ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D611
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ.518/2010
19 Αυγούστου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
GUNAWARDENA HARISCHANDRA JAYASECARA
SISILIA KUMUDINI,
Αιτήτρια
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ'ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
N. Xαραλαμπίδου (κα), για την Αιτήτρια.
Ι. Δημητρίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 5/2/2009, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα της για την υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία.
Τα γεγονότα της προσφυγής
Η αιτήτρια η οποία κατάγεται από τη Σρι Λάνκα, αφίχθηκε στη Κύπρο το 1998 με άδεια προσωρινής παραμονής για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός του ηλικιωμένου Χαράλαμπου Χρίστου από τη Λεμεσό.
Κατόπιν σχετικών διαβημάτων του εργοδότη και λόγω της κατάστασης της υγείας του η άδεια παραμονής της αιτήτριας ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι 27/3/2006 με την ένδειξη «Final - Not Renewable».
Ο Χαράλαμπος Χρίστου απεβίωσε πριν από την εκπνοή της πιο πάνω τελευταίας άδειας της αιτήτριας για την οποία επέδειξε ενδιαφέρον ένα ζευγάρι ηλικιωμένων από τις Πάνω Κυβίδες, με επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών για εργοδότηση της.
Το αίτημα εγκρίθηκε και εκδόθηκε νέα άδεια προσωρινής παραμονής της αιτήτριας, ως οικιακή βοηθός του Χαράλαμπου Νικολάου μέχρι 27/3/2007, χωρίς όμως την ένδειξη «final-not renewable".
O τελευταίος, στις 3/3/2007 αποδέσμευσε, δυνάμει εγγράφου συμφωνίας (Release Agreement) την αιτήτρια, η οποία στη συνέχεια εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 28/3/2008 ως οικιακή βοηθός της βρετανίδας Mary Elisabeth Steward Bailey, στην Αγία Φύλα Λεμεσού, χωρίς όμως και πάλιν την ένδειξη «final-not renewable".
Ακολούθως, στις 29/2/2008, η αιτήτρια υπέβαλε στο Υπουργείο Εσωτερικών αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία δυνάμει των προνοιών της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109 ΕΚ (στο εξής: η Οδηγία), η οποία ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2007, Ν. 8(1)/2007 (στο εξής: ο Νόμος).
H αίτηση εξετάστηκε στις 16/1/2009 από την Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης, πάνω στη βάση έκθεσης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και απορρίφθηκε. Όπως σημειώθηκε στην επίδικη επιστολή της 5/2/2009, με την οποίαν ενημερώθηκε σχετικά η αιτήτρια, η αίτηση της απορρίφθηκε «for the following reasons":
«a) You have stayed illegally in The Republic from 17/05/2005 - 30/05/2005, 30/01/2006 - 23/03/2006 and 03/04/2007 - 3/05/2007 a period which falls within the last five years prior to the submission of your application (article 18H, Law No.8(I)/2007)
b) Your stay in the Republic was solely on temporary grounds and the duration of your temporary residence permit was formally limited with the indication " Final / not Renewable" (article 18G Law No. 8(I)/2007)
c) You do not satisfy the prerequisites specified in article 18(I) concerning the need to possess stable and regular economic resources considering in particular your personal circumstances and the nature and circumstances of your employment».
Οι Λόγοι Ακύρωσης
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι είχε άμεσο δικαίωμα απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος με βάση την άμεση ισχύ της Οδηγίας, το περιεχόμενο της οποίας, όπως υποστηρίζει, αλλοιώθηκε κατά την ενσωμάτωση της στην κυπριακή έννομη τάξη καθιστώντας την εφαρμογή της αναποτελεσματική.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι το άρθρο 18Ζ (2)(γ) του Νόμου, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, το οποίο εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για την παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών έχει επίσημα περιορισθεί σε ότι αφορά τη χρονική διάρκεια της, παραβιάζει την Οδηγία αφού δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόνοια στο άρθρο 3(2)(ε) της Οδηγίας και περαιτέρω καθιστά ανέφικτο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ένταξης αυτών των υπηκόων στο προστατευτικό πλαίσιο της Οδηγίας και κατ' επέκταση στα κράτη - μέλη.
