ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D469
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 467/2010)
7 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LEELAWATHIE PERERA,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Ν. Χαραλαμπίδου, για την Αιτήτρια.
Λ. Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 18/1/2010, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Τα γεγονότα της προσφυγής.
Η αιτήτρια, γεννηθείσα την 1/2/1968, με καταγωγή και υπηκοότητα Σρι Λάνκας, αφίχθηκε στην Κύπρο, στις 6/11/1997 για να εργοδοτηθεί ως οικιακή βοηθός στην κατοικία του ιατρού Ιωσήφ Κάσιου.
Για το σκοπό αυτό της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία ανανεώθηκε διαδοχικά, κατόπιν διαβημάτων του εργοδότη της, μέχρι 6/11/2005.
Λίγες μέρες πριν από την εκπνοή της τελευταίας άδειας, ο εργοδότης, ζήτησε την περαιτέρω ανανέωση της, το αίτημα του όμως απορρίφθηκε και παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 30/12/2006, με την ένδειξη «τελική - μη ανανεώσιμη».
Έχοντας συμπληρώσει ένα διάστημα 7 χρόνων, 8 μηνών και 12 ημερών συνολικής παραμονής στην Κύπρο, η αιτήτρια υπέβαλε στις 9/8/2005, αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, δυνάμει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(1)/2002 ως έχει τροποποιηθεί) - (στο εξής «ο Νόμος»).
Εκκρεμούσης της εξέτασης του αιτήματος της, η αιτήτρια, που στο μεταξύ συνήψε στις 27/6/2008 πολιτικό γάμο με ομοεθνή της με τον οποίο είχε προηγουμένως αποκτήσει δύο παιδιά στη Κύπρο, εργοδοτήθηκε από τη Γιαννούλα Δημητριάδη, κατόπιν διαβήματος της οποίας, η Διευθύντρια εξέδωσε νέα άδεια προσωρινής παραμονής η οποία επεκτάθηκε μέχρι 30/12/2011.
Μέσα στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος πολιτογράφησης, ζητήθηκαν οι απόψεις του Αρχηγείου Αστυνομίας, της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, του Διοικητή της Κ.Υ.Π. και του Επάρχου Λευκωσίας, οι οποίες αξιολογήθηκαν από τη Διευθύντρια.
Η τελευταία εισηγήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών, o oποίος, σύμφωνα με το άρθρο 111 του Νόμου έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα, την απόρριψη της αίτησης.
Η εισήγηση έγινε αποδεκτή στις 18/12/2009 και στη συνέχεια η Διευθύντρια, κοινοποίησε στην αιτήτρια την επίδικη επιστολή της, η οποία είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:
"Ι am directed to refer to your application for the acquisition at the Cypriot citizenship through Naturalization and to inform you that it was carefully examined but it was not approved.
2. The Republic of Cyprus practicing its sovereign rights and in view of the fact that:
(a) Your arrival and residence in Cyprus as housemaid is purposed to be temporary and
(b) It was ruled that you have not fully integrated into Cyprus society
Decided that there is not any essential reason justifying your Naturalization as a Cypriot citizen."
Το ζήτημα του εκπροθέσμου της προσφυγής.
Επειδή η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 13/4/2010, η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση προβάλλει προδικαστικό ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής προθεσμίας των 75 ημερών από τη λήψη της επίδικης επιστολής που φέρει ημερομηνία 18/1/2010 και μονογραφή με τη φράση «στάληκε 19/1/2010».
Η θέση των καθ'ων είναι ότι εφόσον η επιστολή εστάλη στην ορθή διεύθυνση στις 19/1/2010, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα έπρεπε αυτή να είχε παραληφθεί εντός πέντε ημερών (Μagic Palace (Night Spot) Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 301/2005, ημερομηνίας 7/5/2007), με αποτέλεσμα η προσφυγή που καταχωρίστηκε 85 μέρες μετά, να είναι προφανώς εκπρόθεσμη.
