ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D608
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1048/2014)
13 Aυγούστου, 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RAPID ELECTRONICS LIMITED
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Μονομερής Αίτηση ημερομηνίας 31.7.2014
Π. Αγγελίδης με Γ. Αγγελίδη, για την αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
[Ex-tempore]
MIXAHΛΙΔΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία, δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο δυνάμει των προνοιών του ΚΕΦ. 113, ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας. Αυτό αποκαλύπτει η ένορκη δήλωση που κατατέθηκε προς υποστήριξη της αίτησης για παραχώρηση προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή της ισχύος της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 30.6.2014, σύμφωνα με την οποία, η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών της αιτήτριας, ανακλήθηκε για τους λόγους που με λεπτομέρεια εμφαίνονται στην επιστολή ίδιας ημερομηνίας.
Συγκεκριμένα ο Αρχηγός Αστυνομίας έκρινε, στηριζόμενος στις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1)(η) του Νόμου 125(Ι)/2007, ο περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμος, ότι ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης κρίνεται ακατάλληλο πρόσωπο να ασκεί το επάγγελμα του φύλακα ή ιδιώτη φύλακα και ως εκ τούτου η άδεια για άσκηση του επαγγέλματος φύλακα, ανακλήθηκε.
Ακολούθως, ο Αρχηγός Αστυνομίας, ενεργώντας βάσει των προνοιών του άρθρου 11(1) του ιδίου Νόμου, έκρινε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1) του άρθρου 7, με αποτέλεσμα να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας που της χορηγήθηκε στις 12.9.2013 (άρθρο 13(4), του ιδίου Νόμου).
Η αιτήτρια καταχώρισε εναντίον της εν λόγω απόφασης προσφυγή επιζητώντας την ακύρωση της απόφασης, ως παράνομης και επιζητεί με την αίτηση της, την αναστολή της ισχύος της απόφασης, επικαλούμενη έκδηλη παρανομία.
Ο κ. Αγγελίδης ενώπιον μου, επεκτάθηκε και στις σοβαρές συνέπειες τις οποίες θα έχει για την αιτήτρια η αναστολή της άδειας της και θα την οδηγήσει στην καταστροφή, «θα την βγάλει έξω από το παιγνίδι του ανταγωνισμού με ανεπανόρθωτες συνέπειες ιδίως στις σημερινές δύσκολες εποχές». Επικαλείται δε τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόμου, για να εισηγηθεί ότι, η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκδικητική, εφόσον για πολύ σοβαρότερα αδικήματα απαιτείται καταδίκη: το άρθρο προβλέπει για «καταδικασθέντα» και όχι για «κατηγορούμενο». Εν προκειμένω ο εν λόγω Κωνσταντινίδης, όχι μόνο δεν καταδικάστηκε αλλά ούτε καν καταχωρίστηκε εναντίον του ποινική υπόθεση, ενώ το αδίκημα ξεκίνησε να διερευνάται από το Φεβρουάριο του 2014, χωρίς να ληφθεί οποιαδήποτε άλλη ενέργεια εναντίον του εν λόγω προσώπου, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει, όπως εισηγείται, η προσωπική ελευθερία του ατόμου και να αφήνεται ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, στην εξουσία του Αρχηγού Αστυνομίας.
Σημειώνεται ότι, η άλλη πλευρά, παρά το γεγονός ότι της επιδόθηκε η αίτηση δεν καταχώρισε εμφάνιση και έτσι το ζήτημα θα κριθεί στη βάση και μόνο των θέσεων του συνηγόρου του αιτητή.
Από την εν λόγω επιστολή, όπως είχα την ευκαιρία ήδη να παρατηρήσω, προκύπτει ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας ενήργησε κάτω από τις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1)(η), κρίνοντας τον εν λόγω Κωνσταντινίδη πρόσωπο ακατάλληλο να ασκεί το επάγγελμα του φύλακα ή ιδιώτη φύλακα για τους λόγους που φαίνονται με λεπτομέρεια στην επιστολή: υπόθεση διερεύνησης σχετικά με παράνομες δραστηριότητες ιδιοποίησης και διαμοιρασμού δορυφορικού σήματος συνδρομητικών καναλιών της Κύπρου και του εξωτερικού, τα οποία διαπράχθηκαν στην Κύπρο και το εξωτερικό. Ενέργειες που έκρινε, ότι «δεν συνάδουν με τα νόμιμα καθήκοντα και την τίμια και ανιδιοτελή συμπεριφορά που αρμόζει σε φύλακα ή ιδιώτη φύλακα ή διευθυντή ή γραμματέα ή μέτοχο ή υπεύθυνο ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας».
