις 2.10.2007 υπέβαλε αίτηση ασύλου και στις 6.5.2009 διεξήχθη συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ακολούθως στις 7.5.2009 ετοίμασε εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Στις 9.5.2009 ο Προϊστάμενος αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Στις 27.5.2009 καταχωρήθηκε Διοικητική Προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αμέσως μετά δόθηκε στον αιτητή έντυπο με πληροφορίες και στις 9.8.2011 ετοιμάστηκε έκθεση από αρμόδια Λειτουργό προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία στη συνέχεια εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριπτε την προσφυγή.
Ο αιτητής επικαλείται παράλειψη δέουσας έρευνας, ουσιώδη πλάνη ως προς τα πράγματα, έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και παραβίαση των άρθρων 11(5), 18(7Α)(α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000 ως τροποποιήθηκε («ο Νόμος»).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει ότι ο αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης δεν πληροφορήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου περί των δικαιωμάτων του τα οποία περιλαμβάνονται στο άρθρο 11(5) του Νόμου. Ο αιτητής απλώς ενημερώθηκε για τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του. Το δε γεγονός αυτό δεν διαπιστώθηκε κατά την εξέταση της όλης διαδικασίας λόγω μη επαρκούς έρευνας και αξιολόγησης των τεθέντων στοιχείων. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι υπήρξε παρερμηνεία και μη ορθή απόδοση των δεδομένων που λήφθηκαν κατά τη συνέντευξη του αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έγιναν αποδεκτά, χωρίς περαιτέρω έρευνα από τους καθ΄ ων η αίτηση. Οι καθ΄ων η αίτηση, έλαβαν υπόψη μία συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου που είχε εμφανή λάθη και παραλείψεις, χωρίς να διαπιστώσει η ίδια αν ήταν δικαιολογημένος ο φόβος δίωξης του αιτητή, συνεκτιμώντας ορθά και δίκαια τα γεγονότα που ανέφερε ο αιτητής σε συνάρτησηση με τις ειδικές περιστάσεις της χώρας καταγωγής του. Ως εκ τούτου, αποτελεί εισήγηση του συνηγόρου ότι, πέραν από την ουσιώδη πλάνη, υπήρξε και έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, εφόσον αποδέχτηκαν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως ικανοποιητική και απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή. Συγκεκριμένα, ο αιτητής ισχυρίστηκε, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ότι η οικογένειά του ενεπλάκη σε μεγάλη διαμάχη το 1997 με άλλη οικογένεια στο χωριό του και ότι σκοτώθηκαν πέντε ξαδέλφια του. Επίσης ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα τόσο ο ίδιος όσο και τα αδέλφια του, καθώς όλα τα μέλη της οικογένειάς του καταζητούνται. Ανέφερε επίσης ότι εγκατέλειψε μετέπειτα την Αίγυπτο, χώρα στην οποία μετέβη στο μεταξύ και όχι τη χώρα καταγωγής του, για οικονομικούς λόγους. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εντελώς αδικαιολόγητα εστίασε την προσοχή του στο γεγονός ότι ο αιτητής επέστρεψε στη χώρα καταγωγής δύο φορές μετά την πρώτη αποχώρησή του και στο γεγονός ότι εγκατέλειψε την Αίγυπτο για οικονομικούς λόγους και παρέλειψε να διερευνήσει, έστω και στο ελάχιστο, ουσιώδεις ισχυρισμούς του αιτητή, όπως η ανάμειξη της αστυνομίας στην εν λόγω υπόθεση, τις κατηγορίες για τις οποίες η οικογένειά του καταζητείται και τις επιπτώσεις που ενδεχομένως θα είχε σε περίπτωση σύλληψής του κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι, εφόσον υπήρχαν αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των πιο πάνω ισχυρισμών του αιτητή, θα έπρεπε αυτές να τεθούν υπό μορφή συγκεκριμένων ερωτήσεων και να του δώσουν την ευκαιρία να προβάλει τη δική του θέση αναφορικά με αυτές. Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη το πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο της χώρας καταγωγής του αιτητή.