Αμφισβητώντας τα ευρήματα του Τμήματος για τις περιόδους παράνομης διαμονής της, η αιτήτρια, υποβάλλει ότι η ίδια προέβαινε εγκαίρως στα απαραίτητα διαβήματα και συνεπώς δεν φέρει ευθύνη για οποιαδήποτε καθυστέρηση στις ανανεώσεις της άδειας της. Ισχυρίζεται διαζευκτικά, ότι κανένα μέτρο απέλασης δεν λήφθηκε εναντίον της, αλλά αντίθετα, οι καθ'ων η αίτηση νομιμοποιούσαν εκ των υστέρων την παραμονή της παραχωρώντας τις σχετικές άδειες.
Εν πάση δε περιπτώσει, όπως υποστηρίζει, η έννοια της νόμιμης παραμονής δε θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση το εθνικό δίκαιο και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η αιτήτρια επικρίνει ως εσφαλμένο και το εύρημα των καθ' ων η αίτηση για μη επαρκείς και σταθερούς οικονομικούς πόρους και εισηγείται ότι αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με τα στοιχεία της έκθεσης του Τμήματος μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα συμβόλαια εργασίας, ο μισθός της, οι τραπεζικές της καταθέσεις και η εκ μέρους της καταβολή των κοινωνικών ασφαλίσεων.
Εν κατακλείδι, υποστηρίζει ότι η απόρριψη του αιτήματος της, συνιστά διάκριση λόγω της ιθαγένειας, της εθνοτικής καταγωγής της και της ιδιότητας της οικιακής βοηθού κατά παράβαση της Οδηγίας και του Πρωτοκόλλου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Απορρίπτοντας τις εισηγήσεις της αιτήτριας, οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η παρούσα περίπτωση διέπεται από τις διατάξεις του Νόμου και όχι της Οδηγίας εφόσον το αίτημα εξετάστηκε μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.
Προς υποστήριξη της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, οι καθ' ών η αίτηση επικαλούνται την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Μotilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29 στην οποίαν κρίθηκε με απόφαση πλειοψηφίας ότι η αναφορά στο Νόμο σε περιπτώσεις όπου η άδεια παραμονής έχει «επίσημα περιορισθεί» και δη σε ότι αφορά τις οικιακές βοηθούς, δεν αφίσταται των προνοιών και του σκοπού της Οδηγίας, αλλά συναρτάται με τη στάθμιση όλων των παραγόντων που διέπουν τη μεταναστευτική πολιτική της Δημοκρατίας.
Αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα της παράνομης διαμονής της αιτήτριας, η θέση των καθ' ων η αίτηση είναι ότι αυτά υπολογίστηκαν ορθά με βάση το υλικό του φακέλου και με αναφορά στις άδειες που χορηγούνταν και στους όρους που επιβάλλονταν κάθε φορά, στην αλληλογραφία της αιτήτριας με το Τμήμα και στις συμφωνίες αποδέσμευσης από τους κατά καιρούς εργοδότες της, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η απαιτούμενη στο άρθρο 18 Η(1) του Νόμου, νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή κατά τα τελευταία πέντε χρόνια αμέσως πριν την υποβολή της αίτησης.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια επισημαίνουν ότι η έκδοση νέων αδειών μετά τη λήξη των προηγούμενων, δεν συνιστά αναδρομική νομιμοποίηση της παράνομης παραμονής .
