ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παπασάββας Σωτήριος (Άκης) ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 134
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D596
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1624/2011)
6 Αυγούστου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
IΩΑΝΝΗΣ ΠΛΑΚΙΤΗΣ
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ/Η
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγγελίδης, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την πιο πάνω προσφυγή του ο αιτητής επιδιώκει:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση αρ. 1 ημερ. 14.9.2011 υπό πάσχουσα σύνθεση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερ. 26.9.2011 και με την οποία ακύρωσε τις ποινές που επέβαλε στον Αιτητή η Πειθαρχική Επιτροπή και επέβαλε νέα ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης για ένα χρόνο είναι παράνομη, προήλθε από μεροληπτική συμμετοχή του Αρχηγού στη σύνθεση του καθ΄ ου η αίτηση 1, αντίθετη προς το Σύνταγμα και γι΄ αυτό θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση αρ.2 η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερ. 26.9.2011 και με την οποία αποφάσισε χωρίς να ακούσει τον Αιτητή, ως εκ δευτέρου τιμωρία ή ποινή του Αιτητή με την μη επιστολή του χρηματικού ποσού που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του και το οποίο ανέρχεται στις €17.932,26 σεντ είναι άκυρη, αναιτιολόγητη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή και τα οποία δεν αμφισβητούνται είναι περιληπτικά τα εξής:
Ο αιτητής είναι μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου και υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας με το βαθμό του Αστυφύλακα.
Εναντίον του αιτητή κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία για τα αδικήματα της ανάρμοστης συμπεριφοράς, παράβασης ή παράλειψης, διαφθοράς και δανεισμού χρημάτων ή δωροληψίας (Πειθαρχική Υπόθεση Λευκωσίας Αρ. 11/2010).
Η υπόθεση αφορούσε περιστατικό που έλαβε χώρα στις 14/1/2010, έξω από την ταβέρνα "Παρμάκκης"στο Δάλι, κατά το οποίο, σύμφωνα με την κατηγορία ο αιτητής εισέπραξε χρηματικό ποσό ύψους €450 από ιδιώτη, με σκοπό να εξασφαλίσει άδεια παραμονής και εργασίας σε αλλοδαπή οικιακή βοηθό, ενέργεια που θεωρήθηκε ως απρεπής και επιζήμια για τη πειθαρχία, και δυσφημιστική για την Αστυνομία.
Με την έγκριση του Αρχηγού, ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τις 15/1/2010 και την ίδια μέρα διορίστηκε ερευνών αξιωματικός ο οποίος ολοκλήρωσε την έρευνα του στις 14/3/2010 με απόφαση για πειθαρχική δίωξη του αιτητή και διορισμό της αρμόδιας Πειθαρχικής Επιτροπής.
Ασκήθηκε παράλληλα ποινική δίωξη του αιτητή με την κατηγορία της λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου εξεύρεσης εργασίας χωρίς άδεια λειτουργίας (Υπόθ. Αρ. 33221/2010), ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο, εξέδωσε στις 23/5/2013 αθωωτική απαλλακτική απόφαση.
Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 26/1/2011 με την επιβολή χρηματικών ποινών συνολικού ύψους €300 και αυστηρής επίπληξης.
Οι πιο πάνω ποινές της Πειθαρχικής Επιτροπής, εφεσιβλήθηκαν στις 31/1/2011 από τον Βοηθό Αρχηγό (Δ), ως έκδηλα ανεπαρκείς, στο Συμβούλιο Εφέσεων, το οποίο, κατά τη συνεδρία του ημερ. 14/9/2011, υπό την προεδρία του Αρχηγού, προχώρησε στην ακύρωση τους αντικαθιστώντας την ποινή προστίμου των €100 της πρώτης κατηγορίας (ανάρμοστή συμπεριφορά), με την ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης για ένα χρόνο, ενώ στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή.
Μετά την άρση της διαθεσιμότητας του αιτητή και την ανάληψη των καθηκόντων του στις 15/9/2011, ο Αστυνομικός Διευθυντής του Τμήματος Α, με επιστολή του ημερ. 21/9/2011, προς τον Αρχηγό, ζήτησε οδηγίες αναφορικά με την επιστροφή ή όχι των απολαβών του αιτητή, που είχαν παρακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του και οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των €17.932,26.
O Aρχηγός επικαλούμενος τον Κανονισμό 31 (ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989), σύμφωνα με τον οποίον το ζήτημα, βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του, αποφάσισε να μην επιστραφεί στον αιτητή οποιοδήποτε ποσό.
Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής παραπονείται ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης και πιο συγκεκριμένα την αρχής της αμεροληψίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 του Συντάγματος, το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία καλύπτει και τη πειθαρχική δίκη (βλ. Παπασάββας v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134) και επιπρόσθετα στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός Νόμος 39/62) και στο άρθρο 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99 ως έχει τροποπ).
