ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D528
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 438/2014
439/2014
17 Iουλίου, 2014
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΠΑΡ. 1 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ
Υπόθεση αρ. 438/2014
1. FARSHID LOTFALIPOUR
2. ROSEBALLA PADER BUIS
3. ΔΑΝΙΗΛ ΦΑΡΧΙΤ ΔΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ
ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ ROSEBALLA PADER
BUIS ΚΑΙ FARSHID LOTFALIPOUR
4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΤΦΑΛΙΠΟΥΡ ΔΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ
ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ ROSEBALLA PADER
BUIS ΚΑΙ FARSHID LOTFALIPOUR
5. ΜΑΡΙΟΣ ΣΥΛΒΙΟ ΛΟΤΦΑΛΙΠΟΥΡ ΔΙΑ ΤΩΝ
ΠΛΗΣΙΕΣΕΡΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ ROSEBALLA
PADER BUIS ΚΑΙ FARSHID LOTFALIPOUR
Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ' ων η αίτηση
Υπόθεση αρ. 439/2014
1. ROSEBALLA PADER BUIS
2. FARSHID LOTFALIPOUR
3. ΔΑΝΙΗΛ ΦΑΡΧΙΤ ΔΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ
ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ ROSEBALLA PADER
BUIS ΚΑΙ FARSHID LOTFALIPOUR
4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΤΦΑΛΙΠΟΥΡ ΔΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΩΝ
ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ ROSEBALLA PADER
BUIS ΚΑΙ FARSHID LOTFALIPOUR
5. ΜΑΡΙΟΣ ΣΥΛΒΙΟ ΛΟΤΦΑΛΙΠΟΥΡ ΔΙΑ ΤΩΝ
ΠΛΗΣΙΕΣΕΡΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ ROSEBALLA
PADER BUIS ΚΑΙ FARSHID LOTFALIPOUR
Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ' ων η αίτηση
..........
Αίτηση ημερ. 10/6/14 για προσωρινό διάταγμα αναστολής από αιτητή και αιτήτρια
Δ. Καϊλης για Μ. Βορκά, για τους αιτητές
Ι. Δημητρίου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
.............................
A Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Οι δυο αιτήσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος συνεκδικάσθηκαν λόγω του ότι παρουσιάζουν όμοια γεγονότα και κοινά νομικά σημεία.
Γεγονότα σε αμφότερες τις αιτήσεις
Ο αιτητής στην υπ' αρ. 438/14 καταχώρησε στις 14/4/14 προσφυγή με την οποία προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 14/2/14 με την οποία απέρριψαν αίτηση του γι' ανανέωση της άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία και με την οποία πρόσθετα τον καλούν να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι τις 15/6/14 ως άκυρη και/ή στερουμένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Η προσφυγή που καταχώρησε η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 29/1/14 με την οποία απέρριψαν αίτηση της για ανανέωση της άδειας παραμονής της στην Κυπριακή Δημοκρατία και με την οποία επίσης την καλούν να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι 15/6/14, ως άκυρη και/ή στερουμένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Στις 10/6/14 καταχώρησαν τις υπό εξέταση αιτήσεις, αμφότεροι οι ως άνω, με τις οποίες αιτούνται προσωρινού διατάγματος αναστολής των πιο πάνω αποφάσεων με τις οποίες καλούνται να εγκαταλείψουν τη Δημοκρατία μέχρι την 15/6/14. Επίσης αιτούνται προσωρινού διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Κυπριακή Δημοκρατία να μην προβεί και/ή προχωρήσει στην υλοποίηση των άνω αποφάσεων ημερ. 14/2/14 και 29/1/14 αντίστοιχα.
Αμφότερες οι αιτήσεις υποστηρίζονται από ένορκες δηλώσεις της αιτήτριας στην 439/14, συζύγου του αιτητή στην 438/14. Τα αναμφισβήτητα γεγονότα που περιβάλλουν τις αιτήσεις και καταγράφονται στην ένσταση είναι τ' ακόλουθα:
1. Ο αιτητής στην 438/14 (εν τοις εφεξής ο «αιτητής») είναι υπήκοος Ιράν, και η αιτήτρια στην 439/14 (εν τοις εφεξής η «αιτήτρια») είναι υπήκοος Φιλιππινών.
2. Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία για πρώτη φορά στις 15/1/1997 και του παραχωρήθηκε θεώρηση εισόδου ως επισκέπτης, μέχρι και τις 29/1/1997.
