ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D647
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 118/2011, 259/2011, 288/2011 και 334/2011)
5 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 118/2011)
ΡΕΝΟΣ ΣΥΜΕΟΥ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ης η αίτηση
-----------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 259/2011)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΜΙΤΣΗΣ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ης η αίτηση
-----------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 288/2011)
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ης η αίτηση
-----------------------------------
Υπόθεση Αρ. 334/2011)
ΛΟΪΖΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ης η αίτηση
-----------------------------------
Μάριος Χριστοφόρου για Πελαγίας, Χριστοδούλου και Βράχας, για τον Αιτητή στην 118/2011
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα) για Μαρίκα Καλλιγέρου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή στην 259/2011
Μορφινή Κυπριανίδου (κα) για Μιχαήλ Σταματάρης και Συνεργάτες, για τον Αιτητή στην 288/2011
Νικόλας Παπαμιχαήλ για Αριστοτέλη Βρυωνίδη, για τον Αιτητή στην 334/2011
Kώστας Χατζηιωάννου για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για την Καθ΄ης η Αίτηση σε όλες τις προσφυγές
Ρούλλα Ιάσωνος (κα) για κ. Ντίνο Πασπαλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 Αλέξανδρο Αλεξάνδρου σε όλες τις προσφυγές
Ρούλλα Ιάσωνος (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 Χρίστο Λιμνατίτη σε όλες τις προσφυγές
Χρίστος Ρασπόπουλος για Ρασπόπουλος & Σία, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 Κίκη Κυριάκου και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 Χαράλαμπο Μακρή, σε όλες τις προσφυγές
Καμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 Γιώργο Αρέστη και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6 Νίκο Χαραλάμπους σε όλες τις προσφυγές
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Έναυσμα για καταχώρηση των υπό κρίση συνεκδικαζόμενων προσφυγών αποτέλεσε η απόφαση της Καθ΄ης η αίτηση για προαγωγή και πλήρωση έξι κενών θέσεων Διευθυντή Β΄ (τεχνικό προσωπικό) ημερομηνίας 28/12/2010. Η προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών αντί των Αιτητών προσβάλλεται ως αναιτιολόγητη, παράνομη, αποτέλεσμα πλάνης ως προς το Νόμο και τα πραγματικά γεγονότα και ως παραβιάζουσα τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών Προσωπικού, ΚΔΠ 220/82, ως τροποποιήθηκαν, οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους. Κατ΄ακολουθία δε του Κανονισμού 10(5), οι προαγωγές ενεργούνται υπό της Αρχής (Καθ΄ης η αίτηση), η οποία ζητά προηγουμένως τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντή ή Αναπληρωτή του.
Όπως προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, οι επίδικες θέσεις είναι διευθυντικές και βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία της υπηρεσίας στην Καθ΄ης η αίτηση. Πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης προηγήθηκε συνεδρίαση του Συμβουλίου Προσωπικού, η οποία έλαβε χώρα στις 23/12/2010, προς το σκοπό παροχής συμβουλής προς την Αρχή για την πλήρωση των εν λόγω θέσεων. Υποψήφιοι ήταν όσοι είχαν συμπληρώσει τριετία στην αμέσως προηγούμενη θέση, Τμηματάρχη, μέχρι τις 9/11/2010. Στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν είκοσι τρία άτομα, μεταξύ των οποίων, τόσο οι Αιτητές όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Το Συμβούλιο Προσωπικού, προκειμένου να παράσχει την εκ του Κανονισμού 10(5) συμβουλή, έλαβε υπόψη του τους σχετικούς Κανονισμούς που διέπουν το ζήτημα των προβλεπόμενων ελάχιστων ειδικών προσόντων και των απαιτούμενων κατά κλάδο και ειδικότητα προσόντων και ταξινόμησε τους υποψηφίους. Ακολούθως προχώρησε στη μελέτη των βαθμολογιών, των παρατηρήσεων και των συστάσεων των προϊσταμένων, όπως αυτά αποτυπώνονται στις Εκθέσεις Προόδου / Προαγωγής, στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και στα Έντυπα Αξιολόγησης, και μελέτησε τα στοιχεία που περιέχονται στον προσωπικό φάκελο όλων των υποψηφίων. Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης και της σύγκρισης των υποψηφίων μεταξύ τους, τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού αποφάσισαν όπως συμβουλεύσουν την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των έξι κενών θέσεων Διευθυντή Β΄ (τεχνικό προσωπικό), επιλέγοντας έξι υποψήφιους από κατάλογο εννέα υποψηφίων. Οι 54 ψήφοι των μελών του Συμβουλίου κατανεμήθηκαν ως ακολούθως:
Άλκης Χριστοφή 1 ψήφος
Κρίστης Π. Βασιλείου 1 ψήφος
Λοϊζος Κυπριανού 6 ψήφοι
Ανδρέας Λαμπριανίδης 6 ψήφοι
Ρένος Γ. Συμεού 2 ψήφοι
Χαράλαμπος Μακρής 4 ψήφοι
Νίκος Νικολάου 1 ψήφος
Νίκος Χαραλάμπους 6 ψήφοι
Μιχαήλ Χατζημιτσής 4 ψήφοι
Αλέξανδρος Αλεξάνδρου 6 ψήφοι
Κίκης Μ. Κυριάκου 5 ψήφοι
Γεώργιος Αρέστης 6 ψήφοι
Χρίστος Λιμνατίτης 6 ψήφοι
Ο Φώτιος Σαββίδης, Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, ήταν το πρόσωπο που προχώρησε, κατ΄ακολουθία του Κανονισμού 10(5), σε εισήγηση προς την Αρχή για την πλήρωση των έξι κενών θέσεων, αφού μελέτησε προηγουμένως τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Από τη διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων για τους κρινόμενους υπαλλήλους, περιλαμβανομένων των τομέων δραστηριότητας και έργων με τα οποία ασχολήθηκαν, των συστάσεων των προϊσταμένων τους, των προσόντων και του υπόλοιπου περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων, έκρινε και εισηγήθηκε όπως οι τέσσερις εκ των έξι κενών θέσεων πληρωθούν με προαγωγή των Λοϊζου Κυπριανού, Χαράλαμπου Μακρή, Νίκου Χαραλάμπους και Γεώργιου Αρέστη και οι δύο υπόλοιπες θέσεις εκ των τεσσάρων Ανδρέα Λαμπριανίδη, Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, Κίκη Κυριάκου και Χρίστου Λιμνατίτη.
Η Αρχή - Καθ΄ης η Αίτηση, έχοντας ενώπιόν της τόσο τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, καθώς επίσης και τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων, προχώρησε στην πλήρωση των έξι κενών θέσεων, εξετάζοντας τις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που συμπλήρωσαν τριετία στο βαθμό του Τμηματάρχη, που είναι ο αμέσως κατώτερος βαθμός του Διευθυντή Β΄. Διαπίστωσε κατά την εξέταση τα ιδιαίτερα προσόντα και χαρακτηριστικά ενός εκάστου των υποψηφίων και προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους, με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις. Προς το σκοπό αυτό, έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών τους φακέλων. Συνεχίζοντας την αξιολόγησή της, η Αρχή ομόφωνα έκρινε ότι οι υποψήφιοι Χαράλαμπος Μακρής, Νίκος Χαραλάμπους, Γεώργιος Αρέστης και Χρίστος Λιμνατίτης υπερέχουν των υπολοίπων σε ουσιαστική καταλληλότητα, γι΄αυτό και αποφάσισε την πλήρωση τεσσάρων από τις έξι κενές θέσεις με προαγωγή τους. Για την πλήρωση των υπόλοιπων δύο κενών θέσεων κρίθηκαν κατά πλειοψηφία ως ουσιαστικά καταλληλότεροι οι υποψήφιοι Κίκης Κυριάκου και Αλέξανδρος Αλεξάνδρου. Ως αποτέλεσμα, πληρώθηκαν οι έξι επίδικες θέσεις από τους πιο πάνω υποψηφίους, με την προαγωγή τους να ισχύει από την 1/1/2011.
Όπως έχει ήδη εντοπιστεί, οι επί μέρους λόγοι ακύρωσης που αποτυπώνονται στο σύνολο των υπό κρίση συνεκδικαζόμενων προσφυγών, απολήγουν στην κοινή θέση ότι πάσχει αφενός η σύσταση / συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και, αφετέρου, η εισήγηση / σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Είναι, συνεπώς, επιβεβλημένη η εξέταση κατά προτεραιότητα του κοινού αυτού υπόβαθρου των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.
Κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού παραθέτουν ταυτόσημη αιτιολογία προς κάλυψη της κρίσης τους. Έχει ως ακολούθως:
«Ύστερα από την πιο πάνω αξιολόγηση και σύγκριση των είκοσι ένα (21) υποψηφίων μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη στο σύνολό τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 163/90-13/7/90, τους τομείς δραστηριότητας και έργα με τα οποία ασχολήθηκαν οι υποψήφιοι και την εν γένει πείρα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην ΑΤΗΚ, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στα Φύλλα-Ποιότητας (Έκθεση Προόδου/Προαγωγής) (ΦΠ/Π) και τα Έντυπα Αξιολόγησης, καθώς και το υπόλοιπο περιεχόμενο του προσωπικού τους φακέλου περιλαμβανομένων των προσόντων ενός εκάστου, αποφάσισε όπως συμβουλεύσει την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των έξι (6) κενών θέσεων Διευθυντή Β (Τεχνικό Προσωπικό) προάγοντας έξι από τους πιο κάτω εννέα (9) υποψηφίους οι οποίοι αναφέρονται κατά σειρά επετηρίδας και τους οποίους θεωρεί ουσιαστικά επικρατέστερους.»
Το σχετικό αυτό απόσπασμα είναι ταυτόσημο με την αιτιολογία που κάλυπτε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού της Καθ΄ης η αίτηση σε σειρά προηγούμενων προαγωγών, οι οποίες και ακυρώθηκαν από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με πιο πρόσφατη την Χαράλαμπος Μιχαηλίδης και Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (CYTA), Συνεκδ. Υποθ. αρ. 483/2011 κ.ά., ημερ. 5/9/2013. Ο Δικαστής Κληρίδης, ανατρέχοντας σε προηγούμενες σχετικές αποφάσεις και υιοθετώντας το σκεπτικό τους, κατέληξε ότι δεν αποκαλύπτεται επαρκής, πειστική αιτιολογία, παρά μόνο γενικές φραστικές δηλώσεις. Συμφωνώντας με την προσέγγιση αυτή και σε ότι αφορά την υπό κρίση περίπτωση, παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης Μιχαηλίδης (ανωτέρω):
«Υπάρχει μάλιστα και νομολογία επί του ίδιου θέματος από άλλους αδελφούς δικαστές οι οποίοι επιλήφθηκαν του ίδιου θέματος σε εξέταση συμβουλής του Σ.Π. της ίδιας καθ΄ης η αίτηση, με το ίδιο κείμενο. Στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1209/2007 κ.ά. Μ. Αγγελίδης v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερομηνίας 23.3.2010, ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ ανέφερε και τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνώ και μεταφέρω εδώ αυτούσια:
«Ο σχετικός Καν. 10(7), καθιστά την κρίση για προαγωγή συναρτώμενη προς την «υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους». Όλη η κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού, σε σαφή απόκλιση από τα κριτήρια που καταγράφονται στον εν λόγω Κανονισμό, έδωσε μόνο λεκτική έκφραση σ΄αυτά, τα οποία απλώς επανέλαβε για να καταγράψει το κάθε μέλος, καθώς και ο πρόεδρος, τη δική του ουσιαστικά προτίμηση ή άποψη ως προς το κατάλληλο ενός εκάστου των υποψηφίων. Η αναφορά από ένα έκαστο των μελών, περιλαμβανομένου και του προέδρου, στη στάθμιση των κριτηρίων του Καν. 10(7), τα οποία και απλώς αναπαράγει, δεν είχε οποιοδήποτε ουσιαστικό αντίκρισμα εφόσον καμία επεξήγηση δεν έγινε ως προς το λόγο της προτίμησης ενός εκάστου των μελών για τους υποψηφίους που το ίδιο επέλεξε. Γι΄αυτό το λόγο είναι που παρατηρείται τόσο μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών ως προς τα συστηθέντα άτομα και είναι φανερό ότι δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια του Κανονισμού στην πράξη, ούτε και αποτέλεσαν στην ουσία οδηγό για την κρίση τους. Ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ζήνων Ζήνωνος έλαβε μόνο μια ψήφο με την προτίμηση του μέλους του Συμβουλίου Προσωπικού Ι. Πετέλη, και καμία άλλη σύσταση από τον πρόεδρο και τα υπόλοιπα μέλη και όμως χωρίς, ιδιαίτερη εξήγηση, προήχθη από τους ίδιους τους καθ΄ων.
Έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι η σύσταση ορισμένων προσώπων ως των καταλληλοτέρων σε διαδικασία προαγωγής προϋποθέτει πειστική αιτιολογία σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (όχι κατ΄ανάγκη όλους), ώστε να είναι επιτρεπτός ο δικαστικός έλεγχος. Η αρχή έχει αποτυπωθεί και στη Μιχαήλ Αντωνίου v. Α.Η.Κ., (1993) 3 Α.Α.Δ. 764, (απόφαση Πική, Δ.), όπου λέχθηκε ότι η καταγραφή και μόνο των προτιμήσεων των μελών ενός συλλογικού οργάνου, είτε η προτίμηση αυτή εκδηλώνεται λεκτικά ή δια της ψήφου τους, δεν αποτελεί αιτιολόγηση. Αιτιολόγηση σημαίνει την αποκάλυψη των λόγων για τις επιλογές που γίνονται, ο προσδιορισμός δε των λόγων αυτών είναι απαραίτητος για τη σύννομη εκπλήρωση του διοικητικού έργου.
Τα ίδια λέχθηκαν και στην απόφαση της Ολομέλειας ΑΤΗΚ v. Στασοπούλου (2005) 3 Α.Α.Δ. 157, όπου είχαν χρησιμοποιηθεί γενικές φραστικές δηλώσεις εκ μέρους του Συμβουλίου Προσωπικού ως προς την αξία των υποψηφίων και την εν γένει εικόνα που μεταδόθηκε από την κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού. Και εκεί είχε παρουσιαστεί παρόμοιο πρόβλημα δηλαδή ισοδυναμία στη βαθμολογημένη αξία όλων των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να δοθεί μέσα από «φραστικές αναπτύξεις» υπεροχή υπό τύπο προτίμησης σε ορισμένους εκ των υποψηφίων. Κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση και με την απόφαση στη Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η δε Ολομέλεια μέσα από αναφορά στη σχετική νομολογία με εξέταση και των όσων είχαν διαφορετικά λεχθεί στην υπόθεση ΑΤΗΚ v. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247, επέλεξε να ακολουθήσει ως ορθά τα όσα νομολογήθηκαν στη Μοδίτης - ανωτέρω - ότι δηλαδή δεν μπορεί η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ή η εισήγηση στη μεταγενέστερη φάση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, να προσθέτει ή να αφαιρεί ως ξεχωριστό μέτρο κρίσης από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Τα ίδια λέχθηκαν και στη Λεωνίδου v. ATHK, υπόθ. αρ. 843/03, ημερ. 2.12.04, (Αρτέμης, Δ.), απόφαση που εφεσιβλήθηκε μεν, αποσύρθηκε δε στην πορεία.»
Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε αργότερα και ο Χατζηχαμπής Δ. στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 166/2011 κ.ά. Χ. Μιχαηλίδης κ.ά. v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερομηνίας 19.2.2013. Στην απόφασή του, με την οποία και συμφωνώ, ο αδελφός Δικαστής τόνισε ότι η εν λόγω συμβουλή του Σ.Π., της οποίας το κείμενο ήταν ως προς την κατάληξη το ίδιο με το εδώ εξεταζόμενο, όχι μόνο δεν αποκαλύπτει την αιτιολογία του για υπεροχή σε ουσιαστική καταλληλότητα των συστηνομένων ενδιαφερόμενων μερών στην οποία βασίζεται, αλλά και δεν είχε έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων. Όπως πρόσθεσε:
«Οι συστάσεις δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να αναπαραγάγουν τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7) ως προς την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση και ουσιαστική καταλληλότητα, που περιλάμβαναν τα παρατιθέμενα. Ουδόλως εξηγούν γιατί θεωρείται ότι προκύπτει ουσιαστική καταλληλότητα των ενδιαφερόμενων μερών που συστήνονται. Πρωτίστως δε, τέτοια υπεροχή σε ουσιαστική καταλληλότητα δεν προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων ..»
Ούτε βέβαια, θα πρόσθετα εδώ, εξηγείται το γιατί εφόσον τα υπόλοιπα στοιχεία των υποψηφίων ήσαν ισοδύναμα, δε λήφθηκε υπόψη το στοιχείο υπεροχής των αιτητών σε αρχαιότητα.
Επομένως, για τους πιο πάνω λόγους, αυτός ο λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.»
