ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
FRANGOS & OTHERS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 53
MOYO & ANOTHER ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 1203
Λοϊζίδης Σταύρος ν. Yπουργού Eξωτερικών. (1995) 3 ΑΑΔ 233
Eπιτροπή Kεφαλαιαγοράς Kύπρου ν. Marfin Popular BankPublic Co Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32
Hellenic Petroleum Cyprus Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 602
Kοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos και Άλλοι ν. Cybarco Plc και Άλλων (2009) 3 ΑΑΔ 513
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D564
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 359/2014)
24 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
RIBAROV IVANOV PLAMEN,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Αίτηση ημερ. 18.3.2014 για αναστολή των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης
Ρ. Ιάσονος (κα) για Χρ. Δημητριάδη, για τον Αιτητή.
Θ. Πιπερή (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με μονομερή αίτησή του ζητά προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται το διάταγμα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση μέχρι την τελική εκδίκαση της προσφυγής. Διαζευκτικά ζητά προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αφήνεται ελεύθερος μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του.
Την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση την ορκίζεται δικηγόρος από το γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή. Όπως αναφέρεται, ο Αιτητής είναι Βούλγαρος υπήκοος και ήρθε στην Κύπρο στις 20.10.2013. Στις 5.12.2013 συνελήφθηκε με ένταλμα σύλληψης για διερευνώμενη υπόθεση συνωμοσίας για διάπραξη του κακουργήματος της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής. Τέθηκε υπό κράτηση μέχρι τις 30.12.2013 που καταχωρήθηκε εναντίον του η Ποινική Υπόθεση 29256/13 και στη συνέχεια παραπέμφθηκε σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού το οποίο θα συνεδρίαζε στις 21.1.2014. Μέχρι τότε διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση. Κατά την εμφάνιση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου αρνήθηκε τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 31.1.2014. Η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες. Στις 20.2.2014 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για συνέχιση για να καταθέσει η βασικότερη μάρτυρας κατηγορίας, η συγκεκριμένη μάρτυρας δήλωσε στο Δικαστήριο ότι δεν επιθυμούσε να δώσει μαρτυρία, εκτός αν η αστυνομία τηρούσε τη συμφωνία που έκανε μαζί της ότι αν έδιδε μαρτυρία θα απέσυρε Ποινική Υπόθεση που ήδη αντιμετώπιζε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και η οποία ήταν ορισμένη σε μια βδομάδα (28.2.2014). Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε αναβολή για να εξετάσει πώς θα χειριζόταν το θέμα. Στις 25.2.2014 που ορίστηκε η υπόθεση για συνέχιση, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας δήλωσε ότι η συγκεκριμένη είχε κριθεί αναξιόπιστη μάρτυρας κατηγορίας, με αποτέλεσμα η υπόθεση να παραμένει μετέωρη. Ως εκ τούτου η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε άλλη επιλογή από του να καταχωρήσει αναστολή δίωξης εναντίον του Αιτητή. Το Κακουργιοδικείο τελικά απάλλαξε τον Αιτητή από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Μόλις ο Αιτητής εξήλθε της αίθουσας του Κακουργιοδικείου συνελήφθη εκ νέου από άντρες της ΥΑΜ με τη δικαιολογία ότι είχε εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης. Στις 26.2.2014 ο δικηγόρος του Αιτητή κ. Α. Χαραλάμπους, απέστειλε επιστολή στην ΥΑΜ Λεμεσού, ζητώντας αντίγραφο του διατάγματος απέλασης για να εξακριβώσει τους ακριβείς λόγους σύλληψης του πελάτη του. Η ΥΑΜ δεν ικανοποίησε το αίτημά του, παραπέμποντάς το στη Διευθύντρια της ΥΑΜ στη Λευκωσία, στην οποία ο δικηγόρος του Αιτητή απευθύνθηκε. Δεν υπήρξε ανταπόκριση στο αίτημά του, με αποτέλεσμα να σταλεί νέα επιστολή στις 28.2.2014. Τελικά του στάληκε η επίδικη απόφαση, η οποία φέρει ημερ. 25.2.2014.
Στις 28.2.2014 ο Αιτητής ενημερώθηκε επίσης ότι εκδόθηκε αεροπορικό εισιτήριο για επιστροφή του στη Βουλγαρία στις 2.3.2014. Ο Αιτητής δήλωσε στους Καθ' ων η αίτηση ότι αρνείτο να μεταβεί στη Βουλγαρία, καθότι κινδύνευε η ζωή του. Η Αστυνομία επέμενε να τον απελάσει, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να αυτοτραυματιστεί και να μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Λεμεσού και μετά την αποθεραπεία του να τεθεί εκ νέου υπό κράτηση.
