ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D532
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 908/2012)
17 Ιουλίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. MR ALI ABDULHAMID ALHOMSI,
2. ΑΝΤΡΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Γαβριηλίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 24.3.2012, με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών επικύρωσε την απόφαση ότι ο γάμος των αιτητών, τον οποίο συνήψαν στο Δημαρχείο Λατσιών την 8.2.2007, είναι εικονικός, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή περιλαμβάνουν και τα εξής: Ανεπαρκή έρευνα και αιτιολογία, πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Ο πρώτος αιτητής είναι Κουρδικής καταγωγής, Σύριος, ενώ η δεύτερη αιτήτρια είναι Κύπρια πολίτης. Στις 8.2.2007 οι αιτητές συνήψαν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Λατσιών. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο γάμος τους ήταν καθόλα νόμιμος, ότι συζούσαν κανονικά καθόλο το χρόνο, από του γάμου τους μέχρι σήμερα, εκτός από κάποια περίοδο μεταξύ Νοεμβρίου 2009 και Απριλίου 2010, όταν ο πρώτος αιτητής μετέβη στη Συρία για το θάνατο της μητέρας του και εκεί συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση. Για εκείνο το διάστημα οι αιτητές παραδέχονται ότι η δεύτερη αιτήτρια ζήτησε και έλαβε δημόσιο βοήθημα εξαιτίας της «διάστασης» της με το σύζυγο της.
Οι καθ΄ ων η αίτηση στην ένσταση τους αναφέρονται στην παράνομη είσοδο και διαμονή του αιτητή 1 στη Δημοκρατία το 2004, την υποβολή αίτησης για παροχή πολιτικού ασύλου σ΄ αυτόν και την απόρριψη της αίτησης του το τέλος του 2006. Στη συνέχεια, υπογραμμίζουν ότι, ο πρώτος αιτητής εξακολούθησε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία και ενώ διέμενε παράνομα τέλεσε τον προαναφερόμενο γάμο του με την αιτήτρια 2, στις 8.2.2007. Στη συνέχεια, αυτός υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση προσωρινής άδειας παραμονής και εργασίας, ως σύζυγος Κυπρίας, και του δόθηκε τέτοια άδεια μέχρι τις 28.7.2009. Οι καθ΄ ων η αίτηση παραδέχονται ότι, στα πλαίσια ερευνών που διεξήγαγαν σχετικά με τη γνησιότητα του γάμου των αιτητών, «το ζεύγος εντοπίστηκε να διαμένει κάτω από την ίδια στέγη στη δηλωθείσα διεύθυνση». Όμως, από πληροφορίες που έλαβαν οι καθ΄ ων η αίτηση, διατηρούσαν υποψίες για την εικονικότητα του γάμου και παρέπεμψαν το ζήτημα (της εικονικότητας του γάμου) στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους, η οποία, σε συνεδρίαση που έγινε στις 17.12.2010, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο γάμος ήταν εικονικός, καθότι το ζεύγος φαινόταν να συμβιώνει «τυπικά» ενώ η Κύπρια σύζυγος παρουσίασε στοιχεία λήψης δημόσιου βοηθήματος. Στη συνέχεια απορρίφθηκε το αίτημα του πρώτου αιτητή για άδεια παραμονής, ενόψει της εικονικότητας του γάμου του. Οι αιτητές καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης, και η απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή, με την οποία επιβεβαιώθηκε η προαναφερόμενη απόφαση, εκδόθηκε στις 24.3.2012 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού διερεύνησε επιμελώς την όλη υπόθεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ο Νόμος), και έχοντας υπόψιν τόσο τις παραστάσεις των αιτητών, όσο και τα πορίσματα της Επιτροπής Μετανάστευσης, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή για τους εξής λόγους:
(α) Το ζεύγος δε συζεί κάτω από την ίδια στέγη (Άρθρο 7Α (3) (α) του Νόμου).
(β) Οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, ήταν αντιφατικές (Άρθρο 7Α (3) (δ) του Νόμου).