Η αιτήτρια απαντά ότι δεν υπάρχει στο φάκελο οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για την ημερομηνία αποστολής της επίδικης επιστολής, ή αν αυτή είχε σταλεί με συστημένο ταχυδρομείο, οπόταν και θα έπρεπε να προσκομιστεί η απόδειξη παραλαβής της. Τονίζει ότι έλαβε γνώση στις 11/2/2010, δηλαδή 24 μέρες μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία, διάστημα όχι ιδιαίτερα μεγάλο, δεδομένου ότι είναι άγνωστο πότε ακριβώς είχε ταχυδρομηθεί και επισημαίνει ότι, το βάρος απόδειξης του εκπροθέσμου εναπόκειται στην πλευρά που το επικαλείται και ότι σε περίπτωση αμφιβολίας, αυτή επενεργεί υπέρ του αιτητή.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Η χειρόγραφη σημείωση άγνωστου λειτουργού στο αντίγραφο της επιστολής που είναι καταχωρημένο στο φάκελο, ότι αυτή «στάληκε 19/1/2010» δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη αποστολής της.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 252, υποδεικνύεται ότι η κοινοποίηση διοικητικής πράξης, «δέον να αποδεικνύεται ως λαβούσα πράγματι χώραν» και ότι «δεν αποτελεί δε πλήρη απόδειξιν κοινοποιήσεως το ότι η πράξις φέρεται διεκπεραιωθείσα δια παραδόσεως εις το Ταχυδρομείον, εφ' όσον δεν αποδεικνύεται και η περιέλευσις αυτής εις τον προς ον η κοινοποίησις και δη από βεβαίας χρονολογίας, έστω και αν έτι βεβαιούται η παραλαβή του σχετικού εγγράφου ως συστημένου υπό της ταχυδρομικής υπηρεσίας».
Τα πιο πάνω πορίσματα υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Aspri v. Republic (1979) 3 C.L.R. 490.
Έχει βέβαια νομολογηθεί, ότι η σχετική πρόνοια του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, δεν επιβάλλει την αποστολή ασφαλισμένων επιστολών (βλ. Θεμιστοκλέους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415), και ότι υπάρχει τεκμήριο λήψης.
Στην παρούσα όμως, δεν αμφισβητείται η λήψη, αλλά η ακριβής ημερομηνία αποστολής και λήψης, με αποτέλεσμα, ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας εκ μέρους των εχόντων το βάρος απόδειξης, καθ' ων η αίτηση, να δημιουργούνται αμφιβολίες που λειτουργούν υπέρ της αιτήτριας (βλ. Πατάτας v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248).
Eπομένως η προσφυγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκπρόθεσμη και συνεπώς η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Λόγοι Ακύρωσης.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι στην περίπτωση της έχει παραβιαστεί το άρθρο 111 του Νόμου, ότι εμφιλοχώρησε πλάνη και κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας των καθ'ων η αίτηση και ότι η επίδικη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και δεν υποστηρίζεται από νόμιμη αιτιολογία.
Πιο συγκεκριμένα, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ενώ πληροί όλα τα κριτήρια (προσόντα για πολιτογράφηση) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, η αίτηση της απορρίφθηκε για λόγους που δεν προβλέπονται στο Νόμο και κατά πλάνη αναφορικά με τις πρόνοιες του.
Ούτε η προσωρινού χαρακτήρα άφιξη και διαμονή της στη Δημοκρατία, αλλά ούτε και ο ισχυρισμός περί μη ένταξης στην κυπριακή κοινωνία, αποτελούν κατά την αιτήτρια, στοιχεία εξέτασης για την παραχώρηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης.
Η δε αναφορά της Διευθύντριας στην εισήγηση της προς τον Υπουργό περί αποκλεισμού της αιτήτριας από το πεδίο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τους επί μακρόν διαμένοντες, λόγω της προσωρινότητας της φύσης της εργασίας της, ήταν, λέγει η αιτήτρια, ένα αυθαίρετο και αναρμόδιο συμπέρασμα εφόσον δεν είχε υποβληθεί τέτοια αίτηση.
Η αιτήτρια εισηγείται περαιτέρω, ότι ο Υπουργός με την απλή προσθήκη της φράσης «συμφωνώ» στην εισήγηση της Διευθύντριας, δεν άσκησε την αποφασιστική αρμοδιότητα του και ότι η απόρριψη της αίτησης αποφασίστηκε κατά κατάχρηση εξουσίας διότι είχε ως βάση την εθνοτική καταγωγή της και την ιδιότητα της ως οικιακής βοηθού, κατά παράβαση του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Δωδέκατο Πρωτόκολλο) Κυρωτικού Νόμου του 2002 (Ν. 13(ΙΙΙ)/2002).