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παροχής προσωρινού συντηρητικού διατάγματος, εξουσία που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, έχουν επανειλημμένα αναφερθεί από τη νομολογία και από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κανονισμός 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962).
Η παροχή τέτοιας εξουσίας τελεί κάτω από τις προϋποθέσεις τις οποίες με σαφήνεια καθόρισε η νομολογία (Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164, 167). Οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν. Η ικανοποίηση οποιασδήποτε από αυτές είναι αρκετή για να ενεργοποιήσει θετικά για τον αιτητή την εξουσία του Δικαστηρίου. Μία από τις προϋποθέσεις είναι η έκδηλη παρανομία της πράξης και η άλλη, η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς, νοουμένου ότι δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, οπότε λόγοι δημοσίου συμφέροντος επενεργούν ανασταλτικά στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος (Moyo and Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα πιο πάνω απαραίτητα στοιχεία, το Δικαστήριο προχωρεί να εξετάσει την παροχή της θεραπείας. Για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι προδήλως αναγνωρίσιμη χωρίς να απαιτείται διερεύνηση των αμφισβητούμενων γεγονότων. (Frangos αnd Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53, 57).
Όπως έχει τονιστεί και στην εν λόγω απόφαση, αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί, φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο, ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου. Ως προς τα όρια της έννοιας «έκδηλη παρανομία», σχετική είναι η Α.ΤΗ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, όπου επιβεβαιώθηκαν οι αρχές της νομολογίας με παράθεση αποσπάσματος από την απόφαση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, τα στενά πλαίσια της ενδιάμεσης διαδικασίας που προβλέπει ο Καν. 13, δεν προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης της ουσίας της διαφοράς ή των νομικών ζητημάτων που εγείρονται.
Ένας άλλος εναλλακτικός λόγος από τον ήδη εξετασθέντα για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι να καταδειχθεί ότι αν δεν εκδοθεί, η αιτήτρια ενδεχομένως θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. (Colocassides & Associates and others v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1780, Moyo and another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1209 και Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1857).
Εφ΄ όσον η ζημιά μπορεί ν΄ αποτιμηθεί σε χρήμα, έστω και δύσκολα, δεν μπορεί και είναι ανεπανόρθωτη όσο μεγάλη και αν είναι. (Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of K. Paphos κ.α. ν. Cybarco PLC (2009) 3 A.A.Δ. 513).
Με όλα τα γεγονότα και στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου, κρίνω ότι δεν έχει καταδειχθεί έκδηλη παρανομία. Με σαφήνεια προκύπτει ότι ενεργοποιήθηκαν οι πρόνοιες του Νόμου και στη βάση της αιτιολογημένης, εκ πρώτης όψεως, απόφασης του καθ΄ ου η αίτηση, λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Αλλά ούτε και ανεπανόρθωτη βλάβη κρίνω ότι έχει αποδειχθεί, παρά τις συνέπειες τις οποίες φαίνεται ότι ενδέχεται να προκύψουν στην οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Στο τέλος της ημέρας, όπως έχει υποδειχθεί στον κ. Αγγελίδη, αν καταχωρείτο ιεραρχική προσφυγή, όπως υποδεικνύετο με την επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας θα υπήρχε δυνατότητα αναστολής του επίδικου διατάγματος μέχρι την ημέρα που θα εκδίδετο απόφαση και στη συνέχεια θα υπήρχε και πάλι η δυνατότητα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Με όλα όμως τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον μου, στα πλαίσια και κάτω από το πρίσμα της φύσης της διαδικασίας, τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να χορηγηθεί.
Το αίτημα απορρίπτεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