Από την άλλη, η κα Παπαμιλτιάδους, αφού έκανε εκτενείς αναφορές στο κείμενο της απόφασης (Παράρτημα 9) το οποίο παραπέμπει στις αντίστοιχες αναφορές στο φάκελο του αιτητή, εισηγήθηκε πως έγινε συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, πλην όμως ο αιτητής κατά τη συνέντευξή του κρίθηκε αναξιόπιστος, εφόσον υπέπεσε σε αντιφάσεις, παρέθεσε ανακρίβειες και δημιούργησε εύλογες αμφιβολίες και ερωτήματα. Από όλα τα στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του αιτητή αποδεικνύεται, ανέφερε η συνήγορος, το παντελώς αβάσιμο των ισχυρισμών του αιτητή. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είναι γραπτή, παρατίθενται με σαφήνεια οι λόγοι απόρριψης της διοικητικής προσφυγής και δικαιολογείται πλήρως από τα δεδομένα και στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11(5) του Νόμου, ο αιτητής πληροφορείται σε γλώσσα κατανοητή σ΄ αυτόν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα σε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα ή σε γλώσσα κατανοητή σ΄ αυτόν, το δικαίωμά του να καλέσει δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο για να τον βοηθήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το δικαίωμά του να επικοινωννεί με εκπρόσωπο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, καθώς και με άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με τους Πρόσφυγες. Τέθηκε στο Δικαστήριο το έντυπο που παραδόθηκε στον αιτητή, όπου εναπόθεσε στην πρώτη σελίδα την υπογραφή του, με το οποίο πληροφορείται για όλα τα πιο πάνω δικαιώματά του. Το εν λόγω έντυπο καταχωρήθηκε μετά την υποβολή ένστασης, καθότι το θέμα αυτό εγέρθηκε για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση του αιτητή. Όπως ορθά επισημαίνεται από την κα Παπαμιλτιάδους, από τη στιγμή που τέτοια εισήγηση δεν έγινε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η απόφαση της οποίας είναι το αντικείμενο της προσφυγής και δεν εξετάστηκε, δεν απαιτείται να εξεταστεί στα πλαίσια της προσφυγής [βλ. Mohamad Alnader ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1308/2009, 20.6.2011, Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342]. Το θέμα όμως δε θα με απασχολήσει περαιτέρω, ενόψει της δήλωσης του συνηγόρου του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ότι, μετά που τέθηκε το σχετικό έγγραφο με τα δικαιώματα του αιτητή υπογραμμένο από τον ίδιο, δε θα μπορούσε να ευσταθήσει ο συγκεκριμένος λόγος και τον απέσυρε.
Οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως επικεντρώνονται στην ύπαρξη ουσιώδους πλάνης ως προς τα γεγονότα και έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας.
Ο κύριος λόγος απόρριψης της προσφυγής του αιτητή ήταν ότι αυτός προέβη σε αβάσιμους και αναληθείς ισχυρισμούς και δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στην χώρα του. Αντιθέτως, διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων δεν διέτρεχε προσωπικά ποτέ κάποιο σοβαρό κίνδυνο δίωξης στη χώρα του. Υπάρχει εκτενής παράθεση του σκεπτικού επί του οποίου στηρίχθηκε ο αρμόδιος Λειτουργός Ασύλου, καταγράφοντας τους λόγους που οδήγησαν στον κλονισμό της αξιοπιστίας του αιτητή και αυτό το σκεπτικό υιοθετήθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Με αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι δεν έχει τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός περί πλημμελούς έρευνας.
Σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Αυτό που εξετάζεται είναι η νομιμότητά της και κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου, ούτε προχωρά σε επανεκτίμηση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής. [βλ. Zahmatkesh v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 376, Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390].
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας. Το γεγονός ότι ο αιτητής δεν έγινε πιστευτός αναφορικά με τον ισχυρισμό του για πιθανότητα κινδύνου από τις αρχές της χώρας του σε περίπτωση επιστροφής του, συνάδει με το σύνολο των στοιχείων τα οποία παρατίθενται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής. Συνεπώς, ορθά κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν είναι άτομο που δεν χρήζει διεθνούς προστασίας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