Σε ότι αφορά το θέμα των εκτιμήσεων των οικονομικών πόρων, της αιτήτριας, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν, ήταν υπό τις περιστάσεις και με βάση το ενώπιον τους πραγματικό υλικό, εύλογα επιτρεπτά, εφόσον δεν προέκυπτε οτιδήποτε που να τεκμηρίωνε την ύπαρξη εισοδήματος της αιτήτριας από οποιαδήποτε άλλη πηγή, πέραν του μισθού της.
Συμπερασματικά οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση αιτιολογήθηκε δεόντως, πάνω στη βάση το νομικού πλαισίου που καλύπτει το ζήτημα, ότι δεν έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε διάκριση σε βάρος της αιτήτριας και ότι το ζήτημα υπάγεται στη νομολογιακή αρχή που τονίζει την ευρεία διακριτική ευχέρεια της διοίκησης η οποία πηγάζει από το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους κατά τον χειρισμό αιτήσεων αλλοδαπών για παραμονή στην επικράτεια του (βλ. Μοyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).
Στην απαντητική αγόρευση της αιτήτριας, γίνεται αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C-502/10, Staatssecretaris van Justitie v. Mangat Singh, της 18/10/2012 με την εισήγηση ότι καθιστά πλέον ανεφάρμοστη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μotilla.
Έχοντας παραθέσει τις εκατέρωθιν θέσεις και επιχειρήματα προχωρώ να εξετάσω την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.
Στην Joudine κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, υποδείχθηκε ότι «η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. (Βλ. Graig and de Burca " EU Law, Text, Cases and Materials", 2nd Edition, 190). H παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας, στο τοπικό νομικό πλαίσιο και την καταχώρηση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας)».
Το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας καθορίζεται από το άρθρο 3 της Οδηγίας. Σύμφωνα με το εδάφιο 1 του εν λόγω άρθρου η Οδηγία «εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Επικράτεια κράτους μέλους.» Σύμφωνα με το εδάφιο 2 του ιδίου άρθρου η Οδηγία δεν εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει:
(ε) διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα, όπως ως εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) ή εποχιακά εργαζόμενοι, ή ως μισθωτοί εργαζόμενοι απασχολούμενοι από φορέα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, ή ως φορείς παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών, ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιορισθεί,
Σύμφωνα με το άρθρο 18Ζ(2)(γ) του Ν.8(Ι)/2007, ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 14/2/2007 ενσωματώνοντας την Οδηγία στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105:
«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), τα άρθρα 18Η μέχρι 18ΙΗ δεν εφαρμόζονται σε υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι-
(γ) διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα όπως ως εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί ή εποχιακά αργαζόμενοι ή ως μισθωτοί εργαζόμενοι απασχολούμενοι από φορέα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιορισθεί σε ότι αφορά τη χρονική της διάρκεια».
Το άρθρο 18 Η(1) προβλέπει τα εξής:
«Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης παραχωρεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης».
Το άρθρο 18Θ που καθορίζει τα απαιτούμενα για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, απαιτεί τη σωρευτική συνδρομή διάφορων προϋποθέσεων μεταξύ των οποίων και της ακόλουθης:
«(α) Να διαθέτει σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των εξαρτωμένων μελών της οικογένειας του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας. Για την αξιολόγηση των πόρων αυτών λαμβάνονται υπόψη-
(i) Tο εισόδημα από προσοδοφόρα πλήρη απασχόληση·
(ii) τo εισόδημα από άλλες πηγές σταθερού και νόμιμου χαρακτήρα·
(iii) το κόστος ζωής, περιλαμβανομένου του ύψους του ενοικίου στην
τρέχουσα αγορά·
(iv) το συμβόλαιο απασχόλησης διάρκειας ισχύος τουλάχιστο δεκαοκτώ
μηνών ή ανοικτής διάρκειας·
(v) η διάθεση καταλύματος για τον ίδιο ή και για τα εξαρτώμενα μέλη
της οικογένειας του, όπου αυτό εφαρμόζεται, το οποίο θεωρείται
ικανοποιητικό για αντίστοιχη οικογένεια στην ίδια περιοχή, πληρεί
τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής και γενικά
διασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση·
(vii) σε περίπτωση που υπάρχει πρόθεση αυτοαπασχόλησης, η οικονομική βιωσιμότητα της επιχείρησης ή της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας, περιλαμβανομένων δεξιοτήτων ή εμπειριών στο σχετικό τομέα της αυτοαπασχόλησης».