3. Στις 3/7/1997 αφού δηλαδή διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα για διάστημα πέραν των 5 μηνών, ο αιτητής εντοπίστηκε και συνελήφθηκε από την Αστυνομία για παράνομη παραμονή. Ακολούθως, στις 4/7/1997, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Να σημειωθεί ότι το εν λόγω διάταγμα απέλασης φέρει ημερομηνία 8/7/1997.
4. Στις 9/7/1997 ο αιτητής απελάθηκε για τη χώρα του, και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων. Πέντε χρόνια μετά, και συγκεκριμένα στις 18/7/2002, το Αρχηγείο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) ενημέρωσε ότι ο αιτητής, ο οποίος φαίνεται να εισήλθε εκ νέου παράνομα στη Δημοκρατία μέσω κατεχόμενων περιοχών, εντοπίστηκε στις 2/7/2002 μαζί με άλλα 2 πρόσωπα επίσης Ιρανικής καταγωγής και τέθηκαν υπό κράτηση. Στην κατοχή του αιτητή βρέθηκε διαβατήριο που φαίνεται να ήταν πλαστό και σχηματίστηκε εναντίον ποινική υπόθεση για πλαστογραφία. Ακολούθως στις 12/7/2002 ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, όπου δήλωσε όμως ότι προτίθεται να υποβάλει αίτηση ασύλου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διάταξε όπως αφεθεί ελεύθερος.
5. Στις 14/7/2002 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου και στις 19/8/2002 αίτηση για άδεια παραμονής ως αιτητής ασύλου.
6. Στις 12/9/2002 απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για πολιτικό άσυλο και στις 11/11/2002 του στάληκε επιστολή με την οποία του εξηγήθηκαν οι λόγοι απόρριψης. Λόγω αυτής της εξέλιξης, στις 20/1/2003 εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης, η έκδοση των οποίων του γνωστοποιήθηκε με επιστολή επίσης ημερ. 20/1/2003.
7. Στις 30/1/2003 τα εν λόγω διατάγματα στάλθηκαν στην Αστυνομία για εκτέλεση. Στις 14/4/2003 ωστόσο η Αστυνομία ενημέρωσε ότι δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του αιτητή και επομένως τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων μεταναστών.
8. Σύμφωνα με ενημέρωση που λήφθηκε την 1/2/2007 από το Αρχηγείο ΥΑΜ ο αιτητής ο οποίος μέχρι τότε διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία για διάστημα πέραν των 4 ετών συνελήφθηκε και τέθηκε υπό κράτηση για τροχαία αδικήματα καθώς και για παράνομη παραμονή.
9. Στις 26/2/2007 το Αρχηγείο ΥΑΜ έστειλε νέα ενημέρωση, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 5/2/2007 σε 4 μήνες φυλάκιση, για τα προαναφερόμενα αδικήματα. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην επιστολή της Αστυνομίας, ο αιτητής είχε δηλώσει ότι είχε τελέσει μουσουλμανικό γάμο σε τέμενος με την αιτήτρια το 2005 και έχουν αποκτήσει μαζί 2 παιδιά.
10. Η αιτήτρια είχε αφιχθεί για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 2/7/1998 με άδεια εισόδου που της παραχωρήθηκε για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός.
11. Στις 14/10/1998 ο εργοδότης της με υπεύθυνη δήλωση του έδωσε τη συγκατάθεση του όπως η αιτήτρια εργαστεί σε άλλο εργοδότη και ακολούθως στις 12/2/19999, η νέα εργοδότης με υπεύθυνη δήλωση της, έδωσε τη συγκατάθεση της όπως η αιτήτρια εργαστεί σε άλλο εργοδότη.
12. Στις 4/3/1999 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός η οποία άδεια της παραχωρήθηκε με ισχύ μέχρι και την 1/7/2001. Ακολούθως στις 17/9/2001, ανανεώθηκε η άδεια παραμονής της για να συνεχίσει να εργάζεται στον ίδιο εργοδότη, με ισχύ μέχρι και τις 2/7/2002 και ανανεώθηκε ξανά στις 24/7/2002 με ισχύ μέχρι και τις 2/7/2003, στις 29/7/2003 με ισχύ μέχρι και τις 2/7/2004 και στις 20/12/2004 με ισχύ μέχρι και τις 2/7/2005 με την ένδειξη «Τελική και μη ανανεώσιμη».