(γ) Ο αλλοδαπός (αιτητής 1) έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει προβλήματα όσον αφορά την άδεια διαμονής του στη Δημοκρατία (Άρθρο 7Α (3) (ζ) του Νόμου), και
(δ) Η σύζυγος (αιτήτρια 2) υπέβαλε αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος λόγω του ότι, όπως ανέφερε σε Λειτουργό Ευημερίας, «τους προηγούμενους 7 μήνες ήταν σε διάσταση με τον αλλοδαπό σύζυγο της» και προσκόμισε και σχετική βεβαίωση Κοινοτάρχη, για το θέμα αυτό.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Υπόθεση 323/12, Serban Mihaela κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 27.2.2014, από την οποία παραθέτω το εξής απόσπασμα:
«Σχετικός είναι ο περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος. Κεφ. 105 και συγκεκριμένα τα άρθρα 2 και 7Α. Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 αναγράφεται ότι εικονικός γάμος σημαίνει γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτου της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία, με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία. Το άρθρο 7Α προνοεί για εικονικούς γάμους. Προνοεί συγκεκριμένα ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης συμβουλεύεται τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ιδρύεται με το άρθρο 7Β του Νόμου για να διαπιστώσει αν ο γάμος είναι εικονικός. Ο Διευθυντής ή εκπρόσωπος του μπορεί να καλέσει σε συνέντευξη μαζί ή χωριστά τους δύο συζύγους ή οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σε θέση να του δώσει πληροφορίες, για να διαπιστώσει αν ο γάμος είναι κανονικός (άρθρο 7Α(2)). Το εδάφιο 3 του άρθρου 7Α αναφέρει τα κύρια στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός. Αυτά είναι: (α) ότι το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη, (β) οι σύζυγοι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ πριν από το γάμο τους, (γ) η έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάμο, (δ) οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με στοιχεία της ταυτότητας τους (όνομα, διεύθυνση διαμονής, ιθαγένεια και επάγγελμα), τις περιστάσεις της πρώτης του γνωριμίας ή «αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν είναι αντιφατικές», (ε) οι συζύγοι δεν μιλούν μια κοινά αντιληπτή γλώσσα, (στ) έχει καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη σύναψη του γάμου (εκτός όταν πρόκειται για προίκα στις περιπτώσεις όπου η προίκα είναι συνήθης πρακτική, και (ζ) υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι έχουν στο παρελθόν συνάψει εικονικό γάμο ή παρουσιάζουν προβλήματα σε ότι αφορά την άδεια διαμονής τους στη Δημοκρατία.»
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία. Ιδιαίτερα εξέτασα τους προαναφερόμενους τέσσερις λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή των αιτητών και λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο πρώτος λόγος, ότι δηλαδή το ζεύγος δε συζεί κάτω από την ίδια στέγη, δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από τα γεγονότα. Τουλάχιστον δεν φαίνεται να έγινε επαρκής έρευνα αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Στο φάκελο του δικαστηρίου, ως Παράρτημα Ε στην αίτηση ακυρώσεως, υπάρχει αντίγραφο δήλωσης του ανδρογύνου ότι αυτοί συζούν αρμονικά υπό την ιδίαν στέγην από την ημερομηνία του γάμου τους, 8.2.2007, μέχρι την ημερομηνία υπογραφής της δήλωσης, στις 12.1.2012, με βεβαίωση του Κοινοτάρχη Παλλουριώτισσας ότι η δήλωση υπεγράφη ενώπιον του, ως υπεύθυνη δήλωση. Υπάρχει επίσης αντίγραφο βεβαίωσης του ίδιου του Κοινοτάρχη Παλλουριώτισσας, ημερ. 12.1.2012, στην οποία βεβαιούται ότι οι αιτητές συζούν και διαμένουν αρμονικά, μαζί, στη διεύθυνση Ναυσικάς 6, στην Παλλουριώτισσα, από την ημερομηνία του γάμου τους μέχρι τις 12.1.2012. Επιπρόσθετα υπάρχουν αντίγραφα έντεκα δηλώσεων, προσώπων που εμφανίζονται ως προσωπικοί γνωστοί, φίλοι και γείτονες του ζεύγους, τα οποία βεβαιώνουν ότι οι αιτητές συζούν στην προαναφερόμενη διεύθυνση.
Το στοιχείο της συμβίωσης του ζεύγους δεν φαίνεται να διερευνήθηκε ή τουλάχιστον να διερευνήθηκε επαρκώς, ούτε από την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία έλαβε την αρχική απόφαση στις 3.1.2012 (Ερυθρό 221 στον Υπηρεσιακό Φάκελο που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1), ούτε και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που συνεδρίασε στις 17.12.2010, η οποία αναφέρει απλά και αναιτιολόγητα ότι το ζεύγος «φαίνεται ότι συμβιώνει τυπικά» (Ερυθρό 168 στο τεκμήριο 1). Τα προαναφερόμενα στοιχεία (βεβαιώσεις και δηλώσεις) υπήρχαν, όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στις 24.3.2012, όμως δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σ΄ αυτά, ούτε βέβαια και οποιαδήποτε αξιολόγηση τους. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, επίσης απλά, ότι βασίστηκε στις σχετικές διατάξεις του Νόμου, τις παραστάσεις των αιτητών, που δεν διευκρινίζονται, ούτε συγκεκριμενοποιούνται, και τα πορίσματα της Επιτροπής Μετανάστευσης.