Υποβάλλεται επίσης ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα κυρίως σε ό,τι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της ενσωμάτωσης της αιτήτριας στην κυπριακή κοινωνία, για το οποίο θα έπρεπε η αιτήτρια να ακουστεί λαμβανομένης υπόψη της μακρόχρονης παρουσίας της στη Δημοκρατία και των φιλικών σχέσεων που δημιούργησε αλλά και των προσώπων που εγγυήθηκαν την αιτήτρια στην αίτησή της.
Υπό τις περιστάσεις, καταλήγει η αιτήτρια, η επίδικη απόφαση, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένη και με βάση το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.
Οι καθ'ων η αίτηση απαντούν ότι η αιτιολογία της απόρριψης του αιτήματος, προκύπτει ευθέως από το σημείωμα της Διευθύντριας προς τον Υπουργό, κατόπιν συγκερασμού όλων των στοιχείων και τονίζουν ότι η απλή συνδρομή των τυπικών κριτηρίων του Νόμου δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης και ότι η επί του θέματος διακριτική ευχέρεια της διοίκησης είναι πολύ ευρεία, με μόνη υποχρέωση, την καλόπιστη εξέταση του αιτήματος.
Οι διατάξεις που αφορούν την απόκτηση από αλλοδαπό της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, δυνάμει πολιτογράφησης, καθορίζονται στο άρθρο 111 σε συνδυασμό με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 111:
"Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.
Το πρόσωπο αυτό, στο οποίο χορηγείται το πιστοποιητικό πολιτογράφησης, μόλις δώσει επίσημη διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον Τύπο που καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, καθίσταται πολίτης της Δημοκρατίας κατόπιν πολιτογράφησης, από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγείται σ' αυτόν το πιο πάνω πιστοποιητικό."
Ο Τρίτος Πίνακας (Προσόντα για Πολιτογράφηση) προβλέπει, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
"1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:
Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών, να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τους η διαμονή του να είναι συνεχής,
(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και
(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού-
(i) να διαμένει στη Δημοκρατία,
(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία."
Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, η κατοχή των πιο πάνω προσόντων δεν συνεπάγεται αυτόματα την έκδοση πιστοποιητικού πολιτογράφησης. Ο Νόμος παρέχει στον αρμόδιο Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Παρέχεται μόνο το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση. (Βλ. Vera Joudina v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 708/2005, ημερομηνίας 20/7/2006 και Tahir Mahmood v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 254/2006, ημερομηνίας 15/5/2007).
Στην Sohrab Bigvand v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1178/2008, ημερομηνίας 12/11/2009 τονίστηκαν τα εξής:
"Κύριο στοιχείο της πολιτογράφησης, εκτός από τη βούληση του ατόμου η οποία εκφράζεται με την αίτηση του ενδιαφερομένου, είναι και η βούληση της πολιτείας που δύναται κυριαρχικά να προσδώσει την ιθαγένεια. Συνεπώς δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Ν. 141(1)/2002 και η διερεύνηση τυχόν λόγου στο πρόσωπο του αιτητή που αφορά στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Επιβάλλεται περαιτέρω για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να γίνει κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη για το σκοπό αυτό το ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε ικανοποιητικά την ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και ότι συμμετείχε γενικά στον ντόπιο τρόπο ζωής. (Βλ και Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη - Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126)."
Στην παρούσα περίπτωση εκτός από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν με την αίτηση, αναζητήθηκαν οι απόψεις διαφόρων αρμοδίων αρχών.
Ο Έπαρχος Λευκωσίας ανέφερε ότι η αιτήτρια «είναι πρόσωπο καλού χαρακτήρα μιλά λίγα Ελληνικά και δείχνει να προσαρμόζεται με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας. Τα προσόντα και οι προϋποθέσεις για την πολιτογράφηση της ως πολίτιδας της Κυπριακής Δημοκρατίας τηρούνται».
Αντίθετα, ο Υπεύθυνος του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας σημείωσε ότι «δεν δείχνει να προσαρμόζεται με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας, μιλά ελάχιστα Ελληνικά, δεν έχει οποιοδήποτε γενεαλογικό δεσμό με τη Κύπρο και ακόμα η άδεια παραμονής της είναι τελική και μη ανανεώσιμη».