13. Στις 17/11/2004 το Αρχηγείο ΥΑΜ ενημέρωσε ότι, στις 20/10/2004, έλαβε επιστολή από τον εργοδότη της αιτήτριας σύμφωνα με την οποία αυτή είχε εγκαταλείψει τον χώρο εργασίας της προς άγνωστη κατεύθυνση και δεν παρουσιάστηκε να υποβάλει παράπονο εναντίον του εργοδότη μέχρι την ημέρα που είχε σταλεί η εν λόγω επιστολή. Ακολούθως, στις 22/11/2004 τα στοιχεία της αιτήτριας καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.
14. Στις 26/2/2007 και δη μετά τον εντοπισμό και την καταδίκη του αιτητή εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, στις 30/4/2007 η έκδοση των οποίων διαταγμάτων του γνωστοποιήθηκε με επιστολή επίσης ημερ. 30/4/2007. Διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν και εναντίον της αιτήτριας στις 2/5/2007 η έκδοση των οποίων της γνωστοποιήθηκε με επιστολή επίσης ημερ. 2/5/2007. Τα διατάγματα εναντίον της αιτήτριας δεν εκτελέστηκαν και η ίδια δεν συνελήφθηκε για ανθρωπιστικούς λόγους.
15. Στις 14/3/2008 ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε την παραχώρηση ειδικής άδειας παραμονής διάρκειας 6 μηνών στην αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της και στις 19/3/2008 το Τμήμα Μετανάστευσης της έστειλε επιστολή καλώντας την να διευθετήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία.
16. Στις 6/5/2008 ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος μετά από οδηγίες του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, αφού προηγουμένως αποδέχτηκε τους όρους που του επιβλήθηκαν.
17. Στις 18/1/2010 το Υπουργείο Εσωτερικών έστειλε επιστολή προς τον αιτητή με την οποία των ενημέρωνε ότι είχε εγκριθεί αίτημα του για παραχώρηση άδειας παραμονής για 12 μήνες, νοουμένου ότι θα τηρούσε συγκεκριμένους όρους που αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή, οι οποίοι περιλάμβαναν μεταξύ άλλων, την υποβολή αίτησης για έκδοση άδειας παραμονής, με σφραγισμένο συμβόλαιο εργασίας.
18. Στις 15/3/2011, το Υπουργείο Εσωτερικών έστειλε νέα επιστολή στον αιτητή με την οποία τον ενημέρωνε ότι έχει εγκριθεί αίτημα του για παραχώρηση άδειας παραμονής 12 μηνών, νοουμένου ότι θα τηρούσε συγκεκριμένους όρους που αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή, οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υποβολή αίτησης για την έκδοση άδειας παραμονής, με σφραγισμένο συμβόλαιο εργασίας. Ωστόσο, αυτός ουδέποτε υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας παραμονής για τον ίδιο και την οικογένεια του, παραβιάζοντας έτσι τους όρους υπό τους οποίους του εγκρίθηκε το προαναφερόμενο αίτημα του για παραμονή στη Δημοκρατία.
19. Στις 27/3/2013, αφού δηλαδή είχαν παρέλθει 2 χρόνια από την τελευταία έγκριση που δόθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών στον αιτητή για παραμονή στην Κύπρο, και ενώ ο ίδιος δεν είχε ακόμα αποταθεί για τη διευθέτηση της παραμονής του, το Τμήμα Μετανάστευσης ζήτησε από την αστυνομία όπως διενεργήσει έλεγχο για να εξακριβώσει κατά πόσο ο αιτητής εξακολουθούσε να βρίσκεται στη Δημοκρατία.
20. Ακολούθως, στις 27/8/2013, η αστυνομία ενημέρωσε το Τμήμα Μετανάστευσης ότι ο αιτητής, η αιτήτρια και τα παιδιά τους εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη Δημοκρατία. Με βάση την προαναφερόμενη ενημέρωση, το Τμήμα Μετανάστευσης έδωσε οδηγίες προς την αστυνομία όπως ο αιτητής και η οικογένεια του συλληφθούν για σκοπούς απέλασης. Να σημειωθεί ότι οι αιτητές τον Σεπτέμβριο 2013 απέκτησαν και τρίτο παιδί.
21. Στις 27/1/2014, συνελήφθηκε ο αιτητής. Η αιτήτρια δεν τέθηκε υπό σύλληψη για ανθρωπιστικούς λόγους.
22. Στις 28/1/2014 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή και της αιτήτριας. Η έκδοση των εν λόγω διαταγμα΄των γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή επίσης ημερ. 28/1/2014. Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας ακυρώθηκαν με απόφαση της Διευθύντριας Μετανάστευσης στις 29/1/2014.