Τα ίδια ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση, τόσο σε σχέση με το ζήτημα της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, η οποία και να καθιστούσε επιτρεπτό το δικαστικό έλεγχο, όσο και σχετικά με την απουσία εξήγησης γιατί δε λήφθηκε υπόψη το στοιχείο της υπεροχής κάποιων από τους αιτητές σε αρχαιότητα, στις περιπτώσεις όπου τα υπόλοιπα στοιχεία των υποψηφίων ήταν ισοδύναμα. Αλλά ούτε και δίδεται κατανοητή, ξεκάθαρη και πειστική αιτιολογία και για ποιο λόγο παραγνωρίστηκε η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή σχετικά με την προαγωγή συγκεκριμένου υποψηφίου, του Λοϊζου Κυπριανού, ο οποίος μάλιστα συμπεριλαμβανόταν στην πρώτη ομάδα, όπου ο εν λόγω διευθυντής κατέταξε τους τέσσερις εκ των υποψηφίων, και των οποίων εισηγήθηκε την προαγωγή προς πλήρωση των τεσσάρων εκ των έξι θέσεων.
Όπως ήδη λέχθηκε, ο ισχυρισμός περί πάσχουσας σύστασης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή εγείρεται σε όλες τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Όπως και στην περίπτωση της πιο πάνω υπόθεσης Μιχαηλίδης, η νομιμότητα της σύστασης προσβάλλεται από τους Αιτητές για δύο κυρίως λόγους: Αφενός ως αναιτιολόγητης και, αφετέρου, ως παράνομης, επειδή με αυτή συστήθηκαν περισσότεροι υποψήφιοι από τον αριθμό των υπό πλήρωση θέσεων, ήτοι οκτώ αντί έξι.
Προφανώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός, αλλά συνήθης πρακτική και επαναλαμβανόμενη φραστική αποτύπωση, το ότι το καταληκτικό συμπέρασμα της εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή προς την Αρχή είναι, κατ΄ουσία, ταυτόσημο με αυτό της υπόθεσης Μιχαηλίδης, στην οποία κρινόταν η απόφαση για πλήρωση από την Καθ΄ης η αίτηση διαφορετικών θέσεων προαγωγής. Όπως σημειώθηκε από τον Δικαστή Κληρίδη, η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, με πανομοιότυπο σχεδόν κείμενο, είχε υποστεί τον δικαστικό έλεγχο και σε σειρά άλλων προηγούμενων αποφάσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις η εισήγηση αυτή κρίθηκε νομικά ανεπαρκής και πάσχουσα. Ως παράνομη, επίσης, και ως αποτέλεσμα πεπλανημένης διεργασίας, κρίθηκε η σύσταση περισσότερων υποψηφίων από τον αριθμό των υπό πλήρωση θέσεων. Υιοθετώντας το σχετικό απόσπασμα της απόφασης Μιχαηλίδης, το παραθέτω επίσης αυτούσιο:
«Στο σημείο τούτο θα πρέπει να παρατηρήσω ότι εισήγηση του Α.Ε.Δ. με πανομοιότυπο σχεδόν κείμενο είχε υποστεί το δικαστικό έλεγχο και στις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1209/2007 κ.ά. και Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 166/2011 κ.ά. (ανωτέρω). Και στις δύο περιπτώσεις, η εισήγηση του Α.Ε.Δ. κρίθηκε νομικά ανεπαρκής και πάσχουσα. Το σκεπτικό στην απόφαση στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1209/2007 κ.ά. έχει ως ακολούθως:
«Τα ανωτέρω ισχύουν με την ίδια δύναμη και για τη συμβουλή του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή που ναι μεν με βάση τον Καν. 10(5), δεν είναι αναγκαίο να είναι αιτιολογημένη, αυτό όμως δεν αποτελεί και ασπίδα για εντελώς ανέλεγκτη σύσταση ή συμβουλή. Όπως λέχθηκε στη Μιχαήλ v. ΑΗΚ, υπόθ. αρ. 1081/01, ημερ. 14.2.03, (απόφαση Ηλιάδη, Δ.), η σύσταση είναι δυνατό να εξεταστεί από την άποψη της συμφωνίας ή της σύγκρουσης των στοιχείων της με το περιεχόμενο των φακέλων. Η απλή ανάπλαση στοιχείων και οι κατά παρόμοιο τρόπο γενικές παρατηρήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού περί εξαίρετων και ικανότατων υπαλλήλων, δεν αποτελούν παρά επανάληψη των αξιολογηθέντων στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και εφόσον ελλείπει σύγκριση δεν είναι δυνατό να προκύπτουν δεδομένα από τα οποία να μπορεί να γίνει δικαστικός έλεγχος εφόσον όπως λέχθηκε στη Μοδίτης (ανωτέρω), αλλά και στη Στασοπούλου (ανωτέρω), δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσουν υποψήφιοι με το ίδιο σκεπτικό και την ίδια φρασεολογία που στην ουσία ισχύει και για τους μη συστηνόμενους.