Διεξήλθα προσεκτικά τα πρακτικά συνεδρίασης της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης, του αρμόδιου για να εξετάσει την αίτηση της αιτήτριας διοικητικού οργάνου ημερ. 16/1/2009, κατά την οποία αφού εξετάστηκε, απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας. Από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, η οποία υπενθυμίζω κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή 5/2/2009, το περιεχόμενο της οποίας έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη βάση ουσιαστικά των νομολογηθέντων στην υπόθεση Motilla (πιο πάνω) η οποία ρητά μνημονεύεται στην επίδικη απόφαση και η οποία, παρά την αντίθετη άποψη της δικηγόρου της αιτήτριας, αποτελεί δεσμευτική αυθεντία. Στην απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη εν λόγω υπόθεση κρίθηκε το θέμα της ερμηνείας του επίσημου χρονικού περιορισμού των προσωρινών αδειών που χορηγούνται στην κατηγορία των οικιακών βοηθών. Θεωρώ σκόπιμο και αυτό ενόψει των θεμάτων που εγείρονται, να παραθέσω αυτούσια τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση (βλ. σελ. 33-37):
«Η αιτήτρια βασιζόμενη στην καθοριζόμενη πενταετή περίοδο νόμιμης παραμονής, εισηγείται ότι όλες οι εξαιρέσεις του Άρθρου 3 αφορούν άδειες παραμονής προσωρινού χαρακτήρα που δεν είναι η περίπτωση της, και ότι η επίδικη εξαίρεση του Άρθρου 3(2)(ε) δεν αφορά χρονικό περιορισμό, όπως αυτός που ετέθη στην άδεια της, ώστε να καθίσταται αυθαίρετη η απόρριψη της αίτησης της με αναφορά στο επίσημα χρονικά περιορισμένο της άδειας της. Όπως αυθαίρετη, εισηγείται, είναι και η προσθήκη στο Άρθρο 18Ζ(2)(γ) του Ν.8(Ι)/2007 ότι οι μεταφερόμενες στο δίκαιο μας πρόνοιες της Οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις που η άδεια παραμονής έχει επίσημα περιοριστεί «σε ότι αφορά τη χρονική της διάρκεια.
Ότι το Άρθρο 3(2)(ε) της Οδηγίας δεν προσδιορίζει με ρητούς όρους χρονικά την αναφορά «επίσημα περιορισθεί» είναι γεγονός και δεν μπορεί ως εκ τούτου, ούτε ο προσδιορισμός στο Νόμο «σε ότι αφορά τη χρονική της διάρκεια» να αφαιρέσει από την εμβέλεια της Οδηγίας. Άλλο όμως είναι το ζητούμενο - η ίδια η ερμηνεία των όρων « επίσημα περιορισθεί» ως καθοριστική της εμβέλειας αυτής. Κύριο κριτήριο για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, σύμφωνα με την εισαγωγική παράγραφο (6) της Οδηγίας, είναι η διάρκεια παραμονής ως αποκαλύπτουσα «την εδραίωση του προσώπου στη χώρα» («that the person has put down root in the country"). Και δικαίως, αφού η ουσιαστική φιλοσοφία που αναδεικνύεται είναι ότι, προκειμένου περί υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος έχει μέσω νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής «εδραιωθεί» στη χώρα μέλος, είναι δίκαιο, ως σύμφωνο με τις εύλογες προσδοκίες του, ότι θα συνεχίσει έτσι τη ζωή που δημιούργησε εκεί στην ίδια βάση και θα τύχει ανάλογης δίκαιης μεταχείρισης ως προς τη μονιμότητα της παραμονής του. Η φιλοσοφία αυτή συνάδει με την όλη ανθρωπιστική αντίληψη που διέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με τη διαχρονική διαμόρφωση αρχών δικαίου σε πλείστους όσους τομείς του.