23. Την ίδια μέρα, ήτοι στις 29/1/2014 στάληκε επιστολή από τη Διευθύντρια Μετανάστευσης στην αιτήτρια με την οποία την ενημέρωνε ότι η απέλαση της αναβάλλεται μέχρι τις 15/6/2014, ημερομηνία μέχρι την οποία αναμένετο να αναχωρήσει οικειοθελώς. Όπως αναφέρει περαιτέρω η Διευθύντρια στην επιστολή της παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής μέχρι τότε υπό όρους, που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων, την καταβολή εγγύησης και την παράδοση των διαβατηρίων της ίδιας και των παιδιών της στην αστυνομία.
24. Στις 14/2/2014 η Διευθύντρια ακύρωσε και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που είχαν εκδοθεί εναντίον του αιτητή και την ίδια ημερομηνία στάλθηκε επιστολή προς τον ίδιο, η οποία έχει το ίδιο περιεχόμενο με την επιστολή που στάλθηκε στις 29/1/2014 στη σύζυγο του αιτήτρια, ήτοι ενημερώνοντας τον ότι η απέλαση του αναβάλλεται μέχρι και τις 15/6/2014, ημερομηνία μέχρι την οποία αναμένετο να αναχωρήσει οικειοθελώς. Η επιστολή αυτή επιδόθηκε στον αιτητή, στις 14/2/2014. Να σημειωθεί ότι ο συνήγορος των αιτητών στην αγόρευση του δηλώνει ότι δεν αμφισβητούνται όλα τα πιο πάνω.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους αιτητές στην ικανή αγόρευση του εισηγήθηκε ότι στις δυο προσβαλλόμενες αποφάσεις ενυπάρχει έκδηλη παρανομία καθ' ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα κατά τη λήψη τους αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση των αιτητών και ότι αυτές λήφθηκαν κατά παράβαση του ατομικού δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής η οποία προστατεύεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος, άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κατά παράβαση των προνοιών της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού Νόμος 243/90 όπως τροποποιήθηκε, άρθρα 2, 3, 9, 10(1).
Εισηγήθηκε επίσης ότι σε περίπτωση μη εκδόσεων των αιτουμένων διαταγμάτων θα έχει ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη ζημιά καθ' ότι τα τρία ανήλικα παιδιά των αιτητών θα παραμείνουν στην Κύπρο και θα αποχωριστούν από τους γονείς τους.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση με την ικανή αγόρευση της εισηγήθηκε ότι οι αιτητές απέτυχαν ν' αποδείξουν πλήρως τις προϋποθέσεις γι' έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων υποστηρίζοντας ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι νόμιμες και δικαιολογημένες χωρίς την πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στους αιτητές.
Οι αρχές που διέπουν την εξέταση προσωρινού διατάγματος στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας έχουν κατ' επανάληψη εξηγηθεί σε αποφάσεις της Ολομέλειας μεταξύ των οποίων είναι η Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, όπου λέχθηκαν τ' ακόλουθα:
« Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη. Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.
Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.»
Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd. (2007) 3 ΑΑΔ 32, 36 λέχθηκαν:
«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»
Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα επί του οποίου δύναται να εδραιωθεί αίτημα της φύσεως υπό εξέταση και που είναι η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς από τη μη έκδοση του διατάγματος, η πλούσια νομολογία υπαγορεύει ότι απαιτείται από τον αιτητή η απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η αναγκαία μαρτυρία προς τούτο θα πρέπει να εισηγείται και να αποδεικνύει ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δεν μπορεί να τύχει αποκατάστασης με τις θεραπείες που θα χορηγηθούν με την επιτυχία της προσφυγής του ή ακόμη με άλλο τρόπο. Η πρόκληση χρηματικής ζημιάς είναι κατά κανόνα μη υπολογίσιμος παράγοντας εκτός εάν η αποτίμηση και επανόρθωση της είναι αδύνατος. Επίσης όπου η έκδοση προσωρινού διατάγματος μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης, το δικαστήριο δύναται να αρνηθεί την έκδοση του (βλ. Μαρκουλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413).
Σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου ο αιτητής βρίσκεται παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2002 και η αιτήτρια επίσης βρίσκεται παράνομα από 2/7/2005. Στις 2/7/2007 η Διευθύντρια του Τμήματος αρχείου, Πληθυσμού Μετανάστευσης κήρυξε την αιτήτρια ως απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, λόγω ακριβώς της παράνομης διαμονής της.