Ο ισχυρισμός εδράζεται στη συμμετοχή του Αρχηγού στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφέσεων και μάλιστα υπό την ιδιότητα του Προέδρου του, η οποία επικρίνεται ως αντικανονική, λόγω μιας δημόσιας δήλωσης του, κατά τη διάρκεια συνέντευξης του σε τηλεοπτικό σταθμό, πριν τη συμπλήρωση του ανακριτικού έργου, με την οποίαν εξέφρασε την πεποίθηση, ότι αστυνομικός που είχε προσφάτως συλληφθεί να λαμβάνει χρηματικό ποσό για έκδοση κάποιας visas, «δεν θα επανέλθει ποτέ» στις τάξεις της Αστυνομίας.
Η πιο πάνω δήλωση, συνιστούσε, κατά τον αιτητή, μια πρόωρη άποψη ενοχής του, πριν καν ο ίδιος ακουστεί, καθιστώντας μη αμερόληπτο κριτή τον Αρχηγό και επιβάλλοντας την εξαίρεση του από το Συμβούλιο Εφέσεων, ενώπιον του οποίου είχε μάλιστα εγκαίρως τεθεί το ζήτημα και είχε απορριφθεί.
Επιπρόσθετα ο αιτητής εισηγείται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του, γιατί δεν εκλήθη να υποβάλει τις απόψεις του πριν την επιβολή αυστηρότερης ποινής από το Συμβούλιο Εφέσεων.
Προέχει το ζήτημα της νομιμότητας της σύνθεσης του Συμβουλίου Εφέσεων, κατά τη συνεδρία της 14/9/2011 και ειδικότερα υπό το κράτος της συμμετοχής σε αυτό του Αρχηγού.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο Αρχηγός δώδεκα μέρες μετά τη διάπραξη των αποδιδόμενων στον αιτητή πειθαρχικών αδικημάτων, δηλαδή στις 26/1/2010, παραχώρησε συνέντευξη στη δημοσιογράφο Αιμιλία Κενεβέζου, στα πλαίσια της εκπομπής "Επωνύμως" του Ρ.Ι.Κ. κατά τη διάρκεια της οποίας αναφέρθηκε στην υπόθεση του αιτητή, χωρίς να τον κατονομάζει.
Σύμφωνα με το σχετικό απόσπασμα, το οποίο καταχωρήθηκε στην απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων, κατά το διάλογο διαμείφθηκαν επί λέξει τα εξής:
Αρχηγός: « Δεν έχει αρκετές ημέρες που συνελήφθηκε αστυνομικός επ΄ αυτοφόρω που πήγε να πάρει κάποια χρήματα για να εκδώσει κάποια θεώρηση διαβατηρίου, κάποια «visa».
Δημοσιογράφος: « Αυτός ο αστυνομικός τι θα γίνει τώρα; Εμένα αυτό είναι το ερώτημα μου αν θα φύγει από την πόλη του να πάει αλλού ή αν θα φύγει από το σώμα των αλλοδαπών και να βρεθεί στην Τροχαία;
Αρχηγός: « Δεν ξέρω αν μετά από όσα θα πω θα βγω λίγο έξω, αλλά η θέση η δική μου και αν θα προκαταλάβω οποιαδήποτε απόφαση, ο αστυνομικός βρίσκεται σε διαθεσιμότητα και θέλω να πιστεύω ότι δεν θα επανέλθει ποτέ».
Απορρίπτοντας το επιχείρημα του δικηγόρου του αιτητή, ότι η πιο πάνω στιχομυθία αφαίρεσε το εχέγγυο αμεροληψίας του Αρχηγού, επηρεάζοντας το δικαίωμα του αιτητή σε δίκαιη δίκη, το Συμβούλιο σημείωσε στην απόφαση του ότι επρόκειτο για μια «γενική» δήλωση που έγινε με σκοπό να αναδειχθεί η αποφασιστικότητα της Αστυνομίας για πάταξη παρόμοιων φαινομένων διαφθοράς και ουδόλως προκατέλαβε την απόφαση του.
Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση προσθέτει ότι η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, σημειώνει ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ιδιάζουσα σχέση ή οξεία έχθρα μεταξύ του αιτητή και του Aρχηγού, που να καθιστούσε τη συμμετοχή του τελευταίου αντικανονική και ότι με βάση τον Κανονισμό 27 της Κ.Δ.Π 53/89, που διέπει τη σύσταση του Συμβουλίου, δεν υπήρχε δυνατότητα λειτουργίας του, χωρίς τη συμμετοχή του Αρχηγού.
Η ανάγκη τήρησης των εχεγγύων αμερόληπτης κρίσης από τα διοικητικά όργανα έχει κατ' επανάληψη επισημανθεί. Πρόκειται για ζήτημα που άπτεται της χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Kallouris v. The Republic (1964) C.L.R. 313, Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (1991) 4 (Α) Α.Α.Δ. 426).