......................................................................................................................
Η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πλαίσια της Οδηγίας, έχει προβεί σε τέτοιες ρυθμίσεις, αφορώσες πολλές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, μέσα από την απόφαση της προς τούτο ορισθείσας Υπουργικής Επιτροπής την οποίαν και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο και η οποία εκφράζει την έννοια του «επίσημου περιορισμού». Η περίπτωση των οικιακών βοηθών είναι μια από τις κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση όπως περιορίζεται χρονικά η άδεια παραμονής τους είναι αποκαλυπτική της αντίληψης της Δημοκρατίας ότι η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδεια τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που να δικαιολογεί την εξαίρεση τους από το γενικό κανόνα. Σε αυτή τη βάση η αιτήτρια, από την άφιξη της στην Κύπρο και καθ'ολη τη διάρκεια της παραμονής της, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωση της στην Κύπρο. Με κάθε ανανέωση μάλιστα της άδειας της, της ετονίζετο τούτο μέσα από την ένδειξη ότι η άδεια δεν θα ανανεώνετο περαιτέρω, δηλαδή πέραν του χρονικού ορίου που καθόριζε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για το οποίο της εδίδετο η παράταση. Σαφώς συνιστούσε τούτο επίσημο περιορισμό της άδειας παραμονής της. Και μάλιστα περιορισμό που η αιτήτρια, αποδεχόμενη να έλθει και να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο μόνο ως εκ της άδειας παραμονής της για συγκεκριμένη εργασία, και η ίδια απεδέχθη εφόσον αυτός συνιστούσε αναπόσπαστο όρο της άδειας της. Δεν μπορεί τώρα, ανακρούσασα πρύμναν, να αρνείται την ίδια τη βάση της προσωρινότητας και του για περιορισμένο σκοπό της παραμονής της, ως εκ της οποίας κατέστη δυνατή η νόμιμη παρουσία και εργασία της στην Κύπρο, και να ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η και χρονικά περιορισθείσα παραμονή της εκείνη της δημιούργησε συνθήκες εδραίωσης στην Κύπρο και ότι η απόρριψη της αίτησης της συνιστούσε άδικη μεταχείριση της.
Η προοπτική τέτοιας εδραίωσης είχε εξ αρχής αναιρεθεί μέσα από τη φύση και το σκοπό της άδειας που της είχε δοθεί και τη διαχρονικά σαφέστατη προς την αιτήτρια θέση της Δημοκρατίας ότι αυτή δεν μπορούσε να αναμένει να παραμείνει στην Κύπρο πέραν του χρονικού ορίου και του σκοπού που η Δημοκρατία, ασκώντας τη μεταναστευτική πολιτική της, καθόρισε για την περίπτωση της. Να τονίσουμε ότι η πολιτική εκείνη συναρτάται προς τη στάθμιση όλων των παραγόντων που διέπουν τη μετανάστευση υπηκόων τρίτων χωρών, περιλαμβανομένης της έκτασης της δυνατότητας της Δημοκρατίας, ως εκ του μικρού μεγέθους της γεωγραφικής επικράτειας και του πληθυσμού της, να δεχθεί και να αφομοιώσει υπηκόους τρίτων χωρών, που συνιστά νόμιμη διάσταση στα πλαίσια της Οδηγίας».