Είναι εμφανέστατο από την καταγραφή από το Συμβούλιο Προσωπικού ότι για τους συστηθέντες από ένα έκαστο των μελών, χρησιμοποιήθηκε στερεότυπη φρασεολογία θεωρούμενη ως επαρκής αιτιολογία που αναφέρεται απλώς στο ότι σταθμίστηκαν τα κριτήρια του Καν. 10(7), δηλαδή η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση, καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας κλπ. Τέτοια ακριβώς στάθμιση και κατ΄επίφαση αξιολόγηση απορρίφθηκε επίσης ως αναιτιολόγητη στη Ρένα Κοσμά κ.α. v. ΑΤΗΚ, συνεκδ. υποθ. Αρ. 372/96, 403/96, 405/96 και 993/96 ημερ. 9.6.99, (απόφαση Χατζηχαμπή, Δ.). Το δε λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή για την επιλογή των 11 υποψηφίων, δεν προσφέρει οποιοδήποτε συγκριτικό στοιχείο σε σχέση με τους υπόλοιπους που δεν συστήθηκαν και παραμένει απλώς στη γενική φρασεολογία ότι η αξιολόγηση έγινε μετά από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων των προσωπικών φακέλων κλπ. Εν τέλει και η κρίση των ίδιων των καθ΄ων είναι απλώς επαναληπτική των όσων αναφέρονται ή εξάγονται από τους διοικητικούς φακέλους και απλή αναδρομή στην κρίση ενός εκάστου των 144 υποψηφίων στις 12 σελίδες που καταλαμβάνει αυτή η κρίση, καθιστά σαφές ότι παρόμοια και εξίσου εγκωμιαστικά ή ευνοϊκά σχόλια γίνονται για κάθε ένα από αυτούς. Από αυτή την ταυτόσημη, στην ουσία, κρίση δεν ξεχωρίζουν ως υπέρτερα τα 11 ενδιαφερόμενα μέρη, ούτε και καταγράφονται οποιαδήποτε στοιχεία προς τούτο. Είναι γι΄αυτό το λόγο, που όπως καταγράφηκε στην αρχή του σκεπτικού, διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο αντικειμενική αδυναμία στην ορθή αξιολογική κρίση των καταλληλότερων υποψηφίων. Παρόμοια ακριβώς κρίση απορρίφθηκε ως μη ικανοποιητική και ως ουσιαστικά αναιτιολόγητη στη Στασοπούλου - ανωτέρω.»
Αυτό το σκεπτικό υιοθετήθηκε και στη μεταγενέστερη απόφαση στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 166/2011 κ.ά. Το έχω μελετήσει υπό το φως των παραστάσεων στις οποίες έχουν ασφαλώς προβεί και οι συνήγοροι της καθ΄ης η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών και πρέπει να πω ότι, χωρίς ενδοιασμό, συμφωνώ τόσο με το σκεπτικό όσο και με την κατάληξη επί του θέματος τούτου, για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.
Ως προς το δεύτερο θέμα το οποίο εγείρεται κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, παρατηρώ τα εξής:
Ο Κανονισμός 10(5) των προαναφερθέντων Κανονισμών της καθ΄ης η αίτηση, προνοεί τα ακόλουθα:
«(5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντή ή του Αναπληρωτού του.»
Όπως διαπιστώνεται από το κείμενο της εισήγησης του Α.Ε.Δ., ο ίδιος δεν σύστησε για προαγωγή δύο υποψηφίους προς πλήρωση των δύο κενών θέσεων, αλλά σύστησε τέσσερεις, ως υπερέχοντες των άλλων, εισηγούμενος προς το Διοικητικό Συμβούλιο την προαγωγή δύο εκ των τεσσάρων.
Στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 124/2006 κ.ά. Σπύρου κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ημερομηνίας 5.8.2008, ηγέρθηκε παρόμοιο θέμα σε περίπτωση κατά την οποία υπό πλήρωση τελούσαν πέντε κενές θέσεις και ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος του οποίου τις αιτιολογημένες συστάσεις λαμβάνει υπόψη η Αρχή Λιμένων, προέβηκε στη σύσταση όχι πέντε, αλλά οκτώ συνολικά υποψηφίων. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης έγινε δεκτός από τον Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε. Στην απόφαση εκείνη τονίστηκαν και τα ακόλουθα:
«Η φύση της σύστασης προσδιορίστηκε μέσα από τη Νομολογία ως γνώμη αναφορικά με το ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για τη συγκεκριμένη θέση.
Όπως κρίθηκε στη Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ., 695, η σύσταση περιέχει «τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτύπωναν οι φάκελοι».
Τονίστηκε ότι ο ρόλος του Προϊσταμένου είναι «Να επισημαίνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.»
Για το λόγο αυτό το διοικητικό όργανο υποχρεούται να δώσει ειδική αιτιολογία όταν αποφασίζει να αποκλίνει από τη σύσταση.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο Διευθυντής Εκμετάλλευσης δεν είχε τη δυνατότητα να συστήσει περισσότερους υποψηφίους από όσους οι κενές θέσεις, παρά μόνο τους πέντε καταλληλότερους για τις πέντε κενές θέσεις.»
Θα πρέπει να συμφωνήσω με την πιο πάνω κατάληξη. Αφ΄ης στιγμής Νόμος ή Κανονισμός εναποθέτει σε προϊστάμενο τμήματος την ευθύνη να διερευνήσει κάθε σχετικό στοιχείο και να συστήσει, προτείνει, συμβουλεύσει ή εισηγηθεί ποιος ή ποιοι είναι ο καταλληλότερος ή οι καταλληλότεροι για να διοριστούν ή προαχθούν σε κάποια θέση, ο Προϊστάμενος οφείλει να περιοριστεί σε ένα ή περισσότερους υποψηφίους όσος είναι ο αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων, απλά διότι οφείλει να εκφέρει άποψη ως προς το ποιος ή ποιοι είναι ο πλέον κατάλληλος ή οι πλέον κατάλληλοι για τη θέση ή τις θέσεις. Κατάλληλοι υποψήφιοι μπορεί να είναι πολλοί, μπορεί ακόμα να είναι και όλοι οι υποψήφιοι κατάλληλοι. Κάποιοι δε από αυτούς μπορεί να κριθούν ως πλέον κατάλληλοι από άλλους. Αυτό όμως δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι το ποιος ή ποιοι είναι πλέον κατάλληλοι για τις ανάγκες της συγκεκριμένης θέσης ή των συγκεκριμένων θέσεων, όσες είναι αυτές.
Επομένως, πεπλανημένα ο Α.Ε.Δ. προέβηκε σε σύσταση τεσσάρων αντί δύο υποψηφίων και γίνεται δεκτή και αυτή η πτυχή του λόγου τούτου ακύρωσης.»
Προσθέτω μόνο στα πιο πάνω, ότι νομικά αναιτιολόγητος παραμένει και ο τρόπος κατάταξης από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή των υποψηφίων σε δύο ομάδες και η κατ΄ακολουθία της ομαδοποίησης αυτής διαφορετική σύστασή του για προαγωγή και των τεσσάρων υποψηφίων της πρώτης ομάδας και επιλογή δύο εκ των τεσσάρων της δεύτερης.
Η Καθ΄ης η αίτηση κατά τη λήψη της τελικής απόφασης, η οποία και προσβάλλεται, έλαβε υπόψη της τόσο τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι και οι δύο συστάσεις πάσχουν για τους λόγους που έχουν ήδη αναλυθεί, αναπόδραστα συμπαρασύρει σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη πράξη. Ως αποτέλεσμα, δε συντρέχει και λόγος ενασχόλησης με περαιτέρω, επί μέρους θέματα, που τέθηκαν στο πλαίσιο των συνεκδικαζόμενων προσφυγών.
Στο σύνολό τους, οι συνεκδικασθείσες προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα μιας εκάστης προσφυγής επιδικάζονται υπέρ του αντίστοιχου Αιτητή και εναντίον της Καθ΄ης η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
/ΜΣ