Η πιο πάνω άποψη υιοθετήθηκε από τη Διευθύντρια, η οποία, πρόσθεσε στην εισήγηση της προς τον Υπουργό και τα ακόλουθα σχόλια:
"Μετά από μελέτη του σχετικού φακέλου διαφαίνεται ότι η σχέση της αιτούσας με τη Δημοκρατία είναι καθαρά εργασιακή και μάλιστα σε προσωρινή βάση, εφόσον δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό με την Κύπρο. Είμαι της άποψης ότι η ικανοποίηση και μόνο των, κατά Νόμο, ελάχιστων χρονικών προσόντων / απαιτήσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έγκριση της αίτησης αφού θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και άλλοι παράγοντες όπως το όφελος ή και επιβάρυνση που πιθανόν να έχει το κράτος καθώς και αν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον. Πέραν τούτου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η αιτούσα, λόγω της προσωρινότητας της φύσης της εργασίας της, αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας της Ε.Ε. για το καθεστώς των επί μακρών διαμενόντων και κατά τη γνώμη μου τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι λογικό να αναμένουν να καταστούν πολίτες της Δημοκρατίας, όταν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να αποκτήσουν πρώτα καθεστώς μόνιμης διαμονής εδώ."
Τα πιο πάνω αποκαλύπτουν ως αποφασιστικά στοιχεία για το αποτέλεσμα της αίτησης της αιτήτριας, κατά πρώτον το ζήτημα της ενσωμάτωσης της αιτήτριας στην κυπριακή κοινωνία και της προσαρμογής της τελευταίας με τα ήθη και έθιμα του τόπου και κατά δεύτερο την άποψη της Διευθύντριας ότι η καθαρά εργασιακής φύσεως και προσωρινής μορφής παραμονή της αιτήτριας, δεν δικαιολογούσε την πολιτογράφηση της.
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, της προσαρμογής της αιτήτριας, η Διευθύντρια και κατ' επέκταση ο Υπουργός, είχαν ενώπιον τους δύο αντίθετες απόψεις, από τις οποίες στο τέλος υιοθέτησαν τη μία χωρίς αναφορά στους λόγους απόρριψης της άλλης και χωρίς περαιτέρω διερεύνηση στοιχείων και δεδομένων.
Με βάση δε, το ιστορικό της αιτήτριας, την πολυετή νόμιμη παραμονή της, τις επιστολές των κατά καιρούς εργοδοτών της και τις συστάσεις των Κύπριων πολιτών που υποστήριζαν την αίτηση της, καθώς και τον επισήμως διαπιστωμένο καλό χαρακτήρα της, η άποψη ότι δεν είχε προσαρμοσθεί πλήρως στην κυπριακή κοινωνία, παραμένει μετέωρη και συνεπώς ατεκμηρίωτη.
Οι αντιφατικές πληροφορίες που βρίσκονταν στο φάκελο, επέβαλλαν, κατά την κρίση μου, εκτενέστερη έρευνα, ενώ θα μπορούσε να διεξαχθεί και προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας για να τεκμηριωθεί επαρκώς το οποιοδήποτε τελικό συμπέρασμα.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ 188, υποδεικνύεται ότι «είναι πλημμελής αιτιολογία της πράξεως, ήτις ου μόνον δεν στηρίζεται εις τα στοιχεία του φακέλλου, αλλά αντιθέτως κλονίζεται εξ αυτών. ή δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, εφ' ων εστηρίχθη η μόρφωσις αντιθέτου γνώμης». Τονίζεται επίσης ότι «ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθεί εκ συγκρουομένων προς άλληλα στοιχεία των φακέλλων».