Τον αιτητή τον κήρυξε ως απαγορευμένο μετανάστη την 23/1/2011 δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ)(ι)(θ) του Κεφ. 105 με το αιτιολογικό της παράνομης εισόδου, παραμονής και προηγούμενης απέλασης.
Στις 28/1/2014 η Διευθύντρια προχώρησε στην έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης αμφοτέρων των αιτητών δυνάμει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 105. Στις 29/1/2014 και 14/2/2014 η Διευθύντρια ανακάλεσε το διάταγμα κράτησης και απέλασης αμφοτέρων των αιτητών για ανθρωπιστικούς λόγους, συγκεκριμένα λόγω του ότι δύο από τα τρία παιδιά τους φοιτούσαν στο σχολείο. Παρά ταύτα με επιστολές της ημερ. 29/1/14 και 14/2/14 κάλεσε τους αιτητές ν' αναχωρήσουν οικειοθελώς από την Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι την 15/6/14 υπό όρους που αναφέρονται στις επιστολές. Η απόφαση αυτή της Διευθύντρια λήφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 ΟΗ(1) το οποίο προβλέπει ότι «ο Δικαστής εκδίδει απόφαση επιστροφής για οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας που παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία». Επίσης εφαρμόσιμο είναι και το εδάφιο (6) του ίδιου άρθρου.
Από την εξέταση των άνω στοιχείων ενώπιον μου ουδεμία παρανομία εντοπίζεται και δη έκδηλη. Η Διευθύντρια όπως διαφαίνεται από τις άνω διατάξεις νομιμοποιείται στη λήψη τους.
Όσον αφορά τα όσα τέθηκαν από τον ευπαίδευτο δικηγόρο των αιτητών και αφορούν τον τυχόν χωρισμό των αιτητών με τα παιδιά τους ή τυχόν δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων και Σύμβασης, πιστεύω ότι τ' ακόλουθο απόσπασμα με το οποίο συμφωνώ, από την υπόθεση αρ. 1144/2008 Kashif v. Δημοκρατίας ημερ. 11/7/2008, απαντά σ' αυτές τις εισηγήσεις:
«... Η οικογενειακή ζωή δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο για να διαφοροποιηθεί υπέρ του αιτητή μια κατά άλλα έκδηλα παράνομη κατάσταση, ιδιαίτερα στον τομέα της απέλασης όπου το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους είναι προεξάρχον στον καθορισμό της πολιτικής, εφόσον ουδείς δικαιούται να παραμένει στην Κύπρο άνευ αδείας. Το δικαίωμα αποκλεισμού αλλοδαπού υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, αλλά ασκείται, εν πάση περιπτώσει, κυριαρχικά με την προϋπόθεση ότι ασκείται καλόπιστα στα πλαίσια μιας ομολογουμένως ευρείας εξουσίας που παρέχεται στις αρμόδιες αρχές από το σχετικό νόμο. Σχετικές είναι οι υποθεσεις Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ahmed v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 537. Στην Kedoum - πιο πάνω - έγινε επίσης ανάλυση των αποφάσεων που μνημονεύονται στα πιο πάνω συγγράμματα των Harris, Boyle, Warbrick, με την παρατήρηση ότι εκεί υπήρχαν πρόσωπα τα οποία είχαν αυτοτελή δικαιώματα παραμονής στις χώρες εκείνες στις οποίες είχαν εκδοθεί διατάγματα απέλασης και ήταν δεδομένο ότι θα διακόπτονταν οι οικογενειακοί δεσμοί με το μέλος που δεν είχε τέτοιο δικαίωμα (δέστε Berrehab v. Netherlands A 138 (1988), Moustaquim v. Belgium, A 193 (1991) και Bedjoudi v. France, A 234/A (1992)]. Η Ολομέλεια συμφώνησε επίσης με την πρωτόδικη κρίση ότι η γέννηση παιδιού στην Κύπρο από μόνη της, δεν παρέχει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο.»
(βλ. Υποθ. αρ. 80/11 Alan Augustine v. Δημοκρατίας ημερ. 14/6/2013).
Τα όσα σχετικά λοιπόν τέθηκαν από αμφοτέρους τους αιτητές δεν δύνανται να διαφοροποιήσουν την κατάσταση προς όφελος τους.
Οι αιτήσεις απορρίπτονται με €300 έξοδα σε κάθε υπόθεση σε βάρος του αιτητή και της αιτήτριας αντίστοιχα.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