Στην απόφαση Staatssecretaris van Justitie v. Mangat Singh (πιο πάνω) που επικαλείται η αιτήτρια, το Δικαστήριο τόνισε (παρ. 52 - 53) ότι:
«ως εκ τούτου στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο επίσημος περιορισμός μιας άδειας διαμονής βάσει της εθνικής νομοθεσίας παρέχει ή όχι στο δικαιούχο της άδειας αυτής τη δυνατότητα επί μακρόν διαμονής στο οικείο κράτος μέλος.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας αναλύσεως, το γεγονός ότι ο επίσημος περιορισμός αφορά μόνον ορισμένη ομάδα προσώπων, είναι κατ' αρχήν άνευ σημασίας για την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, της Οδηγίας».
Είναι ως εκ τούτου προφανές ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει θεωρήσει a priori την προσθήκη του χρονικού περιορισμού, της εθνικής νομοθεσίας ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, εν προκειμένω της Οδηγίας, αλλά ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, αφού λάβει υπόψη του όλες τις παραμέτρους, κατά πόσον ο επίσημος περιορισμός υπό τον οποίον έχει χορηγηθεί η άδεια διαμονής στη συγκεκριμένη κατηγορία αλλοδαπών, εμποδίζει ή όχι την επί μακρόν διαμονή τους.
Είναι μέσα σε αυτά ακριβώς τα πλαίσια που κινήθηκε η Πλήρης Ολομέλεια, καταλήγοντας στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Motilla (πιο πάνω).
Προκύπτει σαφώς από το απόσπασμα που προεκτέθηκε, η νοητική διεργασία του Δικαστηρίου με βάση την οποίαν και αφού ελήφθηκαν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαπιστώθηκε ότι ο επίσημος χρονικός περιορισμός των αδειών διαμονής των οικιακών βοηθών εμποδίζει, για τους λόγους που εξηγήθηκαν την επί μακρόν διαμονής τους στην επικράτεια της.
Με δεδομένη τη δεσμευτικότητα της απόφασης στη Motilla, επίκληση του επίσημου χρονικού περιορισμού της άδειας διαμονής, ως λόγου απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας για υπαγωγή της στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία, είναι κατά την κρίση μου ορθός.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, επισημαίνοντας το γεγονός ότι, ενώ η αρχική άδεια που χορηγήθηκε στην αιτήτρια τύγχανε ανανέωσης διαδοχικά μέχρι 27/3/2006 με την ένδειξη «FINAL - NOT RENEWABLE", οι δύο τελευταίες πριν την υποβολή της αίτησης, ανανεώσεις, δεν έφεραν την εν λόγω ένδειξη, ισχυρίστηκε, διαζευκτικά προς τη βασική θέση της ότι η υπόθεση Motilla, δεν είναι πλέον δεσμευτική, ότι το εν λόγω γεγονός διαφοροποιεί ουσιωδώς την περίπτωση της αιτήτριας, από την υπόθεση Motilla, με αποτέλεσμα η απόφαση στην υπόθεση Μotilla να μην τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
Η πιο πάνω θέση της κας Χαραλαμπίδου δεν με βρίσκει σύμφωνο, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη επισήμανση της βρίσκει έρεισμα στα γεγονότα. Τα λεχθέντα στην υπόθεση Motilla, δεν αφήνουν περιθώριο για υιοθέτηση της πιο πάνω θέσης. Όπως εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Motilla:
«...........η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδεια τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που να δικαιολογεί την εξαίρεση τους από το γενικό κανόνα. Σε αυτή τη βάση η αιτήτρια, από την άφιξη της στην Κύπρο και καθ'ολη τη διάρκεια της παραμονής της, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωση της στην Κύπρο.»
Σημειώνεται ότι στο πιο πάνω απόσπασμα γίνεται ρητή αναφορά στην επίδικη απόφαση:
Η πιο πάνω κατάληξη μου, σφραγίζει και τη μοίρα της προσφυγής η οποία και θα πρέπει να απορριφθεί σε αυτό το στάδιο χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των άλλων δυο λόγων για τους οποίους η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η προσφυγη απορρίπτεται με έξοδα €1300 υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
/ΚΑΣ