Κάτω από παρόμοιες συνθήκες στην Dolidze κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 539, η Ολομέλεια σημείωσε τα ακόλουθα:
"Πέρα όμως από το θέμα της αναρμοδιότητας του οργάνου, η σημασία του οποίου είναι καταλυτική στην έκβαση της έφεσης, προδιαγράφοντας την επιτυχία της, σημειώνουμε με συντομία και την έλλειψη αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η κα Στρατουρά χωρίς να προβεί η ίδια σε περαιτέρω εξέταση, δέχθηκε την εισήγηση του κλιμακίου Πάφου της ΥΑ&Μ (ανωτέρω) χωρίς να διατυπώσει τη δική της κρίση και άποψη επί του θέματος, καθήκον το οποίο επιβάλλεται από το νόμο. Η χωρίς άλλο αποδοχή της εισήγησης του κλιμακίου της ΥΑ&Μ, δίδει την εντύπωση επισφράγισης της εισήγησης (rubber stamping) χωρίς έτσι να παρέχεται η δυνατότητα ανίχνευσης της κρίσης του οργάνου και της αιτιολογίας που έπρεπε να τη συνοδεύει ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος."
Σε ό,τι δε αφορά το στοιχείο της προσωρινότητας της άφιξης και παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στον Τρίτο Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, (πιο πάνω), όπου καθορίζονται τα προσόντα πολιτογράφησης, γίνεται ειδική μνεία στην κατηγορία των οικιακών βοηθών που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, παρέχεται δηλαδή και σ' αυτές το δικαίωμα να αποταθούν για πολιτογράφηση, πάνω στη βάση βεβαίως των ιδιαίτερων δεδομένων της κάθε περίπτωσης.
Επομένως και αυτή η παράμετρος της απορριπτικής απόφασης παρέμεινε μετέωρη και συνεπώς ατεκμηρίωτη.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι, στην έκθεση που υποβλήθηκε στη Διευθύντρια, από το αρμόδιο αστυνομικό κλιμάκιο, θίγεται μια διαφορετική πτυχή, καθώς υπό τον τίτλο «Απόψεις και Συστάσεις», ο Λοχίας εξεταστής, του οποίου την άποψη προσυπογράφει ο Υπεύθυνος του κλιμακίου, σημειώνει τα εξής:
"Η αιτήτρια φαίνεται πρόσωπο φιλήσυχο και καλού χαρακτήρα, όμως τυχόν πολιτογράφηση της θα δώσει και στο σύζυγο και στα παιδιά της το δικαίωμα παραμονής με επακόλουθο την μελλοντική πολιτογράφηση και αυτών."
Η πιο πάνω άποψη, η οποία συνιστά εξωγενές στοιχείο, ναι μεν δεν μεταφέρθηκε ευθέως στην εισήγηση της Διευθύντριας προς τον Υπουργό, πλην όμως η εν τέλει υιοθέτηση της εισήγησης του κλιμακίου, δεν αποκλείει την πιθανότητα το αίτημα της αιτήτριας να αντικρίστηκε μέσα από αυτό το πρίσμα, πράγμα ανεπίτρεπτο. Η λήψη υπόψη εξωγενών, άσχετων ή μη ουσιωδών παραγόντων συνιστά πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και καθιστά την απόφαση της αντίθετη προς το Νόμο, με αποτέλεσμα να οδηγεί στην ακύρωση της γιατί λήφθηκε καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. (Βλ. Soteriou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 83, Konnaris and Another v. Republic (1974) 3 C.L.R. 377, Nicolaou v. Republic (1967) 2 C.L.R. 308, Tzavelas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490 και Kleanthous v. Republic (1978) 3 C.L.R. 303).
Τέλος, αναφορικά με την αναφορά της Διευθύντριας στην Οδηγία 2003/109/ΕΚ για τους επί μακρόν διαμένοντες, χωρίς να έχει υποβληθεί από την αιτήτρια αίτημα, πάνω σ' αυτή τη βάση, έτσι ώστε να εξεταστεί σύμφωνα με τις αντίστοιχες νομοθετικές πρόνοιες, το λιγότερο που μπορώ να πω είναι ότι αυτή κρίνεται ως ατυχής.
Από τα πιο πάνω προκύπτει σαφώς ότι ο Υπουργός κατά την άσκηση της αποφασιστικής αρμοδιότητας του, είχε ενώπιον του αντιφατικά και ανεπαρκή στοιχεία με βάση τα οποία κατέληξε στην απόρριψη του αιτήματος πάνω στη βάση λόγων που δεν είχαν έρεισμα στο σύνολο των διαθέσιμων προσωπικών δεδομένων της αιτήτριας.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Έξοδα €1.350, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