Οι καθ΄ ων η αίτηση κάνουν αναφορά σε πληροφορίες από ανώνυμα πρόσωπα αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό τυπική συμβίωση των αιτητών και σε αποτυχία των αιτητών να αποδείξουν με «ατράνταχτα» στοιχεία τη γνησιότητα του γάμου τους. Θεωρώ ότι το βάρος της αιτιολόγησης της εικονικότητας του γάμου το έχουν οι καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι θα έπρεπε να δείξουν ότι προέβησαν σε δέουσα έρευνα και ότι αιτιολόγησαν την απόφαση τους επαρκώς. Εφόσον φαίνεται να δόθηκε βαρύτητα σε πληροφορίες από ανώνυμους, θεωρώ ότι περισσότερη βαρύτητα θα έπρεπε να είχε δοθεί στις δηλώσεις των προαναφερόμενων επώνυμων και ιδιαίτερα του Κοινοτάρχη, πράγμα που δεν φαίνεται να έγινε.
Ο δεύτερος λόγος της προσβαλλόμενης απόφασης είναι οι κατ΄ ισχυρισμόν αντιφατικές δηλώσεις των αιτητών αναφορικά με πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα. Από την έρευνα που διεξήγαγα στο φάκελο του δικαστηρίου και στον Υπηρεσιακό Φάκελο, τεκμήριο 1, δεν μπόρεσα να εντοπίσω οποιεσδήποτε αντιφατικές δηλώσεις των αιτητών. Ούτε στην ένσταση, αλλά ούτε και στην αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες αντιφατικές δηλώσεις των αιτητών.
Ο τρίτος λόγος για την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι ο πρώτος αιτητής, στο παρελθόν, αντιμετώπισε προβλήματα όσον αφορά την άδεια διαμονής του. Αυτό είναι ορθό. Όμως είναι επίσης ορθό ότι ο πρώτος αιτητής μεταξύ 2007 και 2009 είχε εξασφαλίσει άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία, ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδος και δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του γάμου του κατ΄ εκείνη την περίοδο. Αυτό το στοιχείο δεν λήφθηκε υπόψιν, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο τέταρτος λόγος για την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ότι η δεύτερη αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος, λόγω «διάστασης» της με τον αιτητή 1, για κάποια περίοδο του 2009-2010. Οι αιτητές παραδέχονται ότι την περίοδο των 7 περίπου μηνών που ο πρώτος αιτητής βρισκόταν στη Συρία, κατά την προαναφερόμενη περίοδο, αρχικά ένεκα του θανάτου της μητέρας του και στη συνέχεια ένεκα της σύλληψης και κράτησης του από τις Συριακές Αρχές, η δεύτερη αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα για δημόσιο βοήθημα. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι εναντίον της δεύτερης αιτήτριας καταχωρήθηκε ποινική δίωξη για ψευδή δήλωση της αναφορικά με τη «διάσταση» της με το σύζυγο της, με σκοπό την εξασφάλιση του προαναφερόμενου βοηθήματος, με ψευδείς παραστάσεις. Ούτε αυτό το στοιχείο φαίνεται να απασχόλησε, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ενόψει των προαναφερομένων, εκτιμώ ότι οι δύο πρώτοι λόγοι για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας, ο τρίτος λόγος ευσταθεί αλλά θεωρώ ότι δεν έχει διερευνηθεί πλήρως, ούτε και λήφθηκε υπόψιν το εύρος της συνολικής διαμονής του πρώτου αιτητή στη Δημοκρατία. Ο τέταρτος λόγος, επίσης θεωρώ ότι δεν διερευνήθηκε επαρκώς, εφόσον θεωρήθηκε ότι το ζεύγος βρισκόταν σε διάσταση, ένεκα της προαναφερόμενης δήλωσης της δεύτερης αιτήτριας, για την οποίαν, όμως, η δεύτερη αιτήτρια διώχθηκε ποινικά για ψευδή δήλωση.
Με τα προαναφερόμενα στοιχεία υπόψιν, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση που λήφθηκε μετά από επαρκή έρευνα και ότι είναι δεόντως αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν 158(Ι)/99).
Κατά συνέπεια και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται δηλωτική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποίαν κηρύσσεται άκυρη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 24.3.2012. Έξοδα €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.