Ο Αιτητής παραπονείται ότι η απόφαση για απέλασή του είναι αναιτιολόγητη εφόσον σ' αυτή δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους λήφθηκε. Κατά την έκδοσή της οι Καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη στοιχεία από το περιβάλλον του Αιτητή και ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν είχε πλέον δεσμούς με τη χώρα καταγωγής του. Πουθενά στην απόφαση δεν αναφέρονται οι λόγοι δημόσιας τάξης για τους οποίους η διοίκηση αναγκάστηκε να λάβει μια τέτοια απόφαση. Σύμφωνα με το δικηγόρο του Αιτητή οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση του άρθρου 32(3) του Νόμου περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης να Κυκλοφορούν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου του 2007 (Ν. 7(Ι)/2007), δεδομένου ότι κλήθηκε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία μόλις 5 μέρες μετά τη λήψη της απόφασης. Όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής, η Αστυνομία προσχεδίασε την Ποινική Υπόθεση 29526/13 και έπεισε τη μάρτυρα να καταθέσει ψευδώς εναντίον του, με απώτερο στόχο να διασφαλίσουν την απέλασή του. Κατά τον ίδιο υπήρξε κατάχρηση εξουσίας και κακοβουλία εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση και όλες οι ενέργειες μέχρι την έκδοση της επίδικης απόφασης, είναι παράνομες και αντισυνταγματικές.
Οι Καθ' ων η αίτηση καταχώρησαν γραπτή ένσταση με την οποία εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η αίτηση στερείται πραγματικού υποβάθρου, καθότι δεν συνοδεύεται από έγκυρη ένορκη δήλωση και ότι εν πάση περιπτώσει η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει δεν είναι σε γλώσσα κατανοητή από τον Αιτητή.
Επί της ουσίας ισχυρίζονται ότι δεν συντρέχει επείγουσα ανάγκη για έκδοση του επίδικου προσωρινού διατάγματος, εφόσον ο Αιτητής έχει ήδη απελαθεί, δεν υπάρχει έκδηλη παρανομία ή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν καθ' όλα νόμιμα και σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(ζ) και 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, καθώς και του Ν. 7(Ι)/2007, της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Περαιτέρω προβάλλεται η ένσταση ότι το ενδιάμεσο αίτημα για αναστολή της απέλασης, εάν γίνει αποδεκτό, θα συνιστά παρέμβαση του Δικαστηρίου στο πεδίο αρμοδιότητας της διοίκησης, αφού θα ισοδυναμεί με χορήγηση στον Αιτητή άδειας παραμονής και διακίνησης στη Δημοκρατία.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να διευκρινίσω ότι λίγο πριν την απαγγελία της απόφασης σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου δηλώθηκε από τη συνήγορο των Καθ' ων η αίτηση ότι δεν ευσταθεί η δήλωση που καταγράφεται στην παράγραφο 2(α) της ένστασης, ότι δηλαδή ο Αιτητής έχει ήδη απελαθεί, αφού στην πραγματικότητα ο Αιτητής συνεχίζει να βρίσκεται υπό κράτηση στα κρατητήρια Μενόγειας. Είναι γεγονός ότι εάν ευσταθούσε η πιο πάνω δήλωση, η αίτηση για προσωρινή θεραπεία θα ήταν άνευ αντικειμένου.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω διορθωτική δήλωση, προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της αίτησης. Ως προς την αναστολή του διατάγματος απέλασης, η αίτηση δεν έχει προοπτική επιτυχίας, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί εκ μέρους του Αιτητή, ούτε έκδηλη παρανομία, ούτε ανεπανόρθωτη ζημιά. Οι αρχές είναι γνωστές και τις έχω πρόσφατα συνοψίσει στην υπόθεση Ahmed Ibrahim Mohmed Idris ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 281/2014, ημερ. 26.6.2014, ECLI:CY:AD:2014:D428, στην οποία τόνισα πως:-
«Σύμφωνα με την πλούσια νομολογία που υπάρχει, για να παραχωρηθεί προσωρινή θεραπεία ή αναστολή διοικητικής πράξης, το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημιά. Σχεδόν καθημερινά τα δικαστήρια τονίζουν ότι «έκδηλη παρανομία» υπάρχει μόνο όταν από το διαθέσιμο υλικό, αντικειμενικά κρινόμενο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης (βλ. Κοινοπραξία Cyprus Airports Group v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 92/04, ημερ. 3.3.2005), αναδύεται παρανομία η οποία είναι τόσο πρόδηλα αναγνωρίσιμη ώστε να μην χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα (βλ. Frangos & Others v. The Minister of Interior & Others (1982) 3 CLR 53, 57, Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233). Σε πιο πρόσφατη νομολογία εξηγήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που είναι οφθαλμοφανής ή αυταπόδεικτη, χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν αντιφατικά γεγονότα ώστε να ασκηθεί υποκείμενη κρίση (βλ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2007) 3 AAΔ 32 και Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 602). Η εξουσία του δικαστηρίου ασκείται με φειδώ ιδιαίτερα στη διαπίστωση έκδηλης παρανομίας σ' ένα τόσο πρόωρο στάδιο που δεν έχουν ακόμη συμπληρωθεί ούτε τα δικόγραφα. Πρόωρη άσκηση κρίσης επί γεγονότων ή περίπλοκων νομικών σημείων θα επηρέαζε την ουσία της προσφυγής και θα προδίκαζε το αποτέλεσμα.»