Αποτελεί θεμελιακή αρχή ότι δεν μετέχουν στη σύνθεση και στη λειτουργία διοικητικού οργάνου, πρόσωπα των οποίων, ως εκ της σχέσης τους με πρόσωπα ή πράγματα, η συμμετοχή δημιουργεί αμφιβολία ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους.
Το θέμα κρίνεται όχι υποκειμενικά στη βάση πραγματικού επηρεασμού της πράξης, αλλά αντικειμενικά στη βάση της αντίληψης του κοινού εξωτερικού παρατηρητή. Η διοίκηση δεν πρέπει μόνο να ενεργεί σωστά αλλά και να φαίνεται ότι ενεργεί σωστά.
Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929 - 1959), σελ 111:
« Εν τούτοις, το Σ.τ.Ε. δέχεται την αρχήν, καθ' ην τα όργανα της Διοικήσεως δέον να παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως, οσάκις δε τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται δια δεσμών ιδιαζούσης σχέσεως προς τα πρόσωπα, εις α αφορά η κρινόμενη υπόθεσις, ή έχουσι συμφέρον εις την έκβασιν της, δημιουργείται τεκμήριον επηρεασμού τούτων, κλονίζον την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως των οργάνων. Η συμμετοχή, όθεν, μέλους παρ' ω υφίσταται ο κατά τα άνω δεσμός ή σχέσις ή συμφέρον, δημιουργεί κακήν σύνθεσιν του συλλογικού οργάνου επαγομένην ακυρότητα των πράξεων αυτού.
Προκειμένου συνεπώς να κριθή το κύρος της ούτω εκδοθείσης πράξεως δεν εξετάζεται εάν αύτη είναι πράγματι μεροληπτική ».
Στη παρούσα περίπτωση, οι δηλώσεις του Αρχηγού με τις οποίες φερόταν να ευελπιστεί στην οριστική απομάκρυνση του αιτητή από τις τάξεις της Αστυνομίας, προδικάζοντας με άλλα λόγια την ενοχή και καταδίκη του στην βαρύτερη προβλεπόμενη ποινή, αφαίρεσαν τα εξ' αντικειμένου εχέγγυα αμεροληψίας, ως στοιχειώδους δεδομένου του αδιάβλητου της συμμετοχής του στο Συμβούλιο Εφέσεων.
Αντίθετα φέρουν το στίγμα της προκατάληψης, στοιχειοθετημένης μάλιστα στη περίπτωση μας, μέσα από τα στοιχεία του φακέλου, με αποτέλεσμα, η επίδικη απόφαση του Συμβουλίου να οδηγείται σε ακύρωση.
Στην υπόθεση Νικολάου v. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης & Δημοσίας Τάξεως (2012) 3 Α.Α.Δ. 357, ο Αρχηγός αφού εξέτασε το φάκελο και το πόρισμα πειθαρχικής υπόθεσης, παρέπεμψε το αδίκημα στην πειθαρχική Επιτροπή, θεωρώντας το ως σοβαρής μορφής. Η συμμετοχή του στη συνέχεια ως μέλος του Συμβουλίου που εκδίκασε κατ' έφεση την υπόθεση, αφαίρεσε, όπως υπέδειξε η Ολομέλεια, την εγγύηση εξασφάλισης τεκμηρίου αμεροληψίας, απαραίτητου προσόντος για την άσκηση των καθηκόντων του.
Στη παρούσα ο Αρχηγός, προέβη σε δημόσιες δηλώσεις, προεξοφλώντας ουσιαστικά την έκβαση της υπόθεσης, πριν καν συμπληρωθεί το πόρισμα του ερευνώντος αξιωματικού και πριν αποφασιστεί η πειθαρχική δίωξη του αιτητή.
Ο ισχυρισμός του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, ότι δεν ήταν δυνατή η λειτουργία του Συμβουλίου στην απουσία του Αρχηγού, αποτελεί εκ των υστέρων επιχείρημα που δεν προκύπτει από τα πρακτικά του διοικητικού οργάνου και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη.
Εξάλλου, όπως ορθά εισηγήθηκε ο δικηγόρος του αιτητή, το κώλυμα συμμετοχής θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με αντικατάσταση του Αρχηγού από τον Υπαρχηγό ή με βάση τις σχετικές διατάξεις του Ν.158(Ι)/99.
Η ακύρωση της επίδικης απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων, συμπαρασύρει και την απόφαση για μη επιστροφή των παρακρατηθέντων απολαβών του αιτητή, εφόσον η πρώτη αποτελούσε προϋπόθεση της δεύτερης.
Η πιο πάνω κατάληξη μου καθιστά περιττή την εξέταση του λόγου ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο στον αιτητή δεν δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει στο σύνολο της, με έξοδα €1.350, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση. Τόσο η επίδικη απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση 1 όσο και η επίδικη απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση 2 ακυρώνονται.
A. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