(Βλ. επίσης Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32, Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.α. ν. Cybarco Plc κ.α. (2009) 3 ΑΑΔ 513 και Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 602).
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής παραπονείται ότι η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη, είναι καταγραμμένη στην αγγλική γλώσσα την οποία δεν γνωρίζει, στηρίζεται σε γενικούς και αόριστους λόγους, η διοίκηση προτού λάβει την απόφαση για απέλαση δεν έλαβε υπόψη ότι ο Αιτητής δεν έχει πλέον δεσμούς με τη χώρα καταγωγής του και τέλος ότι υπήρξε «ένα καλοστημένο σχέδιο» μεταξύ Νομικής Υπηρεσίας και Καθ' ων η αίτηση για να διασφαλιστεί η απέλασή του.
Ανεξαρτήτως από το τι μπορεί να προκύψει από τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Αιτητή, τους οποίους θεωρώ γενικούς και αόριστους, ένα είναι σίγουρο. Ότι δεν προκύπτει έκδηλη παρανομία, όπως ο όρος έχει διασαφηνιστεί νομολογιακά. Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να μπορεί αντικειμενικά κρινόμενο να χαρακτηριστεί ως έκδηλη παρανομία.
Ως προς το θέμα της ανεπανόρθωτης ζημιάς δέχομαι ότι τυχόν απέλαση του Αιτητή προτού εκδικαστεί η προσφυγή του και προτού το Δικαστήριο αποφανθεί τελεσίδικα επί της νομιμότητας του διατάγματος απέλασης, ενδεχομένως να επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο (βλ. Wang v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1108/11, ημερ. 28.9.2011).
Όμως, το ίδιο δεν ισχύει για το αίτημα για αναστολή του διατάγματος κράτησης. Σύμφωνα με τη νομολογία, η στέρηση της ελευθερίας ενός ατόμου, δυνάμει νομίμως εκδοθέντος διατάγματος, έστω και αν αυτό είναι υπό αμφισβήτηση, από μόνη της δεν αποτελεί ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. Haram Farahao v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1024/04, ημερ. 10.12.2004 και Rozlutska v. Δημοκρατίας (2005) 4Α ΑΑΔ 174).
Πέραν τούτου, υπάρχει και ένας άλλος λόγος, ενδεχομένως σοβαρότερος, που δεν μπορεί να ανασταλεί το διάταγμα κράτησης. Τα Δικαστήρια δεν αναστέλλουν αρνητική απόφαση της διοίκησης, εφόσον θεωρείται ότι η αναστολή ισοδυναμεί με εξαναγκασμό της διοίκησης να εκδώσει πράξει θετικού περιεχομένου. Πέραν τούτου, η αναστολή ισοδυναμεί με την έκδοση από το ίδιο το Δικαστήριο διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρθηκε στη Moyo v. The Republic (1988) 3 CLR 1203, δεν είναι δυνατή η έκδοση προσωρινού διατάγματος όταν η έκδοση του ισοδυναμεί με παραχώρηση θεραπείας, όπως για παράδειγμα άδειας προσωρινής διαμονής στη Δημοκρατία, η παραχώρηση της οποίας εμπίπτει αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Ενόψει των πιο πάνω, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο αναστέλλεται το διάταγμα απέλασης του Αιτητή, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής. Οι υπόλοιπες θεραπείες που ζητούνται, απορρίπτονται. Ενόψει της μερικής επιτυχίας της προσφυγής, η κάθε πλευρά να πληρώσει τα δικά της έξοδα.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